Πέμπτη, Μαρτίου 17, 2016

Δημήτρης Κανελλόπουλος Ὁ Alexandru Vlad μᾶς ἀποχαιρετᾶ μὲ στίχους

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ὁ  Alexandru Vlad μᾶς ἀποχαιρετᾶ μὲ στίχους

Μετάφραση ἀπό τὴν Ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 15, Καλοκαίρι 2015
 

Συχνά, ἀκόμη κι ὅταν μιλοῦμε γιὰ ἕναν δικό μας ἄνθρωπο, ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴν εἴμαστε πληροφορημένοι καλὰ γιὰ ὅλες τὶς δραστηριότητές του. Αὐτὸ μοῦ συνέβη στὴν περίπτωση τοῦ ἀγαπημένου μου φίλου Alexandru (Sandu) Vlad! Γνώριζα ὅτι εἶναι ἕνας παθιασμένος πεζογράφος. Ἀφιερωμένος στὸ διήγημα, τὸ ὁποῖο δὲν πρόδωσε ποτέ. Ἀγνοοῦσα ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι γράφει καὶ ποιήματα.
Ὅταν τὴν Κυριακὴ 15 Μαρτίου 2015, πρωί-πρωὶ ἔλαβα ἕνα mail ποὺ μοῦ ἔφερνε τὸ ἄσχημο νέο, σοκαρισμένος, ἂν καὶ δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ μοῦ κάνει φάρσα ὁ καλὸς φίλος ποὺ μὲ ἐνημέρωσε, ἄρχισα νὰ ψάχνω στὸ Διαδίκτυο γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσω τὴν πληροφορία.
Ἡ εἴδηση βρισκόταν ἤδη σὲ πολλὰ sites ἐφημερίδων: Ἔσβησε ὁ Alexandru Vlad… Δὲν ἤθελα νὰ τὸ πιστέψω καὶ συνέχιζα ἐν πλήρει συγχύσει νὰ ψάχνω… Αἴφνης, τὸ περιοδικὸ Vatra, τοῦ ὁποίου ὁ Al. V. ὑπῆρξε ἐπὶ χρόνια βασικὸς συνεργάτης καὶ τὸ ὁποῖο ἐκδίδεται στὸν γειτονικὸ νομὸ πρὸς τὸ Cluj, στὸ Targu Mures, ἀντὶ μνημοσύνου, δημοσίευε κατ’ ἀποκλειστικότητα καὶ γιὰ πρώτη φορὰ 15 ποιήματα ποὺ εἶχε στείλει ὁ Sandu, λίγες μέρες πρὶν τὴν ἀναπάντεχη ἀναχώρησή του. Ἤξερα, ὅπως προεῖπα, ὅτι ὁ Sandu εἶναι ὁ μαὶτρ τοῦ σύγχρονου ρουμανικοῦ διηγήματος, ὁ πεζογράφος μὲ τὴν διεισδυτικὴ καὶ καίρια ματιὰ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων. Ποτὲ δὲν μοῦ ἀνέφερε αὐτήν του τὴν ἰδιότητα!
Διαβάζοντάς τα συγκινήθηκα πολύ. Θέλησα νὰ οὐρλιάξω γιὰ τὴν ἀδικία νὰ φύγει ὁ Sandu κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἀναπάντεχα καὶ τόσο ξαφνικά. Αἰσθάνθηκα σὰν νὰ τὸν ἔβλεπα μπροστά μου. Αὐτὸν τὸν τρυφερὸ φίλο, τὸν ἀδελφό, τὸν ἐπίμονο ἐχθρό του ὁλοκληρωτισμοῦ, τὸν ἀσυμβίβαστο ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἐπεδίωξε ποτὲ νὰ προσεγγίσει καμιὰ ἐξουσία… Αὐτὸν τὸν εὐαίσθητο παρατηρητὴ τῶν ἀνεπαίσθητων καταστάσεων τοῦ «ἁπλοῦ» καὶ τοῦ «καθημερινοῦ». Τὸν θαμώνα τῆς Arizona, τὸν ὀργισμένο ροκὰ τῶν Βαλκανίων, τὸν μοναχικὸ καουμπόυ τῆς Τρανσυλβανίας καὶ τῆς ἀγαπημένης πόλης τοῦ Cluj.
Τὰ μετέφρασα καὶ τὰ 15. Λόγῳ μιᾶς ἐσωτερικῆς ἀνάγκης. Νὰ γνωρίσει τὸ ἑλληνικὸ κοινὸ αὐτὸν τὸν εὐαίσθητο ἄνθρωπο. Τὸν κοσμοπολίτη καὶ ταυτόχρονα «ἀναχωρητή». Τὸν μοναχικὸ περιπατητὴ τῶν Munţi Apuşeni. Τὸν φίλο τοῦ ποιητῆ Teofil Rachiteanu, στὴν καλύβα τοῦ ὁποίου εὕρισκε καταφύγιο… Τὸν ἐξερευνητὴ τῶν βουνῶν καὶ τῶν μακρινῶν τόπων… Τὸν λάτρη τῶν Muntele Vladeasa, ὅπου ἐπισκεπτόταν τὸ μετεωρολογικὸ ἀστεροσκοπεῖο, ἢ τὸν μοναδικὸ ἐραστὴ τῆς Κοιλάδας  Miresei, τῶν Σπηλαίων τῆς (Peștera) Scărișoara τῆς Râpa Galbenă
Τὸν ἀκριβό μου φίλο, Alexandru (Sandu) Vlad…                       

Καλὸ δρόμο φίλε…


Alexandru Vlad
Ποίημα

καὶ τὴν εἶδα. ἡ μέρα στὸ μεγάλο φῶς της,
πάνω στὸ κάρο της τὸ ὁποῖο σέρνει ὁ κάπρος ἐκείνη ποὺ ἐρχόταν ἀπ’ τὸ δάσος
κι ἔκανε τόσο δρόμο, γιὰ νὰ τὴν ἀκούσω, μέσα σ’ ἕναν θόρυβο ἀπόκοσμο. τὸ μαλλὶ μαῦρο κομμένο κοντὸ
καὶ μάτια φωτεινά, τὰ πόδια γυμνὰ πονοῦν στὸν ἄνεμο βαδίζοντας. λευκὰ καὶ δυνατά,
τὸ φόρεμα ἀνεμίζοντας λεπτὸ καὶ μαῦρο, τὰ στήθη στητά,
μπλούζα στὸ χρῶμα τοῦ σταριοῦ, λαιμὸς σηκωμένος μὲ περηφάνια. Πλάι της ἐκεῖνο  τὸ παιδὶ
ποὺ κρατοῦσε τὰ γκέμια, ξανθὸ καὶ σβησμένο, σχεδὸν ὠχρό,
συρρικνωμένο μές στὸν δρόμο τὸν ὁποῖο τὸ κάρο περίπου εἶχε χαθεῖ.
σηκώθηκα νὰ δῶ καλύτερα καὶ ἔνιωσα πὼς ὅλα τα κύτταρα τοῦ σώματός μου
ἄλλαζαν ἐπὶ τόπου, ἀνανεώνονταν, σὰν σὲ μετάγγιση μαγνητικὴ. Μοῦ ἔριξε μιὰ ματιά,
κοντὰ στὴ διασταύρωση, κι ἔτσι ἐκείνη τὴ στιγμὴ
εἶμαι σίγουρος ὅτι μὲ ἀναγνώρισε. τί ἔκπληξη:
πῶς μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίσεις κάποιον ποὺ δὲν ἔχεις δεῖ ποτέ. τὴν σπίθα ποὺ ἐνεργοποιεῖται κάθε φορὰ ἤθελα νὰ δῶ.
καὶ εἶδα ἔκπληκτος ὅτι ἕνα παράξενο ζευγάρι, ξαφνικὰ μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου,
ἀναχωροῦσε, καὶ ξαφνικὰ φάνηκε ἡ γῆ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ νὰ περιστρέφεται μαζί μου.
Ἄρχισα τοὺς ὑπολογισμούς. Ναί, ἂν μετὰ τὸ θάνατό της
ξαναγεννιόταν μιὰ φορά, ἔπρεπε νὰ ἔχει τώρα τὴν ἴδια ἡλικία. Πῶς ἀλλιῶς;
Πῶς ἀλλιῶς νὰ ἐξηγήσει κανεὶς τὰ ἀνεξήγητα;
αὐτὸ διήρκεσε ἀρκετὰ δευτερόλεπτα καὶ ἡ γῆ ἀρνήθηκε νὰ ἐπαναλάβει
τὴν περιστροφική της κίνηση, ἐκείνη ποὺ μᾶς δίνει τὴν αἴσθηση τῆς ἰσορροπίας.
ὁ Θεὸς δὲν ἀστειεύεται. αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος, ποὺ ἀπὸ χρόνια προσμένω,
ἐπιδιορθώνοντας ἀδέξια τὰ ἀντικείμενα ποὺ φτάνουν στὰ χέρια μου. μὲ πλημμυρίζει μιὰ θερμότητα.
καὶ σιγὰ-σιγὰ παρεισφρύει  στὴν ψυχή μου ἡ συντριπτικὴ αἴσθηση
ὅτι ὅλη μου ἡ ζωή, ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, μὲ ὅλα τα ἐπιτεύγματά της,
μὲ τὶς πολλὲς βεβαιότητες, τὴν οἰκογένεια, τὰ παιδιὰ γιὰ τὰ ὁποῖα εἶμαι τόσο συχνὰ ὑπερήφανος,
οἱ ἔξοδοι στὸν κόσμο, κάποιες βραδιὲς ἐπιβεβαιώσεων
ἡ ἀναγνώριση κάποιων ἀκαδημαϊκῶν προσόντων,
τὸ σπίτι στὸ ὁποῖο ἤλπιζα νὰ βρῶ τὴν ἡσυχία μου, ὅλα μὰ ὅλα, στὴν ἀλληλουχία τους,
δὲν εἶναι τίποτα, παρὰ μονάχα μιὰ ζωὴ ἀπὸ δεύτερο χέρι.
ποὺ ἴσως καὶ νὰ μοῦ τὴν ἁρπάξει  μ’ ἕνα νεῦμα ἀδιόρατο τὸ φῶς πίσω ἀπ’ τὰ κρυμμένα πράγματα.


τὸ τελευταῖο τραγούδι γιὰ τὴν Ἄνι


εἶχες μέσα στὴν καρδιά μου ἕναν δικό σου κῆπο
ξυπόλυτη σ’ αὐτὸν περιπλανιόσουν  
Πάντα τα πρωινὰ πρὶν τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου.
Σήμερα στέκομαι μοναχὸς κι ἀναρωτιέμαι
Τί φύτρωσε μέσα σὲ αὐτόν, τὸν δικό σου κῆπο –
Τί εἴδους χόρτα πικρά, ποὺ ἀργὰ ἀνθίζουν
καὶ μὲ ρίζες τόσο μεγάλες

Ἡ ἐξέλιξη τῶν συναισθημάτων



Καὶ μερικὲς φορές, μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ξαστεριὰ μοῦ λείπει.

Τόσο ἁπλά, τόσο λίγο

Ἀνήμπορος στὴ μέση μιᾶς χειρονομίας.

Αὐτὴ δὲν ὑπάρχει πιά, ὅλος ὁ κόσμος τὸ γνωρίζει ὅτι,

Οὔτε ἐγώ, ὅταν τὸ σκέφτομαι, δὲν ὑπάρχω πλέον,

Καὶ πῶς μπορεῖ κάποιος ποὺ δὲν ὑπάρχει πιὰ

νὰ λαχταρᾶ μὲ πόνο κάποιον ποὺ δὲν ὑπάρχει πιὰ κι αὐτός;

Γιατί κι ἐγὼ σὺν τῷ χρόνῳ ἔχω χαθεῖ,

Διαλύθηκα στὶς ρωγμὲς ἀνάμεσα στὸ δάπεδο

Μὲς στοὺς σωλῆνες ποὺ παραμένουν ἀνοιχτοὶ

Στὸ μελανοδοχεῖο μὲ τὸ ξεραμένο μελάνι.
Ὅπως εἶναι γνωστὸ ἡ ἐπιθυμία τὰ πράγματα στεγνώνει.

Ἡ σιωπὴ




Κάποιοι ποὺ ξέρουν μοῦ εἶπαν ὅτι ἡ σιωπὴ γεννήθηκε σὲ

στεγνὰ πηγάδια,
σὲ ἐγκαταλειμμένες στοὲς ὀρυχείων,
καὶ τώρα αὐτὴ δὲν ὑπάρχει μέσα μου, ὅπως καὶ ἄλλα

πράγματα
κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει,

ὅτι μπορεῖ νὰ ἀκουστεῖ μόνο ἂν κάνεις μιὰ προσπάθεια
νὰ τὴν ἀκούσεις

– μερικὲς φορές, μάλιστα, χωρὶς ἐπιτυχία.
Οἱ τεχνικοὶ μειδιοῦν καὶ λένε ὅτι γνωρίζουν κατ’ οὐσίαν
Πῶς γιὰ πιάσεις αὐτὸ τὸν ἦχο πρέπει νὰ βάλεις ἕνα μικρόφωνο
σὲ ἕνα ἄδειο δωμάτιο μαγνητικὰ παγιδευμένο
καὶ νὰ τοῦ δώσεις τὴν μέγιστη ἰσχύ,
ἐνῶ γιὰ νὰ ’σαι σίγουρος πρέπει νὰ προσπαθήσεις νὰ ἐπεκταθεῖ πολὺ τὸ εὖρος τῆς παγιδευμένης ζώνης.
Ἐπειδὴ ἡ σιωπὴ εἶναι ἕνας ἦχος ποὺ δὲν ἔχει τί νὰ δώσει
καὶ μάταια προσπαθοῦμε, νὰ τὸν ἀντιληφθοῦμε μὲ τ’ αὐτιά μας.
Ἐμένα ἡ σιωπὴ μὲ νίκησε μὲ τὴν παρατεταμένη
ἀπουσία σου,
κι ἔκανα τὸ λάθος, τέλος, νὰ δημοσιεύσω αὐτὸ τὸ παλιὸ ποίημα
Γιὰ σένα.

Haiku

Βρέχει. Στὸ ἔρημο πάρκο
Ὁ κλέφτης τῶν τριαντάφυλλων
Ἐπιλέγει μόνο τα κίτρινα.
 
Ἑπτὰ στίχοι

Ὁ θάνατος πλησίασε ἀνεπαίσθητα ἀπὸ πίσω,
Μοῦ ἔκλεισε τὰ μάτια
Καὶ μ’ ἔβαλε νὰ κάνω ὑποθέσεις.
Γιὰ νὰ τὸν ξεγελάσω ψιθύρισα τὸ ὄνομά σου,
Μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα
Γιὰ νὰ ἔχω ξανά, ἰδοὺ
Τὴν εὐκαιρία νὰ ξανασυναντηθῶ μαζί σου.

Ὕβρις


Ἀπὸ τότε ποὺ συνάντησα αὐτὴ τὴν ἔνδειξη

στὴν διασταύρωση

ὅπου  χάθηκα ὅπως στὸν λαβύρινθο ψάχνοντας στὸν βρόντο

καὶ μοῦ ἔκανε νεῦμα μὲ τὸ δάχτυλο

νὰ μὴν συνεχίσω τὸ πιοτό, τυφλώνοντάς με, μὲ τὰ φῶτα ποὺ ’ριχνε στὸ μέτωπό μου,

ἀπὸ τότε πάω πιὸ συχνὰ στὶς μικρὲς πὰμπ

μονάχος μου

καταστρέφοντας τὸ ἔργο τῶν ἰατρῶν

καταστρέφοντας τὴν δημιουργία τοῦ Θεοῦ.

Τί μοῦ προσφέρει ἀντ’ αὐτοῦ ἡ πάμπ; εἶναι μιὰ ἐρώτηση ποὺ ἀπευθύνω στὸν μπάρμαν
καθὼς αὐτὸς σκουπίζει τὸ ποτήρι μου, τόσο, ὅσο νὰ βλέπω ἐντός του. 

Θεοφάνεια



Τὸ κομμένο κορδόνι
Ἡ ραγισμένη πόρτα
ἡ ἄδεια αὐλὴ
Ὁ οὐρανὸς χωρὶς ψεγάδι
Μ’ ἔκαναν ὅλα αὐτὰ
Πιὸ ἐλεύθερο ἀπ’ ὅσο ἤμουν κάποτε. 


Ἄδραξε τὴ μέρα
(Carpe Diem)

Δὲν θυμᾶμαι πότε εἶδα,
Παιδὶ ἤμουν.
Γιὰ πρώτη φορὰ βουνὰ στὴ ζωή μου.
Πρέπει νὰ ἦταν ἕνας τεράστιος ὀδοντωτὸς ὁρίζοντας
Ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνήκει στὸν οὐρανὸ ἢ στὴ γῆ.
Ἀλλά, δυστυχῶς, κανεὶς δὲν ἤτανε παρὼν γιὰ νὰ μοῦ πεῖ:
Παιδάκι, μὴν ξεχνᾶς,
Ἄνοιξε τὰ μάτια σου καλά:

Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ἡμέρες ποὺ πρέπει νὰ προσπαθήσεις
στὴν μνήμη νὰ κρατήσεις
Ἄγονη,
σὲ ὅλη τὴ ζωή σου ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.


Βιβλίο


Διάβασα μιὰ στιγμὴ σὲ τοῦτο τὸ βιβλίο
Ὅτι ἕνα πουλὶ εἶχε ἐπιστρέψει στὰ ἀρχεῖα,
Τὰ ροδοπέταλα μὲς στὶς σελίδες
Καὶ στὸ χαρτὶ ποὺ πῆρε τ’ ἄρωμα ἀπὸ τὰ ροδοπέταλα.
Διάβασα μιὰ παράγραφο μονάχα, καὶ βρῆκα τ’ ὄνομα
Καὶ πέρασε ἡ νύχτα. 


Ἐπιτάφιος ἀγγέλων
 
Ἡ ἔμπνευση ἔρχεται τότε
ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχουμε κοντά μας ἕνα πράγμα
ἢ σχεδὸν νὰ τὸ ἔχουμε.
Μόνο ἂν τὸ ἔχουμε, σὲ ὅλη τὴν συγκεκριμενοποίησή του,
δὲν θὰ ἦταν μακρινὴ
τόσο πολύτιμη ὅσο μποροῦμε ὑπέροχα νὰ φανταστοῦμε.
Καὶ μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ἔτσι πραγματικὰ μὲ τόση
εὐκολία
ὥστε θὰ μπορούσαμε νὰ τὴν ἔχουμε.
Αὐτὴν τὴν δυνατότητα, τὴν τόσο κοντινή,
Αὐτὴν ποὺ λέγεται ἔμπνευση.
Μιὰ ἔκθεση, ἑνὸς λεπτοῦ μηχανισμοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς βλάψει
ἀφήνοντάς μας
πολὺ φτωχότερους ἀπὸ ὅ, τι φανταζόμασταν
ὅτι θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ εἴμαστε,
ἢ νὰ γενοῦμε.

Ὁ φράχτης

Ἤθελα ἕνα φράχτη στοῦ σπιτιοῦ μου τὴν πρόσοψη
Νὰ μὲ προστατεύει, νὰ δίνει στὸ σπίτι μου ἀξία.
Κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ μὲ βοηθήσει,
κανεὶς δὲν ἤθελε ν’ ἀναγνωρίσει ὅτι αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ προτεραιότητα
Ἀκόμη κι ὅταν μοῦ ἔβαλαν καρφιὰ στοὺς τροχούς.
“Ἀνοησίες! Θὰ ἦταν καλύτερα ἂν μποροῦσες νὰ φτιάξεις ἕνα σιντριβάνι.”
Αὐτὸς ὁ φράχτης δὲν ὑπάρχει σήμερα
μήτε ἡ πηγή.
Καὶ οἱ φίλοι μου μὲ σχολιάζουν: Ἕνας ἀναποφάσιστος ἄνθρωπος!
Ἕνα σπίτι ποὺ θὰ μείνει ἔρημο γιὰ πάντα.

Μπὰρ

Μοῦ ὁμολόγησε ὅτι πίνει,  μόνο γιὰ ν’ ἀναβάλει τὴν δυστυχία.
Ὄχι γιατί ὑπάρχει κάποιο βίτσιο ἢ ἀπληστία. Κατόπιν
Σηκώθηκε καὶ πλήρωσε τὸ ποτὸ
Καὶ εἶπε δυνατά, πρὸς ὅλους:
«Τὰ λέμε αὔριο».

Πῶς τὰ πράγματα ἐξαφανίζονται ἀπὸ τὴ ζωή μου

Δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ χωρὶς νὰ ἔχω ξεχάσει διάφορα προηγουμένως.
Χάνονται τὰ μισά, προσμένοντας γλιστροῦν ἀπὸ τὴ μνήμη
νὰ ἰδοῦν ἂν θὰ τὰ ἀνακαλέσω τὴν τελευταῖα στιγμή.
Καὶ ὅταν τὰ ἔχω ἀνάγκη, μεγάλη ἀνάγκη αὐτά,
τραβιέμαι ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου μιὰ μονόχρωμη ἀπεικόνιση ὑπάρχει.

Ἕνα ποίημα γιὰ τὸν παλιὸ echinoxist1 ποὺ διανύει τὰ γεράματα

Θὰ μποροῦσα νὰ γράψω
Ἕνα ποίημα γιὰ τὸν echinoxist στὰ γεράματα.
Τρομοκρατημένος βγαίνει στὴν πόλη
Γιὰ νὰ παραστεῖ στὶς παρουσιάσεις βιβλίων,
Τρομοκρατημένος στὸ σπίτι ἀπὸ ἕνα e-mail καὶ τὴν χωρὶς ἔμπνευση ἔρευνα
Ποὺ ξεκίνησε στὰ περιοδικὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ποτὲ του δὲν ἔχει πληρώσει,
Μὲ τὶς τέσσερις ἐνέσεις του ἡμερησίως,
Μὲ τὶς δυὸ ἐπισκέψεις του στὸ νοσοκομεῖο ἐβδομαδιαίως
(μὲ τὰ δείγματα οὔρων στὴν τσέπη του).
Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ ἀντέξει μιὰ μέρα,
Νὰ  περάσει ἀπὸ τὶς περισσότερες παρουσιάσεις βιβλίων,
Καὶ γιὰ ἄλλες ἔρευνες,
Ἐνθυμούμενος μὲ τέρψη τὶς εὐτυχισμένες μέρες στὸ Echinox2,
Τότε ποὺ ξεκίνησαν ὅλα.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.     1.  Echinoxist: εἰρωνικὴ ἀναφορὰ στὸ μέλος τῆς ὁμάδας ποὺ συμμετεῖχε στὴν ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ Echinox
2. Echinox: περιοδικὸ τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ 1970 καὶ ὑπῆρξε τὸ ἐφαλτήριο γιὰ πολλοὺς λογοτέχνες τῆς γενιᾶς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Σ’ αὐτὸ τὸ περιοδικὸ ἐμφανίστηκε καὶ ὁ Alexandru Vlad, ὁ ὁποίος ἀπό νωρὶς θεωρήθηκε περιθωριακός. 

1 σχόλιο:

φανοστάτης είπε...

Αγαπητέ Δημήτρη,
παίρνω αφορμή την τελευταία ανάρτησή σου για τον Alexandru Vlad, για να σου γράψω λίγα λόγια.
Παρακολουθώ εδώ και αρκετό καιρό το ιστολόγιό σου, όπως άλλωστε και το αξιοθαύμαστο οροπέδιο σου.
Με το άκουσμα του χαμού κάποιου φίλου σου, από τους πολλούς σημαντικούς που έτυχε να γνωρίσεις στη Ρουμανία, νοιώθεις την ανάγκη να τον γνωρίσεις και σε μας, γράφοντας λίγα λόγια για τη ζωή τους και μεταφράζοντας επιλεκτικά κομμάτια από το σύνολο του έργο τους.
Σκέφτομαι πόσοι τέτοιοι αξιόλογοι άνθρωποι, λογοτέχνες υπάρχουν σε κάθε γωνιά της γης, που δεν θα τους μάθουμε ποτέ, γιατί δεν έτυχε κάποιος να μας πει κάτι γι αυτούς.
Να είσαι καλά λοιπόν και να συνεχίζεις
Κώστας Περδίκης