Πέμπτη, Μαΐου 07, 2015

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Απρόβλεπτες καταστάσεις




Δημήτρης Κανελλόπουλος
Απρόβλεπτες καταστάσεις


Ο Milu Dragoş, ήταν γνωστός δικηγόρος της Baia Mare. Σε λίγες μέρες είχε τα γενέθλιά του και σκέφτηκε να καλέσει μερικούς φίλους του να το γλεντήσουν στο εξοχικό του, στCălinești Oaș, κοντά στην λίμνη.  Ο Milu Dragoş έκλεινε τα πενήντα του χρόνια. Πενήντα χρόνια μιας ζωής. Όχι πάντοτε ευτυχισμένης. Όμως καλά τα είχε καταφέρει μέχρις εδώ.
Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα του Απρίλη. Είχε τελειώσει τις δουλειές του και καθόταν στο γραφείο του. Κοίταζε από την τζαμαρία της οδού Ferencyi προς το Πάρκο Νεολαίας. Σκέφτηκε να κάνει ένα γλέντι στο εξοχικό του. Όχι για πολλά άτομα. Μόνο για τους τρεις τέσσερις στενούς του φίλους.
Κοίταξε το ημερολόγιο. Την μεθεπόμενη Κυριακή, το ημερολόγιο έδειχνε 4 Μαΐου. Συμπλήρωνε 50 χρόνια ζωής. Σκέφτηκε να διοργανώσει ένα γλέντι με τους πιο στενούς του φίλους. Πιο καλά θα ήταν το Σάββατο, για να έχουν την Κυριακή για ξεκούραση. Πήρε χαρτί κι έγραψε τα ονόματα: RaduGenuMihai
Κοιτάζοντας τις ψηλές σημύδες του πάρκου, έπεσε σε βαθιές σκέψεις. Αλήθεια, τι είχε καταφέρει; Πολλά! Κατ’ αρχήν είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Janine, με την οποία είχε σχέση από τα μαθητικά του χρόνια. Απέκτησε μαζί της δυο αγόρια και ζούσε σε μια απίθανη οικογενειακή αρμονία και γαλήνη. Ίσως ο μοναδικός απ’ όλη την τάξη του στο Λύκειο, που απολάμβανε μια τέτοια οικογενειακή ευτυχία.

Οι δουλειές του πήγαιναν καλά. Είχε ειδικευτεί στο Αστικό Δίκαιο και ως άτομο ευρείας αποδοχής, είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη πολλών ανθρώπων, όχι μόνο της πόλης, αλλά σε ολόκληρο το νομό. Εκτός των άλλων, δεν ήταν μόνον ως νομικός γνωστός. Από τα νιάτα του ακόμη, είχε μια μεγάλη αγάπη με την παράδοση. Συμμετείχε σε διάφορες ενώσεις και σωματεία για την παράδοση του Maramureş. Είχε πάθος με την μουσική, με την λαϊκή ζωγραφική, με την ευρύτατα διαδεδομένη λαϊκή ζωγραφική, με την λαϊκή αρχιτεκτονική και την ξυλογλυπτική… Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του λαϊκού φεστιβάλ Sărbătoarea Castanelor, που αναδείχτηκε στην σπουδαιότερη γιορτή της πόλης και δημοσίευε συνεχώς άρθρα και εργασίες για την Παράδοση στις πιο έγκυρες εφημερίδες και στα πιο αξιόπιστα περιοδικά, ολόκληρης της χώρας.
Και η οικογένειά του ήταν μια οικογένεια χωρίς προβλήματα. Η Janine αν και είχε κάνει σπουδές Βιολογίας, είχε προσληφθεί ως διευθύντρια στην Νομαρχιακή Βιβλιοθήκη. Μια παρουσία ευγενική, αγαπητή από όλους, γνωστή για τις δημοσιεύσεις της σε θέματα Βιβλιοθηκών, αλλά και σε θέματα της οικογένειας.
Τα αγόρια του Milu Dragoş, άριστοι μαθητές στο Λύκειο, είχαν κι αυτά δείξει μια εντυπωσιακή ωριμότητα. Ο Emil που ήταν ο μεγαλύτερος, είχε εκδηλώσει την επιθυμία να ενταχθεί στο Πυροσβεστικό Σώμα. Όταν τελείωσε το Λύκειο, έδωσε εξετάσεις στην Αστυνομική Ακαδημία “Alexandru Ioan Cuza”, στο Βουκουρέστι και πέρασε πρώτος στην Σχολή Πυροσβεστών. Τέλειωσε Αρχηγός της Τάξης του και τοποθετήθηκε ως νεαρός αξιωματικός στο Επιτελείο του Πυροσβεστικού Σώματος στην Baia Mare.
Ο μικρός του, ο Ioniţa, εισήλθε στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου του Cluj. Τώρα βρισκόταν στο τρίτο έτος και συγκέντρωνε την εκτίμηση όλων των καθηγητών και των συμφοιτητών του, οι οποίοι τον θεωρούσαν διάνοια της Φυσικής. Τον αποκαλούσαν ο «μικρός Hawking» κι αυτό του άρεσε. Τον έκανε υπερήφανο! Ο Ioniţείχε εκδηλώσει την επιθυμία να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αμερική.
Σκεφτόταν λοιπόν να καλέσει στο εξοχικό του, κοντά στην λίμνη Călineşti Oaş τους τρεις συντρόφους και φίλους του. Σήκωσε το ακουστικό και πήρε την Janine.
—Έλα πώς είσαι;
—Καλά εσύ;
—Καλά… Πάμε για φαγητό; Να περάσω να σε πάρω;
—Ναι. Σε πόση ώρα;
—Σε δέκα λεπτά;
—Ωραία θα είμαι στην έξοδο…
Σηκώθηκε, έβαλε την καπαρντίνα του, πήρε την τσάντα του, επιθεώρησε το γραφείο και κατόπιν κλείδωσε την πόρτα και κατέβηκε στην οδό Ferencyi. Περπάτησε προς το κέντρο. Πέρασε την γέφυρα του ποταμού Săsar έκοψε λίγο δεξιά κι έφτασε έξω από την Νομαρχιακή Βιβλιοθήκη. Εκεί βρήκε την Janine να τον περιμένει. Συνέχισαν να περπατούν μέχρι το ρεστοράν Lumiere, στην Piăţa Libertăţii.
            Εκεί, μόλις κάθισαν στο τραπέζι και παρήγγειλαν, ο Milu της φανέρωσε τις σκέψεις του για την γιορτή των γενεθλίων του. Αυτή συμφώνησε χαρούμενη για την μάζωξη που πρότεινε ο άντρας της. Χαζολόγησαν αρκετή ώρα και κατά τις τέσσερις πήραν τον δρόμο για το σπίτι. Ακολουθούσε ένα ανοιξιάτικο σαββατοκύριακο…

Η εβδομάδα κύλησε γεμάτη ένταση για τις προετοιμασίες. Έκανε πολλά τηλεφωνήματα στο Călineşti Oaş. Συνεννοήθηκε για τα κρέατα, για τους ανθρώπους που θα βοηθούσαν, είχε εκεί τον συμμαθητή του από το δημοτικό, τον Toni Nica. Αυτός κανόνιζε τα πάντα για λογαριασμό του «δικηγόρου», όπως τον αποκαλούσε από μικρός.
            Ο Milu Dragoş άλλες φορές, όταν καλούσε πολλούς φίλους του στο Călineşti Oaş, έφερνε και τους Fraţi Petreuş κι έπαιζαν τα αυθεντικά, παραδοσιακά τραγούδια του Maramureş. Ήταν στενός φίλος με τους Fraţi Petreuş. Από παιδί άκουγε τα τραγούδια τους και ένοιωθε περήφανος για την καταγωγή του. Τελευταία όμως, είχε περιορίσει τον αριθμό των καλεσμένων στις γιορτές. Δεν ήθελε πολυκοσμία σ’ αυτές τις στιγμές προσωπικής ευτυχίας. Έτσι περιοριζόταν μόνο, να καλεί τους τρεις αγαπημένους του φίλους από τα παλιά.
            Στα μέσα της εβδομάδας πήγε στο Cluj. Επισκέφθηκε τα δικαστήρια, πήρε αντίγραφα από κάποιες υποθέσεις του που είχαν τελεσιδικήσει και το μεσημέρι συνέφαγε με τον γιο του Ioniţa. Τον ρώτησε αν θα έλθει στα γενέθλιά του, αλλά ο μικρός του είπε ότι αυτός ο χρόνος ήταν καθοριστικός για μια εργασία του, η οποία έπρεπε να υποβληθεί στο Πανεπιστήμιο σε δέκα μέρες περίπου. Δεν τον πίεσε. Του άρεσε που ο Ioniţa έδειχνε μεγάλη σοβαρότητα σε σχέση με τις σπουδές του. Κατά τις πέντε το απόγευμα γύρισε στην Baia Mare.
            Τηλεφώνησε στον Emil. Τον ρώτησε τι πρόγραμμα είχε στην υπηρεσία. Αυτός του είπε, πως την Παρασκευή δεν μπορούσε να λείψει γιατί ήταν αξιωματικός υπηρεσίας. Θα ερχόταν όμως το Σάββατο το πρωί με το λεωφορείο μέχρι το Seieni. Συνεννοήθηκαν να κατέβει ο Milu στο Seieni και να τον παραλάβει. Μικρή ήταν η απόσταση άλλωστε. Συνεννοήθηκε με την Janine, να ζητήσει μια μέρα άδεια από την Βιβλιοθήκη, την Παρασκευή, πράγμα που έγινε και την Πέμπτη το απόγευμα θα έφευγαν για το εξοχικό τους. Έτσι θα προλάβαιναν να τακτοποιήσουν το σπίτι και να κάνουν στην ώρα τους τις προετοιμασίες.
Έτσι έκαναν όταν έφτασε η Πέμπτη. Φόρτωσαν τα πράγματα στο καινούργιο αυτοκίνητο, ένα μεγάλο τζηπ, που διάλεξε ο γιός του ο Emil και ξεκίνησαν για το εξοχικό στο Călineşti Oaş.

            Ταξίδευαν συζητώντας διάφορα για τα παιδιά τους. Ύστερα η Janine του είπε για κάποια περιστατικά κακοποίησης παιδιών που είχαν συμβεί στην Oltenia. Τα ανέφερε το περιοδικό Familia Română.
            —Θέλει πολύ αγώνα για να γίνουμε μια εξημερωμένη κοινωνία Milu
            —Τα περιστατικά αυτά γίνονται σε περιοχές καθυστερημένες οικονομικά είπε ο Milu
            Η συζήτηση συνεχίστηκε αδιάφορα, καθώς προσπερνούσαν τa όμορφα τοπία του Maramures. Πέρασαν το Ciocârlau. Στο Seini, οι στροφές γίνονταν επικίνδυνες και ο Milu έκοψε ταχύτητα. Στα τελευταία σπίτια του χωριού έστριψε δεξιά, βγαίνοντας από τον κεντρικό δρόμο. Συνέχισε προς την Oraşul Nou. Μετά από δεκαπέντε λεπτά άφησαν πίσω τους τον νομό της Baia Mare και μπήκαν στον νομό Satu Mare. Σε λίγη ώρα έφτασαν στην άκρη της λίμνης. Εκεί ο Milu έστριψε δεξιά και μετά από ένα χιλιόμετρο πάρκαρε στην αυλή του εξοχικού. Τους περίμενε η θεία Dora, αδελφή της μαμάς της Janine, με τις γυναίκες που έκαναν τις προετοιμασίες.
            Οι γυναίκες χάθηκαν στο πίσω μέρος του σπιτιού και ο Milu ασχολήθηκε με την τροφοδοσία από τους τοπικούς παραγωγούς. Πήγε στο Boineşti και αγόρασε σπιτικιά ţuică από τον φίλο Mircea Gorla. Ύστερα πέρασε από τον Gigi Duţea στον οποίο παράγγειλε τα κρέατα.

Το Σάββατο είχε ψιλόβροχο. Κάτι βοριάδες ανοιξιάτικοι κατέβαιναν από την Μπουκοβίνα και τις ουκρανικές πεδιάδες. Η Janine και ο Milu σηκώθηκαν νωρίς. Ήπιαν καφέ στο καθιστικό. Συζήτησαν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Κατόπιν ο Milu, έφυγε για το Seieni για να παραλάβει τον Emil. Ήθελε να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι για να υποδεχτεί τους φίλους του που θα έρχονταν το μεσημεράκι.
            Το λεωφορείο από την Baia Mare έφτασε με καθυστέρηση ως συνήθως. Αντί των 11 μπήκε στον σταθμό στις έντεκα και είκοσι. Πήγαινε αργά λόγω της εκνευριστικής βροχής. Ο Emil έβγαλε πρώτα το ολόξανθο κεφάλι του κοίταξε αριστερά δεξιά και μόλις τον είδε του έκλεισε το μάτι. Κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς τον πατέρα του. Τον αγκάλιασε σφιχτά, προσφέροντάς του μια ανθοδέσμη με πενήντα κόκκινα τριαντάφυλλα λέγοντάς του
—Χρόνια πολλά γέρο μου…
Ο Milu συγκινημένος τον έσφιξε στην αγκαλιά του λέγοντας;
—Ευχαριστώ γιέ μου… Άντε, μπες να μην βρεχόμαστε και πάμε να πιούμε έναν καφέ…
—Δεν γουστάρω τον καφέ τους, πάμε στο σπίτι να φτιάξω έναν φραπέ ελληνικό… Ο Emil συμφώνησε και ξεκίνησαν για το σπίτι.
—Τι γίνεται στη δουλειά..;
—Καλά… δεν έχει τρέξιμο αυτόν τον καιρό. Έκανα αλλαγή βάρδιας με τον Matei Petreş κι έτσι έφυγα. Θα τον αντικαταστήσω το επόμενο σαββατοκύριακο… Έμαθες; Πήρε σύνταξη ο συνταγματάρχης Ciucaş… Ο τελευταίος «κομμουνιστής» πυροσβέστης… Τον θυμάσαι;
—Τον Ciucaş δεν θυμάμαι; Αυτός ο τρελός που είχε κατεβάσει τους πυροσβέστες σε παρέλαση το καλοκαίρι του 1984… Είχε γίνει χαμός στην πόλη… Κοιτούσαμε σαν χαζοί τους πυροσβέστες να διασχίζουν τους δρόμους της πόλης τραγουδώντας τον ύμνο των πυροσβεστών, κι αναρωτιόμασταν αν είναι η μέρα τους:
…Curajul ne-a unit
Credinţa ne-a păzit
Noi stăm de veghe mereu

Şi-n fiecare zi
Noi le vom dărui
Viată şi pace
Semenilor noştri
Viată si pace
Vom dărui….
Κι αυτός μεθυσμένος να πηγαίνει μπροστά κρατώντας τη σημαία…
            —Φαντάζομαι θα έγινε ο τρελός χαμός…
—Τι τρελός χαμός… Τον χάσαμε για δυο χρόνια. Λέγανε ότι πήγε φυλακή… Ο πατέρας του όμως τον γλύτωσε. Τον έστειλαν στο φράγμα του Δούναβη, εκεί που ήταν παλιά το Ada Kale. Είχαν έναν υποσταθμό εκεί, με πυροσβεστική δύναμη έναν αξιωματικό και τρεις άνδρες. Δεν μπορούσε να πάρει άδεια ποτέ του από εκείνο τον τόπο. Έναν τόπο απόλυτης εξορίας…
—Φαντάζομαι…
—Ο ίδιος ο Τσαουσέσκου ήθελε να τον ξεσκίσει, αλλά ο πατέρας του ήταν ιδρυτικό μέλος του Κόμματος και δεν τον πείραξαν. Του ζήτησαν κι έκανε μια γραπτή δήλωση ότι δεν θα ξαναβάλει ποτό στο στόμα του και να ζητήσει συγγνώμη από το Κόμμα και τον Λαό, επειδή κινητοποίησε ασκόπως το Πυροσβεστικό Σώμα της Baia Mare
—Ο Emil είχε σκάσει στα γέλια.
—Όταν έφτασε όμως στον Δούναβη και επιθεώρησε το μέρος στο οποίο θα διέμενε επ’ αόριστον, είπε «εδώ που μ’ έστειλαν, δεν θα το αντέξω… Η γυναίκα μου δεν θα βρει τον δρόμο ποτέ, για να ’ρθει να με δει… Πρέπει να την ξεχάσω… Αλλά δεν μπορώ…». Δεν μπορούσε να την ξεχάσει αλλά άφησε το ποτό να τον βοηθήσει… Μετά την Επανάσταση του ’89, ο Ciucaş επανήλθε στην Baia Mare ως αντιστασιακός. Έλεγαν ότι είχε κάνει την παράνομη παρέλαση ως ένα μέσον διαμαρτυρίας και αντίστασης στον Τσαουσέσκου. Εν τω μεταξύ, είχε κάνει αποτοξίνωση. Την σύζυγο, δεν την αναζήτησε. Μάθαμε ότι αυτή δεν έχασε τον καιρό της. Γνώρισε έναν άραβα από την Υεμένη κι έκανε μαζί του ένα παιδί. Μετά ο άραβας την εγκατέλειψε και χάθηκαν τα ίχνη της στο Βουκουρέστι…
—Μεγάλη ιστορία ο Ciucaş…
—Ναι… Μετά έγινε υπόδειγμα πυροσβέστη. Ήταν αλτρουιστής. Έπεφτε στη μάχη πρώτος, παρακινώντας τους άντρες του… Να που έφτασε να πάρει σύνταξη…
—Εξήντα ετών είναι… Έδωσε συνεντεύξεις στα κανάλια χτες το απόγευμα…
—Ναι είναι μεγαλύτερος από εμένα δέκα χρόνια…
Συζητώντας για τον Ciucaş έφτασαν στο σπίτι. Η Janine τους περίμενε στο κεφαλόσκαλο. Καμάρωνε τον πρωτότοκό της, έτσι όπως βάδιζε σαν ελάφι πλάι στον πατέρα του…
—Κοίτα Janine, την καταπληκτική ανθοδέσμη που μου έφερε ο γιός μου, είπε ο Milu, ενώ ο Emil έπεφτε στην τρυφερή αγκαλιά της μάνας του…
—Παιδάκι μου είπε, φιλώντας τον..
—Χρόνια πολλά μητέρα, να τον χαιρόμαστε…
—Ευχαριστώ αγόρι μου… Καλή τύχη και σε σένα…
Πέρασαν μέσα στο σπίτι. Ο Milu, τηλεφώνησε στον Genu που ερχόταν από το Cluj, για να δει που βρίσκεται.
—Σε μισή ώρα είμαι εκεί… Έρχομαι με την Andela… Τα κορίτσια είναι στην Τimişoara
—Άντε σάς περιμένουμε…
—Σε μισή ώρα είμαστε εκεί… Πα…
Ok… Πα…
Ύστερα από λίγο έφτασαν οι πρώτοι καλεσμένοι. Ο Radu με την Corina και την κόρη του Lea… Ταυτόχρονα ήλθαν ο Gicu Moşu, ο Mircea Gorla, κι ο Gigi Dοţea … μετά από είκοσι λεπτά έφτασαν ο Genu με την Sandra και πίσω τους ο Mihai με την γυναίκα του την Anca και τα δυο παιδιά τους τον Petre και την Bianca.
            Χαιρετήθηκαν, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, ευχήθηκαν εγκάρδια και συγκινητικά στον εορτάζοντα, τραγουδώντας το multi ani traiasca… Του πρόσφεραν τα δώρα τους και πέρασαν στο καθιστικό όπου πήραν θέσεις στο μακρύ, χωριάτικο και γεμάτο με όλα τα καλά του Θεού τραπέζι.
            Η θεία Dora είπε:
            —Καλή όρεξη και χρόνια πολλά του νοικοκύρη…
Αυτό ήταν… Άρχισε το γλέντι! Ο Milu είχε πάψει να καλεί συγκροτήματα για να παίζουν ζωντανά την παραδοσιακή μουσική που τόσο λάτρευε. Τα τελευταία τρία χρόνια η μουσική ακουγόταν από ένα στερεοφωνικό σύστημα. Δεν ήθελε πια πολύ κόσμο στις γιορτές του, ούτε πολύ φασαρία. Πάτησε ένα κουμπί κι άρχισε η μαραμουρεσάνικη μουσική να απλώνεται στο χώρο και ν’ ανάβει, μαζί με το κόκκινο κρασί τις ψυχές των ομοτράπεζων. Οι νέοι έκαναν την δική τους παρέα και βρίσκονταν στον πάνω όροφο του σπιτιού.
Το γλέντι κύλησε ως αργά. Ήπιαν αρκετά. Οι χοροί εναλλάσσονταν ο ένας μετά τον άλλο. Μια χόρευαν mocăneasca, μετά το χορό των văsarilor με τις φοβερές κραυγές τους να δημιουργούν μια τρομερή υπερένταση. Αργά το απόγευμα ξεθεωμένοι μετακόμισαν στο σαλόνι με το τεράστιο τζάκι και απόλαυσαν τον καφέ τους. Οι νεαροί ήθελαν να πάνε στην καφετέρια της λίμνης και γι’ αυτόν τον λόγο ο Emil ζήτησε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ο Milu του τα έδωσε συνιστώντας του να προσέχει γιατί η εκνευριστική βροχή που έπεφτε τώρα και δυο μέρες, συνέχιζε να πέφτει με τον ίδιο μονότονο ρυθμό…
—Έλα πατέρα δεν είμαι μικρός πια… Ξέρω καλά να οδηγώ και πάντοτε τηρώ τους κανόνες, είπε ο γιος κι έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο…
Καμάρωνε τον γιό του και καθησύχασε τους υπόλοιπους, που έφερναν προσκόμματα στην έξοδο των παιδιών.
Ύστερα, έπιασαν να συζητούν για πολιτική. Άρχισαν να φωνασκούν και να διαπληκτίζονται, μιας κι ο καθένας είχε επιλέξει διαφορετικό δρόμο μετά την πτώση του καθεστώτος. 
            Αργά την νύχτα αποχώρησαν οι Gicu Moşu, ο Mircea Gorla, κι ο Gigi Dοţea, που έμεναν στα γύρω χωριά. Οι υπόλοιποι, κατάκοποι από τον χορό και το ποτό, άρχισαν αποσύρονται στον ξενώνα, στον επάνω όροφο. Ήταν αργά και η κούραση τους είχε εξουθενώσει. Αντάλλαξαν ευχές και χάθηκαν στον πάνω όροφο του σπιτιού, όπου βρισκόταν ο ξενώνας. Η θεία Dora ακούραστη άρχισε με τις βοηθούς της να μαζεύει τα πιάτα από τη μεγάλη τραπεζαρία και να τακτοποιεί. Ο Milu και ο Genu δεν είχαν όρεξη για ύπνο κι αποφάσισαν να περιμένουν τα παιδιά. Κάθισαν πλάι στο τζάκι κι έπιασαν τα παλιά. Ο  Genu ήταν ο καλύτερός του φίλος. Ποτέ δεν τον είχε αποχωριστεί.
            —Για θυμήσου Milu εκείνη την ιστορία με τον Radu, που ήθελε να δραπετεύσει από την χώρα το 1982… Θυμάσαι; Κι εσύ ήσουν στην UASCdR
—Κόνεψα να πεθάνω… τότε… Κάθε μέρα με καλούσαν στην securitate… Κάποιος τους πληροφορούσε… Πάντα, με τρώει μέσα μου να μάθω, ποιος ήταν…
—Δεν θα μάθεις ποτέ… Ήσαν άπειροι…
—Έχω τις υποψίες μου… Μιλούσε ο Radu πολύ… Ιδιαίτερα στην γκόμενα που είχε εκείνη την εποχή. Μια Σιμόνα Farkas. Ο πατέρας της ήταν Γραμματέας του Κόμματος στην Alba Iulia… Δεν ξέρω αν αυτή είχε μάθει κάτι και τον κάρφωσε. Αλλά κι άλλοι από την Βιολογία ήσαν διαθέσιμοι για συνεργασία με την securitate… Γνωρίζω καλά, ότι  τότε δεν μου είχε εμπιστοσύνη, αλλά αν δεν ήμουν εγώ, τώρα δεν θα υπήρχε…
—Και συ αδελφέ δεν πέρασες λίγα, ας το αφήσουμε καλύτερα αυτό…
—Όχι, να μην το αφήσουμε… Εγώ, βρέθηκα στην δίνη εκείνης της εποχής απληροφόρητος. Ήμουν νέος, στα μάτια μου φάνταζε νόμιμο το να είσαι σε μια θεσμοποιημένη οργάνωση από το κράτος. Άλλωστε υποχρεωτικά μας στράτευαν. Όταν βρέθηκα φοιτητής στο Cluj, άρχισα να καταλαβαίνω… Εγώ με την δικαιοσύνη και την αγάπη ήμουν, πάντα χριστιανός και δεν επηρεαζόταν η πίστη μου απ’ ότι συνέβαινε γύρω μου…
—Το γνωρίζω…
—Ανεξάρτητα από ότι έγινε τότε, πολλοί άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια μετά ως συνεργάτες του καθεστώτος… Εμένα δεν θα με άφηναν απέξω… Καλύτερα που έγιναν έτσι τα πράγματα και αθωώθηκα από το δικαστήριο παμψηφεί… Ωστόσο, χωρίς καταγγελία δεν θα ξεκινούσε η διαδικασία… Κάποιος πάλι έκανε ανώνυμη καταγγελία. Δεν πειράζει… Τέλειωσε αυτός ο εφιάλτης… Την υγειά μας να έχουμε τώρα…
—Ναι Milu, καλά είμαστε… Δόξα τω Θεώ…
Στο τζάκι έκαιγαν τα μεγάλα κούτσουρα… Η φωτά σκορπούσε γύρω μια γλυκιά θαλπωρή και οι δύο φίλοι χαλαροί κάθονταν μπροστά στο τζάκι συζητώντας για εκείνη την περίοδο που έφερε στη ζωή τους μεγάλες ανακατατάξεις… Αίφνης κουδούνισε το κινητό τηλέφωνο του Milu.
—Ποιός να με θέλει τέτοια ώρα, εδώ σ’ αυτήν την ερημιά..;
 Στην άλλη άκρη, ήταν ο Emil, ο οποίος του είπε:
—Πατέρα, μεγάλη φωτιά με εκρήξεις στο Shiget… Όλη η δύναμη της Πυροσβεστικής κατευθύνεται προς τα εκεί… Έλαβα μήνυμα να παρουσιαστώ επειγόντως στο Αρχηγείο… Έρχομαι στο σπίτι…
Ο Milu τινάχτηκε όρθιος. Η ώρα ήταν περασμένη και είχε ξεχάσει, βυθισμένος στις αναμνήσεις του τα παιδιά που είχαν βγει για διασκέδαση. Είπε:
—Μεγάλη φωτιά στο Shiget… Έρχεται ο Emil με τα παιδιά…  Τον καλούν επειγόντως. Πρέπει να τον πάω στην Baia Mare, πώς θα οδηγήσει μόνος του;
Ύστερα άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο κεφαλόσκαλο. Κοίταξε έξω μέσα στην νύχτα. Αυτή η εκνευριστική βροχή συνεχιζόταν αδιάλειπτα. Πίσω του ήλθε ο Genu. Σχολίασαν την αδιάκοπη βροχή.
—Θα έλθω μαζί σας είπε ο Genu
—Όχι, θα τον πάω και θα γυρίσω. Μια ώρα υπόθεση είναι…
—Καλά δεν επιμένω, είπε ο Genu
Μετά από λίγο, μπήκε το τζήπ στην αυλή και η νεαρή παρέα κατευθύνθηκε μέσα στο σπίτι. Ο  Emil, κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του, που βρισκόταν στο ισόγειο, λέγοντας του πατέρα του:
—Θα πάω μόνος…
—Πώς θα πάς μόνος; Εμείς με τι αυτοκίνητο θα φύγουμε από εδώ αύριο; Η μητέρα σου κοιμάται. Ανεβαίνω επάνω να την ενημερώσω και αμέσως φεύγουμε…
Ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα και σκούντηξε απαλά την Janine.
—Πηγαίνω τον Emil στην Baia Mare… Υπάρχει μεγάλη φωτιά στο Shiget και τους καλούν στην υπηρεσία…
Η  Janine πετάχτηκε έντρομη λέγοντας:
—Παναγία μου… Έρχομαι κι εγώ…
―Όχι είπε ο Milu, είναι αργά… Θα τον πάω εγώ και θα γυρίσω…
―Μα, θα γυρίσεις μόνος σου μέσα στη νύχτα; είπε ανήσυχη η Janine και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι.
―Μην ανησυχείς, δεν είναι η πρώτη φορά. Θα τον πάω και θα γυρίσω! Αυτό είναι όλο…
Η  Janine επέμενε αλλά ο Milu την έπεισε ότι έτσι είναι καλύτερα… Ωστόσο κατέβηκε στο ισόγειο και ρώτησε να μάθει απ’ τον γιό της, λεπτομέρειες για την πυρκαγιά. Ο Emil δεν ήξερε να της πει περισσότερα.
―Στο Shiget, στην βιομηχανική ζώνη είναι… γίνονται εκρήξεις… Τίποτε άλλο δεν μου είπαν. Όλη η δύναμη του νομού, κινείται προς το Shiget… Κατόπιν την φίλησε και χαιρετώντας τα υπόλοιπα παιδιά και τον Genu, προχώρησε με γρήγορο και σταθερό βήμα προς την έξοδο του σπιτιού, σαν να ήταν υπεύθυνος αυτός και μόνο και με αποφασιστικότητα πήγαινε να σβήσει τη μεγάλη φωτιά…
Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, το ρολόι έδειχνε μία και επτά λεπτά. Στο τιμόνι κάθισε ο Milu. Ο Emil ήθελε να οδηγήσει αλλά ο πατέρας του δεν τον άφησε.
—Μήπως έχεις πιεί παραπάνω;
—Όχι! Μια χαρά αισθάνομαι… Φύγαμε, είπε ο Milu, βγαίνοντας με προσοχή στον δρόμο. Άναψε τα μεγάλα φώτα και διαλύθηκε το πηχτό σκοτάδι.
—Είναι εκνευριστική αυτή η βροχή που δεν λέει να σταματήσει.
—Ναι κι αυτοί τσαράνοι που βγαίνουν με τα μόνιππα ή τα φορτηγά τους από τα χωράφια, γεμίζουν τους δρόμους λάσπη, είπε ο Emil
—Ναι.. Τι φταίνε όμως οι δύστυχοι…
Μετά την Orasul Nou, ο Emil δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον φίλο του  Matei Petreş, ο οποίος του είπε να κάνει γρήγορα. Η φωτιά κατέκαιγε ένα εργοστάσιο χημικών και γίνονταν αλλεπάλληλες εκρήξεις. Υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να μεταδοθεί στην εργατική συνοικία, δίπλα από το εργοστάσιο…
―Κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς… Ο πύραρχος ουρλιάζει να παρουσιαστούν άπαντες στο σημείο της πυρκαγιάς…
―Σε είκοσι λεπτά το πολύ θα είμαι εκεί… Είμαστε σε δύο λεπτά στον Ε58…
Πέρασαν την Orasul  Nou και έφτασαν στο Seini.  Εκεί ο Milu σταμάτησε, με προσοχή πέρασε στον δρόμο Ε58, με κατεύθυνση προς την Baia Mare. Η κίνηση ήταν ασυνήθιστα μεγάλη. Προσπέρασε ένα μεγάλο φορτηγο και ανέπτυξε ταχύτητα
―Ο Θεός να τον κάνει εθνικό δρόμο, αυτόν εδώ τον δρόμο είπε ο Milu αναπτύσσοντας ταχύτητα.
―Ναι… πάτα λίγο γκάζι πατέρα γιατί ο τρελός φωνάζει…
―Εντάξει… είπε ο Milu.
Πάτησε το γκάζι και το τζηπ ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα. Ο Milu έσφιξε το τιμόνι και προσπάθησε να κουμαντάρει όσο πιο καλά γίνεται το όχημα. Ήταν κι αυτή η ενοχλητική βροχή. Και η λάσπη στον δρόμο. Το κοντέρ έδειχνε 160km την ώρα. Στην έξοδο του Seini προς το Cicârlău υπήρχε μια πολύ επικίνδυνη στροφή. Λίγο πριν φτάσει σ’ αυτή, ο Milu έκανε μια ασυνήθιστη κίνηση ψάχνοντας τα γυαλιά του, αυτά που φορούσε για μακριά. Από την άλλη μεριά ερχόταν ένα φορτηγό με αναμμένους τους προβολείς. Μπαίνοντας με ταχύτητα στην στροφή, σαν να τον τρόμαξε κάτι κι έκοψε απότομα το τιμόνι αριστερά πατώντας φρένο. Εκεί αισθάνθηκε σαν να τον τυφλώνει μια λάμψη που κατέβαινε με ταχύτητα από τον ουρανό. Το αυτοκίνητο ξέφυγε από την πορεία του και σαν μια αόρατη δύναμη να το τραβούσε προς τα πάνω, ανασηκώθηκε σαν αεροπλάνο που απογειώνεται κι ύστερα, περνώντας στο αντίθετο ρεύμα, άρχισε να τουμπάρει και να σέρνεται στο οδόστρωμα μια, δυο τρεις φορές. Από το αντίθετο ρεύμα ερχόταν ένα άλλο αυτοκίνητο, το οποίο έπεσε με δύναμη πάνω στο τζήπ, το οποίο εκτινάχτηκε έξω από τον δρόμο, πέφτοντας σ’ ένα χαντάκι. Μια μεγάλη έκρηξη προηγήθηκε καθώς ανεφλέγη και μια φωτιά άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό…
Την άλλη μέρα, ο διευθυντής της Τροχαίας Andrea Danila, σε συνέντευξη που έδωσε δήλωσε τα εξής:
«Ακριβώς στην έξοδο της πόλης στην τελευταία, αλλά πολύ επικίνδυνη στροφή προς το Cicârlău, ο οδηγός Milu Dragos, γνωστή προσωπικότητα της περιοχής, οδηγώντας το μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητό του, με κατεύθυνση προς την Baia Mare, με συνοδηγό τον γιό του Emil, αξιωματικό του Πυροσβεστικού Σώματος, έχασε τον έλεγχο πιθανότατα λόγω της μεγάλης ταχύτητας σε δρόμο καλυμμένο με λάσπη. Ο οδηγός δεν μπόρεσε να ανακτήσει τον έλεγχο του αυτοκίνητου, το οποίο γλίστρησε, ανετράπη, και αφού πέρασε στο αντίθετο ρεύμα συγκρούστηκε με άλλο επιβατικό, το οποίο κατευθυνόταν προς το  Seini… Κατόπιν χτύπησε σ’ έναν στύλο Υπηρεσίας Ηλεκτροδότησης και κατέπεσε σε χάνδακα, στην αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου, όπου και τυλίχτηκε στις φλόγες. Η σύγκρουση  ήταν σφοδρή. Ο οδηγός βαριά τραυματισμένος απεγκλωβίσθηκε από διερχόμενους οδηγούς. Ο συνοδηγός, τυλίχτηκε στις φλόγες και δίνει μάχη για την ζωή του, στο Τμήμα Εγκαυμάτων του Νομαρχιακού Νοσοκομείου Άμεσης Ανάγκης, “Dr. Constantin Opriş” τής Baia Mare. Ο Διοικητής της Τροχαίας κλείνοντας την συνέντευξή του, τόνισε ό,τι το ατύχημα προκλήθηκε εξ αιτίας τριών παραγόντων: την υπερβολική ταχύτητα, την κακή κατάσταση του δρόμου με το παχύ στρώμα λάσπης που τον κάλυπτε και το οινόπνευμα που βρέθηκε στο αίμα του οδηγού…

Αυτή είναι η στιγμή που άλλαξε οριστικά την ζωή του Milu Dragoş, αλλά και την ζωή ολόκληρης της οικογένειάς του. Ο ίδιος σώθηκε με συντριπτικά κατάγματα σε διάφορα σημεία του σώματός του και μετά από οκτώ μήνες βγήκε από το Νοσοκομείο. Σε όλη την διάρκεια της νοσηλείας του, κανείς δεν του ανέφερε για την κατάσταση του γιού του Emil. Όταν πήγε στο σπίτι, μια ψυχολόγος επιφορτίστηκε με το καθήκον να τον ενημερώσει για την κατάσταση του Emil. Δεν ήταν μόνο τα κατάγματα σε όλο σχεδόν το σώμα του. Τα εγκαύματα ήσαν εκτεταμένα και οι γιατροί έδιναν μάχη ακόμη να τον κρατήσουν στην ζωή. Το χειρότερο από όλα ήταν η τρομερή παραμόρφωση που είχε υποστεί το πρόσωπό του και οι αγκυλώσεις στα χέρια και στο αριστερό πόδι. Ήταν σαν μια μάζα κρέατος, που δεν μπορούσε να κινηθεί. Ποτέ πια δεν θα μπορούσε να περπατήσει και να εργαστεί. Η ζωή του γινόταν μια καταδίκη…
             Ο «μικρός Hawking» εγκατέλειψε τις σπουδές του και γύρισε στο σπίτι. Η παρουσία του ήταν απαραίτητη για να βοηθήσει την μητέρα, τον πατέρα και τον αδελφό του. Απομονώθηκε τελείως από φίλους και γνωστούς και κάθε μέρα και κάθε νύχτα συμπαραστεκόταν στον αγαπημένο του αδελφό. Είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο νοσοκομείο, επιδεικνύοντας έναν μεγάλο αλτρουισμό. Καθησύχαζε την μητέρα του, όταν την έβλεπε να κλαίει κρυφά, λέγοντάς της:
            ―Μην κλαίς πια, εγώ είμαι εδώ για να σταθώ στο πλάι σου… σε παρακαλώ…
           
Ο ίδιος θεωρώντας υπεύθυνο τον εαυτό του, εκδήλωσε μια απίστευτη αυτοκαταστροφικότητα. Εγκατέλειψε την δικηγορία, έκλεισε το γραφείο του και άρχισε να πίνει. Παρά τις εκκλήσεις  και τα παρακάλια της Janine και του μικρού του γιού, που τον ικέτευαν να σταθεί στα πόδια του και να αντιμετωπίσουν μαζί την κατάσταση δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ το γεγονός ό,τι ο πρωτότοκος γιός του, το καμάρι του, είχε γίνει ένας κρεάτινος σωρός! Ώρες-ώρες τον έπιανε μια υστερία και ούρλιαζε, βρίζοντας την τύχη του. Εκδήλωσε μια παράνοια και σιγά-σιγά τα λόγια του, έπαψαν να έχουν ειρμό. Σε ένα χρόνο πέθανε από κύρωση του ήπατος. Μέσα στο φέρετρο ήταν πολύ ωχρός αλλά σα να χαμογελούσε. Ο Moşu κοιτάζοντάς τον κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας κι όταν ακούστηκε το: Επλανήθην ως πρόβατον απολωλός· ζήτησον τον δούλον σου, ότι τας εντολάς σου ουκ επελαθόμην, είπε:
            ―Γελάει, θα πάρει κι άλλον μαζί του…
Λίγους μήνες αργότερα η Janine αισθάνθηκε λιποθυμικές τάσεις. Χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν, έκανε κάποιες εξετάσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν οξεία λευχαιμία. Η τραγωδία εξελισσόταν απρόβλεπτα. Συνεννοήθηκε με τον μικρό γιό της, να μην αναφέρουν τίποτε στον Emil. Αντιμετώπισε γενναία την κατάσταση. Ακόμη κι όταν η κακή της τύχη την χτύπησε ακόμη μια φορά. Η εξέλιξη της αρρώστιας, δεν της άφησε πολλά περιθώρια. Τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Milu, έφυγε κι αυτή από την ζωή. Ο Moşu καθισμένος πίσω από τους συγγενείς, έγειρε το κεφάλι του πάνω από τον ώμο του Gigi Duţea και ψιθύρισε:

            ―Στο είχα πει στην κηδεία… Ο Milu γελούσε μέσα στο φέρετρο… Να, τώρα… Πήρε μαζί του και την Janine….

Δεν υπάρχουν σχόλια: