Stefan Augustin Doinas
Δύο Ποιήματα
Μετάφραση
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Μοναχικός Λύκος
Αγαπημένη ανάμεσα στα δέντρα δεν προκύπτει.
Κάτω από μια σκιερή χαράδρα, σε μια γωνιά,
περιμένουν οι θεϊκές ψυχές
νικημένες από έναν άνεμο, μοναχικές όπως εγώ.
Κανείς δεν περνά και τίποτα δεν συμβαίνει.
Επιπλέον, τίποτα δεν συμβαίνει ποτέ.
Μονάχα στον ναό
στην ίδια όχθη, κι εξαπλώνεται το ασήμι απ’ τ’ αυτί.
Δύο φορές ο ορίζοντας ακουμπά κάτω απ’ τα βλέφαρά μου,
Δύο φορές η καρδιά μου φτερουγίζει στο στήθος μου.
Το συναίσθημα που μου φέρνει το φτερούγισμα πιο κοντά
Μερικές φορές επικάθεται στον δεξί μου ώμο.
Εάν το άγριο έδαφος δεν κρατήσει την πορεία
η καρδιά μου με το ινώδες περίγραμμα
θα βαδίσει πάνω στην επιφάνεια του φεγγαριού, σιγά-σιγά,
όπως ένα κόκκινο λουλούδι χωρίς μυρωδιά.
Κανείς δεν περνάει. Όπως κανείς δεν ξέρει
ότι σ’ ολόκληρο τον κόσμο, όταν βραδιάζει,
σχηματίζεται απλά μια γνώμη, ανάμεσα στον λόφο και τον κάμπο,
μια γνώμη, από την οποία η ψυχή αναστατώνεται.
Αγαπημένη μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων δεν έκανα τον κήρυκα.
Κάτω, στη σκιά μιας χαράδρας, σε μια γωνιά,
περιμένουν οι θεϊκές ψυχές
νικημένες από έναν άνεμο, μοναχικές όπως εγώ.
Δύο φορές ο κόσμος με ακουμπά κάτω από τα βλέφαρα.
Δύο φορές η καρδιά μου πεθαίνει στο στήθος.
Το συναίσθημα που μου φέρνει το φτερούγισμα πιο κοντά
Εξακολουθώ να είμαι εγώ, καθισμένος στον δεξί μου ώμο.
(1942)
Κάτω από μια σκιερή χαράδρα, σε μια γωνιά,
περιμένουν οι θεϊκές ψυχές
νικημένες από έναν άνεμο, μοναχικές όπως εγώ.
Κανείς δεν περνά και τίποτα δεν συμβαίνει.
Επιπλέον, τίποτα δεν συμβαίνει ποτέ.
Μονάχα στον ναό
στην ίδια όχθη, κι εξαπλώνεται το ασήμι απ’ τ’ αυτί.
Δύο φορές ο ορίζοντας ακουμπά κάτω απ’ τα βλέφαρά μου,
Δύο φορές η καρδιά μου φτερουγίζει στο στήθος μου.
Το συναίσθημα που μου φέρνει το φτερούγισμα πιο κοντά
Μερικές φορές επικάθεται στον δεξί μου ώμο.
Εάν το άγριο έδαφος δεν κρατήσει την πορεία
η καρδιά μου με το ινώδες περίγραμμα
θα βαδίσει πάνω στην επιφάνεια του φεγγαριού, σιγά-σιγά,
όπως ένα κόκκινο λουλούδι χωρίς μυρωδιά.
Κανείς δεν περνάει. Όπως κανείς δεν ξέρει
ότι σ’ ολόκληρο τον κόσμο, όταν βραδιάζει,
σχηματίζεται απλά μια γνώμη, ανάμεσα στον λόφο και τον κάμπο,
μια γνώμη, από την οποία η ψυχή αναστατώνεται.
Αγαπημένη μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων δεν έκανα τον κήρυκα.
Κάτω, στη σκιά μιας χαράδρας, σε μια γωνιά,
περιμένουν οι θεϊκές ψυχές
νικημένες από έναν άνεμο, μοναχικές όπως εγώ.
Δύο φορές ο κόσμος με ακουμπά κάτω από τα βλέφαρα.
Δύο φορές η καρδιά μου πεθαίνει στο στήθος.
Το συναίσθημα που μου φέρνει το φτερούγισμα πιο κοντά
Εξακολουθώ να είμαι εγώ, καθισμένος στον δεξί μου ώμο.
(1942)
Ο Ποιητής ως έμπορος Χιoνιού
Μια φορά με την αρχή της άνοιξης,
όταν το χιόνι εξαφανίζεται και τα παιδιά, είναι πρόθυμα
να γελάσουν με τους μεγάλους, βρίσκω στη θέση
των Τρώων μόνο αδελφούς, γονείς –μόνο οι ανθρώπους
έτοιμους – να υπερασπιστούν
αυτό που
ο τρελός πουλά. Ένας χειμώνας Μια φορά με την αρχή της άνοιξης,
όταν το χιόνι εξαφανίζεται και τα παιδιά, είναι πρόθυμα
να γελάσουν με τους μεγάλους, βρίσκω στη θέση
των Τρώων μόνο αδελφούς, γονείς –μόνο οι ανθρώπους
έτοιμους – να υπερασπιστούν
άγριος αστράφτει στην ψυχή του
αλλά αυτός μεταλλάσσεται στα σοβαρά: ένας χειμώνας
με δέντρα γυμνά και τα πουλιά μουδιασμένα,
με τα νερά να μιλούν με νοήματα κάτω απ’ τους παγετώνες
και με σπόρους τυφλούς προετοιμάζοντας τις
εκρήξεις. Με μπλε χαλάζι
από τ’ αριστερό μάτι, οι κύκνοι, διαβαίνουν στους μαστούς
και οι λύκοι μέσα στον ασημί πάγο αντί να παγιδευτούν
από ένα άλλο φως, στρέφονται προς τα μέσα της νύχτας.
Χωρίς έλεος, αυτός το εμπόρευμα πουλάει.
Κατόπιν επειδή κι αυτός, είναι κι ο ίδιος, από χιόνι,
χωρίζει τα πάντα, νιφάδες και φτερά
απειροελάχιστα –σημαίνει τον δρόμο
που πάνω του ένας αόρατος λευκός στρατός,
από συντρόφους που φορούν την ωριμότητα,
καταλαμβάνει όλες τις θέσεις-κλειδιά
της πόλη, καταδικάζοντας ακόμη και το άγαλμα
του Δήμαρχου το οποίο έχει θρονιαστεί στην Πλατεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου