ΑΝΔΡΕΑΣ
ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ*
ΘΕΙΟΝ
ΟΡΑΜΑ
―Δὲ
λέτε, ρὲ παιδιά, τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε;
Καὶ μὲ τὸ λόγο φάνηκε μαῦρο κορμὶ στὴν ἀνοιχτὴ θυρίδα, κύλησε ἀπὸ τὴ σκάλα κάτω ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στὴν πατατούκα του. Ἔκανε
κρύο δυνατό. Βοριᾶς
ἐξύριζε τὰ πέλαγα, πάγωνε τ’ ἀκρογιάλια, κρουστάλλιαζε τὰ στοιβαγμένα χιόνια στὰ βουνά. Καὶ τὸ
πλήρωμα, ναῦτες καὶ θερμαστές, συναγμένοι ὁλόγυρα στὴ θερμάστρα, φρόντιζαν νὰ ζεσταθοῦν μὲ τὴ
φασκομηλιὰ καὶ τὸ
ψωμοτύρι. Ὁ λύχνος,
καρφωμένος στὴ μέση ἑνὸς
στύλου, φώτιζε καὶ
κάπνιζε μαζὶ τὰ περίγυρα σωθέματα. Διπλὰ τριπλὰ τὰ
κρεβάτια κολλημένα στὰ
πλευρά, μὲ τὰ μαῦρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθῆκες στ’ ἀνήλιαστα βάθη τῆς γῆς ταιριασμένες. Κοντὰ ἡ
καμαρούλα τοῦ ναύκληρου, ἀνοιχτόπορτη, ἔδειχνε ἄλλο κρεβάτι στρωμένο, δυὸ τρεῖς φωτογραφίες παλιές, μιὰ χρωμολιθογραφία χανούμισσας,
χρυσοφορεμένης καὶ
ξαπλωμένης σὲ πουπουλένια
προσκέφαλα. Καὶ ὁλοῦθε
κρεμασμένα τὰ ροῦχα, στὸ λάδι καὶ στὸ κάρβουνο βουτημένα. Οἱ μουσαμάδες ξεσχισμένοι καὶ μυριομπαλωμένοι. Τὰ χοντρὰ ποδήματα καὶ τὰ
κασκέτα καὶ οἱ χρωματιστοὶ σκοῦφοι ἔδειχναν τὸ χώρισμα καλογερικὸ κελί. Ἀλλὰ
τὸ φλίφλισμα τοῦ νεροῦ ποὺ ἀκουόταν
στὰ πλευρά, ἡ μυρωδιὰ τοῦ κατραμιοῦ καὶ τὰ
ψημένα πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων ἔδειχναν πὼς ἡ
ζωὴ ἐδῶ
ἀγωνίζεται τὸν τελευταῖο ἀγώνα
της. Γιὰ τοῦτο καὶ κανένας δὲν πρόσεξε τώρα στὸ ἀστεῖο κατρακύλημα τοῦ θερμαστῆ.
―Δὲ λέτε, ρὲ παιδιά, καὶ τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε; ξαναδευτέρωσε ἐκεῖνος, ἀγκαλιάζοντας τὴ θερμάστρα σὰν ἐρωμένη.
―Τί νὰ εἰποῦμε; ρώτησε μελαγχολικὸς ὁ
Κώστας ὁ Ἀξιώτης. Νυχτιὰ σὰν
τὴν ἀποψινὴ δὲ
θέλει παραμύθια. Ὄχι,
δὲ θέλει παραμύθια! Ἐδῶ
στὸν ἄγριο κόρφο ποὺ εἴμαστε
κλεισμένοι, τριγυρισμένοι ἀπὸ τὸ
μούγκρισμα τῆς Μαύρης
Θάλασσας, σαβανωμένοι ἀπὸ τὸν
πουπουλένιο θυμὸ τ’ οὐρανοῦ, ἂς
ποῦμε κατιτὶ θεϊκὸ καὶ παρήγορο. Στὰ παλιὰ χρόνια οἱ γέροντές μας δὲν εἶχαν τὴν καταδίκη ποὺ ἔχουμε
ἐμεῖς
τώρα. Περνοῦσαν τὶς ἅγιες
ἡμέρες κάτω ἀπὸ
τὴ στέγη τους, κοντὰ στὴ φωτιά, ἀνάμεσα στὴ φαμίλια τους. Ὅπως ὁ ἀμπελοφυτευτὴς τ’ ἀμπέλι του, τρυγούσανε καὶ κεῖνοι τὸ καλοκαίρι τὴ θάλασσα καὶ χαίρονταν τὸ χειμώνα τὰ καλὰ της
ἄφοβα. Ἤξεραν τὴ γιορτὴ καὶ τὴν
καματερή τους. Εἶχαν καιρὸ γιὰ τὴ
χαρὰ καὶ γιὰ τὴ
θλίψη τους. Ἐμεῖς τίποτ’ ἀπ’ αὐτά! Χειμῶνα-καλοκαίρι τ’ ὀργώνουμε τὸ κύμα. Βόδια καματερὰ στὴ βουκέντρα τῆς Ἀνάγκης,
ὑποταχτικὰ θ’ αὐλακώνουμε τ’ ἁρμυρὸ χωράφι, μονάχα τὴ φάκνα μας ἔχοντας γιὰ πληρωμή. Γιὰ τοῦτο καλὰ ποὺ ἔτυχε
ἡ κακοκαιρία ν’ ἀφήσουμε λίγο τὸν κάματο. Δὲ λέω πὼς θὰ μείνουμε τώρα ἥσυχοι. Ὁ ἀφέντης
θέλει δουλειὰ ἀπὸ
τὸ δουλευτή, γιατί φοβᾶται μὴν ὀκνέψει
μὲ τὴν
ἀκαμωσιά. Φαντάσου ὅμως, ἂν ἦταν
καλοσύνη, τί δρόμο θὰ
παίρναμε τώρα. Ἔτσι τουλάχιστο ἔχω ἐλεύθερο τὸ νοῦ νὰ
συλλογιστῶ τὸ σπίτι μου.
Ἄχ, τὸ σπίτι μου! Ἄρχισα τὸ παράπονο καὶ κοντεύω νὰ δακρύσω σὰν ἄπραγο
παιδί. Μὰ δὲ φταίω γώ. Φταίει αὐτὴ
ἡ νύχτα. Φταίει τὸ ἀποψινὸ ἀποσπέρισμα,
τ’ ἀστέρι τὸ λαμπρὸ ποὺ ἔτρεμε
βασιλεύοντας πίσω ἀπὸ τὰ
χιονισμένα βουνὰ καὶ τάραξε τὸ εἶναι
μου. Ὅπως τοὺς Μάγους ὁδήγησε καὶ μένα πίσω ἀπὸ
τὰ βουνὰ καὶ τὰ
πέλαγα στὴ Νάξο, στὸ Γρίτι μου τὸ πρασινοντυμένο, τὸ ταπεινὸ μὰ
ὁλόχαρο σπιτάκι μου. Καὶ ὄχι
ὡς ἐδῶ. Παραμπρός, παραμπρὸς ἀκόμη.
Μ' ἔφερε στὰ παιδιάτικα χρόνια μου, πρὶν ἀφήσω
τὴ στεριὰ καὶ πρὶν ταξιδέψω στὴ θάλασσα.
Καθόμαστε ὅλοι στὸ παραγώνι, διπλοπόδι στὰ μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι μὲ τὰ
ζεστὰ φορεματάκια μας,
ποὺ τὰ ἕραψε
τῆς μάνας μας ἡ φροντίδα καὶ τῆς
ἀδερφῆς μας, τῆς ὀμορφούλας
τὰ πιδέξια χέρια. Ὁ πατέρας μου, θεριακωμένος καὶ νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στὶς προσκεφαλάδες ψηλὰ καὶ ρουφοῦσε ἀπολαυστικὰ τὸ
τσιμποῦκι του.
Ὅταν μᾶς ἔβλεπε ἔτσι συναγμένους, τοῦ ἄρεσε
νὰ διηγέται παραμύθια καὶ ἱστορίες
τῆς ζωῆς του. Τῆς θάλασσας οἱ κίνδυνοι, τῆς στεριᾶς οἱ χαρές, ὁ τρόμος τῶν κουρσάρων, τὰ ναυτικὰ κατορθώματα τῆς Ἐπανάστασης
διάβαιναν ζωντανὰ καὶ ὁλοφώτιστα
μπροστά μας. Μὰ κείνη τὴ νύχτα δὲ θέλησε νὰ μιλήσει οὔτε γιὰ παραμύθια, οὔτε γιὰ ταξίδια του. Μόλις βάλαμε τὸ λύχνο στὸ λυχνοστάτη καὶ φάγαμε τὴ λειψόπιτα, μᾶς ἄρχισε
θρησκευτικὲς κουβέντες. Ἦταν θρῆσκος ὁ ἁγιοχώματος
καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία δὲν τ’ ἄφηνε ἀπὸ
κοντά του. Ἀλήθεια, στὰ ταξίδια του εἶχε
πρόχειρα τὰ τροπάρια καὶ τὶς
βλαστήμιες. Μὰ τώρα ποὺ ἔπαψε
τὸν ἀγώνα
τῆς ζωῆς, φρόντιζε γιὰ τὴ
σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
―Δὲ μοῦ λές, εἶπε στὸν ἀδερφό
μου τὸ μικρότερο, τί ὅραμα εἶδε ἡ Παναγία τὴ νύχτα ποὺ γέννησε τὸν Κύριο ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστό;
Κόκαλο ἐκεῖνος.
Ρωτάει ἐμένα, τὸ ἴδιο.
―Ἄ, δὲν τὸ ξέρετε ! πρόσθεσε μὲ ἤρεμη
φωνή. Μὰ δὲν φταῖτε σεῖς, φταίω γὼ ποὺ δὲν
σᾶς τὸ ἒμαθ’
ἀκόμη. Ἔγινε πέρα στὴν Ἀνατολή,
στὸν τόπο τὸν παράδοξο. Ποιὸ χρόνο δὲ σᾶς λέω. Φτάνει νὰ μετρήσετε τὸ φετινὸ καὶ τὸ
βρίσκετε ἀμέσως. Ἐκείνη τὴ νύχτα μιὰ γυναίκα, συντροφιασμένη ἀπὸ
τὸν τέχτονα τὸν ἄντρα
της, στάθηκε μισοστρατὶς
σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ γέννησε ἕνα παιδί. Φτωχὰ ἦταν
τὰ ροῦχα της, ἡ ὄψη
τῆς πικραμένη· μὰ εἶχε
κατιτὶ τόσο λαμπρὸ στὴ ματιά, ποὺ ἔλεγες
θ’ ἀναστήσει καὶ τὴν
πέτρα. Κάτω ἀπὸ τὸ
γαλάζιο φόρεμα καὶ
τὸ κόκκινο στηθοπάνι, τὸ κορμὶ φάνταζε λυγερό, ἄξιο γιὰ νὰ
θρονιάσει μιὰ πάναγνη ψυχή. Καὶ
κάτω ἀπὸ τὸν
ἄσπρο της κεφαλοδέτη τὰ μυγδαλωτὰ μάτια, τὰ φρύδια τὰ σμιχτά, τὸ λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι ἀπὸ
τὰ χρυσὰ στολίδια του, φανέρωναν τὴν αἰσθαντικὴ πηγὴ ποὺ θὰ
σαρκώσει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν
Καλοσύνη.
Γέννησε τὸ παιδί, τὸ βύζαξε, τὸ τύλιξε στὸ σάλι της καὶ τ’ ἀπίθωσε στὴ φάτνη πάνω στ' ἄχυρα νὰ κοιμηθεῖ. Σὲ λίγο ὁ ἀνασασμὸς ἔβγαινε
ἀπὸ
τὸ στηθάκι του ἥσυχος,
σὰν ἀνασασμὸς βαλσαμόδεντρου. Γύρω τὸ σκοτάδι ἁπλωνόταν πίσσα. Κάτω στὸ χῶμα
πλαγιασμένα τὰ ζωντανά, βόδια
καὶ πρόβατα καὶ ἄλογα
μαζί, ἔνιωθαν κάποια
φρίκη νὰ χαμοπετᾶ πάνω τους, σύγκρυο νὰ τὰ
περιγλείφει κι ἔμεναν ἄγρυπνα. Μὰ οὔτε
βέλασμα, οὔτε χλιμίντρισμα,
οὔτε βούγεμα ἠχολογοῦσε. Ἡ φάκνα ἔτριζε κάποτε. Ἀλλὰ
καὶ κείνη ἔμενε ξερομασημένη στὸ στόμα τους. Ἀπάνω ἡ σπηλιὰ μὲ
τὸν οὐρανὸ της
νεροστάλαχτο, μὲ τὰ πλευρὰ της
αὐλακωμένα ἀπὸ
τὶς νεροσυρμές, πράσινα ἀπὸ
τὰ πολυτρίχια, σκισμένα ἀπὸ
τὰ νύχια τοῦ ὄρνιου,
τρύπια ἀπὸ τοῦ σφαλαγγιοῦ τὸ
κεντρί, κλεισμένα μὲ
τὸν πλοκὸ τῆς
ἀράχνης, ξεθεμελιωμένα ἀπὸ
τὸν ποντικό, ψήλωνε βουβὴ κι ἀτάραχη. Καὶ κάτω ἀπὸ
τὴ χαμηλὴ ἐμπατή,
τὸ φῶς
ἀστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στὶς πλαγιὲς καὶ τὰ
λακκώματα. Οἱ κουρμάδες ἐκεῖ
ψήλωναν λαμπάδες, μὲ
τὰ καμαρωτὰ κλωνιὰ καρποφορτωμένα. Ἐκεῖ
τ’ ἀμπέλια ἔδειχναν κλαδιὰ ἕτοιμα
ν’ ἀνοίξουν μάτια
χλωροπράσινα στὸ πρῶτο φύσημα τῆς ἄνοιξης.
Ἐκεῖ
ἀσπραργυρανθισμένες οἱ ἐλιὲς λαγάριζαν ἀπὸ
τώρα τὸ χυμὸ ποὺ θὰ
καεῖ θυσία στὸ νεογέννητο. Ἐκεῖ
καὶ τὰ σπίτια τῆς Βηθλεὲμ μικρά, τετράγωνα, μὲ τὸ
δῶμα πάνω καὶ τὴν
πόρτα στὸ πλάγι, ἔλαμπαν στὸν ἀσβέστη,
λὲς καὶ στολίσθηκαν νὰ καλωσορίσουν Ἐκεῖνον ποὺ θὰ
τοὺς χαρίσει τὴ δόξα. Βαθιὰ ὁ
Ἰορδάνης στέναζε μέσα στὴ χαλκοστρωμένη κοίτη του καὶ πρόσμενε μὲ τρόμο τὸ θεϊκὸ κορμὶ ποὺ θ’ ἅγιαζε τὰ νερά του. Δεξιὰ στὴ χούνη σὰν κατάρατο πνεῦμα βρουχιόταν ἡ Νεκρὴ θάλασσα, λὲς κι εἶχε ἀκόμη μέσα της τὰ Σόδομα καὶ τὰ
Γόμορα. Ἀριστερά, ἀπάνω ἀπὸ
τοὺς ζυγούς, ἐκεῖ
ποὺ δὲν ἔφτανε
τὸ ἀνθρώπινο
μάτι, ἦταν ὅμως ἀσήκωτος ὁ λογισμὸς τοῦ Θεοῦ, στὴ χαρὰ καὶ στὴν ἀκολασία
παραδομένα οὔρλιαζαν τὰ Γεροσόλυμα, τὸ ἄσμα
τῶν Προφητῶν κι ἡ λατρεία λαοῦ μεγάλου.
Ὁ
Ἰωσήφ, μόλις εἶδε κοιμισμένο τὸ παιδί, κατέβηκε στὸ χωρίο νὰ φροντίσει γιὰ τὴ
λεχώνα. Καὶ κείνη ὁλομόναχη, ἀδυνατισμένη, μὲ τὴ
μητρικὴ λαχτάρα στὰ στήθη, σταύρωσε τὰ χέρια, ἀκούμπησε τὸ κορμὶ σ’ ἕνα στύλο κι ἔκλεισε τὰ ματόφυλλα. Μὰ στάθηκε ἀδύνατο νὰ κοιμηθεῖ. Ἡ
τύχη τοῦ θεόσταλτου ἦρθε νὰ τῆς
τυραννήσει τὴν ψυχή. Τί θ’ ἀπογένει στοῦ κόσμου τὴν ἀντάρα
ὁ τρυφερός της Κρίνος, Ἐκεῖνος
ποῦ τῆς δόθηκε μὲ τὸ
χέρι ἀσπροντυμένου
Χερουβείμ; Ποιὰ θὰ εἶναι
ἡ ζωὴ καὶ ποιὸ τὸ
τέλος του; Θὰ περάσει δρόμο
πορφυρόστρωτο ἢ θὰ βάψει μὲ τὸ
αἷμα του τ’ ἀγκάθια καὶ τὶς
στουρναρόπετρες; Ὁ
κόσμος παραλυμένος δὲν
προσέχει πιὰ στὰ λόγια τῶν Προφητῶν. Ὁ Ἰσραὴλ στενάζει κάτω ἀπὸ
τὸ ψέμα τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν
Ρωμαίων τὸ ζυγό. Δὲν κιθαρίζει ὁ Δαβὶδ οὔτε ἡ Δεβόρρα δικάζει τὸ λαὸ κάτω ἀπὸ
τοὺς κουρμάδες. Τοῦ Ἀαρῶν τὰ τέκνα ληστεύουν. Ἀπιστίας σύγνεφο κάθεται στὴν Ἱερὴ Κιβωτὸ καὶ στοῦ Μεγάλου Ναοῦ τὰ
ἄδυτα. Πίνει τὸ αἷμα
τῶν Μακκαβαίων ἡ γῆ,
χωρὶς ν’ ἀποδώσει ἐλευθερία καὶ δικαιοσύνη. Ὁ Γαυλωνίτης Ἰούδας χάθηκε χωρὶς ν’ ἀνορθώσει τὸ Νόμο. Ἡ Γῆ
τῆς Ἐπαγγελίας,
χωρισμένη σὲ βασίλεια καὶ τοπαρχίες, φθείρεται ἀπὸ
τὸν ἐμφύλιο
σπαραγμό, σὰ νὰ τὴ
βαραίνει ἀκόμη ἡ ἀπείθεια
τῶν προγόνων στὴν ἔρημο
τοῦ Σίν. Κόλαση ἔγινε ὁ ποτὲ Παράδεισος! Ἐγωιστὴς καὶ ἐκδικητικὸς καὶ ἄδοξος
ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Κυρίου! Πῶς θὰ ζήσει σὲ τέτοιον κόσμο τὸ παιδί της;
Ἄξαφνα λύχνος ἠλιοστάλαχτος κρεμάστηκε μπρὸς στῆς μάνας τὴν ψυχή, ἕτοιμος νὰ δείξει τὸ μέλλον τοῦ νιογέννητου, ὅπως ἡ νεφέλη ἔδειξε ἄλλοτε τὸν ἄγνωστο
δρόμο στὴ φυλή της. Καὶ τὸν
εἶδε τριαντάχρονο λεβεντονιὸ νὰ
μαγνητίζει τὶς ψυχὲς τοῦ λαοῦ. Ψηλός, λυγερός, μὲ σεβαστὴ μελαγχολία στὸ ροδοζύμωτο πρόσωπο, μὲ τὰ
καστανὰ μαλλιὰ κυματιστὰ στοὺς ὤμους,
μὲ τὸ
στόμα γλυκοστάλαχτο καὶ
τὰ γαλανὰ μάτια, μιλοῦσε στὸ λαὸ καὶ τὸν
ἔπειθε. Ἐκήρυττε στὶς συναγωγὲς καὶ χίλιοι τὸν ἄκουαν
ἀνέβαινε στὸ βουνὸ καὶ μύριοι τὸν ἀκολουθοῦσαν. Διαβαίνει ἀνάλαφρα τὴ λίμνη τῆς Γενησαρὲτ καὶ ρίχνονται λαμνοκοπώντας οἱ κόσμοι στὰ βήματά του. Οἱ Προφῆτες ποὺ τὸν
προσπερνοῦσαν, τώρα
πισωδρομοῦν ὑποταχτικοί του. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ ἀναζεῖ στὰ λόγια του καὶ συμπληρώνεται. Ἡ ἔρμη
γῆ ἀναδροσίζεται·
τ’ ἀπελπισμένα στήθη
ξαναθαρρεύουν τὰ πλανημένα
πρόβατα γυρίζουν πάλι στὴ
μάντρα τους. Ἡ ἀγάπη τρέχει ἀδαπάνητη ἀπὸ
τὰ πλατιὰ στέρνα του καὶ δροσίζει τὸ καμίνι τῆς κακομοιριᾶς. Οἱ ἄπιστοι
πιστεύουν καὶ σηκώνονται οἱ ταπεινοί, τυφλοὺς φωτίζει, χωλοὺς ὁδηγεῖ. Τὰ Γεροσόλυμα στρώνουν τοὺς δρόμους μὲ βάγια νὰ τὸν
δεχτοῦν. Σύγκαιρα ὅμως καρφώνουν τὸ σταυρό. Ὁ φθονερὸς μαθητὴς τὸν παραδίνει μὲ φίλημα. Ὁ δειλὸς φίλος τὸν ἀρνιέται
πρὶν λαλήσει ὁ πετεινός. Μὰ Ἐκεῖνος, ἀνώτερος ἀπὸ
τὰ τέκνα τῶν ἀνθρώπων,
συγχωρεῖ τὴν ἄρνηση
καὶ τὴν προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα ἀπὸ
τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ
φτυσίματα, πίνει τὸ
ξίδι καὶ τὴ χολή, φορεῖ τὸ
ἀγκαθερὸ στεφάνι, τὴν περιφρονητικὴ χλαμύδα, κρατεῖ τὸ
καλαμένιο σκῆπτρο καὶ ἀνεβαίνει
στὸ μαρτύριο.
―Γυναίκα, νὰ ὁ
γιὸς σου, λέει τὴν τελευταία στιγμή.
Καὶ
ἀποχαιρετᾶ, μ' ἕνα βλέμμα μελαγχολικό, τὴ μάννα ποὺ τὸν
γέννησε, τοὺς φίλους ποὺ τὸν
πίστεψαν, τὸ λαὸ ποὺ τὸν
τυράννησε, τὴ Γῆ ποὺ εἶδε
τὶς πίκρες του καὶ τὸν
Οὐρανὸ ποὺ θὰ
δεχόταν τὸ Σῶμα του.
Ἡ μάννα ἦταν ἐκεῖ
καὶ τὰ ἔβλεπε
ὅλα. Ἤθελε νὰ φωνάξει, νὰ τρέξει γιὰ νὰ
τὸν σώσει ἀπὸ
τὰ χέρια τῶν κακούργων· ἀλλὰ
δὲν μποροῦσε νὰ βγάλει φωνή. Τὸ σῶμα
δὲν ἀκολουθοῦσε τοὺς πόθους τῆς ψυχῆς. Μὰ ὅταν
εἶδε ἕνα στρατιώτη ἀγριοπρόσωπο, ἕτοιμο νὰ λογχίσει τὰ πλευρά του,
―Μή! ... ἐφώναξε μὲ ὅλη
της τὴ δύναμη.
Καὶ
μὲ τὸ
μή! ξύπνησε. Δὲν εἶδε ὁλόγυρα της τίποτα ἀπὸ
τὸ φριχτὸ δράμα. Τὸ βρέφος κοιμότανε ἀκόμη πλάγι της, μέσα στὴ φάτνη, ἀπάνω στὸ ἄχυρο.
Μὰ δὲ
βασίλευε ἡ σιγὴ καὶ τὸ
σκοτάδι, ὅπως πρίν. Ἀγγελικὴ ἁρμονία
κατέβαινε ἀπὸ ψηλὰ καὶ λαμπρομέτωπο ἀστέρι ἔχυνε θάλασσα τὸ φῶς
του στὴ σπηλιά.
Καὶ
μπρὸς στὰ πόδια της, οἱ Μάγοι γονατιστοὶ μὲ
τὰ δῶρα
τους, τὴ σμύρνα καὶ τὸ
μόσχο καὶ τὸ λιβάνι, ὀνόμαζαν τὸ γιὸ τῆς
βασιλέα καὶ Θεό.
Ἐκείνη τὴν ὥρα
φάνηκε στὴν ἐμπατὴ χλωμὸς ὁ
Ἰωσήφ.
―Νὰ
φύγουμε· λέει τρέμοντας στὴ
γυναίκα του. Ὁ Ἡρώδης θέλει τὸ παιδὶ κι οἱ ἀνθρῶποι του ψάχνουν στὴ χώρα. Γλήγορα νὰ φύγουμε!
Ἐκείνη
ἅρπαξε ἀμέσως τὸ βρέφος, τὸ ἕσφιξε
στοὺς κόρφους της καὶ πῆραν
δρόμο γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Ἡ νύχτα τοὺς ἔκρυψε.
Μὰ τὰ
αἵματα τῶν ἄλλων
παιδιῶν κι ὁ θρῆνος τῶν μανάδων ἀνέβαιναν ἀπὸ
τὰ σπίτια τῆς Γαλιλαίας, πρωτόλουβη θυσία στὸν ἀναμορφωτὴ τοῦ κόσμου.
―Πόσα αἵματα θὰ χυθοῦν ἀκόμη!
ψιθύρισε προφήτης ἡ
γυναίκα. Πόσα αἵματα!...
Τέλειωσε ὁ Ἀξιώτης
τὸ διήγημά του κι οἱ σύντροφοι ἔμειναν ἀκόμη ἀκίνητοι σὰν ὀνειροπλανεμένοι.
Μερικοὶ σταυροκοπήθηκαν ἄλλοι στέναξαν βαθιὰ σὰ
νὰ ξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Μὰ ὁ
Κώστας ὁ θερμαστής, ἴδιος στ’ ἀστεῖα καὶ στὰ σοβαρά, ρώτησε πονηρὰ τὸ
σύντροφό του:
―Δὲ μοῦ λές, βλάμη. Εἶδε ἡ Παναγιὰ στ’ ὄνειρό της καὶ τὸν
πατριώτη σου τὸ Βαραββᾶ;
Ἐκεῖνος
χολοταράχτηκε· φοβερὴ
βλαστήμια ἀνέβηκε στὰ χείλη του. Μὰ τὴν
κατάπιε. Δὲν ἦταν καιρὸς τώρα νὰ κολαστεῖ κανείς! Χαμογέλασε, ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ ξαπλώθηκε στὸ ἔρημο
κρεβάτι του.
―Καὶ τοῦ χρόνου, παιδιά, στὰ σπίτια μας! εὐχήθηκε.
―Στὰ σπίτια μας, μὰ θὰ
μᾶς θερίζει ἡ πείνα, εἶπε ὁ θερμαστής.
Καὶ
γέλασε δυνατά.
Ὁ Ἀνδρέας Καρκαβίτσας
(1865-1922), κύριος ἐκπρόσωπος τοῦ ἠθογραφικοῦ
διηγήματος, μετὰ τὸν Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στὰ Λεχαινᾶ
Ἠλείας. Ἦταν πρωτότοκος γιὸς
τοῦ Δημητρίου Καρκαβίτσα καὶ τῆς
Ἄννας τὸ γένος Σκαλτσᾶ.
Εἶχε τέσσερις ἀδερφοὺς
καὶ τέσσερις ἀδερφές. Τὰ
πρῶτα γράμματα ἔμαθε στὴ
γενέτειρά του καὶ δεκατριῶν χρόνων πῆγε
στὴν Πάτρα γιὰ γυμνασιακὲς
σπουδές. Στὴν Πάτρα μελέτησε ἑλληνικὴ
μυθολογία καὶ ἑλληνικὴ λογοτεχνία, κυρίως τοὺς
Ἐπτανήσιους καὶ τοὺς
πεζογράφους τῆς Α΄ Ἀθηναϊκῆς Σχολῆς.
Τὴν περίοδο αὐτὴ
χρονολογεῖται ὁ ἄτυχος ἔρωτάς του γιὰ
τὴν Ἰολάνθη Βασιλειάδη, ἀπὸ
τὴ μορφὴ τῆς
ὁποίας θεωρεῖται πὼς
ἐμπνεύστηκε γιὰ τὴν
ἡρωίδα τῆς “Λυγερῆς”
(1896). Τὸ 1883 γράφτηκε στὴν Ἰατρικὴ
Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ἀπὸ ὅπου ἀποφοίτησε πέντε χρόνια ἀργότερα.
Στὴν Ἀθήνα σχετίστηκε μὲ τὸν
Κωστὴ Παλαμᾶ, τὸν Κωνσταντῖνο
Χατζόπουλο καὶ τὸν Γρηγόριο Ξενόπουλο. Ἡ προκήρυξη τοῦ
διαγωνισμοῦ διηγήματος τῆς Ἑστίας τὸν ὤθησε στὸ χῶρο
τῆς ἠθογραφίας καὶ ταξίδεψε σὲ
χωριὰ τῆς Ρούμελης γιὰ νὰ
συλλέξει λαογραφικὰ καὶ ἱστορικὰ στοιχεῖα
τὰ ὁποῖα χρησιμοποίησε στὰ πρῶτα
ἔργα του. Τὸ 1889 στρατεύτηκε καὶ
κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θητείας του
στὸ Μεσολόγγι γνώρισε τὶς ἄθλιες
συνθῆκες ζωῆς τῆς
ἑλληνικῆς ὑπαίθρου.
Τὶς ἐντυπώσεις του κατέγραψε σὲ
μιὰ σειρὰ ὁδοιπορικῶν σημειώσεων, ποὺ
ἀξιοποίησε στὴ νουβέλα τοῦ
Ὁ ζητιάνος τὸ 1897. Ὑπηρέτησε
ἐπίσης ὡς ἔφεδρος
δόκιμος γιατρὸς καὶ τὸ 1891 μετὰ τὴ
λήξη τῆς στρατιωτικῆς του θητείας
διορίστηκε ὑγειονομικὸς γιατρὸς
στὸ ἀτμόπλοιο Ἀθῆναι, μὲ τὸ ὁποῖο ταξίδεψε στὴ Μεσόγειο, τὴ
Μαύρη Θάλασσα, τὰ παράλια της Μικρᾶς Ἀσίας
καὶ τὸν Ἑλλήσποντο. Οἱ ἐμπειρίες
του ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτὴ
τῆς ζωῆς του περιέχονται στὸ ταξιδιωτικὸ
ἡμερολόγιο Σ' Ἀνατολὴ καὶ Δύση καὶ ἀξιοποιήθηκαν στὴ συλλογὴ
διηγημάτων Λόγια τῆς πλώρης (1899). Ἀπὸ
τὸν Αὔγουστο τοῦ 1896 καὶ
ὡς τὸ 1921 ὑπῆρξε
μόνιμος ἀξιωματικός τοῦ ἑλληνικοῦ
στρατοῦ φθάνοντας ὡς τὸ
βαθμὸ τοῦ γενικοῦ ἀρχίατρου.
Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ
συνέχισε νὰ ταξιδεύει μὲ συνεχεῖς
μεταθέσεις ποὺ ἐπιδίωξε ὁ ἴδιος
(τὴν ἔντονη αὐτὴ
ἐπιθυμία του γιὰ τὰ
ταξίδια ὀνόμαζε ὁ ἴδιος
"ἀειφυγία"). Ὑπῆρξε
μέλος τῆς Ἐθνικῆς Ἐταιρίας ποὺ προωθοῦσε
τὴ Μεγάλη Ἰδέα καὶ
ἡ ἥττα τοῦ 1897 στάθηκε γιὰ
τὸν Καρκαβίτσα πολὺ μεγάλη ἀπογοήτευση.
Μέλος τοῦ Στρατιωτικοῦ Συνδέσμου τὸ
1909, συμμετεῖχε στὸ κίνημα στὸ
Γουδί, στράφηκε ὅμως στὴ συνέχεια ἐναντίον
τοῦ Βενιζέλου. Πῆρε μέρος στοὺς
Βαλκανικοὺς πολέμους ὡς στρατιωτικὸς
γιατρὸς καὶ τὸ 1916 ἀντιτάχτηκε στὸ
κίνημα Ἐθνικῆς Ἀμύνης μὲ ἀποτέλεσμα
νὰ τεθεῖ σὲ
περιορισμὸ καὶ νὰ ἐξοριστεῖ στὴ
συνέχεια στὴ Μυτιλήνη. Στὸ στράτευμα ἐπανῆλθε
τὸ 1920 καὶ ἀποστρατεύτηκε
δυὸ χρόνια ἀργότερα μὲ
δική του αἴτηση. Οἱ κακουχίες τῆς
ἐξορίας συνέβαλαν στὸν κλονισμὸ
τῆς ὑγείας του καὶ τὸ
1922 πέθανε ἀπὸ φυματίωση τοῦ λάρυγγα. Σύντροφός
του στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς
ζωῆς του στάθηκε ἡ Δέσποινα
Σωτηρίου.
(Πηγή: Ἀρχεῖο Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου