Κυριακή, Σεπτεμβρίου 27, 2015

Τσβετὰν Τοντορὸφ: Ποίηση καὶ ἀλήθεια

Ποίηση καὶ ἀλήθεια

τοῦ Τσβετὰν Τοντορὸφ*  
Ἐπιμέλεια-μετάφραση: Θανάσης Γιαλκέτσης    

Τὸ μεγάλο θέμα τῶν σχέσεων ποίησης καὶ ἠθικῆς ἔχει συζητηθεῖ στὴν εὐρωπαϊκὴ παράδοση ἐπὶ τουλάχιστον δυόμισι χιλιάδες χρόνια ἀπὸ πολυάριθμους φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ καλλιτέχνες, κριτικοὺς καὶ ἱστορικούς. Γιὰ νὰ ἔχουμε μιὰ σφαιρικὴ θεώρηση τῶν πολυκύμαντων σχέσεων μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο ἐννοιῶν, ἡ πιὸ ἁπλὴ λύση εἶναι νὰ διαιρέσουμε τὶς θεωρίες ποὺ τὶς ἀφοροῦν σὲ τρεῖς μεγάλες οἰκογένειες: ἐκείνη ποὺ θέλει ἡ ποίηση νὰ ὑποτάσσεται στὴν ἠθική, ἐκείνη ποὺ θέλει ἡ ἠθικὴ νὰ ὑποτάσσεται στὴν ποίηση καὶ τέλος ἐκείνη ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι τὰ δύο πεδία πρέπει νὰ παραμένουν ἀνεξάρτητα. Ἡ πρώτη θεωρία ἑπομένως, ποὺ μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε κατὰ προσέγγιση κλασικὴ θεωρία, θέλει ἡ ποίηση νὰ πρέπει νὰ τίθεται στὴν ὑπηρεσία τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν. Οἱ αἰσθητικὲς ἀξίες εἶναι, ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, ὑποταγμένες στὶς ἠθικὲς ἀξίες. Στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, ὅπως ὅλοι γνωρίζουν, αὐτὴ ἡ ἄποψη ὑποστηριζόταν ἀπὸ τὸν Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ θεωροῦσε ὅτι οἱ ποιητὲς δὲν σέβονταν τὶς ἐπιταγὲς τῆς ἠθικῆς, τοὺς ἀπέβαλε ἀπὸ τὴν Πολιτεία. Ἡ κλασικὴ θεωρία εἶναι ἐξίσου κυρίαρχη στὴ χριστιανικὴ ἠθική, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ τέχνη εἶναι στὴν ὑπηρεσία τῆς θρησκευτικῆς διδασκαλίας. Ἀπὸ τότε ὅμως κύλησε πολὺ νερὸ στὸ αὐλάκι. Αὐτὸ ποὺ μᾶς φαινόταν ἀπολύτως φυσιολογικὸ πρὶν ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια σήμερα μᾶς σκανδαλίζει. Ἡ ἴδια ἡ ἀντίληψη ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴν τέχνη ἀποκλείει τὴν προσχώρηση σὲ αὐτὴ τὴ θεωρία. Ποίηση καὶ προπαγάνδα δὲν ἀποκλείουν ὑποχρεωτικὰ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, ἀλλὰ ἐμεῖς ἀρνούμαστε ἀποφασιστικὰ νὰ τὶς συγχέουμε καὶ προτιμοῦμε νὰ ἀφαιροῦμε τὶς ἠθικὲς προθέσεις ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ ἀξία ἑνὸς ἔργου παρὰ νὰ τὶς ἀθροίζουμε. Θεωροῦμε ὅτι τὸ μεγαλεῖο ἑνὸς ἔργου εἶναι εὐθέως ἀνάλογο πρὸς ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ἀλήθειας ποὺ μᾶς μεταβιβάζει. Ἡ ὑποταγὴ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπιταγὴ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τὸ ζημιώνει. Ἕνα μυθιστόρημα μὲ θέσεις, ἕνα θρησκευτικὸ ἀφήγημα, ἕνα προπαγανδιστικὸ ποιητικὸ κείμενο, ὅλος ὁ «σοσιαλιστικὸς ρεαλισμός» τῆς πρώην σοβιετικῆς αὐτοκρατορίας μᾶς φαίνονται ὅτι εἶναι λογοτεχνία δεύτερης κατηγορίας. Ἡ γέννηση τοῦ μυθιστορήματος, ὅπως κατέδειξε πρὶν ἀπὸ πενήντα περίπου χρόνια ὁ Ἴαν Οὐάτ, συμπίπτει μὲ τὴν ἄνθηση τῆς ἀτομικιστικῆς καὶ δημοκρατικῆς κοινωνίας, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὰ μέλη της διαβάζουν μόνον μυθιστορήματα, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ μυθιστόρημα δίνει ζωὴ σὲ μιὰ πολλαπλότητα ὑποκειμενικοτήτων καὶ ἑπομένως ἀρνεῖται νὰ εἶναι μόνον παρουσίαση μιᾶς δογματικῆς ἀλήθειας. Ἀπὸ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι αὐτὴ ἡ πρώτη ἀντίληψη τῶν σχέσεων ποίησης καὶ ἠθικῆς εἶναι ὁριστικὰ νεκρή; Δὲν τὸ νομίζω. Καὶ ὄχι μόνον ἐπειδὴ ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν ἐκπρόσωποι –μιὰ μειονότητα σίγουρα, ἀλλὰ ὄχι γι’ αὐτὸ ὀλιγάριθμη– της κλασικῆς θέσης, τῶν ὑποστηρικτῶν τῶν παραδοσιακῶν δογματισμῶν (ὅπως οἱ θρησκεῖες) ἢ τῶν μοντέρνων (ὅπως οἱ συνταγὲς τοῦ «πολιτικὰ ὀρθοῦ»). Ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀπαίτηση μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τρόπο πιὸ μετριοπαθῆ κι ὡστόσο περισσότερο περιοριστικό: δὲν θὰ ζητηθεῖ τὰ ἔργα νὰ ὑπηρετοῦν ἠθικοὺς στόχους, ἀλλὰ νὰ ἐπιχορηγοῦνται μόνον ἐκεῖνα τὰ ἔργα ποὺ δὲν ἀντιμάχονται ἀνοιχτὰ τοὺς ἠθικοὺς στόχους τῆς κοινωνίας. Ἂν δεχθοῦμε, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ὅτι μεγάλο μέρος τῆς καλλιτεχνικῆς παραγωγῆς χρειάζεται δημόσια ὑποστήριξη γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ, καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ ἀθέμιτο στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ἔθνους ἐνδιαφέρονται τόσο γιὰ τὴν εὐημερία τοῦ πληθυσμοῦ ὅσο καὶ γιὰ τὴ χρήση τῶν οἰκονομικῶν τους μέσων, εἶναι σαφὲς ὅτι τὰ ζητήματα ποὺ ἐγείρονται ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἀποκαλῶ «κλασικὴ ἀντίληψη» ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὁλικὰ λυμένα.


Ἡ ἀντίληψη ποὺ ἔχει περισσότερη ἐπιτυχία ἀνάμεσά μας εἶναι ὡστόσο διαφορετική: εἶναι ἐκείνη ποὺ παραχωρεῖ ἕνα προνόμιο στὴν ποίηση σὲ σχέση μὲ τὴν ἠθική, στὴν τέχνη σὲ σχέση μὲ τὴ ζωή. Καὶ μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε, χωρὶς βιασμένες ἑρμηνεῖες ὅπως στὴν προηγούμενη περίπτωση, «ρομαντικὴ θεωρία». Ἦταν πράγματι ἀκριβῶς οἱ πρῶτοι ρομαντικοί, ἐκεῖνοι τῆς Ἰένας, οἱ ἀδελφοὶ Σλέγκελ, ὁ Νοβάλις καὶ ὁ Σέλινγκ, αὐτοὶ ποὺ συστηματοποίησαν ἐκεῖνο ποὺ πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρχε μόνον στὴν κατάσταση μεμονωμένων ἐπισημάνσεων: δηλαδὴ τὸν ὁρισμὸ τοῦ ὡραίου ὡς τῆς ὑψηλότερης ἀξίας καὶ τῆς τέχνης ὡς τῆς ἀνώτερης ἀνθρώπινης δραστηριότητας. Γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ἡ ρομαντικὴ ἐπανάσταση ὑπῆρξε τόσο σύνθετη καὶ ἀνομοιογενὴς, ὥστε γέννησε πολὺ διαφορετικὲς ἐκδοχὲς τοῦ γενικοῦ της προγράμματος, ἐκδοχὲς ποὺ στὴ συνέχεια πολεμοῦσαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη. Αὐτὴ ἔγκειται στὸ νὰ λέμε ὅτι ἡ τέχνη, ἢ ἡ ποίηση, μᾶς ἀνοίγει τὸν δρόμο μιᾶς γνώσης ἀνώτερης σὲ σχέση μὲ τὴν ἀφηρημένη καὶ ὀρθολογικὴ γνώση πρὸς τὴν ὁποία μᾶς ὁδηγοῦν ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ φιλοσοφία. Θὰ ἤθελα νὰ πῶ μόνον ὅτι τὸ νὰ προτάσσουμε τὶς αἰσθητικὲς ἀξίες σὲ σχέση μὲ τὶς ἠθικὲς δὲν εἶναι μιὰ καθαρὰ θεωρητικὴ δυνατότητα, ἀλλὰ ἔχει βρεῖ μίαν ἀρχὴ ὑλοποίησης σὲ κάμποσα πολιτικὰ καθεστῶτα τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα. Συμφωνῶ σὲ μεγάλο βαθμὸ μὲ τὸν Βάλτερ Μπένγιαμιν ὅταν λέει ὅτι ὁ ναζισμὸς εἶναι μιὰ φανερὴ προσπάθεια νὰ κινηθοῦν πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση. Ἂς σκεφτοῦμε τὸν ἐκθειασμὸ τοῦ ψηλοῦ καὶ ξανθοῦ ἄριου, ὁ ὁποῖος ἀντιπαρατίθεται στὸν κοντὸ καὶ μαυριδερὸ ἑβραῖο, ἢ τὸν ρόλο τῆς θεαματικῆς σκηνοθεσίας τῶν δημόσιων συγκεντρώσεων, ἢ καὶ τὴ μνημειώδη ἀρχιτεκτονική στὴ διάρκεια τῶν προπολεμικῶν χρόνων. Ἀλλὰ καὶ ὁ κομμουνιστικὸς ὁλοκληρωτισμός, παρὰ τὴν προτίμησή του γιὰ τὴν ἰδεολογία, καλλιεργοῦσε τὰ μεγάλα θεάματα καὶ δὲν ἔδειχνε διόλου ἀδιάφορος γιὰ τὴν αἰσθητικὴ διάσταση τῆς δημόσιας ζωῆς. Καὶ τέλος οἱ τωρινὲς δημοκρατικὲς κοινωνίες γνωρίζουν μίαν ἰδιαίτερη παρεκτροπή, τὸν μετασχηματισμὸ δηλαδὴ τῆς πολιτικῆς συζήτησης σὲ θέαμα, καὶ αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια αἰσθητικὲς ἐκτιμήσεις νὰ παίρνουν τὸ προβάδισμα ἀπὸ τὰ ἠθικὰ καὶ τὰ πολιτικὰ ζητήματα. Κατὰ τὴ γνώμη μου, αὐτὴ ἡ σύγχυση τῶν ἐννοιῶν εἶναι ἀπαράδεκτη. Ὅπως λέει ὁ Ἀντρὲ Κόντ-Σπονβίλ: «Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἔχουμε κανένα ἄλλο λόγο γιὰ νὰ κατακρίνουμε τὰ στρατόπεδα ἐξόντωσης ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀσχήμια τους;». Ὁ πόλεμος εἶναι πιὸ ὡραῖος ἀπὸ τὴν εἰρήνη, ἡ δίνη τῆς ἐπανάστασης εἶναι πιὸ ὡραία ἀπὸ τὴ μονοτονία τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ πολλοὶ καλλιτέχνες παρασύρθηκαν ἀπὸ αὐτὴ τὴ σαγήνη. Ἐγὼ ὡστόσο προτιμῶ τὴν εἰρήνη. «Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἄσχημη», ἔλεγε ὁ Νίτσε. Ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ συμφωνήσουμε μαζί του, ἀλλὰ ἐμεῖς προτιμᾶμε νὰ γνωρίσουμε τὴν πικρὴ ἀλήθεια μᾶλλον παρὰ νὰ ἀφεθοῦμε νὰ βαυκαλιζόμαστε ἀπὸ ἕνα ὡραῖο ψέμα.
Οἱ συμπάθειές μου κινοῦνται ἑπομένως πρὸς τὴν τρίτη ἀντίληψη ποὺ ἀνέφερα στὴν ἀρχή, ἐκείνη ποὺ ὑποστηρίζει τὴν αὐτονομία τῶν αἰσθητικῶν ἀξιῶν σὲ σχέση μὲ τὶς ἠθικὲς καὶ ἀντιτίθεται στὴν ἐξομοίωση τῶν μὲν μὲ τὶς δέ. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη δὲν ἔχει μιὰ κατάλληλη ὀνομασία ὅπως εἶχαν οἱ δύο προηγούμενες, ἡ κλασικὴ καὶ ἡ ρομαντική, ἀλλὰ θὰ ἔτεινα νὰ τὴν βαπτίσω μὲ τὸ ὄνομα «μοντέρνα». Ἔχει βρεῖ ὑποστηρικτὲς μεταξὺ διάφορων στοχαστῶν στὴν πορεία τῶν τελευταίων διακοσίων πενήντα χρόνων: τὸν Κὰντ ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Μποντλὲρ σὲ ὁρισμένες στιγμές, γιὰ παράδειγμα ὅταν, γιὰ νὰ μιλήσουμε ὅπως ὁ σύγχρονός του Μπαρμπὲ ντ’ Ὀρεβιγί, ὑπερασπίζεται «τὴν τέχνη γιὰ τὴν τέχνη», τὴν τέχνη ἀπελευθερωμένη ἀπὸ τὴν κηδεμονία τῆς θρησκείας καὶ τῆς ἠθικῆς, καὶ ὄχι «τὴ ζωὴ γιὰ τὴν τέχνη»· ἢ ἀκόμα τὸν Τζὸρτζ Ὄργουελ ὁ ὁποῖος ἔλεγε –ὀρθά, νομίζω– ὅτι ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ ὡραῖο τεῖχος τοῦ κόσμου ἀξίζει νὰ γκρεμιστεῖ, ἂν περικλείει ἕνα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ἡ ὀμορφιὰ τῶν ἔργων τέχνης δὲν ἐγγυᾶται τὴν ἠθικότητά τους οὔτε τὴν πολιτική τους ἀξιοπιστία. Ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρουμε τὰ ἔργα «Ἡ γέννηση ἑνὸς ἔθνους» τοῦ Γκρίφιθ, «Ὀκτώβρης» τοῦ Ἀιζενστάιν, «Ὀλυμπία» τῆς Λένι Ρίφενσταλ. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅπως καταδεικνύουν ἀναρίθμητα παραδείγματα, οἱ καλὲς ἠθικὲς ἀξίες δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ παραχθοῦν ὡραία ποιήματα. Ἡ τέχνη καὶ τὸ ὡραῖο ἀπαιτοῦν τὴν ἔξαρση, τὴν ἔκσταση, τὸν ἐξτρεμισμό. Ἡ πολιτικὴ ζωὴ διευκολύνεται περισσότερο μὲ τὴ συνεργασία, τὴ συναίνεση, τὸν συμβιβασμό.
Ὡστόσο αὐτὸς ὁ διαχωρισμὸς τῶν δύο πεδίων, ποὺ μὲ μίαν ἐπιφανειακὴ ἐξέταση φαίνεται ἱκανοποιητικός, ἀποκαλύπτει ὁρισμένα ὅρια. Ὅταν ἀναρωτιέμαι γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, δὲν νομίζω νὰ ὑποκύπτω μόνον στὴ μονιστικὴ τάση τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, στὴ δυσκολία μας νὰ σκεφτοῦμε ταυτόχρονα, ἀλλὰ χωριστά, δύο ἔννοιες τόσο θεμελιώδεις γιὰ μᾶς ὅπως τὸ ὡραῖο καὶ τὸ καλό. Στὸ βάθος διαισθανόμαστε ὅτι, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν πρέπει νὰ ἐπιβάλλουμε στὸ ἕνα τοὺς κανόνες τοῦ ἄλλου, τὰ ἑνώνει ἕνας κρυφὸς δεσμός, ποὺ βλέπω νὰ βρίσκεται σὲ δύο διαφορετικὰ σημεῖα. Τὸ πρῶτο εἶναι ἐκεῖνο τῆς παραγωγῆς τοῦ ἔργου τέχνης ἀπὸ μέρους τοῦ ποιητή. Ποιὲς ἠθικὲς ἀρετὲς περιμένουμε νὰ βροῦμε σὲ αὐτὸν τὴ στιγμὴ τῆς δημιουργίας; Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ μοῦ ἀντιτείνει ὅτι τὸ ζήτημα δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ θέμα μας καὶ θὰ εἶχε σίγουρα δίκιο ἂν ἡ κατασκευὴ ἑνὸς ποιητικοῦ κειμένου ἢ ἑνὸς μυθιστορήματος μποροῦσε νὰ ἐξομοιωθεῖ μὲ ἐκείνη ἑνὸς ἐπίπλου –μὲ ἄλλα λόγια, ἂν ἡ παραγωγὴ ἑνὸς λογοτεχνικοῦ ἔργου ἀπαιτοῦσε μόνον τεχνικὲς ἱκανότητες καὶ δὲν εἶχε καμία σχέση μὲ τὸν ἀνθρώπινο κόσμο, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ἕνας κόσμος ἀξιῶν. Καθὼς ὅμως δὲν συμμερίζομαι αὐτὴ τὴν ἀντίληψη γιὰ τὴ λογοτεχνία, μιὰ τέτοια ἀπάντηση δὲν μὲ ἱκανοποιεῖ καὶ πρέπει νὰ ἐπανέλθω στὸ ἐρώτημα. Ποιὲς ἠθικὲς ἀρετές…; Ὄχι τὴν εὐγένεια (πρὸς τὰ πρόσωπά του ἢ πρὸς τὰ ἄλλα μέλη τοῦ ἀνθρώπινου γένους), οὔτε τὴν καλοσύνη, οὔτε τὴ γενναιοδωρία, οὔτε ἕνα μητρικὸ αἴσθημα προστασίας. Ἐμεῖς προτιμᾶμε μᾶλλον ὁ ποιητὴς νὰ εἶναι ἀνελέητος –μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὴν ἀνθρωπότητα– προκειμένου νὰ ξεπεράσει τοὺς προδρόμους του στὴν ἀναζήτηση μιᾶς νέας καὶ μεγαλύτερης ἀλήθειας γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη· ἀλήθειας πού, στὴ λογοτεχνία, τὴν ὀνομάζουμε ὀμορφιά. Ἐκεῖνο ποὺ περιμένουμε ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους δημιουργοὺς δὲν εἶναι ἕνα παρηγορητικὸ μήνυμα, οὔτε ἡ ἐνάρετη καταδίκη τῶν ἴδιων τῶν προσώπων τους, ἀλλὰ ἡ ἱκανότητα νὰ κατανοοῦν καὶ νὰ μᾶς κάνουν νὰ κατανοοῦμε ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ κατακριτέες ἐνέργειες, τὶς πιὸ ἀπάνθρωπες προθέσεις. Ὁ Τόμας Μὰν ἔβαζε τὸν μυθιστορηματικό του ἥρωα Τόνιο Κρέγκερ νὰ λέει ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ εἴμαστε ἀπάνθρωποι προκειμένου νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἐκπροσωπήσουμε τὸ ἀνθρώπινο. Καὶ δὲν ἐπρόκειτο κὰν γιὰ μίαν ἐπινόηση τοῦ Τόμας Μάν, ἀλλὰ γιὰ μιὰ παραλλαγὴ ἑνὸς θέματος τὸ ὁποῖο εἰσήγαγε στὸν στοχασμὸ γιὰ τὴν τέχνη ὁ Σοπενχάουερ, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἰδιοφυὴς καλλιτέχνης ἀντιτίθεται στὸν κοινὸ ἄνθρωπο, ἐπειδὴ καταπνίγει μέσα του κάθε δυνατότητα μέθεξης στὸ καθημερινὸ βίωμα. Ἡ παραγωγὴ τοῦ ἔργου ἀπαιτεῖ τὸ σύνολο τῶν δυνάμεών του καὶ τὸν καθιστᾶ ἑπομένως ἀδιάφορο γιὰ τὸν περιβάλλοντα κόσμο, στερώντας του τὶς ἰδιότητες στὶς ὁποῖες αὐτὸς ὁ κόσμος ἀποδίδει ἀξία. Μιὰ ἀπὸ τὶς συνέπειες αὐτοῦ του τρόπου θεώρησης τῶν πραγμάτων εἶναι τὸ ὅτι ἂν ὁ συγγραφέας, ὁ ὁποῖος εἶναι σὲ κάθε περίπτωση μιὰ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσει μιὰ φυσιολογικὴ ζωή, νὰ ἀγαπάει τὸν πλησίον του καὶ νὰ τὸν ἀγαποῦν, βρίσκεται καταδικασμένος σὲ ἕνα εἶδος ἐπαγγελματικῆς σχιζοφρένειας. Δὲν εἶναι πάντοτε δεδομένο ὅτι μπορεῖ νὰ περνάει κανεὶς ἀπὸ ἕνα κόσμο ποὺ ἀπαιτεῖ τὴ σκληρότητα σὲ ἕνα ποὺ ζητάει συμπόνια, χωρὶς αὐτὴ ἡ μετάβαση νὰ μὴν ἀπειλεῖ τὴ διανοητικὴ ὑγεία τοῦ ἀτόμου. Δὲν εἶναι πάντοτε εὔκολο, ὅπως λέει μιὰ ἀπὸ τὶς ἀγαπημένες μου μυθιστοριογράφους, νὰ γράφεις μυθιστορήματα καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀνατρέφεις παιδιά. Καὶ αὐτὸ ὄχι γιατί θὰ σοῦ λείπει ὁ χρόνος, ἀλλὰ κυρίως ἐπειδὴ οἱ μητέρες δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὲς νὰ σκοτώνουν τὰ παιδιά τους, ἐνῶ οἱ μυθιστοριογράφοι πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε ἕτοιμοι νὰ σκοτώνουν τὰ μυθιστορηματικά τους πρόσωπα. Ἡ πρώτη ἀναπόφευκτη σχέση (καὶ ὄχι πλέον εὐκταία ἢ καταδικαστέα, ὅπως στὶς προηγούμενες θεωρίες) μεταξὺ ποίησης καὶ ἠθικῆς εἶναι ἑπομένως κατὰ κάποιον τρόπο προγενέστερη τοῦ ἔργου: ἡ σκληρότητα εἶναι προϋπόθεση τῆς δημιουργίας. Τὸ δεύτερο σημεῖο ἐπαφῆς, ἐξίσου ἀναπόφευκτο, γεννιέται τὴ στιγμὴ τῆς εἰσόδου τοῦ ἔργου στὸν κόσμο. Οἱ δύο δεσμοὶ διαφέρουν ἀκόμα καὶ στὸ περιεχόμενο. Ἂν ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὸν ποιητὴ μιὰ ὁρισμένη ἀνηθικότητα, ἀπὸ μίαν ἄλλη αὐτὸ ποὺ κάθε ἔργο τέχνης φέρνει στὸν κόσμο εἶναι μιὰ ἠθικὴ συμβολή. Μὲ ποιὰν ἔννοια; Ἀπὸ τὶς πιὸ συγκινητικὲς σκηνὲς τῆς ζωῆς στὰ στρατόπεδα συγκέντρωσης μοῦ ἔρχονται στὸν νοῦ δύο. Ἡ Εὐγενία Γκίνζμπουργκ ἀπαγγέλλει, στὸ τρένο ποὺ τὴν ὁδηγεῖ στὴν Κολιμά, στίχους τοῦ Πούσκιν καὶ τοῦ Παστερνάκ, μὲ τὴ σαφῆ ἐπίγνωση ὅτι τὸ νὰ διατηρεῖ ζωντανὴ αὐτὴ τὴν ποίηση (καὶ ὄχι τὸ περιεχόμενο τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου στίχου) εἶναι ἕνα ὅπλο γιὰ νὰ καταπολεμήσει τὴ λογική τῶν στρατοπέδων. Ἡ Μιλένα Γιέσενκα καὶ ἡ Μαργκαρέτε Μποῦμπερ-Νόιμαν, στὸ Ράβενσμπρουκ, βρίσκουν σὲ μιὰ ἐφημερίδα μίαν εἰκόνα τοῦ Μπρίγκελ. Τὴν κόβουν πολὺ προσεκτικὰ γιὰ νὰ μποροῦν ἔπειτα νὰ τὴν βλέπουν κρυφά. Οἱ δυὸ γυναῖκες βλέπουν σὲ αὐτὴ τὴν πράξη «μιὰ διαμαρτυρία ἐναντίον τῆς κατάστασής μας ὡς κρατουμένων».
Ἡ ποίηση βελτιώνει δυὸ φορὲς τὸν κόσμο: πάνω ἀπ’ ὅλα, ὅπως κάθε μορφὴ τέχνης, τοῦ προσθέτει ὀμορφιά (εἶναι καλύτερο νὰ ζεῖς σὲ ἕνα σύμπαν στὸ ὁποῖο ὑπάρχει ἡ μουσικὴ τοῦ Σοῦμπερτ)· καὶ ἔπειτα, ὅπως κάθε ἀντιπροσωπευτικὴ μορφὴ τέχνης, ἐπειδὴ καθιστᾶ αὐτὸν τὸν κόσμο πιὸ κατανοητό, πιὸ πλούσιο σὲ νόημα, ἑπομένως καὶ καλύτερο. Ὁ ποιητὴς συμβάλλει στὴ βελτίωση τοῦ κόσμου ὄχι ἐπειδὴ κηρύσσει μίαν ἠθικὴ διδασκαλία, ἢ πιὸ ἠθικὴ ἀπὸ μίαν ἄλλη, ἀλλὰ ἐπειδὴ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθειά του. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη ὁ Σέξπιρ δὲν εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Δάντη. Ὁ ποιητὴς δὲν πρέπει νὰ ὑποτάσσεται σὲ μίαν ἐξωτερικὴ ἠθική, δὲν πρέπει νὰ παραδίδει ἕνα μάθημα. Παράγοντας ὅμως ἕνα ἔργο ὄμορφο καὶ πλούσιο σὲ νόημα, αὐτὸς ἐκπληρώνει τὸ ἠθικό του χρέος.  

*Τὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Τσβετὰν Τοντορὸφ δημοσιεύτηκε στὴ διεθνῆ περιοδικὴ ἐπιθεώρηση Lettera Internazionale (τεῦχος 49/1996). Ὁ Τοντορὸφ προέτασσε τὸ ἀκόλουθο εἰσαγωγικὸ σημείωμα: «Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἕνα σχόλιο στὴ διάλεξη ποὺ ἔδωσε ὁ Ἀλέξανδρος Νεχαμάς, καθηγητὴς φιλοσοφίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Πρίνστον, στὸ New School for Social Research τῆς Νέας Ὑόρκης, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1995. Ἡ διάλεξη εἶχε τίτλο «Τί πρέπει νὰ περιμένουμε ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση; (Ὑπάρχουν μόνον αἰσθητικὲς ἀξίες)» καὶ ἦταν ἡ ἴδια ἕνα σχόλιο στὰ γραφτὰ τοῦ Ρίτσαρντ Ρόρτι καὶ τῆς Μάρθα Νουσμπάουμ γιὰ τὸ ἴδιο θέμα. Ἀπὸ τὴν πλευρά μου, ἐπέλεξα νὰ κρατηθῶ λίγο παράμερα σὲ σχέση μὲ τὴ συζήτηση μεταξύ των εἰδικῶν, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσω τὰ γενικότερα ζητήματα ποὺ ἐγείρονται ἀπὸ τὴ διάλεξη τοῦ Νεχαμᾶ. Καὶ ὁ ἴδιος λόγος μὲ παρακινεῖ νὰ παρουσιάσω αὐτὸ τὸ κείμενο στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ περιοδικοῦ Lettera Internazionale».



Δεν υπάρχουν σχόλια: