Sînziana Pop
Βροχή
Μετάφραση στην Ελληνική, για πρώτη φορά στην Ελληνική γλώσσα:
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Δεν είναι Κυριακή ούτε μέρα γιορτής. Βρέχει. Καλοκαιρινή βροχή, μουρμουριστή
βροχή. Στεκόμαστε στο παράθυρο και κοιτάζουμε έξω. Περιμένουμε.
—Δεν έρχεται εξαιτίας της βροχής, ή έχει ποιον άλλο
λόγο; Ρώτησε η αδελφή μου.
Κοιτάζω το τζάμι του παραθύρου. Έχει καλυφθεί από
έναν ασημένιο ατμό. Οι πρώτες σταγόνες κυλάνε κομμένες σαν ασύμμετρες αλυσίδες.
Ανταγωνιζόμαστε. Η κάθε μια διαλέγει από μια σταγόνα και την ακολουθούμε, να
δούμε ποιά θα φτάσει πιο γρήγορα στο κάτω μέρος του ξύλινου πλαίσιου του
παραθύρου.
— Τί κάνεις, μαμά;
Η μαμά ποιος ξέρει τι κάνει. Χτενίζεται. Θέλω κι
εγώ.
— Χτένισέ με κι εμένα.
—
Τί; Ρωτάει η μητέρα.
Μου αρέσει η βροχή. Υπάρχουν μερικές λούμπες που
αφρίζουν. Οι καστανιές έξω απ’ την πόρτα σαν φίδια. Ο ουρανός είναι στην αυλή,
ο γείτονάς μου.
—
Μαμά, δεν θάρθει;
—
Έρχεται μανούλα μου έρχεται, με καθησυχάζει.
Βγαίνουμε στην αυλή με την αδελφή μου. Η βροχή έγινε
ψιλόβροχο. Οι τελευταίες ψιχάλες μου χτυπούν τα δόντια.
—
Πώς το κάνεις ; με ρωτάει.
—
Το κάνω!
Έχω μπροστά ένα νέο δόντι, μεγάλο. Η αδελφή μου έμεινε
με ανοιχτό το στόμα της. Κακώς εκπλήσσεται.
—
Πάρε
κουρούνα το παλιό, και δώς μου το καινούργιο, της τραγουδούσα.
Ενώ η βροχή. Της τραγουδούσαμε της βροχής να
σταματήσει, κι αυτή σταμάτησε.
—
Πότε θα ‘ρθε; με ρωτούσε.
— Έρχεται! Πού να καθίσει, θα
καθίσει στην οικοδομή μέχρι αύριο;
—
Στο εργοτάξιο
βρέχει;
—
Βρέχει
Περιστρεφόμαστε
στη βροχή και οι φούστες μας μουσκεύουν. Μετά
μπαίνουμε στο σπίτι· εγώ πήδηξα από το παράθυρο.
— Τι ώρα είναι, μαμά;
— Τι ώρα είναι; Ρωτά και η αδελφή
μου από την πόρτα.
—
Επτά.
Η μητέρα μου τελείωσε το χτένισμα. Ταχτοποίησε το
τραπέζι και ήρθε πλάι μας στο τζάμι. Κοιτάζαμε και οι τρεις μας. Η βροχή σταμάτησε.
Η πικρή μυρουδιά της γης. Οι καστανιές θροΐζουν
στην βρεγμένη πόρτα. Έχουν μεγαλώσει.
Όταν ήλθε, εγώ εγώ θα τον δω πρώτη. Πηδάω από το
παράθυρο στην αυλή και τρέχω. Η αδελφή μου ουρλιάζει καθώς τον φτάνω πρώτη. Ο
μπαμπάς μου με αρπάζει και με φέρνει γύρω, πάνω από τους βάλτους. Κλίπ, κλαπ
ηχούν οι μπότες του. Μπότες του εργοταξίου, οι μπότες του πατέρα.
Στην αυλή φωνάζει την αδελφή μου. Οι μπότες του
κάνουν κλιπ, κλαπ. Και μερικές φορές κλιπ, κλιπ.
Την μητέρα την φιλά.
—
Εεε!!! Ουρλιάζουμε εμείς και χτυπάμε με γροθιές την καρέκλα.
—
Τί μάς έφερες;
Πιάνω
τον πατέρα από το ένα χέρι. Ο πατέρας έχει όμορφο χέρι. Ανοίγει με το άλλο του
το σακκίδιο και βγάζει τα τρόφιμα που αγόρασε από το μπακάλικο του εργοταξίου.
Η αδερφή μου δεν φτάνει να δει πάνω στο τραπέζι.
—
Έβρεχε στο εργοτάξιο; Τον ρωτά.
—
Έβρεχε.
—
Αλλά ήρθες. Θα μείνεις; Έλεγε θαυμάζοντάς τον.
Η
μαμά γέλασε.
Πάω
στο τζάμι. Πάλι βρέχει. Καλοκαιρινή βροχή, μουρμουριστή βροχή.
Χαίρομαι.
—
Ήρθες πατέρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου