Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2012

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ: ΘΕΙΟΝ ΟΡΑΜΑ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ*
 ΘΕΙΟΝ ΟΡΑΜΑ

―Δ λέτε, ρ παιδιά, τίποτα ν ζεσταθομε;
Κα μ τ λόγο φάνηκε μαρο κορμ στν νοιχτ θυρίδα, κύλησε π τ σκάλα κάτω Κώστας θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στν πατατούκα του. κανε κρύο δυνατό. Βορις ξύριζε τ πέλαγα, πάγωνε τ’ κρογιάλια, κρουστάλλιαζε τ στοιβαγμένα χιόνια στ βουνά. Κα τ πλήρωμα, νατες κα θερμαστές, συναγμένοι λόγυρα στ θερμάστρα, φρόντιζαν ν ζεσταθον μ τ φασκομηλι κα τ ψωμοτύρι. λύχνος, καρφωμένος στ μέση νς στύλου, φώτιζε κα κάπνιζε μαζ τ περίγυρα σωθέματα. Διπλ τριπλ τ κρεβάτια κολλημένα στ πλευρά, μ τ μαρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθκες στ’ νήλιαστα βάθη τς γς ταιριασμένες. Κοντ καμαρούλα το ναύκληρου, νοιχτόπορτη, δειχνε λλο κρεβάτι στρωμένο, δυ τρες φωτογραφίες παλιές, μι χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης κα ξαπλωμένης σ πουπουλένια προσκέφαλα. Κα λοθε κρεμασμένα τ ροχα, στ λάδι κα στ κάρβουνο βουτημένα. Ο μουσαμάδες ξεσχισμένοι κα μυριομπαλωμένοι. Τ χοντρ ποδήματα κα τ κασκέτα κα ο χρωματιστο σκοφοι δειχναν τ χώρισμα καλογερικ κελί. λλ τ φλίφλισμα το νερο πο κουόταν στ πλευρά, μυρωδι το κατραμιο κα τ ψημένα πρόσωπα τν νθρώπων δειχναν πς ζω δ γωνίζεται τν τελευταο γώνα της. Γι τοτο κα κανένας δν πρόσεξε τώρα στ στεο κατρακύλημα το θερμαστ.
Δ λέτε, ρ παιδιά, κα τίποτα ν ζεσταθομε; ξαναδευτέρωσε κενος, γκαλιάζοντας τ θερμάστρα σν ρωμένη.
―Τί ν επομε; ρώτησε μελαγχολικς Κώστας ξιώτης. Νυχτι σν τν ποψιν δ θέλει παραμύθια. χι, δ θέλει παραμύθια! δ στν γριο κόρφο πο εμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι π τ μούγκρισμα τς Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι π τν πουπουλένιο θυμ τ’ ορανο, ς πομε κατιτ θεϊκ κα παρήγορο. Στ παλι χρόνια ο γέροντές μας δν εχαν τν καταδίκη πο χουμε μες τώρα. Περνοσαν τς γιες μέρες κάτω π τ στέγη τους, κοντ στ φωτιά, νάμεσα στ φαμίλια τους. πως μπελοφυτευτς τ’ μπέλι του, τρυγούσανε κα κενοι τ καλοκαίρι τ θάλασσα κα χαίρονταν τ χειμώνα τ καλ της φοβα. ξεραν τ γιορτ κα τν καματερή τους. Εχαν καιρ γι τ χαρ κα γι τ θλίψη τους. μες τίποτ’ π’ ατά! Χειμῶνα-καλοκαίρι τ’ ργώνουμε τ κύμα. Βόδια καματερ στ βουκέντρα τς νάγκης, ποταχτικ θ’ αλακώνουμε τ’ ρμυρ χωράφι, μονάχα τ φάκνα μας χοντας γι πληρωμή. Γι τοτο καλ πο τυχε κακοκαιρία ν’ φήσουμε λίγο τν κάματο. Δ λέω πς θ μείνουμε τώρα συχοι. φέντης θέλει δουλει π τ δουλευτή, γιατί φοβται μν κνέψει μ τν καμωσιά. Φαντάσου μως, ν ταν καλοσύνη, τί δρόμο θ παίρναμε τώρα. τσι τουλάχιστο χω λεύθερο τ νο ν συλλογιστ τ σπίτι μου.
χ, τ σπίτι μου! ρχισα τ παράπονο κα κοντεύω ν δακρύσω σν  πραγο παιδί. Μ δ φταίω γώ. Φταίει ατ νύχτα. Φταίει τ ποψιν ποσπέρισμα, τ’ στέρι τ λαμπρ πο τρεμε βασιλεύοντας πίσω π τ χιονισμένα βουν κα τάραξε τ εναι μου. πως τος Μάγους δήγησε κα μένα πίσω π τ βουν κα τ πέλαγα στ Νάξο, στ Γρίτι μου τ πρασινοντυμένο, τ ταπειν μ λόχαρο σπιτάκι μου. Κα χι ς δ. Παραμπρός, παραμπρς κόμη. Μ' φερε στ παιδιάτικα χρόνια μου, πρν φήσω τ στερι κα πρν ταξιδέψω στ θάλασσα.
Καθόμαστε λοι στ παραγώνι, διπλοπόδι στ μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι μ τ ζεστ φορεματάκια μας, πο τ ραψε τς μάνας μας φροντίδα κα τς δερφς μας, τς μορφούλας τ πιδέξια χέρια. πατέρας μου, θεριακωμένος κα νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στς προσκεφαλάδες ψηλ κα ρουφοσε πολαυστικ τ τσιμποῦκι του.
ταν μᾶς βλεπε τσι συναγμένους, το ρεσε ν διηγέται παραμύθια κα στορίες τς ζως του. Τς θάλασσας ο κίνδυνοι, τς στερις ο χαρές, τρόμος τν κουρσάρων, τ ναυτικ κατορθώματα τς πανάστασης διάβαιναν ζωνταν κα λοφώτιστα μπροστά μας. Μ κείνη τ νύχτα δ θέλησε ν μιλήσει οτε γι παραμύθια, οτε γι ταξίδια του. Μόλις βάλαμε τ λύχνο στ λυχνοστάτη κα φάγαμε τ λειψόπιτα, μς ρχισε θρησκευτικς κουβέντες. ταν θρσκος γιοχώματος κα τ ερ βιβλία δν τ’ φηνε π κοντά του. λήθεια, στ ταξίδια του εχε πρόχειρα τ τροπάρια κα τς βλαστήμιες. Μ τώρα πο παψε τν γώνα τς ζως, φρόντιζε γι τ σωτηρία τς ψυχς του.
―Δὲ μοῦ λές, επε στν δερφό μου τ μικρότερο, τί ραμα εδε Παναγία τ νύχτα πο γέννησε τν Κύριο μν ησο Χριστό;
Κόκαλο κενος. Ρωτάει μένα, τ διο.
―Ἄ, δν τ ξέρετε ! πρόσθεσε μ ρεμη φωνή. Μ δν φτατε σες, φταίω γ πο δν σς τ μαθ’ κόμη. γινε πέρα στν νατολή, στν τόπο τν παράδοξο. Ποι χρόνο δὲ σᾶς λέω. Φτάνει ν μετρήσετε τ φετιν κα τ βρίσκετε μέσως. κείνη τ νύχτα μιὰ γυναίκα, συντροφιασμένη π τν τέχτονα τν ντρα της, στάθηκε μισοστρατς σ μι σπηλι κα γέννησε να παιδί. Φτωχ ταν τ ροχα της, ψη τς πικραμένη· μ εχε κατιτ τόσο λαμπρ στ ματιά, πο λεγες θ’ ναστήσει κα τν πέτρα. Κάτω π τ γαλάζιο φόρεμα κα τ κόκκινο στηθοπάνι, τ κορμ φάνταζε λυγερό, ξιο γι ν θρονιάσει μιὰ πάναγνη ψυχή. Κα κάτω π τν σπρο της κεφαλοδέτη τ μυγδαλωτ μάτια, τ φρύδια τ σμιχτά, τ λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι π τ χρυσ στολίδια του, φανέρωναν τν ασθαντικ πηγ πο θ σαρκώσει τν γάπη κα τν Καλοσύνη.
Γέννησε τ παιδί, τ βύζαξε, τ τύλιξε στ σάλι της κα τ’ πίθωσε στ φάτνη πάνω στ' χυρα ν κοιμηθε. Σ λίγο νασασμς βγαινε π τ στηθάκι του συχος, σν νασασμς βαλσαμόδεντρου. Γύρω τ σκοτάδι πλωνόταν πίσσα. Κάτω στ χμα πλαγιασμένα τ ζωντανά, βόδια κα πρόβατα κα λογα μαζί, νιωθαν κάποια φρίκη ν χαμοπετ πάνω τους, σύγκρυο ν τ περιγλείφει κι μεναν γρυπνα. Μ οτε βέλασμα, οτε χλιμίντρισμα, οτε βούγεμα χολογοσε. φάκνα τριζε κάποτε. λλ κα κείνη μενε ξερομασημένη στ στόμα τους. πάνω σπηλι μ τν οραν της νεροστάλαχτο, μ τ πλευρ της αλακωμένα π τς νεροσυρμές, πράσινα π τ πολυτρίχια, σκισμένα π τ νύχια το ρνιου, τρύπια π το σφαλαγγιο τ κεντρί, κλεισμένα μ τν πλοκ τς ράχνης, ξεθεμελιωμένα π τν ποντικό, ψήλωνε βουβ κι τάραχη. Κα κάτω π τ χαμηλ μπατή, τ φς στροστόλιστης νύχτας χυνόταν στς πλαγις κα τ λακκώματα. Ο κουρμάδες κε ψήλωναν λαμπάδες, μ τ καμαρωτ κλωνι καρποφορτωμένα. κε τ’ μπέλια δειχναν κλαδι τοιμα ν’ νοίξουν μάτια χλωροπράσινα στ πρτο φύσημα τς νοιξης. κε σπραργυρανθισμένες ο λις λαγάριζαν π τώρα τ χυμ πο θ καε θυσία στ νεογέννητο. κε κα τ σπίτια τς Βηθλεμ μικρά, τετράγωνα, μ τ δμα πάνω κα τν πόρτα στ πλάγι, λαμπαν στν σβέστη, λς κα στολίσθηκαν ν καλωσορίσουν κενον πο θ τος χαρίσει τ δόξα. Βαθι ορδάνης στέναζε μέσα στ χαλκοστρωμένη κοίτη του κα πρόσμενε μ τρόμο τ θεϊκ κορμ πο θ’ γιαζε τ νερά του. Δεξι στ χούνη σν κατάρατο πνεμα βρουχιόταν Νεκρ θάλασσα, λς κι εχε κόμη μέσα της τ Σόδομα κα τ Γόμορα. ριστερά, πάνω π τος ζυγούς, κε πο δν φτανε τ νθρώπινο μάτι, ταν μως σήκωτος λογισμς το Θεο, στ χαρ κα στν κολασία παραδομένα ορλιαζαν τ Γεροσόλυμα, τ σμα τν Προφητν κι λατρεία λαο μεγάλου.
ωσήφ, μόλις εδε κοιμισμένο τ παιδί, κατέβηκε στ χωρίο ν φροντίσει γι τ λεχώνα. Κα κείνη λομόναχη, δυνατισμένη, μ τ μητρικ λαχτάρα στ στήθη, σταύρωσε τ χέρια, κούμπησε τ κορμ σ’ να στύλο κι κλεισε τ ματόφυλλα. Μ στάθηκε δύνατο ν κοιμηθε. τύχη το θεόσταλτου ρθε ν τς τυραννήσει τν ψυχή. Τί θ’ πογένει στο κόσμου τν ντάρα τρυφερός της Κρίνος, κενος πο τς δόθηκε μ τ χέρι σπροντυμένου Χερουβείμ; Ποι θ εναι ζω κα ποι τ τέλος του; Θ περάσει δρόμο πορφυρόστρωτο θ βάψει μ τ αμα του τ’ γκάθια κα τς στουρναρόπετρες; κόσμος παραλυμένος δν προσέχει πι στ λόγια τν Προφητν. σραλ στενάζει κάτω π τ ψέμα τν Φαρισαίων κα τν Ρωμαίων τ ζυγό. Δν κιθαρίζει Δαβδ οτε Δεβόρρα δικάζει τ λα κάτω π τος κουρμάδες. Το αρν τ τέκνα ληστεύουν. πιστίας σύγνεφο κάθεται στν ερ Κιβωτ κα στο Μεγάλου Ναο τ δυτα. Πίνει τ αμα τν Μακκαβαίων γ, χωρς ν’ ποδώσει λευθερία κα δικαιοσύνη. Γαυλωνίτης ούδας χάθηκε χωρς ν’ νορθώσει τ Νόμο. Γ τς παγγελίας, χωρισμένη σ βασίλεια κα τοπαρχίες, φθείρεται π τν μφύλιο σπαραγμό, σ ν τ βαραίνει κόμη πείθεια τν προγόνων στν ρημο τοῦ Σίν. Κόλαση γινε ποτ Παράδεισος! γωιστς κα κδικητικς κα δοξος περιούσιος λας το Κυρίου! Πς θ ζήσει σ τέτοιον κόσμο τ παιδί της;
ξαφνα λύχνος λιοστάλαχτος κρεμάστηκε μπρς στς μάνας τν ψυχή, τοιμος ν δείξει τ μέλλον το νιογέννητου, πως νεφέλη δειξε λλοτε τν γνωστο δρόμο στ φυλή της. Κα τν εδε τριαντάχρονο λεβεντονι ν μαγνητίζει τς ψυχς το λαο. Ψηλός, λυγερός, μ σεβαστμελαγχολία στ ροδοζύμωτο πρόσωπο, μ τ κασταν μαλλι κυματιστ στος μους, μ τ στόμα γλυκοστάλαχτο κα τ γαλαν μάτια, μιλοσε στ λα κα τν πειθε. κήρυττε στς συναγωγς κα χίλιοι τν κουαν νέβαινε στ βουν κα μύριοι τν κολουθοσαν. Διαβαίνει νάλαφρα τ λίμνη τς Γενησαρτ κα ρίχνονται λαμνοκοπώντας ο κόσμοι στ βήματά του. Ο Προφτες πο τν προσπερνοσαν, τώρα πισωδρομον ποταχτικοί του. Νόμος το Μωυσ ναζε στ λόγια του κα συμπληρώνεται. ρμη γ ναδροσίζεται· τ’ πελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν τ πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στ μάντρα τους. γάπη τρέχει δαπάνητη π τ πλατι στέρνα του κα δροσίζει τ καμίνι τς κακομοιρις. Ο πιστοι πιστεύουν κα σηκώνονται ο ταπεινοί, τυφλος φωτίζει, χωλος δηγε. Τ Γεροσόλυμα στρώνουν τος δρόμους μ βάγια ν τν δεχτον. Σύγκαιρα μως καρφώνουν τ σταυρό. φθονερς μαθητς τν παραδίνει μ φίλημα. δειλς φίλος τὸν ρνιέται πρν λαλήσει πετεινός. Μ κενος, νώτερος π τ τέκνα τν νθρώπων, συγχωρε τν ρνηση κα τν προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα π τς κοροϊδίες κα τ φτυσίματα, πίνει τ ξίδι κα τ χολή, φορε τ γκαθερ στεφάνι, τν περιφρονητικ χλαμύδα, κρατε τ καλαμένιο σκπτρο κα νεβαίνει στ μαρτύριο.
―Γυναίκα, ν γις σου, λέει τν τελευταία στιγμή.
Κα ποχαιρετ, μ' να βλέμμα μελαγχολικό, τ μάννα πο τν γέννησε, τος φίλους πο τν πίστεψαν, τ λα πο τν τυράννησε, τ Γ πο εδε τς πίκρες του κα τν Οραν πο θ δεχόταν τ Σμα του.
μάννα ταν κε κα τ βλεπε λα. θελε ν φωνάξει, ν τρέξει γι ν τν σώσει π τ χέρια τν κακούργων· λλ δν μποροσε ν βγάλει φωνή. Τ σμα δν κολουθοσε τος πόθους τς ψυχς. Μ ταν εδε να στρατιώτη γριοπρόσωπο, τοιμο ν λογχίσει τ πλευρά του,
―Μή! ... φώναξε μ λη της τ δύναμη.
Κα μ τ μή! ξύπνησε. Δν εδε λόγυρα της τίποτα π τ φριχτ δράμα. Τ βρέφος κοιμότανε κόμη πλάγι της, μέσα στ φάτνη, πάνω στ χυρο. Μ δ βασίλευε σιγ κα τ σκοτάδι, πως πρίν. γγελικ ρμονία κατέβαινε π ψηλ κα λαμπρομέτωπο στέρι χυνε θάλασσα τ φς του στ σπηλιά.
Κα μπρς στ πόδια της, ο Μάγοι γονατιστο μ τ δρα τους, τ σμύρνα κα τ μόσχο κα τ λιβάνι, νόμαζαν τ γι τς βασιλέα κα Θεό.
κείνη τν ρα φάνηκε στν μπατ χλωμς ωσήφ.
―Ν φύγουμε· λέει τρέμοντας στ γυναίκα του. ρώδης θέλει τ παιδ κι ο νθρποι του ψάχνουν στ χώρα. Γλήγορα ν φύγουμε!
κείνη ρπαξε μέσως τ βρέφος, τ σφιξε στος κόρφους της κα πραν δρόμο γι τν Αγυπτο. νύχτα τος κρυψε. Μ τ αματα τν λλων παιδιν κι θρνος τν μανάδων νέβαιναν π τ σπίτια τς Γαλιλαίας, πρωτόλουβη θυσία στν ναμορφωτ το κόσμου.
―Πόσα αματα θ χυθον κόμη! ψιθύρισε προφήτης γυναίκα. Πόσα αματα!...
Τέλειωσε ξιώτης τ διήγημά του κι ο σύντροφοι μειναν κόμη κίνητοι σν νειροπλανεμένοι. Μερικο σταυροκοπήθηκαν λλοι στέναξαν βαθι σ ν ξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Μ Κώστας θερμαστής, διος στ’ στεα κα στ σοβαρά, ρώτησε πονηρ τ σύντροφό του:
―Δὲ μοῦ λές, βλάμη. Εδε Παναγι στ’ νειρό της κα τν πατριώτη σου τ Βαραββ;
κενος χολοταράχτηκε· φοβερ βλαστήμια νέβηκε στ χείλη του. Μ τν κατάπιε. Δν ταν καιρς τώρα ν κολαστε κανείς! Χαμογέλασε, καμε τ σταυρό του κα ξαπλώθηκε στ ρημο κρεβάτι του.
―Κα το χρόνου, παιδιά, στ σπίτια μας! εχήθηκε.
―Στ σπίτια μας, μ θ μς θερίζει πείνα, επε θερμαστής.
Κα γέλασε δυνατά.

νδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922), κύριος κπρόσωπος το θογραφικο διηγήματος, μετ τν Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στ Λεχαιν λείας. ταν πρωτότοκος γις το Δημητρίου Καρκαβίτσα κα τς ννας τ γένος Σκαλτσ. Εχε τέσσερις δερφος κα τέσσερις δερφές. Τ πρτα γράμματα μαθε στ γενέτειρά του κα δεκατριν χρόνων πγε στν Πάτρα γι γυμνασιακς σπουδές. Στν Πάτρα μελέτησε λληνικ μυθολογία κα λληνικ λογοτεχνία, κυρίως τος πτανήσιους κα τος πεζογράφους τς Α΄ θηναϊκς Σχολς. Τν περίοδο ατ χρονολογεται τυχος ρωτάς του γι τν ολάνθη Βασιλειάδη, π τ μορφ τς ποίας θεωρεται πς μπνεύστηκε γι τν ρωίδα τς “Λυγερς” (1896). Τ 1883 γράφτηκε στν ατρικ Σχολ το Πανεπιστημίου θηνν π ὅπου ἀποφοίτησε πέντε χρόνια ργότερα. Στν θήνα σχετίστηκε μ τν Κωστ Παλαμᾶ, τν Κωνσταντνο Χατζόπουλο κα τν Γρηγόριο Ξενόπουλο. προκήρυξη το διαγωνισμο διηγήματος τς στίας τν θησε στ χρο τς θογραφίας κα ταξίδεψε σ χωρι τς Ρούμελης γι ν συλλέξει λαογραφικ κα στορικ στοιχεα τ ποα χρησιμοποίησε στ πρτα ργα του. Τ 1889 στρατεύτηκε κα κατ τ διάρκεια τς θητείας του στ Μεσολόγγι γνώρισε τς θλιες συνθκες ζως τς λληνικς παίθρου. Τς ντυπώσεις του κατέγραψε σ μιὰ σειρ δοιπορικν σημειώσεων, πο ξιοποίησε στ νουβέλα το ζητιάνος τ 1897. πηρέτησε πίσης ς φεδρος δόκιμος γιατρς κα τ 1891 μετ τ λήξη τς στρατιωτικς του θητείας διορίστηκε γειονομικς γιατρς στ τμόπλοιο θναι, μ τ ποο ταξίδεψε στ Μεσόγειο, τ Μαύρη Θάλασσα, τ παράλια της Μικρς σίας κα τν λλήσποντο. Ο μπειρίες του π τν περίοδο ατ τς ζως του περιέχονται στ ταξιδιωτικ μερολόγιο Σ' νατολ κα Δύση κα ξιοποιήθηκαν στ συλλογ διηγημάτων Λόγια τς πλώρης (1899). π τν Αγουστο το 1896 κα ς τ 1921 πρξε μόνιμος ξιωματικός τοῦ λληνικο στρατο φθάνοντας ς τ βαθμ το γενικο ρχίατρου. π τ θέση ατ συνέχισε ν ταξιδεύει μ συνεχες μεταθέσεις πο πιδίωξε διος (τν ντονη ατ πιθυμία του γι τ ταξίδια νόμαζε διος "ειφυγία"). πρξε μέλος τς θνικς ταιρίας πο προωθοσε τ Μεγάλη δέα κα ττα το 1897 στάθηκε γι τν Καρκαβίτσα πολ μεγάλη πογοήτευση. Μέλος το Στρατιωτικο Συνδέσμου τ 1909, συμμετεχε στ κίνημα στ Γουδί, στράφηκε μως στ συνέχεια ναντίον το Βενιζέλου. Πρε μέρος στος Βαλκανικος πολέμους ς στρατιωτικς γιατρς κα τ 1916 ντιτάχτηκε στ κίνημα θνικς μύνης μ ποτέλεσμα ν τεθε σ περιορισμ κα ν ξοριστε στ συνέχεια στ Μυτιλήνη. Στ στράτευμα πανλθε τ 1920 κα ποστρατεύτηκε δυ χρόνια ργότερα μ δική του ατηση. Ο κακουχίες τς ξορίας συνέβαλαν στν κλονισμ τς γείας του κα τ 1922 πέθανε π φυματίωση το λάρυγγα. Σύντροφός του στ τελευταα χρόνια τς ζως του στάθηκε Δέσποινα Σωτηρίου. 
 (Πηγή: Ἀρχεῖο Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: