Άλογα
Την αυγή περνούσαν τα άλογα,
αδέρφια μου αληθινά από τα οστά των ημερών
ο ξηρός νοτιοδυτικός άνεμος επιβράδυνε τις κινήσεις τους,
εξαερώνοντας τους μυς, τις ψυχές τους
και τους αστραγάλους – αλλά όταν σταματούσε
ο καλπασμός απολύτως, από το μηρό στην οπλή,
ζωντάνευε στον αέρα η φλόγα του σώματος
το φωτισμένο σώμα,
στη λεπτότητα του πάνω κόσμου.
Περνούσαν
και τα ονειρευόμουν,
και τα έβλεπα,
παίρνοντας την κίνησή τους
που στον αγέρα έτρεχε,
προσπαθώντας να χωρέσω
τη χαίτη τους στο φως, τον αστράγαλο
την καμπυλότητα της σπονδυλικής στήλης,
την δόνηση των μυών.
Και μόνο μες στη σκέψη μου,
Στην φυγή του ονείρου μέσα στην αγρύπνια
- και μόνο η σκέψη, μόνο τα λόγια,
πότε-πότε,
αισθάνονταν μια στιγμή που κερδισμένη
μέσα στην τελειότητά τους
ή μια επαναφορά της μνήμης
από μια άλλη εποχή,
όταν τα άλογα στοχαστές, ποιητές άλογα
περνούσαν
αρμονικά
με τον αγέρα, το νερό και τη φωτιά.
Παλιό σπίτι
... Δεν ανοίγει. Θα κοιτάξουμε από το παράθυρο,
φέρνοντας τις παλάμες πλάι στα μάτια:
πάνω στο τραπέζι, αφημένα, ματογυάλια -
και μέσα απ’ αυτά, τα πράγματα κοιτάζουν κατ’ εμάς
- έχουν γεράσει, λένε, κοιτώντας μας
κι άνθισαν μέσα στην ξύλινη εποχή τους.
Στην παλιά αρμονία μέσα
ζει ακόμα το βαλς -
που χόρεψαν χόρεψαν οι γονείς μας μαζί
με τα πρόσωπα από τις φωτογραφίες;
αγγίζοντας τους με τις βλεφαρίδες,
αφήνοντας από το μέσα φως των δακρύων
τη νιότη των γονιών.
Κι ακόμη, ακούγεται ο ήχος των πραγμάτων-
που ανέγγιχτα να μείνουν πρέπει -
καθώς, μόνο καινούργιους ήχους αναδύουν·
μέσα απ’ τα ξεχασμένα ματογυάλια στο τραπέζι
κοιτάζει κατά πάνω μας ο καιρός.
Ημίφως
Ώρα χωρίς σκιές. Ώρα
με μέτωπο απαλό.
Η λίμνη και οι λεύκες αργά σωπαίνουν
μπροστά στον άνεμο.
Το φως γνωρίζει
πώς να φτάνει στο ναδίρ.
Είναι μια αγκαλιά του ονείρου που επιστρέφει
απ’ τις συγκρούσεις με κάθε ζωντανή στιγμή·
είναι η καθαρότητα της πέτρας, από τ’ άγαλμα,
και τα σκέψης μες
στη μνήμη.
Κι εγώ αγαπώ αυτή την ώρα
της ισορροπίας,
όπου ο κάθε άνθρωπος είναι ένας ολοκληρωμένος ήχος
και ταυτοχρόνως μια ηχώ
των άλλων.
Από την Καμένη Σκιά, 1980
Κίτρινη Κυρία
Μπαίνω από την πύλη της πόλης.
- Καλώς όρισες, όμορφο έμβρυο!
Έτσι λέει η Κίτρινη Κυρία,
Κυρία Κίτρινη -
Και με πιάνει απ’ τον λαιμό, και με πετά
στα σύννεφα και μ’ οδηγεί -
- Εσύ δεν είσαι το κίτρινο πουλί,
είσαι ο γερανός ...
- Κι ακόμη, λέει η Κίτρινη Κυρία
Κόβοντας στα δύο ημισφαίρια το κρανίο μου.
Και διαμελίζει την ψυχή μου τρυφερά,
μέχρι την σκόνη των οστών.
Μην τραγουδάς πια, κίτρινο πουλί,
στον ουρανό των βουνών, στο ημίφως τ’ ουρανού.
Η ανατολή σου διώχνει το άστρο.
Εγώ περνώ από το ράμφος του σιδερένιου πουλιού,
πνοή της πόλης. Τελευταία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου