Τετάρτη, Ιουνίου 03, 2020

Ο αστρίτης και το πηγάδι του Γιάννη Παλαβού

Ο αστρίτης και το πηγάδι
του Γιάννη Παλαβού

Έρχεται πάλι στον νου μια φράση του Άμος Οζ: 
«Κυοφορούμε όλοι τους γονείς και τους παππούδες μας, για πάντα».

Δεν μας ενδιαφέρει η Νεμούτα. Δεν μας ενδιαφέρει το ιδίωμα της Βέρβιτσας και αν οι κάτοικοι λένε τον ξεροκέφαλο «αντούβγενο». Δεν μας ενδιαφέρουν οι μυλωνάδες της Φολόης και τα άλογά τους. Δεν μας ενδιαφέρουν οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης στο Νιχώρι και δεν είμαστε βέβαιοι τι μπορεί να μας προσφέρει άλλη μια δόση Κατοχής, Εμφυλίου και μετανάστευσης – αυτή η διαρκής επιστροφή στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, που έχει γίνει πια κοινός τόπος και που ήδη από το ’85 σάρκαζε ο Τζίμης Πανούσης τραγουδώντας «προσφυγιά και πόνος / και στο βάθος κήπος».
Κι ωστόσο, μετά την ανάγνωση του Αστρίτη, μένει κανείς με την απορία: πώς γίνεται ένα βιβλίο φτιαγμένο εν πολλοίς απ’ αυτά τα υλικά να είναι μια από τις καλύτερες συλλογές διηγημάτων των τελευταίων ετών; Πώς είναι δυνατόν να περιλαμβάνει διηγήματα –τον «Τάση Βασκαντήρα», τη «Μισάντρα» και το «“Άσε με να τον πάρω, μάνα”»– που διεκδικούν με αξιώσεις μια θέση στις μελλοντικές ανθολογίες νεοελληνικού διηγήματος; Γίνεται κάτι τέτοιο; Η απάντηση είναι ναι. Διότι η Νεμούτα δεν μας ενδιαφέρει, όπως δεν μας ενδιαφέρει η Σκιάθος και αν στο άκρο του νησιού υψώνεται ένας απόκρημνος βράχος κι εκεί, στον έρημο οικισμό, ο ναός της Γέννησης του Χριστού στέκει αλειτούργητος. Η ντοπιολαλιά της Βέρβιτσας δεν μας ενδιαφέρει, όπως δεν μας ενδιαφέρει ότι οι χωρικοί της Κέρκυρας αντί για «πισθάγκωνα» λένε «πίστομα». Οι μυλωνάδες της Ηλείας μάς είναι εξίσου αδιάφοροι με τους ταμπάκους των Ιωαννίνων. Και η φτώχεια και τα επακόλουθα του Εμφυλίου δεν μας ενδιαφέρουν, όπως δεν μας ενδιαφέρουν οι εξαθλιωμένοι κτηνοτρόφοι του Μεγάλου Κάμπου έπειτα από τις μάχες μεταξύ της μεξικανικής κυβέρνησης και των Κριστέρος. Δεν μας ενδιαφέρει τίποτα απ’ όλ’ αυτά per se, γιατί μιλάμε για λογοτεχνία. Και η λογοτεχνία δεν είναι ούτε ηθογραφία, ούτε πολιτική, ούτε κοινωνιολογία, ούτε ιστοριογραφία. Νομίζω πως, λίγο πολύ, όλοι συμφωνούμε: αντικείμενο της λογοτεχνίας είναι τα ανθρώπινα πάθη. Για να το πούμε καλύτερα: αντικείμενο της λογοτεχνίας είναι τα ανθρώπινα πάθη διά της γλώσσας. Κι ακόμα καλύτερα: αντικείμενο της λογοτεχνίας είναι τα ανθρώπινα πάθη διά της γλώσσας, μέσω ενός επεξεργασμένου ύφους και μιας αφήγησης με αρχή, μέση και τέλος – ακόμα κι αν, για να θυμηθούμε τον Ροΐδη, αυτά τα τρία στοιχεία δεν παρατίθενται κατ’ ανάγκη μ’ αυτή τη σειρά.
Όλ’ αυτά ο ποιητής Δημήτρης Κανελλόπουλος, που με τον Θάνατο του αστρίτη εισέρχεται εντυπωσιακά στον χώρο της πεζογραφίας, τα γνωρίζει. Γι’ αυτό και το βιβλίο, παρότι τα υλικά του στα χέρια ενός αδέξιου τεχνίτη θα έδιναν μια ακόμη συλλογή νοσταλγικών αφηγημάτων, στιλιζαρισμένης επαρχιακής τραχύτητας ή κεκαλυμμένης πολιτικολογίας, είναι ένα κομψοτέχνημα. Διότι ο Κανελλόπουλος, όπως έγραφε ο Αμερικανός κριτικός Μάλκολμ Κάουλι για τον πεζογράφο Ουάλλας Στέγκνερ, «νιώθει σαν ποιητής τα δάκρυα των πραγμάτων». Όπως ταιριάζει σ’ έναν συγγραφέα της κλάσης του, ο Κανελλόπουλος αποφεύγει την κοινοτοπία των «βουβών ανθρώπων που αλέθονται στις μυλόπετρες της Ιστορίας» αντιστρέφοντάς τη: η Ιστορία, μας λέει, είναι απότοκο των παθών – κι εδώ διασταυρώνεται με τον Βαλτινό της Ορθοκωστάς. Μακριά από μεγαλόσχημες χειρονομίες, ο Κανελλόπουλος κάνει λογοτεχνία εστιάζοντας χαμηλά, εκεί όπου το βλέμμα συνήθως δεν κοντοστέκεται: στην ηχώ της ντουφεκιάς που ξεκουφαίνει τον Αγαμέμνονα Απαλοχέρη αφού έχει εκτελέσει τον κουνιάδο του μέσα στη σπηλιά∙ στην πορτοκαλάδα «Έψα» που πίνει η Τριαδούλα μόλις συνέλθει από τη λιποθυμία της και στον περίπατο που κάνει αμέσως μετά, σιωπηλό, το ευτυχές ζεύγος στην παραλία του Πύργου∙ στο φρούμασμα της Ροϊδούλας όταν αντικρίζει τη χαμένη κόρη της και στην αυθόρμητη κραυγή του Τζίμη πάνω από το μνήμα της: «Τι μάνα και ξεμάνα, μερτικό απ’ την περιουσία δεν έχει»∙ κι ακόμα, είναι ο ήλιος που γέρνει κατακόκκινος στο οροπέδιο, «πίσω απ’ του Λάλα», αδιαφορώντας για τα δράματα των κατοίκων του, το κλάμα της Σαραντινιώς που καλεί μάταια τον άντρα της και το γεγονός ότι, πέρα από την πολιτική πόλωση, πέρα ακόμα και από την ίδια την αυτοκτονία της, το σημαντικότερο τελικά είναι ότι δεν ήξερε γράμματα.
Ξαναγυρίζουμε στον Στέγκνερ: «Τα κείμενα μου», έλεγε, «τα συνέχει μια τυραννική αίσθηση εντοπιότητας». Το ίδιο ισχύει και για τον Κανελλόπουλο. Όπως κάθε αληθινός δημιουργός, επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο, στο πατρικό του σπίτι, και πάει στην αυλή, στο παλιό σφραγισμένο πηγάδι∙ παραμερίζει τα ξύλα που το σκεπάζουν, δένεται με σχοινί και, αργά και προσεκτικά –λίγο φοβισμένα αλλά και με έξαψη, και με την επίγνωση ότι εν τέλει δεν έχει άλλη επιλογή–, αρχίζει να κατεβαίνει μέσα στο ημίφως και την υγρασία, ψηλαφώντας πότε πότε τις ψυχρές και αιχμηρές πέτρες του τοιχώματος, μες στο σκοτάδι σχεδόν καθώς βυθίζεται όλο και χαμηλότερα, ώσπου φτάνει στον πυθμένα. Κι εκεί σκάβει για να βρει ξανά νερό –για να το ελευθερώσει τρόπον τινά και πάλι–, σκάβει και σκάβει, ώσπου βρίσκει την υπόγεια φλέβα. Και η φλέβα αυτή είναι η φλέβα από την οποία αντλούν και τα υπόλοιπα πηγάδια, στα υπόλοιπα πατρικά σπίτια τριγύρω. Ψάχνοντας τη δική του φλέβα, συναντά τη φλέβα των άλλων. Μιλώντας για τον εαυτό του, μιλά για τους άλλους, για τον καθένα. Γι’ αυτό μας ενδιαφέρει η κατά Κανελλόπουλο Νεμούτα. Διότι η τέχνη του διηγηματογράφου, που είναι να φτάνει στο μεγάλο μέσα από το μικρό, όχι μόνο την ενέγραψε στη μυθολογία της νεοελληνικής λογοτεχνίας πλάι σε τόπους όπως η Σκιάθος ή τα Γιάννενα, αλλά την έκανε, κατά τη γνώμη μου, άξια κληρονόμο των ένδοξων αλλοδαπών προκατόχων της: του Ουάινσμπεργκ του Σέργουντ Άντερσον, του Μεγάλου Κάμπου του Χουάν Ρούλφο, του Τελ Ιλάν του Άμος Οζ. Είναι, άλλωστε, ο Άμος Οζ που επαναλαμβάνει συχνά στις συνεντεύξεις του: «Όλη η μεγάλη λογοτεχνία είναι επαρχιακή». Ο Θάνατος του αστρίτη συνεχίζει αυτή την παράδοση. Όπως συμβαίνει στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, το οροπέδιο της Νεμούτας μετατρέπεται σε σκηνή όπου γεννιούνται και κυρίως πεθαίνουν («όχι μ’ έναν πάταγο, αλλά μ’ έναν λυγμό») πάθη, πίσω από τα οποία δονείται κάτι μεγαλύτερο, κάτι το συλλογικό, το εθνικό. Υπόκωφα και δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, από την Ντοάνα και την Πατσουριά αναδύεται κάτι τοπικό και εξίσου, θα έλεγα, οικουμενικό, με την έννοια του πρωτογενώς ανθρώπινου. Κυρίως όμως αναδύεται –κι εδώ είναι η ψίχα της τέχνης του συγγραφέα– κάτι προσωπικό. Διότι μπορεί τα διηγήματα της συλλογής να αποτυπώνουν έναν τόπο και μια εποχή (το σχήμα, την υφή, τη μυρωδιά και την αψάδα ενός αγριόχορτου που ξεριζώθηκε από τις πλαγιές όπου φυτρώνει για να μεταφυτευτεί κακήν κακώς και να ψευτοζήσει στην πόλη), αλλά ταυτόχρονα μιλούν για τους οικείους του συγγραφέα, για τις καταβολές του, για το ίδιο του το πρόσωπο. Έρχεται πάλι στον νου μια φράση του Άμος Οζ: «Κυοφορούμε όλοι τους γονείς και τους παππούδες μας, για πάντα».
Κλείνω αυτό το σημείωμα με κάτι που διάβασα σ’ ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, κωμικό και ταυτόχρονα ενδεικτικό του επιπέδου του λόγου που διακινείται εκεί: πρόσφατα πέτυχα μια συζήτηση για το μυθιστόρημα ενός Έλληνα συγγραφέα. Ένας σχολιαστής έγραφε: «Είχα ακούσει καλά λόγια για το βιβλίο, αλλά τώρα που το διάβασα, πιστεύω ότι όντως αξίζει όσα του καταλογίζουν». Είμαι σίγουρος ότι στον Θάνατο του αστρίτη θα καταλογιστούν πολλά καλά λόγια, και το βιβλίο τα αξίζει όλα – κι ακόμα περισσότερα.

info:Δημήτρης Κανελλόπουλος, Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες, Κίχλη, 2018


Δεν υπάρχουν σχόλια: