Ὁ Ἐσθονὸς
ποιητὴς Heiti
Talvik*
πρώτη φορὰ στὰ ἑλληνικά
Ἐπιλογὴ-Εἰσαγωγὴ- Ἀπόδοση: Μαγδαληνή Θωμά
Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ 16ο τεῦχος τοῦ
περιοδικοῦ Ὀροπέδιο ποὺ θὰ κυκλοφορήσει στὶς 10 Δεκεμβρίου 2015
Kui mustavad udud/ Ὅταν
πέφτει ἡ ὁμίχλη
Ὅταν πέφτει ἡ ὁμίχλη κι ἁπλώνει μελάνι
ὅ,τι πεθαίνει μοιάζει ἀκριβὸ
ἀνάβεις τσιγάρο, ὁ καπνός του εὐωδιάζει
καὶ βγαίνεις ἔξω σὰν ξωτικὸ
Σφυρίζοντας παίρνεις τοὺς κάτασπρους δρόμους
τσιμπᾶς τὶς πουτάνες, τὰ ψόφια κορμιὰ
κι οὐρλιάζεις χαρούμενος στὸν ἄδικο κλέφτη,
ποὺ ’χει αἷμα ἄγριου ζώου καὶ μάτια φωτιά.
Τοῦ γνέφεις πέρα ἀπ' τὴν πύλη τοῦ ἀγνώστου
τοῦ δίνεις λεφτά, καπέλο, μαντό–
μιὰ ἀγκάλη ἀνοιχτὴ καὶ χάνεσαι πάλι
στῆς νύχτας τὸ φάντασμα χωρὶς γυρισμό.
Jarel revolutsiooni/
Ὕστερη ἐπανάσταση
1.
Ὀρθάνοιχτες σπηλιὲς εἶναι οἱ ταβέρνες
καὶ στὸν μπακάλη λείπει τὸ ψωμὶ
μιὰ σπίθα ἀκόμα στῆς ζωῆς μας τὸ φιτίλι
βιάζεται νὰ καεῖ.
Τὸν ὑπουργὸ χτυπάει στὴν πλάτη ὁ ἀλήτης καὶ γελάει
τσουγκρίζει τὸ ποτήρι του μαζὶ
κι ἕνα μαστίγιο μετρᾶ στὴν ἀγορὰ τὸ δίκιο
μεθάει στὴν ἄχνα τοῦ αἵματος
ἐκεῖ ὅπου κρεμάσανε τὸν τελευταῖο Πατρίκιο.
2.
Οἱ πύργοι τῶν συννέφων μας σπανίζουν
γινήκανε καλύβια δούλων βρωμερὰ
τὰ μαονίσια ἔπιπλα τὰ κόψαμε καυσόξυλα
καὶ τὸ χρυσάφι μας τὸ κάναμε χαλκὸ στὴν ἀγορὰ
Τοῦ ἀρχαίου βασιλιᾶ τὸν θεῖο θρόνο
γεμίζουν τώρα οἱ καπνοὶ τῆς τρατορίας
ὁ ἀφρὸς τῆς μπύρας τὸ ταβάνι ἔχει καλύψει
κι ὁ μεθυσμένος φοιτητὴς μπορεῖ ν' ἀνακαλύψει
τὸ νόημα τῆς τέχνης στὸ ναὸ τῆς Κολωνίας.
*Ὁ Heiti Talvik ( Ἔιτι Τάλβικ) θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους Ἐσθονοὺς ποιητές. Γεννήθηκε στὸ Tartu τὸ 1904. Ὁ πατέρας του ἦταν γιατρὸς καὶ ἡ μητέρα του πιανίστρια. Τὸ 1921 διακόπτει τὴ μαθητεία του σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα σχολεῖα τῆς χώρας, τὸ Γυμνάσιο Treffner, γιὰ νὰ δουλέψει στὰ ὀρυχεῖα πετρελαιοφόρου σχιστόλιθου. Τελειώνοντας
λίγα χρόνια ἀργότερα τὸ Ἑσπερινὸ Γυμνάσιο, γράφεται στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ
πανεπιστημίου τοῦ Tartu, ὅπου καὶ ὁλοκληρώνει τὶς σπουδές του. Ἀπὸ τὸ 1928 ἄρχισε
ν’ ἀφιερώνεται στὴν ποίηση. Ὕστερα ἀπὸ τὴ δημοσίευση τῆς ποιητικῆς του συλλογῆς
Palavik (Πυρετὸς) τὸ 1934, κερδίζει
φήμη καὶ εὐρύτερη ἀποδοχή. Γίνεται μέλος τῆς ποιητικῆς ὁμάδας Arbujad (Προφῆτες) καὶ γνωρίζει τὴν
ποιήτρια Betti Alver (Μπέττι Ἄλβερ),
τὴν ὁποία καὶ παντρεύεται τὸ 1937. Κατὰ τὴ Σοβιετικὴ κατοχή, τὸν Μάιο τοῦ 1945,
συλλαμβάνεται καὶ ἐξορίζεται σὲ στρατόπεδο στὸ Tyumen Oblast τῆς Σιβηρίας. Ἡ εὔθραυστη ὑγεία του τὸν προδίδει καὶ
πεθαίνει δυὸ χρόνια ἀργότερα, τὸ 1947, σὲ κάποιο νοσοκομεῖο στὸ Urmanovo. Ὁ τάφος του ἀγνοεῖται ἀκόμα.
Στὴν ἀτμόσφαιρα
τῶν ποιημάτων του κυριαρχεῖ ἕνας μελαγχολικὸς λυρισμός, μιὰ ἤρεμη ἐνατένιση τοῦ
μοιραίου. Ὁ σαρκασμὸς παίρνει τὴ θέση μιᾶς βαθιᾶς ἀμφιβολίας γύρω ἀπὸ τὴν ἀσυνέχεια
τοῦ κόσμου καὶ τὸ παράλογο τῆς ὕπαρξης. Σκοτεινοὶ τόνοι ἐναλλάσσονται μὲ ἀπροσδόκητες
ἐκλάμψεις ἐκεῖ ποὺ ἡ τρέχουσα διατύπωση δυναμιτίζεται ἀπὸ ἕναν ἀνοίκειο ποιητικὸ
λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου