Δευτέρα, Νοεμβρίου 02, 2015
Πιὲρ Πάολο Παζολίνι Οἱ στάχτες τοῦ Γκράμσι (1954)
Πιὲρ Πάολο Παζολίνι
Οἱ στάχτες τοῦ Γκράμσι (1954)
ἀπόδοση στὰ ἑλληνικά: Ἑλένη Κοσμᾶ
ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ ΟΡΟΠΕΔΙΟ τχ. 14
1.
Δὲν εἶναι τοῦ Μάη τέτοιος ἀέρας, ρυπαρὸς
ποὺ κάνει πιὸ σκοτεινὸ ἀκόμη
τὸν σκοτεινὸ ξένο κῆπο: αὐτὸς
ποὺ μὲ τυφλὲς ξαστεριὲς τὸν θαμπώνει…
σαλιάρης, κιτρινωπὸς ἀπ’ τὶς σοφίτες
ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὶς καμπύλες του Τίβερη, ζυγώνει
στὶς σκουρογάλαζες τοῦ Λάτσιο βουνοκορφές.
Νεκρικὴ στάζει μιὰ εἰρήνη, ἀταίριαστη μὲ τὴ μοίρα μας, ψυχρὴ
ἀπὸ τῶν γηραιῶν τοίχων τὶς ὀπὲς
ὁ Μάης. Ἐδῶ ὁ κόσμος τελειώνει: σκληρὴ
ἡ περασμένη δεκαετία· προβάλλει ἀπ’ τὰ συντρίμμια
ἡ ἄδολη ἀνάγκη τῆς ζωῆς. Ἡ σιωπὴ στείρα καὶ ὑγρή.
Νέος, ἐσύ, τότε, σ’ ἐκείνου τοῦ Μάη τὴ ζέση, ποὺ ἡ γύμνια
φώτιζε… τότε ὅταν τὸ λάθος ἦταν ἀκόμη σημάδι ζωῆς,
ἐσύ, ἤδη μὲ τὸ λεπτό σου χέρι καὶ διόλου ἴδια
μὲ τὸν πατέρα (λιγότερο ἄμυαλος καὶ πιὸ ὑγιὴς)
σχεδίαζες τὸ περίγραμμα τῆς ἰδεολογίας ποὺ ξυπνάει
(ὄχι, ὅμως, γιὰ ἐμᾶς – νεκρὸς ἐσύ, κι ἐμεῖς
νεκροὶ μαζί σου· στὸν ὑγρὸ ξένο κῆπο δὲν περνάει
κανεὶς) αὐτὴν τὴν σιωπή. Δὲν μπορεῖς παρὰ ἐξόριστος
νὰ ἀράξεις στὸν τόπο αὐτό: πατρικία ἡ –δική σου– πλήξη μιλάει.
Μαραμένο καὶ μόνο σὲ πλησιάζει (ἐσὺ βουβὸς)
ἕνα χτύπημα ἀμονιοῦ ἀπὸ τοῦ Τεστάτσιο τὰ συνεργεῖα.
Δειλινό. Στὰ ἀξιοθρήνητα ὑπόστεγα, τενεκεδόκουτα, χαμολαός,
παλιατσαρία. Ἕνα παιδί, μουρμουρίζοντας
τοῦ τόπου του μιὰ γνωστὴ μελωδία,
κλείνει τὴ μέρα του. Ὀρίζοντας.
Τριγύρω σταματᾶ νὰ βρέχει.
2.
Δύο κόσμοι κι ἀνάμεσα: μιὰ περίπου
ἀνακωχή. Ἐπιλογές, ἀφοσιώσεις… πλέον δὲν ἔχουν ὀσμὴ
ἄλλη ἀπὸ αὐτὴν τοῦ ἄθλιου κῆπου
τοῦ ἀριστοκρατικοῦ. Ἐδῶ ἐπίμονη ἡ πλάνη: σχισμὴ
ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο. Στὸ χεῖλος
τῶν σαρκοφάγων ἐπιδεικνύουν τὴ στιγμή,
τὸ ὑπόλοιπο μιᾶς κοσμικῆς μοίρας συντόμως
χαραγμένης σὲ τοῦτες τὶς γκρίζες πέτρες, τὶς ἐπιβλητικές.
Πάθη ξέφρενα ἔκαψαν τὸ κόκαλο τῶν ἰσχυρῶν ὡς
τὸ μεδούλι. Βουίζουν εἰρωνεῖες ἀνέξοδες, πικρές,
σώματα παιδεραστῶν κι ἀρχόντων ἀποτεφρωμένα,
ἀλλὰ ποτὲ ἐξαγνισμένα, σὲ τεφροδόχους κοινές.
Ἐδῶ ἡ σιωπὴ τοῦ θανάτου γίνεται ἕνα
μὲ τὴν πολιτικὴ σιωπὴ ἀνθρώπων ποὺ
ἔμειναν ἄνθρωποι καὶ μὲ τὴν πλήξη ποὺ ἀλλάζει ὁλοένα
καθὼς ὁμοιάζει στὴν πλατεία τοῦ κοιμητηρίου. Ἰδοῦ:
ἡ πόλη ἀσυγκίνητη τὴ διώχνει σὲ χαμόσπιτα κι ἐκκλησίες
ἀνευλαβὴς μὲς στὴν εὐλάβειά της – κι ἀλλοῦ
χάνει τὴ λάμψη της. Ἡ γῆ: ὀπωροφόρα δένδρα κι ἀγριάδες,
κυπαρίσσια – καὶ μιὰ μαύρη ὑγρασία λεκιάζει τὸ βράδυ τὰ ντουβάρια
ποὺ τὰ ξεπλένουν ἔπειτα μυρωδιὲς ἀπὸ φύκια συστάδες.
Ἡ χλόη φτωχιὰ κι ἄοσμη· τὰ βράδια
βυθίζεται μενεξεδένια μέσα της ἡ ἀτμόσφαιρα
μὲ ἕνα ρίγος ἀπὸ μέντα ἢ σάπιο σανό: ἄδεια
κι ἤρεμη (ἀπὸ μιὰ θλίψη πρωινὴ) προαναγγέλλει τὴ νύχτα ἡ μέρα.
Ἀκατέργαστο κι αἰώνιο ἀνάμεσα σὲ τοῦτα τὰ ντουβάρια
τὸ χῶμα στὸ ὁποῖο στάζει ἄλλο· μιὰ ἄλλη ὑγρασία – καὶ παραπέρα
ξανακούγονται– οἰκεῖες ἀπὸ γεωγραφικὰ πλάτη καὶ φανάρια,
ἐκεῖ ὅπου τα ἀγγλικὰ ἄλση περικυκλώνουν λίμνες
χαμένες μέσα στὸν οὐρανό, μακάρια
λιβάδια ποὺ μοιάζουν μὲ φωσφορικὰ σφαιριστήρια
ἢ μὲ σμαράγδια: «And O ye Fountains…» – οἱ εὐλαβεῖς ἐπικλήσεις...
3.
Ἕνα κόκκινο μαντίλι, ὅπως ἐκεῖνο τὸ δεμένο
στὸ σβέρκο τῶν παρτιζάνων
καί, παραδίπλα: στὴν τεφροδόχο, στὴν ὠχρὴ γῆ, ἀφημένο
ἀλλιῶς κόκκινο ἕνα γεράνι. Ἐσὺ στέκεσαι
ἐκεῖ, ἐξόριστος, μὲ χάρη ἀμείλικτη
(καὶ διόλου χριστιανικὴ) ἐν τῷ μέσῳ ἄλλων
νεκρῶν: Οἱ στάχτες τοῦ Γκράμσι… Ἀνεπίλυτη
δυσπιστία κι ἐλπίδα στὸ μεταξύ. Σὲ πλησιάζω:
συνέβη τυχαία, κάτω ἀπ’ τῶν δέντρων τὸν ἴσκιο, σὲ μιὰ λιτὴ
λωρίδα γῆς, τὸ πνεῦμα σου τὸ ἀναπαυμένο νὰ κεῖται ἔνδον. Εἰκάζω
πὼς ἴσως εἶναι κάτι ἄλλο, πιὸ ἐκστατικὸ ἢ καὶ πιὸ ταπεινό· μπορεῖ
μεθυστικὴ συνύπαρξη θανάτου κι ἔρωτα. Κι ἀπὸ ἐτούτη
τὴ χώρα, ποὺ δὲ σοῦ ἀνέκοψε τὴν ὁρμή,
νιώθω (στὴν ἀταραξία τούτων τῶν τάφων) τὴν ἀδικία καὶ
(στὴν ἀκούραστη μοίρα μας) τὴν πρόνοια: οἱ καιροὶ
σοῦ ὑπαγόρευσαν τὶς καλύτερες σελίδες λίγο πρὶν
τὴ δολοφονία. Ἰδοῦ ὁ σπόρος –τὸν ἐπιβεβαιώνεις–
ποὺ δὲν κατάπιε ἀκόμη ἡ ἀρχαία κυριαρχία: τῶν
νεκρῶν τὴν ὕπαρξη τὴ δέσμια, ὑπόλοιπο σκόνης
κραταιῆς, σὲ μιὰ περιουσία ποὺ ξερνᾶ στοὺς αἰῶνες τὴν ἀπέχθεια
καὶ τὸ μεγαλεῖο της. Τῆς ἔσχατης στιγμῆς
μάρτυρας ἕνα δαιμονισμένο τρέμουλο ἀμονιοῦ ποὺ σιωπᾶ
στραγγαλισμένο, ἀπὸ ὕπουλη ἀνέχεια.
Κι ἐγὼ ἐδῶ, φτωχός, ντυμένος κουρέλια καὶ ξέφτια
ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ οἱ φτωχοὶ γλυκοκοιτάζουν στὶς βιτρίνες. Τὴ βρωμιὰ
ἀπομακρύνοντας τῶν πιὸ ἔρημων δρόμων,
τῶν καθισμάτων στὰ τράμ, ποὺ ξαφνιάζουν τὴ μέρα μου, ἀλλά:
σπάνια· μὲς στὸ ἀδιάκοπο πλέον
μαρτύριο τῆς ἐπιβίωσης. Κι ἂν τύχει τὸν κόσμο νὰ ἀγαπήσω
θά ’ναι μὲ ἕναν ἔρωτα σαρκικό, βίαιο καὶ τρυφερό, μοιραῖο
ποὺ ἔφηβος μισοῦσα, ἀφοῦ συνέθλιβε τὴν ἀστὴ σκιά μου πίσω
ἀπὸ μένα τὸν ἀστό. Καὶ τώρα διχασμένος ὁ κόσμος, μαζὶ
μὲ σένα, δὲν ἀξίζει περιφρόνηση καὶ μίσος
ἡ μεριὰ ποὺ βλέπει πρὸς τὴν ἐξουσία; Ζεῖ
κανεὶς καὶ χωρὶς τὴ δική σου ἀδιαλλαξία
ὅταν δὲν ἐπιλέγει. Στὴν αὐλαία ἀνθίζει
τῆς μεταπολεμικῆς δύσης μιὰ νέα ἱστορία:
Ζῶ ἀγαπώντας τὸν κόσμο ποὺ μισῶ· στὴ δική του
μιζέρια ὑπερόπτης καὶ σπαταλημένος – γιὰ μία
ζοφερὴ διαστροφὴ τῆς συνείδησης…
4.
Ἡ διαστροφή μου νὰ ἀντιφάσκω. Νὰ
εἶμαι μὲ σένα κι ἐναντίον:
μὲ σένα στὴν καρδιά, στὸ φῶς κι ἐνά-
ντια σὲ σένα στὰ σκοτεινά μου σπλάχνα – τῶν πατρώων
συμβόλων προδότης· στὴ σκέψη, ἴσως
καὶ στὴν πράξη. Διαβάζω μέσα μου χιλίων
ἐνστίκτων τὴ ζέση κι ἀπὸ ἕνα πάθος αἰσθητικὸ παλαιὸ ἴχνος.
Γοητευμένος ἀπὸ μιὰ ζωὴ προλεταριακή,
πρὶν ἀπὸ σένα· γιὰ μένα ἱερὴ (ὡς
θρησκεία) ἡ εὐθυμία της κι ὄχι οἱ ἀναγκαστικοὶ
ἀγῶνες της· ἡ φύση της κι ὄχι ἡ συνείδησή
της· ἡ καταγωγικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου (ποὺ κι αὐτὴ
χάθηκε μέσα στὴν πράξη) νὰ τὴν προικίσει
μὲ τὴ μέθη τῆς νοσταλγίας καὶ μὲ μιὰ ἀχλὴ ποιητική.
Κάτι παραπάνω δὲν ξέρω νὰ πῶ – ὄχι ἀπαραίτητα
εἰλικρινές, ἀλλὰ δίκαιο· ὄχι κατ’ ἀνάγκην
συμπονετικό, ἀλλὰ ἀληθινό. Φτωχὸς κι ἐγὼ
πιάνομαι ἀπὸ μιὰ ἐλπίδα ταπεινωτική.
Δίνω μάχη γιὰ νὰ ζῶ.
Καὶ μὲς στὴ θλιβερὴ κατάστασή μου –τοῦ
ἀπόκληρου– κατέχω: τὴν κατάκτηση τὴν πιὸ
φωτεινή. Μά, ὅπως ἐγὼ κατέχω τὴν Ἱστορία ἐδῶ, ἀλλοῦ
μὲ κατέχει ἐκείνη. Μὲ διαφωτίζει – ὅμως, σὲ τί χρειάζεται τὸ φῶς;
5.
Δὲ μιλῶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ αὐτὸ τὸ φαινόμενο
αἰσθησιακῆς καὶ αἰσθηματικῆς θέρμης… Αὐτὸς
ἔχει ἄλλα ἐλαττώματα, ἄλλο εἶναι τὸ πεπρωμένο
καὶ τὸ ὄνομα τῆς ἁμαρτίας του. Κι ὅμως,
μέσα του εἶναι μπερδεμένα –σὰ νά ’ναι κοινὰ–
τὰ προαιώνια ἁμαρτήματα κι ἐκεῖνο τὸ ἀντικειμενικὸ
κρίμα! Δὲν εἶναι ἀνθεκτικὲς σὲ καμιὰ
θρησκεία οἱ πράξεις τῶν ἀνθρώπων: ὑποθήκη
θανάτου ποὺ παραπλανᾶ
τὸ φῶς καὶ δίνει φῶς στὴν πλάνη. Σὲ μιὰ κοίτη
στὸ Βεράνο εἶναι προορισμένα νὰ ἐνταφιαστοῦν
τὰ ἀπομεινάρια του. Εἶναι καθολικὴ
ἡ ἀναμέτρησή του μὲ αὐτά. Ἰησουιτικὲς μανίες διευθετοῦν
τὴν καρδιὰ – καὶ ἀκόμη πιὸ μέσα:
ἔχει βιβλικὰ καμώματα ἡ συνείδησή του καὶ ἀλλοῦ
εἰρωνικὴ ζέση, ἐλευθεριακή… Τσακισμένο φῶς ἀνάμεσα
στὶς ἀποστροφὲς ἑνὸς ἐπαρχιώτη δανδή, σὲ μιὰ ἐπαρχιώτικη
ὑγεία. Ὡς τὴν ἔσχατη ἀσημαντότητα ὅπου ἄμεσα
ἐξαϋλώνονται σὲ ζωῶδες φόντο Ἐξουσία καὶ Ἀναρχία.
Προστατευμένος ἀπὸ τὴν ἀκάθαρτη ἀρετὴ
καὶ ἀπὸ τὴ λάγνα ἁμαρτία
προασπίζοντας ἕναν ἀφελῆ παρορμητισμὸ καὶ μὲ τί
εὐσυνειδησία…! Ἐγὼ ζῶ, ζεῖ τὸ ἐγὼ
παρακάμπτοντας τὴ ζωή,
ἔχοντας μὲς στὸν κόρφο, ἐδῶ,
τὴν αἴσθηση μιᾶς ζωῆς ποὺ θὰ ἦταν λήθη
παράφορη καὶ ἀσυγκράτητη. Ἄ! Πῶς
καταλαβαίνω –βουβός, μέσα στὴ συνήθη
βοερὴ ὑγρασία τοῦ ἀέρα, ἐδῶ
ποὺ εἶναι βουβὴ ἡ Ρώμη, πίσω ἀπ’ τὴ λήθη,
ἀνάμεσα σὲ κυπαρίσσια ἀνάστατα κοιτῶ
ἐσένα– τὴν ψυχὴ ποὺ φωνάζει:
Σέλλεϋ… Πῶς καταλαβαίνω τῶν αἰσθημάτων τὸν κυκλώ-
να, τὴν ἰδιορρυθμία (ἑλληνικὰ σὲ καρδιὰ πατρικία:
σκανδιναβὸς σὲ διακοπές) ποὺ χειμάζει
πίσω ἀπὸ τὴ σκοτεινή, τὴν πληβεία,
θάλασσα τοῦ Τιρένο· τὴ σαρκικὴ χαρὰ τῆς περιπέτειας μοιράζει:
παιδαριώδη καὶ αἰσθητική. Κι ἐνῶ ἡ Ἰταλία ἔχει γονατίσει
σὰ νὰ ἦταν στὸ στομάχι γιγαντιαίου τζίτζικα, κοιτάζει
στὸν ὁρίζοντα τὶς λευκὲς παραλίες τοῦ Λάτσιο, πνιγμένες τὴ δύση
ἀπὸ βουρκωμένα πλήθη πεύκων, κάρων, κιτρινωπῶν
ξέφωτων μὲ ρόκες, ὅπου κοιμᾶται σὲ στύση
ἀνάμεσα στὰ κουρέλια, ἕνα ὄνειρο γοτθικῶν
καταβολῶν: ὁ νεαρὸς ἀπὸ τὴν Τσιοτσάρα. Στὴ Μαρέμα,
σκούρα τα μονοπάτια (ἀπὸ χόρτα λογιῶν:
βόθροι ἀπίθανοι στοὺς ὁποίους καθρεφτίζεται ὡς νεῦμα
καθαρό το καρυδόδεντρο) ὅπου το στίγμα τῆς νιότης
του ξεχυλίζει, δίχως νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται. Τὸ ρεῦμα
σμιλεύει βράχους ὀλισθηρούς, ἀνήσυχους, δεσμώτης
φοβερῶν ἀρωμάτων, στὴ Ριβιέρα: ὄγκοι, ἀνηφόρες
ὅπου ὁ ἥλιος παλεύει μὲ τὸ ἀεράκι, τῆς
θάλασσας τὰ λάδια γιὰ νὰ γλυκάνει. Τὶς ὧρες
τὶς πιὸ εὐχάριστες παραδίπλα βουίζει τὸ ἀπέραντο ὄργανο
ποὺ τραντάζει τὸ φύλλο καὶ τὸ φῶς: ἀπὸ μπόρες
ἔμπειρη καὶ μαθημένη ἡ Ἰταλία –ποὺ δὲν τρέμει σὰν σάβανο
στὴ ζωή της: οὐρλιάζουν ξαναμμένοι ἀπὸ ἑκατοντάδες
λιμάνια, χαμένοι στὸ πλῆθος, καὶ πιὸ πάνω,
σὲ μπαχτσέδες μὲ ἀγριαγκινάρες, σὲ βρώμικες ἀκτὲς
μὲ ἀγριάδες, τὸ ὄνομα τοῦ συντρόφου οἱ
σκουρόχρωμοι ἱδρωμένοι νέοι: καὶ θὲς
ἐσύ, ἀπέριττε νεκρέ, νὰ ἐγκαταλείψω τοῦτο τὸ ἀπεγνωσμένο πάθος: νὰ ὑπάρχω;
6.
Φεύγω· σὲ ἀφήνω στὸ βράδυ
ποὺ ἂν καὶ θλιμμένο πέφτει τόσο γλυκὰ
γιὰ ἐμᾶς τοὺς ζωντανούς, σὰν χάδι,
μὲ τὸ ὠχρό του φῶς ποὺ λιγοστεύει στὴ γειτονιά,
στὸ λυκόφως. Καὶ τὴν ἀναμοχλεύει.
Τὴν κάνει πιὸ ἄδεια, πιὸ μεγάλη, τὴ φέρνει πιὸ κοντὰ
καὶ πιὸ μακριά. Τὴ δεσμεύει
σὲ μιὰ παθιασμένη ζωὴ ποὺ ἀπὸ τὸ βραχνὸ
κύλισμα τῶν τράμ, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο οὐρλιαχτὸ (ποὺ ταξιδεύει
ἀπὸ ἰδιαίτερες πατρίδες) ἐνορχηστρώνει θολὸ
κι ἀπόλυτο κονσέρτο. Καὶ νιώθεις νὰ σὲ ρουφᾶνε
ἐκεῖνες οἱ μακρινὲς ὑπάρξεις ποὺ στὴ ζωή, στὸ δικὸ
τους σαράβαλο ὄχημα, οὐρλιάζουν, γελᾶνε,
στὰ ἄθλια οἰκοδομικὰ τετράγωνα ὅπου καταναλώνεται
τὸ ἀναξιόπιστο καὶ ἄφθονο δῶρο τῆς ὕπαρξης. Δὲ θά ’ναι
παρὰ μιὰ ἀνατριχίλα τούτη ἡ ζωή: μέσα της ὑψώνεται
ἡ παρουσία, σωματικὴ καὶ συλλογική. Ἡ ἔλλειψη
κάθε θρησκείας ἀληθινῆς νιώθεται.
Ὄχι ζωή, ἀλλὰ ἐπιβίωση (λιγότερο ἴσως ψυ-
χρὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ πιὸ εὔθυμη), ὅπως στὰ ζῶα
ὅπου στὸν αἰνιγματικό τους ὀργασμό, στὴν ἔξαψη
τὴν ἀπόλυτη, δὲν ὑπάρχει ἄλλο πάθος πέρα
ἀπὸ αὐτὸ τῆς καθημερινῆς ἐκτέλεσης: ταπεινὴ
φλόγα στὴν ὁποία ἡ ταπεινὴ ἀποκτήνωση μέρα
τὴ μέρα δίνει ἕναν πανηγυρικὸ τόνο. Ὅσο πιὸ κενὴ
εἶναι –σὲ αὐτὸ τὸ κενὸ τῆς ἱστορίας, σὲ αὐτὴν τὴ βοερὴ
παύση ὅπου ἡ ζωὴ σιωπᾶ– κάθε ἰδεολογία κοινὴ
τόσο ὑψηλότερος μοιάζει, μὲ μιὰ αἴγλη ἀλεξανδρινή,
ὁ λαμπρός, σταφιδιασμένος αἰσθησιασμός,
ποὺ ὅλο μικραίνει καὶ πρόστυχα ἀνάβει, ὅταν στὴ διπλανὴ
ζωὴ κάτι θραύεται κι ἀργοσέρνεται ὁ κόσμος,
στὸ λυκόφως, ξαναμπαίνοντας σὲ ἄδειες πλατεῖες σὲ θλιβερὰ
ἐργοστάσια… Ἤδη ἀνάβουν οἱ λάμπες, κοσμῶ-
ντας τὴν ὁδό Τσαμπάλια, τὴν ὁδό Φράνκλιν, ὁλόκληρο τὸ Τεστάτσιο,
ἀπέριττο μέσα στὸ δικό του ἐπιβλητικὸ καὶ βρώμικο βουνό,
τὰ δρομάκια στὶς ὄχθες τοῦ Τίβερη, σεμνά,
τὸ βαθὺ μαῦρο πέρα ἀπὸ τὸν ποταμὸ
ποὺ τὸ Μοντεβέρντε στιβάζει
ἢ ξεφυσᾶ ἀόρατο στὸν οὐρανό.
Φωτεινὸ στέμμα ποὺ βουλιάζει
ἐκθαμβωτικὸ καὶ παγωμένο ἀπὸ μιὰ θλίψη
σχεδὸν θαλασσινή… τὸ δεῖπνο πλησιάζει;
Φωτίζουν τὰ λιγοστὰ λεωφορεῖα τῆς γειτονιᾶς: σὲ ἔξαψη
οἱ ἐργάτες-τσαμπιὰ κρέμονται ἀπὸ τὶς πόρτες
καὶ οἱ στρατιωτικοὶ προχωροῦν δίχως βιάση
πρὸς τὸ βουνὸ ποὺ κρύβει μέσα στὶς ὑγρὲς
ἐκσκαφὲς καὶ στὸ πλῆθος τῶν κουβάδων
ἀπὸ ἀκαθαρσίες, ξεχασμένες κραυγὲς
ποὺ περιμένουν χολωμένες στῶν βράχων
πάνω τὴν ἀφροδισιακὴ βρωμιά: καί, ὄχι μακριά, μέσα σὲ
παράνομα ἐργατικὰ χαμόσπιτα στὸ χεῖλος τοῦ βουνοῦ, ἄλλων
ἀνθρώπων ὁλόκληροι σχεδὸν κόσμοι, ἀγόρια μὲ
σώματα ἐλαφριὰ σὰν πανιὰ παίζουν στὸ ἀεράκι
ποὺ δὲν εἶναι πιὰ κρύο, ἀλλὰ ἀνοιξιάτικο. Φλεγόμε-
νοι ἀπὸ νεανικὴ ἀσυλλογισιὰ στὸ δικό τους μαγιάτικο βραδάκι
μελαχρινοὶ ἔφηβοι λαχανιάζουν στὰ πεζοδρόμια,
στὴ βραδινὴ γιορτὴ· βροντοῦν μὲ δύναμη κι ἀπὸ σαράκι
οἱ γκαραζόπορτες, μόλις γαλήνια
παραδοθεῖ στὸ σκοτάδι ἡ βραδιά…
Ἀνάμεσα στὰ πλατάνια
τῆς πλατείας τοῦ Τεστάτσιο ὁ ἀέρας πέφτει πιὰ
μὲ κραδασμοὺς θύελλας καὶ εἶναι γλυκὸς
ὅπως περνάει ξυστὰ ἀπὸ τὰ πικρὰ
χόρτα καὶ τὶς πέτρες τοῦ Ματσέλο. Φυσάει ὑγρὸς
ἀπὸ σάπιο αἷμα: ἡ δυσωδία καὶ ἡ ἐρημία
τῆς φτώχειας ἀνακινεῖται διαρκῶς.
Εἶναι παραφωνία τούτη ἡ ζωὴ καὶ ἐκεῖνοι χαμένοι μέσα της γιὰ μιὰ
στιγμὴ τὴ χάνουν γιὰ πάντα, μόλις τοὺς ρουφήξει ὡς
τὸ μεδούλι. Θαυμάζουν ἐκστατικοὶ κι ἐξαθλιωμένοι τὴ βραδιά…
Θεριεύει μέσα τους –ἀνυπεράσπιστοι– καὶ ξαναγεννιέται ὁ μύθος…
Ὅμως, ἐγώ, μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ ζεῖ μόνον μέσα στὴν ἱστορία
θὰ μπορέσω ποτὲ ξανὰ νὰ λειτουργήσω μὲ καθαρὸ πάθος
ἐὰν ξέρω πὼς ἡ δική μας ἱστορία τελείωσε;
1954
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου