Δημήτρης Κανελλόπουλος
Η Κόκκινη Αλεπού…
Έβρεχε ασταμάτητα επί μέρες. Αυτές οι σιγανές, μουρμουριστές ανοιξιάτικες βροχές που δε λένε να σταματήσουν. Είχαν γεμίσει η δρόμοι λάσπες. Έβρεχε ενώ η θερμοκρασία είχε ανέβει και οι ακακίες της Λεωφόρου 31ης Δεκεμβρίου βρίσκονταν σε μια εκρηκτική φυλλοβολία. Μια τέτοια άσχημη μέρα, είχα ραντεβού με τον Μπέιμπι Τόνι έξω από το Τσεντράλ. Βαριόμουν να βγω από την Εστία, αλλά δεν είχα τρόπο να τον ειδοποιήσω. Βγήκα στην οδό Μαρινέσκου και όταν εμφανίστηκε το πρώτο ταξί να κατεβαίνει από το Ομπσερβατόρ, το σταμάτησα, μπήκα και του ζήτησα να με πάει στην Πλατεία Ελευθερίας στο κέντρο, όπου είχα ραντεβού.
Ο Μπέιμπι Τόνι περίμενε με μια παλιά, τεράστια, κατάμαυρη ομπρέλα μπροστά από το ρεστοράν Melody που βρισκόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου Τσεντράλ. Χάρηκε που πήγα στη συνάντηση στην ώρα μου ακριβώς και είπε:
—Καλωσορίζω τον σύντροφο από την Αγγλία των Βαλκανίων…
—Τι γίνεται; Βρωμόκαιρος ε; είπα…
—Ναι αλλά πάντα έτσι είναι την Άνοιξη… Και πάλι καλά γιατί τις έχουμε ανάγκη αυτές τις βροχές…
—Ναι είπα, τις έχετε ανάγκη… Το είδα και πέρυσι και πρόπερσι… Έχετε ανάγκη τις βροχές για να αυξηθεί η αγροτική παραγωγή και να ξεπεράσετε τις περυσινές νόρμες που καθορίζει το πεντάχρονο πλάνο… Ωστόσο, μόνο πιπεριές και αγγουράκια στην άλμη υπάρχουν στα σουπερμάρκετ…
—Μην είσαι άδικος! Το στάρι, που μας χρειάζεται για να έχουμε ψωμί την επόμενη χρονιά, έχει ανάγκη αυτές τις βροχές… Και αυτό δεν πωλείται στα σουπερμάρκετ για να μπορείς να κρίνεις αν υπάρχει ή δεν υπάρχει εν αφθονία…
—Ναι, ομολογώ ότι αυτό δεν φαίνεται. Αλλά και το ψωμί με δελτίο το αγοράζουμε κι αυτό... Όταν υπάρχει στα αρτοπωλεία. Γατί συνήθως δεν υπάρχει…
Είπαμε να πιούμε έναν καφέ και μπήκαμε στο Τσεντράλ. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Στην «τυφλή» αίθουσα που κάποτε, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 σύχναζαν οι λογοτέχνες του Κλουζ. Εκεί μάς σέρβιρε καφέ η Γκάμπι μια μαυριδερή, χυμώδης τριανταπεντάρα με την οποία ο Μπέιμπι Τόνι ήταν βαριά ερωτευμένος. Ο Μπέιμπι Τόνι, δεν είχε διάθεση ν’ αστειευτεί κι έτσι περάσαμε κατ’ ευθείαν στη συζήτηση που είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε.
—Ξέρεις, είπε, χτες το βράδυ βρέθηκε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων στραγγαλισμένο στην Παλιά Πόλη, στο τελευταίο σπίτι της οδού Γκρούια. Ένα σπίτι μετά το σπίτι του Μαρτσέλ…
—Ωχ!
—Ναι. Ο γέροντας ήταν Πρόξενος στην Πορτογαλία την δεκαετία του ’30. Παλιός διπλωμάτης. Βρήκαν το σπίτι σχεδόν μισογκρεμισμένο. Είχαν ψάξει παντού. Ακόμη και στο κατώι…
—Κλασική περίπτωση. Έψαχναν για χρυσό…
—Ναι και στραγγάλισαν δυο ανθρώπους τα καθάρματα… Η γιαγιά επιπλέον δεν αναγνωριζόταν! Της είχαν παραμορφώσει το πρόσωπο…
—Οι αλήτες…
—Πρέπει να βρήκαν κοσμήματα. Η ασφάλεια βρήκε ένα χρυσό σκουλαρίκι στο κατώι. Τους είχε πέσει και το είχαν πατήσει… Η κατάσταση έχει σκληρύνει πολύ. Λένε ότι στο Μοναστούρ οι τσιγγάνοι κλέβουν παιδιά και τα κάνουν σαλάμι…
—Αυτό δεν το πιστεύω… Σ’ αυτή την χώρα, για όλα φταίνε οι τσιγγάνοι…
—Έτσι λένε…
—Για τους ηλικιωμένους πού το έμαθες;
—Ο φίλος μου ο Γκιούλα Φέρεντσι ο φωτογράφος που δουλεύει στην Αστυνομία… Του ήρθε αναγούλα όταν είδε τα πτώματα… Δεν το έχουν δώσει ακόμη στην εφημερίδα. Δε γράφει τίποτα η Φακλία… Ψάχνουν φαίνεται…
—Είναι πρόβλημα! Τι φταίνε οι δυστυχισμένοι οι γέροι;
—Ναι αλλά αυτοί έχουν κρυμμένα κοσμήματα… Τους επιλέγουν. Όλα τα θύματα είναι παλιοί αριστοκράτες, διπλωμάτες, επιχειρηματίες… Όσοι γλίτωσαν από τα καταναγκαστικά έργα στο Κανάλι, βρίσκουν τώρα ένα φρικτότερο θάνατο…
—Απορώ πώς και δεν τους έχει πιάσει η Ασφάλεια… Αν ήταν καμιά περίπτωση πολιτικής δράσης θα την είχε αμέσως διαλευκάνει…
—Μπορεί και να είναι καμιά ομάδα από άλλη πόλη οι εγκληματίες… Μπορεί να έρχονται, να χτυπούν και να φεύγουν… Αλλά και πάλι, κάποιον πρέπει να έχουν στο Κλουζ. Πώς αλλιώς επιλέγουν τα θύματα..;
—Ναι ίσως… Αλλά ας μπούμε στα δικά μας θέματα είπε. Τι θα κάνουμε με τον σκύλο του Έλληνα;
—Θα πάω εγώ με τον Λότσιι στην Γκέρλα την Κυριακή το πρωί… Αν δεν βρέχει, βέβαια. Βρήκαμε ένα κουτάβι καλής ράτσας. Λύκος Αλσατίας… Το έχει ο Διευθυντής της Βιομηχανίας Καλωδίων της Γκέρλα…
—Πόσο σας το δίνει;
—Τριών μηνών κουτάβι είναι… 1.200 λέι θέλει. Θα τον κατεβάσουμε…
—Μμμ καλά είναι. Θα το πουλήσετε 3.000 λέι
—Ναι, εκατό δολάρια…
—Καλώς… Εμείς τι θα κάνουμε με το Οσέρ? Πότε θα πάμε; Μην χάνουμε χρόνο, αυτή η Panoria, θέλει δύο σαμοβάρια για πάρτι της και άλλα δύο για μια άλλη…
—Ναι ξέρω… Μια Δανάη θέλει κι αυτή άλλα δύο… Έπεσε μόδα με τα σαμοβάρια τώρα… Τους πέρασε η αρρώστια με τα Gerovital…
—Όχι, ένας Costache από τα Τρίκαλα παρήγγειλε χίλια κομμάτια Τζεροβιτάλ σε μας. Και θέλει άλλες δύο χιλιάδες μέχρι τον Ιούνιο, μετρητοίς τα λεφτά….
—Toni αυτές είναι ψιλοδουλειές! Τα σομοβάρια τώρα έχουν πέραση. Ένα σαμοβάρι αφήνει 300-400 λέι! Μια κούτα με 200 Τζεροβιτάλ, αφήνει μόλις 70 λέι κέρδος…
—Ναι το ξέρω… Το ζήτημα είναι να μην αφήνουμε τον πελάτη…
Η συζήτηση τελείωσε με την ευχή να πάνε καλά οι δουλειές με τα σαμοβάρια. Ήλθε η Γκάμπι και πληρώθηκε, ενώ ο Μπέιμπι Τόνι την κοίταζε λιγωμένος…
—Έλα, δεν έχω όρεξη σήμερα… Άσε τις βλακείες παντρεμένος άνθρωπος, είπε μαζεύοντας τα φλιτζάνια…
—Μα, σου είπα μωρό μου… Πες εσύ το ναι κι εγώ θα σου φέρω την άλλη μέρα το διαζύγιο…
—Α να χαθείς βρε ασχημομούρη, είπε η Γκάμπι γυρίζοντάς μας την πλάτη…
Βγήκαμε έξω. Η βροχή συνέχιζε στον ίδιο μονότονο ρυθμό τη μουρμούρα της. Μύριζε και το γκαζ μετάν, η πρώτη ύλη που κατανάλωναν τα λεωφορεία μετά την εμφάνιση της κρίσης.
—Που θα πάς; Ρώτησε ο Baby Toni.
—Θα πάω στου Fest του ζωγράφου, στo πάρκο… Θέλω να αγοράσω έναν πίνακα, αλλά μου τον πουλά πολύ ακριβά…
—Πάμε θα σε συνοδεύσω μέχρι τον ΟΝΤ… Μετά θα πάω στον Κρόκο…
—Να περάσουμε κι από την Κλουζάνα να δούμε αν έχει κανένα ζευγάρι μπότες…
Περπατώντας μπροστά από το ρεστοράν Ούρσους, είδαμε ότι πλήθος κόσμου είχε σταματήσει γύρω από το κιόσκι που πουλούσε εφημερίδες και περιοδικά. Ήταν ακριβώς πλάι από τους πάγκους των ηλικιωμένων που εμπορεύονταν και ανταλλάζανε μεταξύ τους παλιά γραμματόσημα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονταν για να διαβάσουν τις εφημερίδες Έρντελι, Φάκλια, Μεσσατζέρ που είχαν βγάλει παραρτήματα και με τεράστιους τίτλους έγραφαν για το αποτρόπαιο έγκλημα που είχε γίνει πριν από δυο μέρες. Δεν δήλωναν πότε είχε γίνει και σε όλες τις εφημερίδες δημοσιευόταν ακριβώς το ίδιο άρθρο, συνοδευόμενο από μια φωτογραφία του διοικητή της Ασφάλειας «συντρόφου» Μοντέστ Βέλα, ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση.
Οι συγκεντρωμένοι, αποδοκίμαζαν το έγκλημα εντόνως και στα πρόσωπα, κυρίως των ηλικιωμένων ήταν έκδηλος ο φόβος και η αγωνία… Ένας πιο θαρραλέος άφηνε αιχμές για την αστυνομία, ότι αφήνει απροστάτευτους τους απόμαχους της ζωής… Άλλοι πρότειναν να σχηματιστούν ένοπλες μικτές φρουρές από κατοίκους και αστυνομικούς όπως τα πρώτα χρόνια της Λαϊκής Δημοκρατίας κι άλλοι κουνούσαν το κεφάλι τους απελπισμένα…
Ο Μπέιμπι Τόνι μού είπε ψιθυριστά:
—Αυτό που σου έλεγα… Έξι μήνες τώρα που άρχισαν να σκοτώνουν… Έχει δίκιο ο κόσμος να φοβάται…
—Ναι είπα. Οι τύποι πρέπει να είναι πολύ οργανωμένοι… Τομάρια που σκοτώνουν ανυπεράσπιστους ανθρώπους…
Προσπεράσαμε την Κλουζάνα χωρίς να το καταλάβουμε κι ο Μπέιμπι Τόνι με άφησε μόνο φτάνοντας στην οδό Γκεόργκε Σίνκαϊ.
—Θα τα πούμε τ’ απόγευμα Τόνι…
—Ναι άντε γεια…
Έστριψα δεξιά στην οδό 1ης Μαΐου και κατέβηκα, προσπερνώντας τις εκδόσεις Ντάτσια. Πήγα στο σπίτι του Φέστ. Δεν ήταν εκεί. Ύστερα μπήκα στο πάρκο και πήγα στο Χίος όπου είχα ραντεβού με την Μπερναντέτ.
Ο καιρός περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Είχαμε μπει γερά στο κυνήγι των σαμοβαριών, μιας και οι επιθυμίες των πελατών είχαν στραφεί προς αυτό το προϊόν. Ο δικός μας μικρόκοσμος πάλευε να επιβιώσει μέσα σε μια πολύ θολή και θυμωμένη ατμόσφαιρα. Μια παρέα φτωχοδιάβολων που προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα τρόφιμα που θα την κρατούσαν ζωντανή, μέσα σε ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες.
Η παρέα αυξομειωνόταν. Είχαμε και μερικές «αποδράσεις». Ο Μίρτσεα Λιμπερτατόρ, είχε εξαφανιστεί κι όλοι πιστεύαμε ότι είχε βγει στην επαρχία για δουλειές. Αυτός όμως έκανε απόπειρα να δραπετεύσει στη Σερβία, κολυμπώντας στον Δούναβη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστούν λίγο οι εμφανίσεις της παρέας στο Κέντρο της πόλης. Εκείνη η χρονιά όμως, ήταν και η τελευταία που μας εύρισκε όλους μαζί. Οι πιο πολλοί τελειώναμε το Πανεπιστήμιο και έτσι έπαιρναν τέλος οι «εμπορικές» μας δραστηριότητες. Ήταν Ιούνιος του 1983. Κάναμε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι στο Φαλανστέρ. Αξέχαστο πάρτι για όλους. Λίγο μετά σκορπίσαμε σαν τα παιδιά του λαγού. Στο Κλουζ έμειναν μόνο τρεις. Ο Οβίντιου, ο Σέντι και η Μπερναντέτ. Μετά από τρία χρόνια διδασκαλίας σ’ ένα σχολείο στην Πιάτρα Κράιουλουι, ξαναγύρισε στην πόλη και ο Μπέιμπι Τόνι. Είχε αυγατίσει τη συλλογή των παλιών ρολογιών του εντυπωσιακά. Έτσι, το ’89 όταν άλλαξε το καθεστώς και τα χρήματα έχαναν με εντυπωσιακή ταχύτητα την αξία τους (σε μια μέρα μπορεί να έχαναν το 15 με 20%), ο Μπέιμπι Τόνι επιβίωσε πουλώντας στους γερμανούς τουρίστες, παλιά ρολόγια και ασημένιες ταμπακιέρες από την εποχή του Φραγκίσκου Ιωσήφ… Κατάφερε έτσι να τα βγάλει πέρα και να βάλει στην άκρη ένα κομπόδεμα.
Εγώ ξαναγύρισα το 1990. Τον Απρίλιο την πρώτη φορά και την δεύτερη τον Νοέμβριο. Για την Μπερναντέτ. Περπατούσα στην πόλη μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα και δεν πίστευα την φτώχεια που έβλεπα. Συνάντησα τον Baby Toni που είχε πάρει μετάθεση στο Λύκειο Ώντι Σίνκαι… Βγήκαμε για καφέ. Στον Κρόκο. Από τα παλιά γκαρσόνια είχε μείνει στο μαγαζί μόνο η Μίνι δε Μούτσερ, η μελαχρινή Ζόγια, από το Δραγατσάνι… Έκανε χαρές η δόλια όταν της έσπρωξα ένα πακέτο Καρέλια…
—Να ’ρθετε σπίτι… εδώ δεν έχω καφέ! Μόνο ρεβυθόζουμο σερβίρουμε…
—Άσε μας τώρα Mini… φέρε δυο κούπες ρεβυθόζουμο είπε ο Toni…
—Καλά ντε μη φωνάζεις βρε τσιγκούνη… είπε η Μίνι και χάθηκε στο πίσω μέρος του Κρόκο…
—Αδελφέ, είπε ο Μπέιμπι Τόνι, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα κι ο καθένας είναι μόνος του… Δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάμε για να βρούμε τρόφιμα. Εγώ πηγαίνω μια φορά το μήνα στην Τιμισοάρα… Εκεί, στην υπαίθρια αγορά, έρχονται οι σέρβοι και πουλάνε τα πάντα. Όταν λέω τα πάντα, τα πάντα…. Και φτηνά! Αλλά απαγορεύεται να μεταφέρεις τρόφιμα από νομό σε νομό, γιατί λέει, αυτό μπορεί να δημιουργήσει έλλειψη στον νομό όπου τα αγοράζεις… Όταν γεμίζω το πορτ μπαγκάζ, φεύγω από την Τιμισοάρα και πρέπει να σχεδιάσω καλά τη διαδρομή… Πρέπει να αποφύγω τους ελέγχους κι αυτό, καταλαβαίνεις τι σημαίνει… Πρέπει να σχεδιάσω στην εντέλεια την επιστροφή, έτσι ώστε να μην πέσω σε κανένα έλεγχο της αστυνομίας… Ακόμη πρέπει να έχω υπολογίσει τη βενζίνη για να με φτάσει και να μην ξεμείνω σε καμιά βουνοκορφή… Ύστερα, η οδήγηση τη νύχτα στις ερημιές είναι πολύ επικίνδυνη…
Μιλούσε με ένα υπερβολικό άγχος… Πίστευα πως αυτός θα ήταν ο τελευταίος που θα αντιμετώπιζε προβλήματα από την επισιτιστική κρίση. Ο πατέρας του είχε κτήματα στην Οράντεα και ήταν ευκατάστατος αγρότης. Αλλά η κρίση είχε αγγίξει και τους αγρότες, που με διάφορα διατάγματα έπρεπε να παραδίδουν στις αρχές την παραγωγή τους και να δηλώνουν τα ζώα που εξέτρεφαν ιδιωτικά… Συνέχιζε με το σκοτεινό και απελπισμένο ύφος του, να μου περιγράφει την κατάσταση, καθώς εγώ έπινα αυτό το νεροζούμι που μας σέρβιρε η Μίνι δε Μούτσερ…
—Η τηλεόραση δείχνει τον Σεφ να επισκέπτεται Αγορές σε διάφορες πόλεις με όλα τα καλά του Θεού… Καρπούζι μεγάλο, εγώ, δεν έχω δει ποτέ, αλλά ο Σέφ επισκέφτηκε την Βραΐλα και στην αγορά ήταν βουνά τα καρπούζια… Πήρα τον Ούκι στο τηλέφωνο και του λέω:
—Ούκι, εκεί σε σας είναι γεμάτη η Χάλα με καρπούζια, από εκείνα τα μεγάλα… Μπορείς να μου αγοράσεις πέντε να ’ρθω να τα πάρω…
Κι ο Ούκι έκπληκτος μου λέει:
—Πού το έμαθες;
—Στην τηλεόραση είδα τον Σέφ να επιθεωρεί την Λαϊκή Αγορά…
—…Οπότε ακούω τον Ούκι να ξεσπάει στα γέλια… και γυρίζοντας απότομα σε μένα:
—Οι απατεώνες σκηνοθετούν για την τηλεόραση, επισκέψεις του Σέφ στις αγορές των μεγάλων πόλεων, όπου γεμίζουν τους πάγκους με κάθε είδους προϊόντα, τα οποία, μόλις τελειώσει η επίσκεψη, τα φορτώνουν στα φορτηγά και τα πάνε πάρα πέρα, στην άλλη πόλη που θα επισκεφτεί το γαϊδούρι…
Μιλούσε χαμηλόφωνα με πάθος εναντίον του δικτάτορα κι εγώ κάπνιζα σκεφτικός και στεναχωρημένος. Κάποια στιγμή, γύρισε κοίταξε γύρω του ελέγχοντας διακριτικά τον χώρο και μου είπε:
—Η εταιρεία δολοφόνων συνεχίζει το έργο της. Κανέναν δεν έχουν πιάσει… Τώρα έχουν αλλάξει τακτική! Δεν σκοτώνουν με την ίδια συχνότητα κι έχουν μεταφέρει τις δραστηριότητές τους και σε άλλες πόλεις… Αδελφέ, υποψιάζομαι κάτι αλλά δεν το έχω πει πουθενά… Το λέω σε σένα… Πίσω από αυτούς τους άγριους σκοτωμούς πρέπει να είναι η συμμορία της Κόκκινης Αλεπούς… Ο Βρώμικος Beni! Είμαι απολύτως σίγουρος! Τον είδα μια μέρα στο καρτιέ Αντρέι Μουρεσάνου, στην οδό Μπρασόβ, να κάθεται μέσα στο αμάξι του έξω από το σπίτι που παλιά ήταν το προξενείο της Αυστρίας… Την άλλη μέρα ξαναπέρασα από εκεί και ήταν πάλι εκεί. Ύστερα από μια βδομάδα οι εφημερίδες έγραψαν για τον στραγγαλισμό δυο ακόμη ηλικιωμένων… Στην στράντα Μπρασόβ, πλάι από το παλιό Προξενείο… Έψαξα εκείνες τις μέρες τον Βρώμικο Μπένι, χωρίς να δώσω στόχο αλλά αυτός είχε χαθεί…
—Μην ανακατευτείς Toni. Αυτό είναι κάτι που μας ξεπερνά. Και κοίτα μην μπλέξεις. Ούτε με τους τύπους της Κόκκινης Αλεπούς ούτε με την Αστυνομία. Για να μην τους έχουν πιάσει τόσα χρόνια, φαίνεται πως έχουν πλάτες…
Η συζήτηση έκλεισε εκεί. Η συμβουλή μου δεν του άρεσε. Διέκρινα έναν εκνευρισμό και καθώς χωρίζαμε μου είπε:
—Ξέρεις, δεν αξίζει αυτός ο θάνατος σ’ αυτούς τους γέρους… Βασανίστηκαν πολύ στη ζωή τους και τώρα έρχονται οι αλήτες και τους στραγγαλίζουν. Αυτό πρέπει να σταματήσει…
—Εγώ δεν μπορώ να σου πω τίποτε άλλο. Αλλά είδες τι έπαθε ο Μακρυχέρης… Ο οποίος είχε ανθρώπους παντού! Τον ξεκοίλιασαν και κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος το έκανε… Μην ανακατεύεσαι! Άλλοι πρέπει να τους βρουν και να τους πιάσουν…
Είχαν σμίξει τα φρύδια του και κάτι μονολογούσε. Δεν έδωσα σημασία, τον είχα ξαναδεί έτσι προβληματισμένο… Χωρίσαμε. Του υποσχέθηκα να ξαναγυρίσω ότι την επόμενη χρονιά … Κατά καιρούς μάθαινα διάφορα κατορθώματά του. Οι ιστορίες στις οποίες έμπλεκε, δεν μου θύμιζαν τον Μπέιμπι Τόνι αλλά έναν άλλο άνθρωπο. Έφτασε στον βαθμό του Διευθυντή στο Λύκειο. Την ίδια μέρα, υπέγραψε την πρόσληψη του Νίκου Πάιτς, ενός φίλου του που τον είχαν διώξει από το πανεπιστήμιο, γιατί, κατά τη μεγάλη επισιτιστική κρίση το 1985, έκλεβε τα τρόφιμα των συμφοιτητών του. Κάποιος που δεν είχε ξεχάσει την υπόθεση Νίκου Πάιτς, τον κάρφωσε. Διαμαρτυρήθηκε ο Σύλλογος των Καθηγητών και ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων του Λυκείου. Ό Μπέιμπι Τόνι υπερασπίστηκε μέχρι τέλους τον φίλο του, αλλά στο τέλος έχασε. Κανείς δεν πείστηκε ότι ο Νίκου Πάιτς ήταν ένας αντιστασιακός εναντίον του καθεστώτος, αφού είχε πιαστεί στις τρεις η ώρα τη νύχτα να καταβροχθίζει ένα λουκάνικο που ανήκε σε συγκάτοικό του. Υπήρχε και η αποβολή από το Πανεπιστήμιο…
Σκεφτόμουν συχνά τον Μπέιμπι Τόνι κι έλεγα, κοίτα πώς γίνονται οι άνθρωποι γραφικοί! Κάπου-κάπου επικοινωνούσα μαζί του τηλεφωνικώς. Έμαθα ότι παντρεύτηκε κι απέκτησε μια κόρη, η οποία διέπρεπε στις ξένες γλώσσες. Κι ο Μπέιμπι Τόνι, όπως μάθαινα βρισκόταν διαρκώς σε μπελάδες, πότε με τους άλλους συναδέλφους του, πότε με τους μαθητές του. Τη συνήθειά του όμως να συλλέγει παλιά ρολόγια τσέπης και ασημένιες ταμπακιέρες, δεν την σταμάτησε ποτέ. Πέρασαν από τότε τριάντα χρόνια. Μια μέρα έλαβα το παρακάτω mail από τον άλλο στενό φίλο, τον Οβίντιου:
“Ο Τ έγκλειστος στην Ψυχιατρική Κλινική. Απέδρασε γυμνός. Ευρέθη στο δάσος του Φατζέτ. Άνοιξε το σκάιπ να μιλήσουμε το βράδυ”. Οβίντιου
Έπαθα σοκ. Τι είχε συμβεί άραγε; Μήπως άρχισε κι ο Μπέιμπι Τόνι να βλέπει Οράματα; Μήπως πιέστηκε από τα προβλήματα που πολλαπλασίασε η ζωή, αντί να τα λύσει μετά το 1989. Πέρασα όλη την ημέρα κάνοντας υποθέσεις… Το βράδυ κατά τις εννιά άνοιξα τον σκάιπ και περίμενα. Μετά από ένα δεκάλεπτο, ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος της κλήσης. Από την άλλη μεριά ο Οωίντιου.
—Τι έγινε; Τον ρώτησα μετά τα τυπικά.
—Θυμάσαι την υπόθεση Κόκκινη Αλεπού;
—Ναι, απάντησα…
—Αυτή τον έφαγε… Μετά από τριάντα δύο χρόνια, ανακάλυψε με βεβαιότητα ποιοι ήσαν πίσω από εκείνα τα εγκλήματα, τα οποία σταμάτησαν ξαφνικά το 1989…
Έμεινα άφωνος. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου… Ο Οβίντιου συνέχισε.
—Τον είχα δει πριν είκοσι μέρες στο Κέντρο. Τώρα δεν πάει κανείς στον Κρόκο. Γιατί το μαγαζί, δεν είναι αυτό που ήταν. Δεν έχουμε στέκι. Τον είδα έξω από το βιβλιοπωλείο Ουνιβέρσιτας… Είχα κοντά ένα χρόνο να τον δω. Μου φάνηκε παραιτημένος. Αξύριστος, απεριποίητος και πολύ κουρασμένος. Η κόρη του είναι στην Αμερική τώρα και οκτώ χρόνια. Η γυναίκα του μου είπε ότι συνταξιοδοτήθηκε για λόγους υγείας… Αμέσως έφερε την συζήτηση στην Κόκκινη Αλεπού. Μου αποκάλυψε ότι με τον Βρώμικο Μπένι, ήταν συμμαθητής στο Δημοτικό, κι ότι μια φορά του έκλεψε δύο λέι, που είχε στην τσάντα του. Ο Toni το είπε στη δασκάλα κι ο Βρώμικος Μπένι τιμωρήθηκε καταλλήλως. Όταν τέλειωσα το σχολείο, ένα βράδυ, ο Βρώμικος Μπένι και η παρέα του, βρήκαν τον Τόνι μόνο του κοντά στο σχολείο. Στην άκρη του χωριού. Τον πήγαν πίσω από το σχολείο και τον κακοποίησαν. Όταν τον άφησαν, ο Βρώμικος Μπένι του είπε:
—Αν μας καρφώσεις ρουφιάνε, χάθηκες… Θα σας κάψουμε όλους ζωντανούς… Κι εσένα και τους γονείς σου… Φύγε…
Ένιωσα αμήχανα. Δεν είχα υποψιαστεί το παραμικρό. Η ζωή είναι μια διαρκής αντίφαση. Τώρα αντιλαμβανόμουν αυτή την υπερβολική συναισθηματική φόρτιση που τον διέκρινε σαν αναφερόταν κάποιος στην Κόκκινη Αλεπού ή στον Βρώμικο Μπένι… Τώρα καταλάβαινα το παραλήρημα του Μπέιμπι Τόνι …
—Κανείς μας βέβαια δεν είχε δώσει σημασία στα λεγόμενά του τότε, αλλά δεν ξέραμε ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο, πράγμα το οποίο το έκανε έξαλλο με τον Βρώμικο Μπένι, συνέχισε ο Οβίντιου. Η ιστορία έχει ενδιαφέρον. Οι στραγγαλισμοί, σταμάτησαν ένα χρόνο πριν την Επανάσταση του ’89. Ξαφνικά. Οι εφημερίδες έγραφαν αλλά μετά την Επανάσταση, κανείς δεν ενδιαφερόταν πια για τέτοιου είδους υποθέσεις. Άλλα πράγματα προέκυψαν με ορμή στο προσκήνιο κι αυτού του είδους τα θέματα έχασαν το ενδιαφέρον τους για το κοινό… Τότε πέθανε από καρδιά ο αστυνόμος Βέλα. Αλλά εκείνη την εποχή, έγιναν και κάποιες περίεργες εξαφανίσεις. Όλες αφορούσαν αυτούς τους αλήτες της Κόκκινης Αλεπούς. Μόνο, ο Τζίκου, το Μακρύ χέρι, ο υπαρχηγός του Βρώμικου Μπένι βρέθηκε πνιγμένος στο Φράγμα της Βάλεα Ντραγκάνουλουι. Είπαν ότι αυτοκτόνησε. Τον είχε δει λέει, ένας τσοπάνος της περιοχής να πηδάει στο Φράγμα. Λίγο αργότερα, στις μέρες της Επανάστασης βρέθηκαν στραγγαλισμένοι και οι δύο γονείς του Βρώμικου Μπένι. Αυτός όμως χάθηκε και η υπόθεση έσβησε μετά, στον απόηχο των πολιτικών γεγονότων… Κανείς δεν ασχολιόταν πια με την Κόκκινη Αλεπού και τον Βρώμικο Μπένι. Όλα αυτά τα πρόσωπα, που κρατούσαν στα χέρια τους την παρανομία της παλιάς εποχής, χάθηκαν από το προσκήνιο. Δεν μπορούσαν να σταθούν στις νέες καταστάσεις…
Παρακολουθούσα αποσβολωμένος. Δεν τον διέκοπτα γιατί το σοκ της αρχικής έκπληξης το διαδέχτηκε η έντονη επιθυμία μου να μάθω γι’ αυτήν την ξεχασμένη ιστορία και πως επέδρασε αυτή στην ψυχική κατάσταση του φίλου μου.
—Όπως καταλαβαίνεις συνέχισε ο Οβίντιου, ο Τόνι, ποτέ δεν ησύχασε με αυτή την ιστορία. Έλεγε τότε «ο Βρώμικος Μπένι σκότωσε και τους γονείς του, ο άθλιος… Κι αποκλείεται να έχει πάθει κακό.. Αυτός ο ίδιος είναι το απόλυτο κακό… Μπορεί να έφυγε στο εξωτερικό για να συνεχίσει την εγκληματική του δράση…».
—Κι όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν ασχολιόταν με τον Βρώμικο Μπένι; Διέκοψα εγώ…
—Δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται. Περπατούσαμε καμιά φορά στο Κέντρο και ξαφνικά σταματούσε και κοίταζε κάποιον που έμοιαζε του Βρώμικου Μπένι. Σούφρωνε τα φρύδια του με τον τρόπο που ξέρεις και κοίταζε την φιγούρα του αγνώστου, μέχρι που αυτή χανόταν μέσα στην πολυκοσμία. Είχε τύχει να δει κάποιον που του θύμιζε τον Βρώμικο Μπένι και αντί να προχωρήσει μαζί μου έπαιρνε τον άγνωστο από πίσω.. Αλλά τώρα τελευταία, έγινε ένα γεγονός που τον τάραξε πολύ.
—Δηλαδή;
Πριν από δυο τρεις μήνες το Λύκειο στο οποίο είναι Διευθυντής, οργάνωσε εκπαιδευτική εκδρομή πέντε ημερών στο Βουκουρέστι. Πήγαν και στο Παλάτι του Πατριαρχείου. Εκεί ανέλαβε να τους ξεναγήσει κάποιος Πρωτοπρεσβύτερος, ο πατέρας Βενιαμίν. Ένας καλοκάγαθος ιερέας που είχε μονάσει στην Σκήτη Τιμίου Προδρόμου του Αγίου Όρους…
…Ο μαθητόκοσμος, έσπευσε να του φιλήσει το χέρι κι από κοντά και οι καθηγητές που συνόδευαν τα παιδιά. Μαζί και ο Λυκειάρχης. Όταν ο Λυκειάρχης, ο Τόνι δηλαδή, έφτασε μπροστά του κάνοντας τον σταυρό του, κεραυνοβολήθηκε… Ψέλλισε: «η Κόκκινη Αλεπού»…
—Τι; Είπα έκπληκτος, καθώς δεν περίμενα μια τέτοια τροπή της ιστορίας…
—Ναι είπε ο συνομιλητής μου. Μπροστά του στεκόταν ο αρχηγός της Κόκκινης Αλεπούς… Ο Βρώμικος Μπένι! Ένας μεσόκοπος καλοκάγαθος ιερωμένος ο πατέρας Βενιαμίν, με πολλά χρόνια θητείας, απ’ ότι τους είχαν πει προηγουμένως, στο Άγιον Όρος…
—Και τι έγινε;
—Ο Τόνι έπαθε σοκ… Μάλλον εκεί άρχισε να χάνει τα λογικά του καθώς λένε μαθητές και καθηγητές. Ο άλλος βλέποντάς τον, μισόκλεισε τα μάτια, έκανε μια ελαφρά υπόκλιση με το κεφάλι του κι άφησε τον αποσβολωμένο Toni να ψελλίζει «η Κόκκινη Αλεπού… η Κόκκινη Αλεπού…». Μετά από λίγο ήλθε ένας άλλος ιερωμένος και τους ανακοίνωσε ότι ο πατέρας Βενιαμίν, αισθάνθηκε αδιαθεσία και την ξενάγηση θα την αναλάμβανε αυτός…
—Μα τι λες;
—Ναι, έτσι έγιναν τα πράγματα… Δυο μήνες τώρα ο Μπέιμπι Τόνι βρισκόταν σ’ ένα διαρκές παραλήρημα. Με κάλεσε μια μέρα στο τηλέφωνο και ήθελε να με δει για κάτι πολύ σοβαρό. Συναντηθήκαμε στο Κέντρο. Δεν ήθελε να πιούμε καφέ. Ήθελε να περπατήσουμε. Ήταν αξύριστος, βρώμικος και μιλούσε ακατάπαυστα… Κοίταζε συνεχώς πίσω του. «Η Κόκκινη Αλεπού στο Πατριαρχείο… Ο εγκληματίας στο Πατριαρχείο…», έλεγε και ξανάλεγε…
—Ποιος, ρώτησα εγώ… Ο Βρώμικος Μπένι; Πού στο Βουκουρέστι; Παπάς;
—Ναι στο Βουκουρέστι… Στο Πατριαρχείο… η Κόκκινη Αλεπού… Παπάς…
—Κατάλαβα περίπου ότι είχε βρει τον Βρώμικο Beni.. Δεν μπορούσα όμως να συνεννοηθώ μαζί του. Με τη γυναίκα του, ούτως η άλλως δεν μπορούσε να υπάρξει καμιά συνεννόηση… Κάποια στιγμή χωρίσαμε μπροστά στο Παλάτι Μπάμπος… Έφυγε με κατεύθυνση προς την Μεντικάλα 5… Και χτες με πήρε ο Ούκι στο τηλέφωνο και με ενημέρωσε. Πριν δεκαπέντε περίπου μέρες ξεσήκωσε όλη την πολυκατοικία φωνάζοντας κι απειλώντας να σκοτώσει την «Κόκκινη Αλεπού»… Κάποιος γείτονας κάλεσε την Αστυνομία κι αυτή με την σειρά της το νοσοκομειακό. Τον πήγανε στις Πρώτες Βοήθειες κι από κει στην Ψυχιατρική, στην οδό Μαρινέσκου…
Είχα μαρμαρώσει. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Από την σαστιμάρα αυτή με έβγαλε η ήρεμη φωνή του φίλου μου…
—…Είπαν ότι είναι βαρύ περιστατικό. Τον έβαλαν στην απομόνωση. Φοβούνται λέει, μην κάνει κι επιτεθεί στους άλλους ασθενείς ή ακόμη και στον εαυτό του.. Πριν από μια βδομάδα τον έβγαλαν από την απομόνωση. Έδειχνε ήρεμος και πολύ κοινωνικός. Κάποια στιγμή, δεν ξέρουν πώς, διέφυγε της προσοχής των νοσηλευτών και τον έχασαν. Τον εντόπισε ένα νεαρό ζευγάρι ερωτευμένων στο Δάσος του Φατζετ. Μέσα στο δάσος ολόγυμνο… Παραληρούσε συνεχώς: «η Κόκκινη Αλεπού έγινε άγιος… η Κόκκινη Αλεπού έγινε άγιος…».
Αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία και τον μάζεψαν. Τώρα είναι πάλι στην απομόνωση, χτες πήγα και τον είδα και μου είπε ότι θέλει εσένα για να συζητήσει λέει σοβαρά… Να σε στείλει να ψάξεις τα αρχεία της Σκήτης Τιμίου Προδρόμου του Αγίου Όρους. Είναι λέει σημαντικό θέμα και μόνο σε σένα έχει εμπιστοσύνη να εξιστορήσει τα συμβάντα που συνθέτουν αυτή την ιστορία…
Η Κόκκινη Αλεπού…
Έβρεχε ασταμάτητα επί μέρες. Αυτές οι σιγανές, μουρμουριστές ανοιξιάτικες βροχές που δε λένε να σταματήσουν. Είχαν γεμίσει η δρόμοι λάσπες. Έβρεχε ενώ η θερμοκρασία είχε ανέβει και οι ακακίες της Λεωφόρου 31ης Δεκεμβρίου βρίσκονταν σε μια εκρηκτική φυλλοβολία. Μια τέτοια άσχημη μέρα, είχα ραντεβού με τον Μπέιμπι Τόνι έξω από το Τσεντράλ. Βαριόμουν να βγω από την Εστία, αλλά δεν είχα τρόπο να τον ειδοποιήσω. Βγήκα στην οδό Μαρινέσκου και όταν εμφανίστηκε το πρώτο ταξί να κατεβαίνει από το Ομπσερβατόρ, το σταμάτησα, μπήκα και του ζήτησα να με πάει στην Πλατεία Ελευθερίας στο κέντρο, όπου είχα ραντεβού.
Ο Μπέιμπι Τόνι περίμενε με μια παλιά, τεράστια, κατάμαυρη ομπρέλα μπροστά από το ρεστοράν Melody που βρισκόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου Τσεντράλ. Χάρηκε που πήγα στη συνάντηση στην ώρα μου ακριβώς και είπε:
—Καλωσορίζω τον σύντροφο από την Αγγλία των Βαλκανίων…
—Τι γίνεται; Βρωμόκαιρος ε; είπα…
—Ναι αλλά πάντα έτσι είναι την Άνοιξη… Και πάλι καλά γιατί τις έχουμε ανάγκη αυτές τις βροχές…
—Ναι είπα, τις έχετε ανάγκη… Το είδα και πέρυσι και πρόπερσι… Έχετε ανάγκη τις βροχές για να αυξηθεί η αγροτική παραγωγή και να ξεπεράσετε τις περυσινές νόρμες που καθορίζει το πεντάχρονο πλάνο… Ωστόσο, μόνο πιπεριές και αγγουράκια στην άλμη υπάρχουν στα σουπερμάρκετ…
—Μην είσαι άδικος! Το στάρι, που μας χρειάζεται για να έχουμε ψωμί την επόμενη χρονιά, έχει ανάγκη αυτές τις βροχές… Και αυτό δεν πωλείται στα σουπερμάρκετ για να μπορείς να κρίνεις αν υπάρχει ή δεν υπάρχει εν αφθονία…
—Ναι, ομολογώ ότι αυτό δεν φαίνεται. Αλλά και το ψωμί με δελτίο το αγοράζουμε κι αυτό... Όταν υπάρχει στα αρτοπωλεία. Γατί συνήθως δεν υπάρχει…
Είπαμε να πιούμε έναν καφέ και μπήκαμε στο Τσεντράλ. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Στην «τυφλή» αίθουσα που κάποτε, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 σύχναζαν οι λογοτέχνες του Κλουζ. Εκεί μάς σέρβιρε καφέ η Γκάμπι μια μαυριδερή, χυμώδης τριανταπεντάρα με την οποία ο Μπέιμπι Τόνι ήταν βαριά ερωτευμένος. Ο Μπέιμπι Τόνι, δεν είχε διάθεση ν’ αστειευτεί κι έτσι περάσαμε κατ’ ευθείαν στη συζήτηση που είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε.
—Ξέρεις, είπε, χτες το βράδυ βρέθηκε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων στραγγαλισμένο στην Παλιά Πόλη, στο τελευταίο σπίτι της οδού Γκρούια. Ένα σπίτι μετά το σπίτι του Μαρτσέλ…
—Ωχ!
—Ναι. Ο γέροντας ήταν Πρόξενος στην Πορτογαλία την δεκαετία του ’30. Παλιός διπλωμάτης. Βρήκαν το σπίτι σχεδόν μισογκρεμισμένο. Είχαν ψάξει παντού. Ακόμη και στο κατώι…
—Κλασική περίπτωση. Έψαχναν για χρυσό…
—Ναι και στραγγάλισαν δυο ανθρώπους τα καθάρματα… Η γιαγιά επιπλέον δεν αναγνωριζόταν! Της είχαν παραμορφώσει το πρόσωπο…
—Οι αλήτες…
—Πρέπει να βρήκαν κοσμήματα. Η ασφάλεια βρήκε ένα χρυσό σκουλαρίκι στο κατώι. Τους είχε πέσει και το είχαν πατήσει… Η κατάσταση έχει σκληρύνει πολύ. Λένε ότι στο Μοναστούρ οι τσιγγάνοι κλέβουν παιδιά και τα κάνουν σαλάμι…
—Αυτό δεν το πιστεύω… Σ’ αυτή την χώρα, για όλα φταίνε οι τσιγγάνοι…
—Έτσι λένε…
—Για τους ηλικιωμένους πού το έμαθες;
—Ο φίλος μου ο Γκιούλα Φέρεντσι ο φωτογράφος που δουλεύει στην Αστυνομία… Του ήρθε αναγούλα όταν είδε τα πτώματα… Δεν το έχουν δώσει ακόμη στην εφημερίδα. Δε γράφει τίποτα η Φακλία… Ψάχνουν φαίνεται…
—Είναι πρόβλημα! Τι φταίνε οι δυστυχισμένοι οι γέροι;
—Ναι αλλά αυτοί έχουν κρυμμένα κοσμήματα… Τους επιλέγουν. Όλα τα θύματα είναι παλιοί αριστοκράτες, διπλωμάτες, επιχειρηματίες… Όσοι γλίτωσαν από τα καταναγκαστικά έργα στο Κανάλι, βρίσκουν τώρα ένα φρικτότερο θάνατο…
—Απορώ πώς και δεν τους έχει πιάσει η Ασφάλεια… Αν ήταν καμιά περίπτωση πολιτικής δράσης θα την είχε αμέσως διαλευκάνει…
—Μπορεί και να είναι καμιά ομάδα από άλλη πόλη οι εγκληματίες… Μπορεί να έρχονται, να χτυπούν και να φεύγουν… Αλλά και πάλι, κάποιον πρέπει να έχουν στο Κλουζ. Πώς αλλιώς επιλέγουν τα θύματα..;
—Ναι ίσως… Αλλά ας μπούμε στα δικά μας θέματα είπε. Τι θα κάνουμε με τον σκύλο του Έλληνα;
—Θα πάω εγώ με τον Λότσιι στην Γκέρλα την Κυριακή το πρωί… Αν δεν βρέχει, βέβαια. Βρήκαμε ένα κουτάβι καλής ράτσας. Λύκος Αλσατίας… Το έχει ο Διευθυντής της Βιομηχανίας Καλωδίων της Γκέρλα…
—Πόσο σας το δίνει;
—Τριών μηνών κουτάβι είναι… 1.200 λέι θέλει. Θα τον κατεβάσουμε…
—Μμμ καλά είναι. Θα το πουλήσετε 3.000 λέι
—Ναι, εκατό δολάρια…
—Καλώς… Εμείς τι θα κάνουμε με το Οσέρ? Πότε θα πάμε; Μην χάνουμε χρόνο, αυτή η Panoria, θέλει δύο σαμοβάρια για πάρτι της και άλλα δύο για μια άλλη…
—Ναι ξέρω… Μια Δανάη θέλει κι αυτή άλλα δύο… Έπεσε μόδα με τα σαμοβάρια τώρα… Τους πέρασε η αρρώστια με τα Gerovital…
—Όχι, ένας Costache από τα Τρίκαλα παρήγγειλε χίλια κομμάτια Τζεροβιτάλ σε μας. Και θέλει άλλες δύο χιλιάδες μέχρι τον Ιούνιο, μετρητοίς τα λεφτά….
—Toni αυτές είναι ψιλοδουλειές! Τα σομοβάρια τώρα έχουν πέραση. Ένα σαμοβάρι αφήνει 300-400 λέι! Μια κούτα με 200 Τζεροβιτάλ, αφήνει μόλις 70 λέι κέρδος…
—Ναι το ξέρω… Το ζήτημα είναι να μην αφήνουμε τον πελάτη…
Η συζήτηση τελείωσε με την ευχή να πάνε καλά οι δουλειές με τα σαμοβάρια. Ήλθε η Γκάμπι και πληρώθηκε, ενώ ο Μπέιμπι Τόνι την κοίταζε λιγωμένος…
—Έλα, δεν έχω όρεξη σήμερα… Άσε τις βλακείες παντρεμένος άνθρωπος, είπε μαζεύοντας τα φλιτζάνια…
—Μα, σου είπα μωρό μου… Πες εσύ το ναι κι εγώ θα σου φέρω την άλλη μέρα το διαζύγιο…
—Α να χαθείς βρε ασχημομούρη, είπε η Γκάμπι γυρίζοντάς μας την πλάτη…
Βγήκαμε έξω. Η βροχή συνέχιζε στον ίδιο μονότονο ρυθμό τη μουρμούρα της. Μύριζε και το γκαζ μετάν, η πρώτη ύλη που κατανάλωναν τα λεωφορεία μετά την εμφάνιση της κρίσης.
—Που θα πάς; Ρώτησε ο Baby Toni.
—Θα πάω στου Fest του ζωγράφου, στo πάρκο… Θέλω να αγοράσω έναν πίνακα, αλλά μου τον πουλά πολύ ακριβά…
—Πάμε θα σε συνοδεύσω μέχρι τον ΟΝΤ… Μετά θα πάω στον Κρόκο…
—Να περάσουμε κι από την Κλουζάνα να δούμε αν έχει κανένα ζευγάρι μπότες…
Περπατώντας μπροστά από το ρεστοράν Ούρσους, είδαμε ότι πλήθος κόσμου είχε σταματήσει γύρω από το κιόσκι που πουλούσε εφημερίδες και περιοδικά. Ήταν ακριβώς πλάι από τους πάγκους των ηλικιωμένων που εμπορεύονταν και ανταλλάζανε μεταξύ τους παλιά γραμματόσημα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονταν για να διαβάσουν τις εφημερίδες Έρντελι, Φάκλια, Μεσσατζέρ που είχαν βγάλει παραρτήματα και με τεράστιους τίτλους έγραφαν για το αποτρόπαιο έγκλημα που είχε γίνει πριν από δυο μέρες. Δεν δήλωναν πότε είχε γίνει και σε όλες τις εφημερίδες δημοσιευόταν ακριβώς το ίδιο άρθρο, συνοδευόμενο από μια φωτογραφία του διοικητή της Ασφάλειας «συντρόφου» Μοντέστ Βέλα, ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση.
Οι συγκεντρωμένοι, αποδοκίμαζαν το έγκλημα εντόνως και στα πρόσωπα, κυρίως των ηλικιωμένων ήταν έκδηλος ο φόβος και η αγωνία… Ένας πιο θαρραλέος άφηνε αιχμές για την αστυνομία, ότι αφήνει απροστάτευτους τους απόμαχους της ζωής… Άλλοι πρότειναν να σχηματιστούν ένοπλες μικτές φρουρές από κατοίκους και αστυνομικούς όπως τα πρώτα χρόνια της Λαϊκής Δημοκρατίας κι άλλοι κουνούσαν το κεφάλι τους απελπισμένα…
Ο Μπέιμπι Τόνι μού είπε ψιθυριστά:
—Αυτό που σου έλεγα… Έξι μήνες τώρα που άρχισαν να σκοτώνουν… Έχει δίκιο ο κόσμος να φοβάται…
—Ναι είπα. Οι τύποι πρέπει να είναι πολύ οργανωμένοι… Τομάρια που σκοτώνουν ανυπεράσπιστους ανθρώπους…
Προσπεράσαμε την Κλουζάνα χωρίς να το καταλάβουμε κι ο Μπέιμπι Τόνι με άφησε μόνο φτάνοντας στην οδό Γκεόργκε Σίνκαϊ.
—Θα τα πούμε τ’ απόγευμα Τόνι…
—Ναι άντε γεια…
Έστριψα δεξιά στην οδό 1ης Μαΐου και κατέβηκα, προσπερνώντας τις εκδόσεις Ντάτσια. Πήγα στο σπίτι του Φέστ. Δεν ήταν εκεί. Ύστερα μπήκα στο πάρκο και πήγα στο Χίος όπου είχα ραντεβού με την Μπερναντέτ.
Ο καιρός περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Είχαμε μπει γερά στο κυνήγι των σαμοβαριών, μιας και οι επιθυμίες των πελατών είχαν στραφεί προς αυτό το προϊόν. Ο δικός μας μικρόκοσμος πάλευε να επιβιώσει μέσα σε μια πολύ θολή και θυμωμένη ατμόσφαιρα. Μια παρέα φτωχοδιάβολων που προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα τρόφιμα που θα την κρατούσαν ζωντανή, μέσα σε ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες.
Η παρέα αυξομειωνόταν. Είχαμε και μερικές «αποδράσεις». Ο Μίρτσεα Λιμπερτατόρ, είχε εξαφανιστεί κι όλοι πιστεύαμε ότι είχε βγει στην επαρχία για δουλειές. Αυτός όμως έκανε απόπειρα να δραπετεύσει στη Σερβία, κολυμπώντας στον Δούναβη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστούν λίγο οι εμφανίσεις της παρέας στο Κέντρο της πόλης. Εκείνη η χρονιά όμως, ήταν και η τελευταία που μας εύρισκε όλους μαζί. Οι πιο πολλοί τελειώναμε το Πανεπιστήμιο και έτσι έπαιρναν τέλος οι «εμπορικές» μας δραστηριότητες. Ήταν Ιούνιος του 1983. Κάναμε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι στο Φαλανστέρ. Αξέχαστο πάρτι για όλους. Λίγο μετά σκορπίσαμε σαν τα παιδιά του λαγού. Στο Κλουζ έμειναν μόνο τρεις. Ο Οβίντιου, ο Σέντι και η Μπερναντέτ. Μετά από τρία χρόνια διδασκαλίας σ’ ένα σχολείο στην Πιάτρα Κράιουλουι, ξαναγύρισε στην πόλη και ο Μπέιμπι Τόνι. Είχε αυγατίσει τη συλλογή των παλιών ρολογιών του εντυπωσιακά. Έτσι, το ’89 όταν άλλαξε το καθεστώς και τα χρήματα έχαναν με εντυπωσιακή ταχύτητα την αξία τους (σε μια μέρα μπορεί να έχαναν το 15 με 20%), ο Μπέιμπι Τόνι επιβίωσε πουλώντας στους γερμανούς τουρίστες, παλιά ρολόγια και ασημένιες ταμπακιέρες από την εποχή του Φραγκίσκου Ιωσήφ… Κατάφερε έτσι να τα βγάλει πέρα και να βάλει στην άκρη ένα κομπόδεμα.
Εγώ ξαναγύρισα το 1990. Τον Απρίλιο την πρώτη φορά και την δεύτερη τον Νοέμβριο. Για την Μπερναντέτ. Περπατούσα στην πόλη μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα και δεν πίστευα την φτώχεια που έβλεπα. Συνάντησα τον Baby Toni που είχε πάρει μετάθεση στο Λύκειο Ώντι Σίνκαι… Βγήκαμε για καφέ. Στον Κρόκο. Από τα παλιά γκαρσόνια είχε μείνει στο μαγαζί μόνο η Μίνι δε Μούτσερ, η μελαχρινή Ζόγια, από το Δραγατσάνι… Έκανε χαρές η δόλια όταν της έσπρωξα ένα πακέτο Καρέλια…
—Να ’ρθετε σπίτι… εδώ δεν έχω καφέ! Μόνο ρεβυθόζουμο σερβίρουμε…
—Άσε μας τώρα Mini… φέρε δυο κούπες ρεβυθόζουμο είπε ο Toni…
—Καλά ντε μη φωνάζεις βρε τσιγκούνη… είπε η Μίνι και χάθηκε στο πίσω μέρος του Κρόκο…
—Αδελφέ, είπε ο Μπέιμπι Τόνι, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα κι ο καθένας είναι μόνος του… Δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάμε για να βρούμε τρόφιμα. Εγώ πηγαίνω μια φορά το μήνα στην Τιμισοάρα… Εκεί, στην υπαίθρια αγορά, έρχονται οι σέρβοι και πουλάνε τα πάντα. Όταν λέω τα πάντα, τα πάντα…. Και φτηνά! Αλλά απαγορεύεται να μεταφέρεις τρόφιμα από νομό σε νομό, γιατί λέει, αυτό μπορεί να δημιουργήσει έλλειψη στον νομό όπου τα αγοράζεις… Όταν γεμίζω το πορτ μπαγκάζ, φεύγω από την Τιμισοάρα και πρέπει να σχεδιάσω καλά τη διαδρομή… Πρέπει να αποφύγω τους ελέγχους κι αυτό, καταλαβαίνεις τι σημαίνει… Πρέπει να σχεδιάσω στην εντέλεια την επιστροφή, έτσι ώστε να μην πέσω σε κανένα έλεγχο της αστυνομίας… Ακόμη πρέπει να έχω υπολογίσει τη βενζίνη για να με φτάσει και να μην ξεμείνω σε καμιά βουνοκορφή… Ύστερα, η οδήγηση τη νύχτα στις ερημιές είναι πολύ επικίνδυνη…
Μιλούσε με ένα υπερβολικό άγχος… Πίστευα πως αυτός θα ήταν ο τελευταίος που θα αντιμετώπιζε προβλήματα από την επισιτιστική κρίση. Ο πατέρας του είχε κτήματα στην Οράντεα και ήταν ευκατάστατος αγρότης. Αλλά η κρίση είχε αγγίξει και τους αγρότες, που με διάφορα διατάγματα έπρεπε να παραδίδουν στις αρχές την παραγωγή τους και να δηλώνουν τα ζώα που εξέτρεφαν ιδιωτικά… Συνέχιζε με το σκοτεινό και απελπισμένο ύφος του, να μου περιγράφει την κατάσταση, καθώς εγώ έπινα αυτό το νεροζούμι που μας σέρβιρε η Μίνι δε Μούτσερ…
—Η τηλεόραση δείχνει τον Σεφ να επισκέπτεται Αγορές σε διάφορες πόλεις με όλα τα καλά του Θεού… Καρπούζι μεγάλο, εγώ, δεν έχω δει ποτέ, αλλά ο Σέφ επισκέφτηκε την Βραΐλα και στην αγορά ήταν βουνά τα καρπούζια… Πήρα τον Ούκι στο τηλέφωνο και του λέω:
—Ούκι, εκεί σε σας είναι γεμάτη η Χάλα με καρπούζια, από εκείνα τα μεγάλα… Μπορείς να μου αγοράσεις πέντε να ’ρθω να τα πάρω…
Κι ο Ούκι έκπληκτος μου λέει:
—Πού το έμαθες;
—Στην τηλεόραση είδα τον Σέφ να επιθεωρεί την Λαϊκή Αγορά…
—…Οπότε ακούω τον Ούκι να ξεσπάει στα γέλια… και γυρίζοντας απότομα σε μένα:
—Οι απατεώνες σκηνοθετούν για την τηλεόραση, επισκέψεις του Σέφ στις αγορές των μεγάλων πόλεων, όπου γεμίζουν τους πάγκους με κάθε είδους προϊόντα, τα οποία, μόλις τελειώσει η επίσκεψη, τα φορτώνουν στα φορτηγά και τα πάνε πάρα πέρα, στην άλλη πόλη που θα επισκεφτεί το γαϊδούρι…
Μιλούσε χαμηλόφωνα με πάθος εναντίον του δικτάτορα κι εγώ κάπνιζα σκεφτικός και στεναχωρημένος. Κάποια στιγμή, γύρισε κοίταξε γύρω του ελέγχοντας διακριτικά τον χώρο και μου είπε:
—Η εταιρεία δολοφόνων συνεχίζει το έργο της. Κανέναν δεν έχουν πιάσει… Τώρα έχουν αλλάξει τακτική! Δεν σκοτώνουν με την ίδια συχνότητα κι έχουν μεταφέρει τις δραστηριότητές τους και σε άλλες πόλεις… Αδελφέ, υποψιάζομαι κάτι αλλά δεν το έχω πει πουθενά… Το λέω σε σένα… Πίσω από αυτούς τους άγριους σκοτωμούς πρέπει να είναι η συμμορία της Κόκκινης Αλεπούς… Ο Βρώμικος Beni! Είμαι απολύτως σίγουρος! Τον είδα μια μέρα στο καρτιέ Αντρέι Μουρεσάνου, στην οδό Μπρασόβ, να κάθεται μέσα στο αμάξι του έξω από το σπίτι που παλιά ήταν το προξενείο της Αυστρίας… Την άλλη μέρα ξαναπέρασα από εκεί και ήταν πάλι εκεί. Ύστερα από μια βδομάδα οι εφημερίδες έγραψαν για τον στραγγαλισμό δυο ακόμη ηλικιωμένων… Στην στράντα Μπρασόβ, πλάι από το παλιό Προξενείο… Έψαξα εκείνες τις μέρες τον Βρώμικο Μπένι, χωρίς να δώσω στόχο αλλά αυτός είχε χαθεί…
—Μην ανακατευτείς Toni. Αυτό είναι κάτι που μας ξεπερνά. Και κοίτα μην μπλέξεις. Ούτε με τους τύπους της Κόκκινης Αλεπούς ούτε με την Αστυνομία. Για να μην τους έχουν πιάσει τόσα χρόνια, φαίνεται πως έχουν πλάτες…
Η συζήτηση έκλεισε εκεί. Η συμβουλή μου δεν του άρεσε. Διέκρινα έναν εκνευρισμό και καθώς χωρίζαμε μου είπε:
—Ξέρεις, δεν αξίζει αυτός ο θάνατος σ’ αυτούς τους γέρους… Βασανίστηκαν πολύ στη ζωή τους και τώρα έρχονται οι αλήτες και τους στραγγαλίζουν. Αυτό πρέπει να σταματήσει…
—Εγώ δεν μπορώ να σου πω τίποτε άλλο. Αλλά είδες τι έπαθε ο Μακρυχέρης… Ο οποίος είχε ανθρώπους παντού! Τον ξεκοίλιασαν και κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος το έκανε… Μην ανακατεύεσαι! Άλλοι πρέπει να τους βρουν και να τους πιάσουν…
Είχαν σμίξει τα φρύδια του και κάτι μονολογούσε. Δεν έδωσα σημασία, τον είχα ξαναδεί έτσι προβληματισμένο… Χωρίσαμε. Του υποσχέθηκα να ξαναγυρίσω ότι την επόμενη χρονιά … Κατά καιρούς μάθαινα διάφορα κατορθώματά του. Οι ιστορίες στις οποίες έμπλεκε, δεν μου θύμιζαν τον Μπέιμπι Τόνι αλλά έναν άλλο άνθρωπο. Έφτασε στον βαθμό του Διευθυντή στο Λύκειο. Την ίδια μέρα, υπέγραψε την πρόσληψη του Νίκου Πάιτς, ενός φίλου του που τον είχαν διώξει από το πανεπιστήμιο, γιατί, κατά τη μεγάλη επισιτιστική κρίση το 1985, έκλεβε τα τρόφιμα των συμφοιτητών του. Κάποιος που δεν είχε ξεχάσει την υπόθεση Νίκου Πάιτς, τον κάρφωσε. Διαμαρτυρήθηκε ο Σύλλογος των Καθηγητών και ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων του Λυκείου. Ό Μπέιμπι Τόνι υπερασπίστηκε μέχρι τέλους τον φίλο του, αλλά στο τέλος έχασε. Κανείς δεν πείστηκε ότι ο Νίκου Πάιτς ήταν ένας αντιστασιακός εναντίον του καθεστώτος, αφού είχε πιαστεί στις τρεις η ώρα τη νύχτα να καταβροχθίζει ένα λουκάνικο που ανήκε σε συγκάτοικό του. Υπήρχε και η αποβολή από το Πανεπιστήμιο…
Σκεφτόμουν συχνά τον Μπέιμπι Τόνι κι έλεγα, κοίτα πώς γίνονται οι άνθρωποι γραφικοί! Κάπου-κάπου επικοινωνούσα μαζί του τηλεφωνικώς. Έμαθα ότι παντρεύτηκε κι απέκτησε μια κόρη, η οποία διέπρεπε στις ξένες γλώσσες. Κι ο Μπέιμπι Τόνι, όπως μάθαινα βρισκόταν διαρκώς σε μπελάδες, πότε με τους άλλους συναδέλφους του, πότε με τους μαθητές του. Τη συνήθειά του όμως να συλλέγει παλιά ρολόγια τσέπης και ασημένιες ταμπακιέρες, δεν την σταμάτησε ποτέ. Πέρασαν από τότε τριάντα χρόνια. Μια μέρα έλαβα το παρακάτω mail από τον άλλο στενό φίλο, τον Οβίντιου:
“Ο Τ έγκλειστος στην Ψυχιατρική Κλινική. Απέδρασε γυμνός. Ευρέθη στο δάσος του Φατζέτ. Άνοιξε το σκάιπ να μιλήσουμε το βράδυ”. Οβίντιου
Έπαθα σοκ. Τι είχε συμβεί άραγε; Μήπως άρχισε κι ο Μπέιμπι Τόνι να βλέπει Οράματα; Μήπως πιέστηκε από τα προβλήματα που πολλαπλασίασε η ζωή, αντί να τα λύσει μετά το 1989. Πέρασα όλη την ημέρα κάνοντας υποθέσεις… Το βράδυ κατά τις εννιά άνοιξα τον σκάιπ και περίμενα. Μετά από ένα δεκάλεπτο, ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος της κλήσης. Από την άλλη μεριά ο Οωίντιου.
—Τι έγινε; Τον ρώτησα μετά τα τυπικά.
—Θυμάσαι την υπόθεση Κόκκινη Αλεπού;
—Ναι, απάντησα…
—Αυτή τον έφαγε… Μετά από τριάντα δύο χρόνια, ανακάλυψε με βεβαιότητα ποιοι ήσαν πίσω από εκείνα τα εγκλήματα, τα οποία σταμάτησαν ξαφνικά το 1989…
Έμεινα άφωνος. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου… Ο Οβίντιου συνέχισε.
—Τον είχα δει πριν είκοσι μέρες στο Κέντρο. Τώρα δεν πάει κανείς στον Κρόκο. Γιατί το μαγαζί, δεν είναι αυτό που ήταν. Δεν έχουμε στέκι. Τον είδα έξω από το βιβλιοπωλείο Ουνιβέρσιτας… Είχα κοντά ένα χρόνο να τον δω. Μου φάνηκε παραιτημένος. Αξύριστος, απεριποίητος και πολύ κουρασμένος. Η κόρη του είναι στην Αμερική τώρα και οκτώ χρόνια. Η γυναίκα του μου είπε ότι συνταξιοδοτήθηκε για λόγους υγείας… Αμέσως έφερε την συζήτηση στην Κόκκινη Αλεπού. Μου αποκάλυψε ότι με τον Βρώμικο Μπένι, ήταν συμμαθητής στο Δημοτικό, κι ότι μια φορά του έκλεψε δύο λέι, που είχε στην τσάντα του. Ο Toni το είπε στη δασκάλα κι ο Βρώμικος Μπένι τιμωρήθηκε καταλλήλως. Όταν τέλειωσα το σχολείο, ένα βράδυ, ο Βρώμικος Μπένι και η παρέα του, βρήκαν τον Τόνι μόνο του κοντά στο σχολείο. Στην άκρη του χωριού. Τον πήγαν πίσω από το σχολείο και τον κακοποίησαν. Όταν τον άφησαν, ο Βρώμικος Μπένι του είπε:
—Αν μας καρφώσεις ρουφιάνε, χάθηκες… Θα σας κάψουμε όλους ζωντανούς… Κι εσένα και τους γονείς σου… Φύγε…
Ένιωσα αμήχανα. Δεν είχα υποψιαστεί το παραμικρό. Η ζωή είναι μια διαρκής αντίφαση. Τώρα αντιλαμβανόμουν αυτή την υπερβολική συναισθηματική φόρτιση που τον διέκρινε σαν αναφερόταν κάποιος στην Κόκκινη Αλεπού ή στον Βρώμικο Μπένι… Τώρα καταλάβαινα το παραλήρημα του Μπέιμπι Τόνι …
—Κανείς μας βέβαια δεν είχε δώσει σημασία στα λεγόμενά του τότε, αλλά δεν ξέραμε ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο, πράγμα το οποίο το έκανε έξαλλο με τον Βρώμικο Μπένι, συνέχισε ο Οβίντιου. Η ιστορία έχει ενδιαφέρον. Οι στραγγαλισμοί, σταμάτησαν ένα χρόνο πριν την Επανάσταση του ’89. Ξαφνικά. Οι εφημερίδες έγραφαν αλλά μετά την Επανάσταση, κανείς δεν ενδιαφερόταν πια για τέτοιου είδους υποθέσεις. Άλλα πράγματα προέκυψαν με ορμή στο προσκήνιο κι αυτού του είδους τα θέματα έχασαν το ενδιαφέρον τους για το κοινό… Τότε πέθανε από καρδιά ο αστυνόμος Βέλα. Αλλά εκείνη την εποχή, έγιναν και κάποιες περίεργες εξαφανίσεις. Όλες αφορούσαν αυτούς τους αλήτες της Κόκκινης Αλεπούς. Μόνο, ο Τζίκου, το Μακρύ χέρι, ο υπαρχηγός του Βρώμικου Μπένι βρέθηκε πνιγμένος στο Φράγμα της Βάλεα Ντραγκάνουλουι. Είπαν ότι αυτοκτόνησε. Τον είχε δει λέει, ένας τσοπάνος της περιοχής να πηδάει στο Φράγμα. Λίγο αργότερα, στις μέρες της Επανάστασης βρέθηκαν στραγγαλισμένοι και οι δύο γονείς του Βρώμικου Μπένι. Αυτός όμως χάθηκε και η υπόθεση έσβησε μετά, στον απόηχο των πολιτικών γεγονότων… Κανείς δεν ασχολιόταν πια με την Κόκκινη Αλεπού και τον Βρώμικο Μπένι. Όλα αυτά τα πρόσωπα, που κρατούσαν στα χέρια τους την παρανομία της παλιάς εποχής, χάθηκαν από το προσκήνιο. Δεν μπορούσαν να σταθούν στις νέες καταστάσεις…
Παρακολουθούσα αποσβολωμένος. Δεν τον διέκοπτα γιατί το σοκ της αρχικής έκπληξης το διαδέχτηκε η έντονη επιθυμία μου να μάθω γι’ αυτήν την ξεχασμένη ιστορία και πως επέδρασε αυτή στην ψυχική κατάσταση του φίλου μου.
—Όπως καταλαβαίνεις συνέχισε ο Οβίντιου, ο Τόνι, ποτέ δεν ησύχασε με αυτή την ιστορία. Έλεγε τότε «ο Βρώμικος Μπένι σκότωσε και τους γονείς του, ο άθλιος… Κι αποκλείεται να έχει πάθει κακό.. Αυτός ο ίδιος είναι το απόλυτο κακό… Μπορεί να έφυγε στο εξωτερικό για να συνεχίσει την εγκληματική του δράση…».
—Κι όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν ασχολιόταν με τον Βρώμικο Μπένι; Διέκοψα εγώ…
—Δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται. Περπατούσαμε καμιά φορά στο Κέντρο και ξαφνικά σταματούσε και κοίταζε κάποιον που έμοιαζε του Βρώμικου Μπένι. Σούφρωνε τα φρύδια του με τον τρόπο που ξέρεις και κοίταζε την φιγούρα του αγνώστου, μέχρι που αυτή χανόταν μέσα στην πολυκοσμία. Είχε τύχει να δει κάποιον που του θύμιζε τον Βρώμικο Μπένι και αντί να προχωρήσει μαζί μου έπαιρνε τον άγνωστο από πίσω.. Αλλά τώρα τελευταία, έγινε ένα γεγονός που τον τάραξε πολύ.
—Δηλαδή;
Πριν από δυο τρεις μήνες το Λύκειο στο οποίο είναι Διευθυντής, οργάνωσε εκπαιδευτική εκδρομή πέντε ημερών στο Βουκουρέστι. Πήγαν και στο Παλάτι του Πατριαρχείου. Εκεί ανέλαβε να τους ξεναγήσει κάποιος Πρωτοπρεσβύτερος, ο πατέρας Βενιαμίν. Ένας καλοκάγαθος ιερέας που είχε μονάσει στην Σκήτη Τιμίου Προδρόμου του Αγίου Όρους…
…Ο μαθητόκοσμος, έσπευσε να του φιλήσει το χέρι κι από κοντά και οι καθηγητές που συνόδευαν τα παιδιά. Μαζί και ο Λυκειάρχης. Όταν ο Λυκειάρχης, ο Τόνι δηλαδή, έφτασε μπροστά του κάνοντας τον σταυρό του, κεραυνοβολήθηκε… Ψέλλισε: «η Κόκκινη Αλεπού»…
—Τι; Είπα έκπληκτος, καθώς δεν περίμενα μια τέτοια τροπή της ιστορίας…
—Ναι είπε ο συνομιλητής μου. Μπροστά του στεκόταν ο αρχηγός της Κόκκινης Αλεπούς… Ο Βρώμικος Μπένι! Ένας μεσόκοπος καλοκάγαθος ιερωμένος ο πατέρας Βενιαμίν, με πολλά χρόνια θητείας, απ’ ότι τους είχαν πει προηγουμένως, στο Άγιον Όρος…
—Και τι έγινε;
—Ο Τόνι έπαθε σοκ… Μάλλον εκεί άρχισε να χάνει τα λογικά του καθώς λένε μαθητές και καθηγητές. Ο άλλος βλέποντάς τον, μισόκλεισε τα μάτια, έκανε μια ελαφρά υπόκλιση με το κεφάλι του κι άφησε τον αποσβολωμένο Toni να ψελλίζει «η Κόκκινη Αλεπού… η Κόκκινη Αλεπού…». Μετά από λίγο ήλθε ένας άλλος ιερωμένος και τους ανακοίνωσε ότι ο πατέρας Βενιαμίν, αισθάνθηκε αδιαθεσία και την ξενάγηση θα την αναλάμβανε αυτός…
—Μα τι λες;
—Ναι, έτσι έγιναν τα πράγματα… Δυο μήνες τώρα ο Μπέιμπι Τόνι βρισκόταν σ’ ένα διαρκές παραλήρημα. Με κάλεσε μια μέρα στο τηλέφωνο και ήθελε να με δει για κάτι πολύ σοβαρό. Συναντηθήκαμε στο Κέντρο. Δεν ήθελε να πιούμε καφέ. Ήθελε να περπατήσουμε. Ήταν αξύριστος, βρώμικος και μιλούσε ακατάπαυστα… Κοίταζε συνεχώς πίσω του. «Η Κόκκινη Αλεπού στο Πατριαρχείο… Ο εγκληματίας στο Πατριαρχείο…», έλεγε και ξανάλεγε…
—Ποιος, ρώτησα εγώ… Ο Βρώμικος Μπένι; Πού στο Βουκουρέστι; Παπάς;
—Ναι στο Βουκουρέστι… Στο Πατριαρχείο… η Κόκκινη Αλεπού… Παπάς…
—Κατάλαβα περίπου ότι είχε βρει τον Βρώμικο Beni.. Δεν μπορούσα όμως να συνεννοηθώ μαζί του. Με τη γυναίκα του, ούτως η άλλως δεν μπορούσε να υπάρξει καμιά συνεννόηση… Κάποια στιγμή χωρίσαμε μπροστά στο Παλάτι Μπάμπος… Έφυγε με κατεύθυνση προς την Μεντικάλα 5… Και χτες με πήρε ο Ούκι στο τηλέφωνο και με ενημέρωσε. Πριν δεκαπέντε περίπου μέρες ξεσήκωσε όλη την πολυκατοικία φωνάζοντας κι απειλώντας να σκοτώσει την «Κόκκινη Αλεπού»… Κάποιος γείτονας κάλεσε την Αστυνομία κι αυτή με την σειρά της το νοσοκομειακό. Τον πήγανε στις Πρώτες Βοήθειες κι από κει στην Ψυχιατρική, στην οδό Μαρινέσκου…
Είχα μαρμαρώσει. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Από την σαστιμάρα αυτή με έβγαλε η ήρεμη φωνή του φίλου μου…
—…Είπαν ότι είναι βαρύ περιστατικό. Τον έβαλαν στην απομόνωση. Φοβούνται λέει, μην κάνει κι επιτεθεί στους άλλους ασθενείς ή ακόμη και στον εαυτό του.. Πριν από μια βδομάδα τον έβγαλαν από την απομόνωση. Έδειχνε ήρεμος και πολύ κοινωνικός. Κάποια στιγμή, δεν ξέρουν πώς, διέφυγε της προσοχής των νοσηλευτών και τον έχασαν. Τον εντόπισε ένα νεαρό ζευγάρι ερωτευμένων στο Δάσος του Φατζετ. Μέσα στο δάσος ολόγυμνο… Παραληρούσε συνεχώς: «η Κόκκινη Αλεπού έγινε άγιος… η Κόκκινη Αλεπού έγινε άγιος…».
Αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία και τον μάζεψαν. Τώρα είναι πάλι στην απομόνωση, χτες πήγα και τον είδα και μου είπε ότι θέλει εσένα για να συζητήσει λέει σοβαρά… Να σε στείλει να ψάξεις τα αρχεία της Σκήτης Τιμίου Προδρόμου του Αγίου Όρους. Είναι λέει σημαντικό θέμα και μόνο σε σένα έχει εμπιστοσύνη να εξιστορήσει τα συμβάντα που συνθέτουν αυτή την ιστορία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου