Anatol E. Baconsky
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μετάφραση από την Ρουμανική για το Περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ:
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Από τη συλλογή:
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
1954
Ρουτίνα
Ποιήματα γνωστικά και γκρίζα
Ασήμαντες ασκήσεις σχολικές!
Μεγαλώνεις, αρχίζεις, ασκείσαι κι εσύ στη γραφή…
Έρχεται ο χειμώνας - γκριζάρουν τα μαλλιά.
Από τις πιο παλιές ανθολογίες
Μας περιγελούν τα ξεχασμένα ονόματα,
Ο νέος με μπαμπάκι στα αυτιά
Απ’ την αρχή το δρόμο ξαναδιαβαίνει
Νύχτα. Μεθυσμένο το φεγγάρι συνήθισε
Σαν πρόβατο τυφλό στο πασχαλιάτικο σουβλί
Θαρρείς και θέλει επίτηδες να βοηθήσει
Με λίγους στίχους αιώνιους για τους «φίλους»
Οι φυλλωσιές των δέντρων θροΐζοντας συρτά.
Κανείς ποτέ δεν σε ακούει
Μάταια η αγάπη σ’ αναζητά
Πίσω απ’ τα τζάμια τα κορίτσια χάνονται.
Τ’ αστέρια σβήσαν. Δεν τα είδες;
Δε θα ξανάβγουν πια για σένα
Πέρασαν τα πουλιά με δεξιοτεχνία
Σ’ απατηλή τροχιά.
Ο τραγουδιστής μπαμπάκι έχει στ’ αυτιά
Περνά δρεπάνι απ’ τις φυλλωσιές απάνω - ποιος χτυπά;
Από τις πιο παλιές ανθολογίες
Μας περιγελούν τα ξεχασμένα ονόματα.
Στην επανέκδοση της συλλογής Fluxul Memoriei, το 1967, ο Anatol E. Baconsky, περιέλαβε σ’ αυτήν και το ποίημα Ρουτίνα αφαιρώντας τις στροφές 5, 6 και 7
«Θέληση με πείσμα. - γλώσσα ξύλινη.
«Σκέψεις φοβερές» - Σαπουνόφουσκες!
Με μια ξερή, παλιά κληρονομιά
Στίχοι νέοι, μάταια, δε λέγονται.
Φρόνιμα ποιήματα, σκέψη αργή
άδειος αλαλαγμός, παραποιημένος ενθουσιασμός!
Το μαγικό πουλί ποτέ
Το πέταγμά του προς τα πίσω δε γυρίζει.
«Πρωί. Ο κόσμος στο δρόμο, πάει στη δουλειά του
Σ΄ έχει διαβάσει κάπου
Σε κανέναν δε χρησιμεύεις, σε απορρίπτουν
Ζωντανός νεκρός στο κόσμο σου».
Η Γη
(Απόσπασμα)
Η γη ανήκει σ’ αυτούς που τη δουλεύουν!
‘Έγραψε ο λαός μου, στο νέο του νόμο…
Πλέει φθινόπωρο στο ρουμανικό ουρανό
Ωσάν τα περιπλανώμενα πετούμενα
Μεγάλα σπαρτά καλαμποκιού θερισμένα
Θροΐζουν μεταλλικά όταν ο άνεμος τ’ αγγίζει
Εσύ, κάμπε παλιέ, δίχως άκριες κάμπε
Σ’ αυτούς που τη δουλεύουν, η γη σήμερα ανήκει!
Σ’ αυτούς που τη δουλεύουν…
Από
πού έρχονται
Αυτά τα λόγια; Πώς αντηχεί
Μακρόσυρτη η βουή της αλυσίδας του μαρτυρίου;
Παρελθόν, εσύ, νύχτα δική μου προγονική
Δίχως αστέρια, δίχως φως
΄Άνοιξε το παράθυρο, μακριά απ’ το θάνατο
Τους ωκεανούς του καιρού μου, στα χέρια μου να κλείσω
Οι πρόγονοί μου να με δουν
Κάπου
μακριά
Σ’ ένα κάμπο, κολίγοι με δρεπάνια και……..
Μπομπίλνα… ‘Ένα άγριο δάσος απ’ οξιές,
Και κάστρα σκυθρωπά - καλύβια ερειπωμένα
Η έρημος των ξεσηκωμένων κολίγων
Κι ο Ντόζα, ο Χόρεα, ο Κλόσκα κι ο Κρισάν
Κι ο Τούντορ[1]… Κάπου πολύ μακριά
Κανένας τους δεν πέθανε - με πείσμα
Λες και χτυπούν και σήμερα ακόμη, τον εχθρό
Στους ίδιους δρόμους, τις ίδιες νύχτες
Του περασμένου σκοτεινού καιρού
Ν’ ιδούν οι αγρότες στα ’907[2]
Πως πυρπολούν τόπο τον τόπο
Κάθε κραυγή ξεσηκωμό
Ίδια τα λόγια τους ενώνουν
Γράφοντας μ’ αίμα στ’ όργωμα
Λαξεύοντας το γρανιτένιο βράχο
Τα ίδια λόγια στα χωριά ταξίδεψαν
Πάλλοντας στα δεμένα στήθη, από τις αλυσίδες των βογιάρων
Μια σκέψη, μια σκέψη που την ιστορία διαπερνά
Η γη, σ’ αυτούς που τη δουλεύουν, σήμερα ανήκει…
…………………………………………………………………………………….
ΣΩΖΟΠΟΛΗ
Από τη συλλογή:
ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ
1957
Σωζόπολη, Σωζόπολη, των ψαράδων πόλη,
Σπίτια από ξύλο, η θάλασσα τραγουδά,
Πετούν πουλιά λευκά μεγάλα
Στο γαλάζιο ουρανό, σε γραμμές τεθλασμένες.
Καράβια δένουν στη γαλήνη της νύχτας
Οι ψαράδες
τελειωμένοι - μια νύχτα διαλύεται,
Αύριο θα πάρει ένας άνεμος, ο πράσινος άνεμος της
θάλασσας
Θα σαρώσει ερχόμενος από μακριά, μακριά…
Μικρά δρομάκια, οι συκιές τρεμοπαίζοντας
Η ανησυχία των φύλλων, θροΐζει αγάλι,
Μια κοπέλα όμορφη, ένα πτηνό, μια σκέψη
Απογευματινά όνειρα - ανατολίτικες μελωδίες.
Τι όμορφη θάλασσα! Διαβολικά όμορφη!
Καίει το λιόγερμα ανάμεσα σ’ ουρανό και νερό
Και οι φτερούγες των πουλιών με τις μεταξένιες αχτίνες
Πετούν πυρακτωμένες στ’ ακροούρανα και χάνονται.
Πόλη μυθική που σκόπιμα τραγουδάς
Στους ταξιδιώτες με το μαγικό αυλό της θάλασσας,
Πόλη με τους γαλάζιους κόλπους και τα νησιά
Με ακτές πέτρινες και βράχια από γρανίτη,
Οι ψαράδες σου τραγουδούν - αύριο η ημέρα της αναχώρησης,
Αύριο όταν η αυγή πάνω στα κύματα θα καίει,
Αύριο που ένας άνεμος - ένας πράσινος άνεμος της θάλασσας
Θα σαρώσει από μακριά, πολύ μακριά ερχόμενος…
Από τη συλλογή:
“FLUXUL MEMORIEI”
Η ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
1967
Το πρώτο ποίημα
Δε μπορώ να ξεχάσω ποτέ
Τη μέρα, που, το πρώτο ποίημα έγραψα…
Ήμουν νέος - ω, τι
νέος που ήμουν!
Δε γνώριζα ποιόν ν’ αναζητήσω
Ποιόν να φωνάξω
Άρχισα να κινούμαι
Ν’ αγρεύω λόγια που αιωρούνταν…
Μη ξέροντας για ποιόν να ζήσω,
Για ποιόν να πεθάνω
Ένα παιδί ήμουν, όμορφο μόνο
Τη μιζέρια γύρω μου, δεν ήξερα
Πως κουβαλώ στα μάτια. Σαν τη θλιμμένη ιτιά,
Που καθρεφτίζεται στα πράσινα νερά
Του ποταμιού που φεύγει.
Μετά, τα χρόνια έλιωσαν τα χιόνια,
Και είδα κι άκουσα πολλά, σα μέσα σε μυστήριο παραμύθι
Γι αυτό, μπορεί η φωνή μου και να σκλήρυνε
Καθώς απ’ την καρδιά μου διάβηκαν
Τα βάσανα του κόσμου όλα.
Και πήρα ν’ αγωνίζομαι
Να επαινώ συντρόφους και πατρίδα
Ηττήθηκα, μα μπορεί μες την πυρπολημένη νύχτα
Να άναψαν για μένα,
Καινούργιοι αστερισμοί
Γνώρισα τη μεγάλη ευτυχία
Μια νέα ζωή
Σε κάθε πόλη, σε κάθε κτίσμα
Άφησα και κάτι απ’ τη ζωή μου
Από τη μεγάλη μου αγάπη, ρε παιδιά!
Τώρα, πλημμύρα ο καιρός διαλύεται
Καταρρακτώδης θύελλες δε με φοβίζουν
Κι ακόμη αν στα ακροούρανα εκτινάσσονται
Δάση πυκνά, οι καημοί τ’ απόβραδου
Δε δύναμαι ποτέ να λησμονήσω
Τη μέρα, που, το πρώτο ποίημα έγραψα
Επεισόδιο
Εργάστηκα κάποτες, σε μια πόλη με φάμπρικες
Με στενούς, φιδίσιους δρόμους
Ένα νερό δίχως όνομα τη διέσχιζε
Ένας άχρωμος χείμαρρος ήρεμα
Όχι προς τους κάμπους, θαρρείς
Αλλά προς τα βουνά, κουρασμένος επέστρεφε.
Παλιές πόρτες και στοές σκοτεινές
Φέρνετε άραγε στη μνήμη τη σκιά μου;
Ήταν ένα υφαντουργείο εξηλεκτρισμένο
Που πάνω μου τους ήχους του πετούσε
Έτρεμε ρίχνοντας νήματα
Σα μια τεράστια φορτωμένη ιτιά.
Έπλεα από τότε σε μυστήριους
Και σκληρούς τόπους
Αναζητώντας μια προαναγγελθείσα ευτυχία
Απ’ τις βροχές και τ’ άστρα, αργά…
Εκεί στο εξηλεκτρισμένο υφαντουργείο
Μέσα στον τελευταίο σταθμό της Άνοιξης
Στις εναλλαγές πρωινού κι απογεύματος,
Με φόρμα εργατική γεμάτη ορυκτέλαια
Στην αγκαλιά μου νήματα
Φροντίζοντας με τα στουπιά μια μηχανή γαλάζια
ήμουν θαρρείς, πάνω απ’ ένα πελώριο τέρας.
Το βράδυ, σαν έτρεμε η διαλυμένη μου ύπαρξη
Μέσα απ’ τα βρώμικα γυαλιά της οροφής -
Γύριζα στη στενή μονιά μου -
Εκεί που ζούσα
Κι ο ύπνος απ’ τα μάτια μπαίνοντας
Κυρίευε την ψυχή μου
Όπως κυρίευε το χώρο
Της νύχτας το σκοτάδι από το τζάμι.
Εκείνοι οι άνθρωποι, έχουν μείνει πλάι μου
Με την ακούραστη προσμονή τους, με μάτια
Που μαύριζε, του καιρού ο λεπτός καπνός
Καθώς, μαζί περνούσαμε
Ανάμεσα σε σπίτια με πράσινα παντζούρια
Διαβάζοντας στους τοίχους: ξυπνήστε, της ζωής
κατατρεγμένοι.
Μικρό, γαλάζιο πουλί που πετά
Στον ευμετάβλητο ανοιξιάτικο ουρανό
όλα υπήρξαν κάποτε, κάποτε
Σαν σε μια ύπαρξη του παλιού καιρού
Και φεύγοντας άφησα τη φόρμα εργασίας
Σφυρίζοντας ένα πικρό τραγούδι
Στις λεύκες τις λεπτές του Feleac[1]
Και πλάι σ’ άλλους, ψάχνω
Τα ψίχουλα των χαμένων χρόνων
Μπορεί να μη σταθώ ούτε εδώ
Τί που περνάμε πάντοτε χιλιάδες δρόμους
Όμως, όταν φανούν μέρες μεγάλες πάλι
Κι ανθίσουνε του Μάη τα λουλούδια
Σαν απλωθεί στο θόλο ο κισσός του δειλινού
Από μακριά ακούγοντας το ρυθμικό, των μηχανών το μέταλλο
Την πόλη που εργαζόμουνα θυμάμαι.
Σκιές
Συχνά, περνούν απ’ το μυαλό μου, εικόνες παλαιές
Ανοίγει το παράθυρο και σκορπίζουν τα χρόνια στον
ορίζοντα
Σήματα μορς πάνω
από παγωμένη βραχονησίδα με βία αποσπώνται
Μέσα από τη μεγάλη αγρύπνια της πολικής νύχτας
Το βλέμμα μου αγκαλιάζει τα υπόγεια δέντρα
Και σ’ όλους τους καιρούς π’ αναρριχώνται μέσα μου
Θωρώ, ένα δεκαεξάχρονο παιδί
Μια διαγραμμένη σκιά πάνω σε καπνισμένα ερείπια
Βλέπω, μια πόλη με μαύρες κόγχες βρικολάκων
Με ανοιχτές πληγές πάνω στις πέτρες των γκρίζων προαστίων
Με χέρια κομμένα απ’ τη ρίζα μες στο πόλεμο
Ένα παιδί σερνάμενο, κάτω απ’ το μαύρο ουρανό του δάσους
Μια όψη άλλου καιρού, στο πρόσωπό μου τώρα
θλιμμένο μνημείο Διαγράφεται η σκιά
Βεβηλωμένο από μαύρες φάλαγγες
Και όπλο, από καιρώ πια δεν κατέχω
Αισθάνομαι της σκιάς το χάδι - Κι εκείνο το συναίσθημα
Ιδού, σε μένανε γυρίζει. Ποια μοσχοβολιά με τριγυρίζει;
Είμαι ακόμη μαθητής, αφελής σαν άλλοτε
Μια άνοιξη θαρρείς τριγύρω, φλογέρας άκουσμα κυλάει μες
στα λιβάδια
Κι η κάμαρη μ’ αυτό το άσπρο τζάμι που κατευθείαν σ’
οδηγεί στο κήπο
Κρυμμένη στην ανωνυμία των παλιών προαστίων
Την ελπίδα, μου επισείει: Ναι, θα ‘ρθεί η φήμη
Κι εσύ θα περιπλανηθείς στο κόσμο φορτωμένος με δώρα
ολοζώντανα
Κι οι δρόμοι όλοι θα εκτινάσσονται κάτω απ’ τ’ άστρα
Άνθη κόκκινα με πέταλα φλεγόμενα και θεία μες στο θόλο
Σαν οι ρυθμοί μου, όπως αγέλη αλόγων
Θα καλ0πάσουν πέρα, μακριά.
Και
το ωχρό περίγραμμα
Σα νύχτα θα χαθεί μες στο καθρέφτη
Ταράζοντας τα όνειρά μου - θα σκαλίσει ένα πρόσωπο νέο
Μιας μυθικής γυναίκας που γελά
Στο θόλο, ταξιδεύοντας στα δύο τσακισμένη.
Βέβαια, από παλιά γνώριζα τόσο λίγα
Σαν προεκτάσεις νόμων φυσικών, οι πόλεμοι μου φαίνονταν
Και των αγώνων οι νεκροί, έδειχναν ν’ ‘ρχονται
Μέσα από ποίηση σκληρή και σκοτεινή
Και τότες, μου χρειαζόταν λίγο
Στην άδεια, τρυφερή, τυφλή μου νιότη
Να ‘ρθει σαν την παλίρροια, αυτή, στ’ ακροθαλάσσι
Ένας πόνος αδιάκοπης αγάπης να μας κυριεύσει
Να ‘ρθει ένα βράδυ γιομάτο μουσικές στους δρόμους
Σαν τις νιφάδες του χιονιού που πέφτουν στο κενό
χορεύοντας
Σα μέσα σε φιλμ, ωραίο - να ονειρευτείς
Όταν το φθινόπωρο σκορπίζει τη νομαδική ύπαρξή του
Όταν τα ποτάμια της Άνοιξης με βία ξεπαγώνουν
Καθώς στις συνοικίες, τα μήλα, αργά ξεμουδιάζουν…
Και πιο πολύ η κάμαρη με τ’ άσπρο τζάμι - και πριν απ’
όλα
Πριν απ’ όλα η ποίηση πάνω σε χαρτί τετραδίου.
Ω! τα χρόνια της νιότης κατ’ αρχήν, σκορπίστηκαν
Όπως οι βραδινοί ήχοι στα μουσκεμένα φύλλα,
Τώρα είναι που η ατέλειωτη άβυσσος ανοίγει
Και στη συνέχεια, μέσα στη σιωπή του ύπνου, ακούς
Τη νύχτα, την ώρα που η πόλη στη σιωπή κατρακυλάει
Και μόνος, σαν βαμπίρ, ανάστατος στους δρόμους
Καθώς γυρίζουν πάνω μου κομματιασμένα χρόνια
Από την καταχνιά του περασμένου πολέμου.
Η παλίρροια της μνήμης
Ι
Απ’ αυτά που γίνονται τίποτα δε μπορώ να ξεχάσω
Ακόμη κι όταν το χλωμό μάτι του φεγγαριού με προσκαλεί
Καθώς τα ομιχλώδη, χειμωνιάτικα δέντρα με ξεσηκώνουν
Και τη θύμηση ταράζουν -
αργό χιόνι
ΙΙ
Με το πέταγμα των πουλιών, γυρίζουν απ’ τα σύννεφα τα
χρόνια
Τα ξαναγνωρίζω - και παρ’ όλα αυτά, πόσα είναι τα δικά
μου χρόνια
Ή μπορεί και να ‘ναι τα χαμένα χρόνια καθενός
Που γύρω μου εμφανίζονται, βαριά και κουρασμένα
Δε καταδιώκω εγώ κανέναν, που τρέμει η σκιά
Κι ακούω, ακούω μια φωνή μέσα απ’ το χρόνο που πάντα λέει
Ότι τα χρόνια μου
με το πικρό καρπό τους
Κάηκαν σ’ άδεια πεδία, κάρβουνο γίναν
Έγιναν πυρκαγιές, αίμα γένηκαν - κι αν σήμερα υπάρχω
Στης χώρα τούτης τον ουρανό από κάτω, μοιραία να επιμένω
Και να περιπλανιέμαι μες τους δρόμους, και να ξυπνώ
τραγουδώντας
Τη μεγάλη θύμηση προς τις ακτές του καθενός.
ΙΙΙ
Ο καιρός που έχει φύγει, δεν είναι κανενός, που να μπορεί
να τον αναστήσει
Κι είναι φορές που μου ‘ρχεται να ουρλιάξω γύρω, με το
μεγάλο μου στόμα
_ Χρόνια χαμένα, δεν σας έζησα!
Στη ζωή μου
Θαρρώ πως φύγατε με μιας, σαν τη βροχή που τη διαδέχεται
ήλιος
Βγείτε απ’ την ομίχλη, μεγάλες έρημοι - βγείτε απ’ την
ομίχλη
Σα λιμάνια του ηλιόλουστου Νότου
Βγείτε απ’ την ομίχλη, που δεν σας έζησα, βγείτε απ’ την
ομίχλη,
Χαμένα χρόνια!
Τα
χρόνια όμως έχουν σβήσει, έχουνε σκορπιστεί
Πήγαν με τη φωνή των φύλλων, των νερών, του χορταριού…
Τούτα τα μαυροπούλια είναι μονάχα θύμησες -
Στου φθινοπώρου την αγκαλιά, κόκκινο δάσος που τη
γενειάδα του απλώνει
Και από τ’ ακρούρανα, νοήματα μου στέλνουν οι λεπτές
σημύδες
IV
Αλλά η κραυγή μου στο στήθος σβήνει
Δε καλώ εγώ κανένα - ήταν να γίνουν όλα αυτά -
Δεν ήτανε γραφτό να ψάξω, να ζητήσω, να αναμείνω
Κι όσο τρανός κι αν ήμουν - ο καιρός, στην εικόνα μου, δε
πρόσθεσε κάτι
V
Καίγονται οι σκέψεις στο πυρετό της μνήμης,
Στο στήθος πάνω, τώρα σκιρτά μια νέα ηλικία
Ωσάν αλεξικέραυνο στέκομαι πάνω από ψηλά κτίρια,
Προς τις αστραπές της νύχτας τα δυο μου μπράτσα υψώνω
Στέκομαι ακίνητος και ψιθυρίζω πότε- πότε, αργά:
Μεγάλες πόλεις και κάμποι σιωπηλοί, καληνύχτα!
Φυλλορροεί το τρομερό δέντρο της νύχτας,
Φύλλα χρυσού τ’ αστέρια
Κοιμάμαι δεμένος απαλά
Πάνω στη λαμπερή επιφάνεια
Των μεγάλων λιμνών των ηφαιστείων
VI
Απ’ όσα έχουν γενεί, τίποτα δε μπορώ να ξεχάσω
Μα ο δρόμος μπορεί να οδηγεί μακριά στο μέλλον
Πουλιά του νότου, μαζί σας διασχίζω
Κι εγώ τους αιθέρες
Ιδού,
τίποτα πια δε θυμάμαι
Κοιμηθείτε στη ψυχή, ψίθυροι παλιοί,
Εικόνες φοβερές, κοιμηθείτε στο ναό της θάλασσας σαν
Τα ναυάγια φωσφόρου.
Δε
θέλω να σας ακούσω
Ψηλά πάνω απ’ το κατάστρωμα, γιατί τους ναυτικούς μ’
αρέσει ν’ ακούω
Κοιμηθείτε στη ψυχή, θύμησες
όπως κοιμούνται στα όστρακα φουρτούνες και ναυάγια -
Εσύ, ανοιξιάτικε αγέρα, που πάνω στο στήθος μου πνέεις
Φέρε μου από δάση που κυριαρχεί η οξιά, φύλλα,
Φέρε μου τον γαλάζιο ήχο των νερών
Τους ψιθύρους των δέντρων το τρεμάμενο φως,
Και μετά, κάπου μέσα σε μια άγνωστη νύχτα
Χάρισέ μου το λευκό ύπνο των κρίνων.
Προς τον αναγνώστη
(Από τη συλλογή: Η παλίρροια της Μνήμης)
Δεν πίκρανα κανέναν και δε σκότωσα και δεν
χτύπησα με πέτρες τα πουλιά μήτε τα πολύχρωμα λουλούδια,
ούτε τις φθινοπωρινές βροχές που δέχτηκα,
μέσα στους κάμπους όπως οι αγαθοί, σιωπηλοί βοσκοί. Μήτε
τις φοβερές βροντές
της καταιγίδας, της σκόνης και των φύλλων¨ δε σεργιάνισα
μες στις ψυχές σας ή πάνω απ’ την επιφάνεια της χώρας
κι έτσι, //μοιάζοντας με μια νυχτερινή χιονοστιβάδα//
περιπλανήθηκα
και //αποκλείστηκα άγοντας μάταιους πόνους.
Εξανεμίστηκε το χιόνι έκλαψε, χάθηκε.
Το σημείο προορισμού μου αλλάζει και ξαλαφρώνει.
Φεύγω απ’ ανάμεσά σας και γυρίζω πάλι πάνω στην ασπίδα,
βυθίζομαι πνιγμένος και
η θάλασσα με φέρνει στο φως.
Ένας μισοκρυμμένος κύκλος μ΄ αγκαλιάζει.
Μονότονη κλεψύδρα που γίνεται όνειρο στα βλέφαρά μου.
Τί γυρεύω άδειος σαν τον άνεμο και ταραγμένος πάντα,
την ώρα που η ξηρασία συναντάει το νερό;
Κάποιες φορές, υπάρχει μία λύπη σ’ ότι κάνω
το ριζικό μου - μία οδυνηρή κι ωμή ασωτία.
Ποιος τάχα θα σταθεί και θα επιλέξει έναν παράξενο
αμέθυστο
όταν, η γαλήνια θάλασσα αρχίζει ν’ αναπνέει;
Αχ, οι ορίζοντές μου σε πολλούς θα φέρουν τρόμο,
κι αυτή η ομοιότης με τα νέφη θα μου φέρει
μεγάλη ατυχία… Καθώς, είναι φορές, εσύ που στάθηκες ν’
ακούσεις
το πέρασμά μου μέσα απ’ τη βροχή, μέσα απ’ τον άνεμο κι
ακόμη παραπέρα,
μέσα στα φανερά τα μυστικά της ζωής των φυτών,
στην άκρη του φωτός, τί τάχα θα ‘λεγες πως ήμουν;
Καθώς στο πληκτρολόγιο της γενεαλογίας σου,
και στο δικό μου τραγούδι αποζητώ για να ‘βρω καταφύγιο.
Του Υψίστου
(Από τη συλλογή: Η παλίρροια της Μνήμης)
Του Υψίστου, του δικαίου του καλού
του χιονοστρόβιλου, που ποτέ δε θα μας δώσει
το κρύο πανωφόρι του. Ο καλός Νοέμβριος
θ’ ασπαστεί τα βήματα του πικραμένου.
Εκείνου που υψώνει πόλεις, εκείνου που, με τα χέρια
μαύρα απ’ τον καπνό, τα κάρβουνα, το χώμα, εκείνου
που ποτέ δε θα μας δώσει // το σκότος-
ήχοι, ήχοι μελωδικοί σαν το κισσό
θ’ αναζητήσουν τα ίχνη εκείνου του σιωπηλού¨
του αγαπημένου των γυναικών, μνήμες του δειλινού
θα φέρουν φύλλα χρυσού κάτω απ’ τα μάτια,
το φθινόπωρο μετά, θα είναι ο σπόνδυλος
εκείνου του πότη, ενώ συχνά ταξιδεύοντας,
η θάλασσα θα φέρνει μαχαίρι στην καρδιά,
προβάλλοντάς το και ακονίζοντάς το αιωνίως
πάνω σε μιαν ατόλη. Μονάχα εμένα διαπερνούν
πουλιά μέσα απ’ τα όνειρά μου
μια μοίρα τεθλασμένη μου ‘χει χαρίσει
το δρόμο δώρο, τον αγαπημένο δρόμο,
καθώς η νύχτα επανέρχεται χαράζοντας
την ταραχή της πάνω στο στήθος και τα μπράτσα.
Μόνο σε μένα η πελαγίσια μοίρα
από εκείνους πού ’φυγαν νωρίς,
τίποτα δεν αφήνει να γυρίσει πίσω
εκτός των ονομάτων τους.
ANNO AETATIS SUAE XL
Που πηγαίνουν αυτοί οι παγοκρύσταλλοι ένας από τους
οποίους
είμαι κι εγώ; Μπορεί και να ‘ναι ο τελευταίος,
ή μπορεί και να ‘ναι ο πρώτος αληθινός δρόμος.
Πόσα χρόνια μου χρειάστηκαν να μελετήσω
εκείνα που δε θα ‘θελα ποτέ μου για να μάθω-
κι ιδού είναι αργά, για πάντα
το λευκό είναι
λασπωμένο κι ένα ερημικό φωτοστέφανο
αρχίζει να μ’ ακολουθεί. Σημάδια, σημάδια…
Το μισό μου υπήρξε, τ’ άλλο μισό μου
φέρνω στη μνήμη. Γρήγορα πολύ,
άνεμε αγαπημένε του βοριά! Ήμουν φοιτητής,
ήμουν ποιητής της πρωτοπορίας
και παίκτης του μπάσκετ - απ’ όλα
όλο και πιο πολύ. Τώρα
αφήνομαι με μιας στις εποχές κι αρχίζω να χάνω,
κι ονειρεύομαι ένα ρομπότ βιογραφίες να γράφει
που γράφει, γράφει συνέχεια
στην άγνωστη γλώσσα του.
Λοιμώδης επίκληση
(Από τη συλλογή Πτώματα στο Κενό)
Εφτά ύαινες παχιές και εφτά ύαινες λιγνές - η παράλογη
κλεψύδρα
έχοντας βγει απ’ το μεγάλο ποτάμι, μια, πόσα πτώματα μας
χρειάζονται, πόσα ψόφια άλογα,
πόσα κουφάρια… τ’ άλογα όμως προ πολλού έχουν πεθάνει,
και τ’ αυτοκίνητα κοιμούνται
τη νύχτα, και τα ψοφίμια όλα έχουν δύο πόδια, και κάθε τι
αφήνει ένα ΜΟΝΑΧΟ πτώμα! Ω, θεέ των υαινών, δώσε μας
νέους νόμους,
ευσπλαχνίσου την αγνότητα των άστρων μας, δώσε στις
πράξεις
το μυρωμένο σου πνεύμα! Δώσε σε κάθε τι
πολλά, πολλά
ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ
πτώματα!
Ψευδό-Οδόακρος
στον Rudi Dutschke, στον Daniel Cohn Bendit και στους άλλων.
Ένας Romulus Augustulus περιμένει
κυκλωμένος απ’ το φόβο
επίσημο ένδυμα φορώντας το προσωπείο των μεγάλων ημερών -
και τα μάτια των ανθυπάτων
κλείνουν μπρος στα
έρημα σύνορα, καθώς η πομπή των ανήσυχων αυλικών επικαλείται τους
θησαυρούς
άλλων στεμμάτων. Ο ύπνος, μαύρος στα βαριά βλέφαρα - στον ύπνο
κραυγές, κραυγές, κραυγές, πράξεις υστερικές, κι αρένες
γεμάτες από θύματα
που τα θεριά δε θέλουν πια να κατασπαράξουν, και μονομάχοι τρυφεροί,
πλήθος ασπίδες και περικεφαλαίες τοποθετημένες ελικοειδώς
όλο και πιο κοντά στο ναό
όπου κοιμούνται οι παλιοί θεοί. Ω, δώστε μου δέρματα ζώων
και άγρια άλογα,
και μια συμμορία ξεπεσμένων τσαρλατάνων για να μπορέσω
ένα στρατό να φτιάξω,
που το ρολόι προ πολλού έχει σημάνει κι ο πρωταγωνιστής
ξέχασε ν΄ αναστηθεί,
και οι αυτοκράτορες ακλόνητοι στο θρόνο τους γερνάνε,
δώστε μου δέρματα ζώων,
ένα βασίλειο για το δέρμα ενός αλόγου!
Άθαφτα πτώματα στο καιρό
Τ΄ άθαφτα πτώματα στο καιρό
αρχίζουν να ξανανιώνουν.
Ω, δώστε
μας
μικρές βιογραφίες με μέτρο,
για να μπορούμε να εμβριθίσουμε εν αφθονία,
για να μπορούμε να τραγουδήσουμε τη μικρή, μας
απατηλή μας
αναγέννηση,
ένα αδύναμο πλήθος, μια σκόνη
ο θρυμματισμός της γνώμης,
και τ’ άρρωστα από λέπρα
χρονικά
από τώρα θα σου προτάξουν
τ’ αποσαρκωμένα τους μέλη:
… ο ληστής είναι μικρός και καχεκτικός
ο αγωνιστής πάνω σε ξύλινο άλογο,
ο προδότης διστάζει, ο σφετεριστής
δεν έχει κουράγιο… Δώστε μας το
έλεος
ένα άστρο στο καθένα!
Ιστορικός ενθουσιασμός
Εκείνος, από εμάς που θα πεθάνει πρώτος
θα ελευθερωθεί, θ’ απαλλαγεί από την αλυσίδα
που άκουγε συχνά να ηχεί
κατόπι του - και
μία νύχτα τα σκουλήκια
περπατώντας στα μάτια του επάνω, θ’ αποσπάσουν
όλη τη λύπη - δε θα του μείνει πια
παρά μια μάσκα -
μπορεί εκείνη από τα ίχνη-
που πάνω της φιλονικούν στα μικρά δρομάκια
ο άνεμος και τα σκυλιά.
Vae victis
Του ρολογιού θα πέσουν οι δείκτες - και θα ‘ναι βουβή
η καμπάνα, χωρίς πουλιά το δειλινό.
Ανάμεσα σε λόγχες θα περνούμε πάντα
ονειρευόμενοι λαμπερές ιεροτελεστίες
και κανείς δε θα φανεί να φωνάξει: ψέμα!
Μονάχοι είστε σκοτωμένοι χωρίς αντίσταση στο δάσος,
κανείς σας δε φορά στεφάνι,
ούτ’ ένα άστρο δεν έπεσε, ούτε μια φλόγα δε καίει,
η μνήμη θα σας αφήσει στηbesna
οι φλογέρες θα σαπίσουν - κι ο άνεμος
δε θα φέρει τραγούδι ποτέ
στα μνήματά σας.
Λογοτεχνία
Θα έλθει ο ύπνος και
εκατομμύρια ζώα χωρίς μάτια
κι εκατομμύρια κόκκινες υπάρξεις τη νύχτα της βροχής-
το φθινόπωρο που κλαίει με σακάτη στους κάμπους μοιάζει
κι από σίδερο τ’ ανοιξιάτικα φύλλα.
Δραπέτες θα γυρίσουν στις φυλακές αυτοβούλως
τα βλέφαρα μαύρα, αργυρές χειροπέδες…
πειθήνια απ’ τα κοιμητήρια θα μετακομίσουν οι
μυρμηγκοφωλιές
σε μια τεράστια κυματοειδή κίνηση.
Και τα λόγια θα συνεχίσουν πάντα να πληθαίνουν
μαυρίζοντας τον ορίζοντα κι ο θάνατος
από εκατομμύρια κόκκινες υπάρξεις, από εκατομμύρια φτερούγες
από εκατομμύρια
σκοινιά…
Πτώματα στο κενό
Κενό, κενό, κενό
πάρα πολύ κενό στην ιστορία
κι όλα δε θέλουν παρά μόνο να σε μελετήσουν
τυφλή υποταγή και τρόμος.
Ούτε το πιοτό, ούτε τ’ αστέρια
δε μπορούν να ξεγελάσουν.
Προϊόντα της τύχης, των αυτοκρατόρων
χωρίς στέμμα, αλίμονο σας!
Οι σκλάβοι είναι νεκροί
και τα κουφάρια τους
σαπίζουν στις γαλέρες.
Ο δρόμος των μάγων
Οι μάγοι έρχονταν από χώρες μακρινές
να προσκυνήσουν το βρέφος - και τ’ άστρο
όδευε πριν απ’ αυτούς στο θόλο
κι ήταν τέσσερις μάγοι - αλλά ο πιο ωχρός,
αφήνοντας μια στιγμή τον άνεμο γύρω
απ’ τα μάτια του, χάνοντας το φως τ’ αστεριού
και από το φως ενός άλλου άστρου, οδηγημένος
ενός άστρου σ’ απατηλή τροχιά
ενός αιώνια ματωμένου απογέματος.
Αριθμοί άγιοι πέφτουν κατεβαίνοντας
στη besna του - και τη Βηθλεέμ μόνη
της του αποκαλύπτεται στ’ όνειρο - και μέσα στους αιώνες
ξεχασμένη χάνεται
χωρίς αστέρια
η λυπημένη σκιά του.
Εξόριστη σκέψη
Τίποτα δε γύρισε. Κοιμήθηκα
χωρίς όνειρα. Στις όχθες σιωπηλών λιμνών
επιμένουν ακόμη τα ίχνη της φωτιάς, της σκιάς του,
τα λευκά λείψανα διασκορπίζονται - σημάδι ότι προ πολλού
κατέρρευσαν ερειπωμένοι οι γέρικοι ναοί.
Και τα λάβαρα μιας ξεχασμένης χώρας,
μάταια παραμένουν. Για ποιόν να υπάρξω;
για ποιόν να γυρίσει σε μένα το φεγγάρι
νύχτα τη νύχτα στο κρανίο
ο φώσφορός του; Απλανείς μνήμες
δραπέτες σκλάβοι, μελαγχολικοί κρατούμενοι…
Φτάνει! Κάπου ανάμεσα σε υδρόβια φυτά
ψάρια με γυάλινο βλέμμα καταβροχθίζουν
τον κυνηγό και τους σκύλους.
Ο μεταλλικός κύκλος κλείνει
Ο μεταλλικός κύκλος κλείνει όλο και πιο πολύ
το κρανίο πελιδνό έμεινε να αψηφά το φεγγάρι.
Υπήρχε κάποτε ένας προσκυνητής και μια χώρα
που τη διέσχιζε μυστικά ο δρόμος
ανάμεσα σε απάτητους τόπους - αλλά η αγάπη
της σκοτείνιασε και σαλεύοντάς της το μυαλό
της ερήμωσε το βλέμμα. Χαμένη
είναι η χώρα που υπήρξε ή μπορεί να μην υπήρξε
κι έτσι είναι και για πάντα θα υπάρχει
χωρίς να υπάρχει.
Ο άνθρωπος που σκότωσες
Ο άνθρωπος που σκότωσες κάποτε θα σηκωθεί απ’ τα νερό
αυτός, ο πνιγμένος στις νύχτες σου με τζαζ, στις αγγελικές σου νύχτες-
κάποτε ναι κάποτε πρέπει να γυρίσει παίρνοντας
τη μορφή σου. Κάποτε, ναι κάποτε
πρέπει να γλιτώσεις απ’ όλα αυτά τα ουρλιαχτά
π’ ακούς, απ’ όλη αυτή την κίτρινη οδοντοντοφυία
που σου δείχνεται με μιας - άραγε δεν είναι καλύτερα
να ‘σαι μονάχος σα σκύλος μέσα στις βροχές,
μονάχος να σιγοσφυρίζεις; Μπορεί κάποτε
ν’ αγάπησες, μπορεί και να τραγούδησες σ’ εξαίσιες
χορωδίες,
και με γυναίκες- λύρες, φθινόπωρα - λύρες, πόλεις -
λύρες,
που διασταυρώθηκαν κάθετα, τη μνήμη
για πάντα σ’ αλυσόδεσαν μέσα σε κιγκλιδώματα χρυσά.
Η ματαιοδοξία του βιρτουόζου χορευτή, η εμμονή του ρυθμού
και η μορφή ενός νέου γυμναστή του χλιμιντρίσματος…
όλα, όλα δεν είναι παρά μια ηλίθια εκδίκηση,
για ποιόν, εναντίον ποίου να εκδικηθείς; Άραγε δε βλέπεις
ότι ανάμεσα σ’ όλα παραμένει μονάχα ο άνθρωπος που
σκότωσες,
ο μοναδικός που μπορείς ξεγελάσεις δίνοντάς του τη θωριά
σου
για να ξαναρχίσει πάλι.
Αυτοποτρέτο στον καιρό
Έσπειρα με το δάσος, με τον ανεμόμυλο, με τις σιωπές,
τις μαύρες, με τους εσταυρωμένους στις άκριες των δρόμων,
με τις σκιές αλόγων στους ψηλούς μολδαβικούς λόφους
έσπειρα - και με τη μορφή παράξενων θεών
που θάφτηκαν στην άμμο πλάι στη θάλασσα. Πόσο ΝΑ πέρασε
από τότε;
Πρέπει να πέρασαν βροχές πολλές, πολλές χιονοθύελλες,
πρέπει
πρέπει να ‘χουν αφανιστεί πολλά τείχη και στρατιές, να ‘χουν πέσει πολλές
αλυσίδες
να ‘χουν καεί, ερημωθεί πρέπει κατά διαβόλου, πολλά
βασίλεια να ‘χουν πάει
για ν’ αρχίσω τέλος να σπέρνω μόνος μου.
Μαύρος ψαλμός
Κύριε, θα ’θελα να κλάψω αλλά δεν έχω
ούτ’ ένα ποταμό που οι όχθες του
να μου φέρουν στη μνήμη τη Σιώνα. Και η Βαβυλώνα
είναι μέσα μου και
πλήθος σκλάβων
τραβούν τα προκαθορισμένα
δεσμά μου και γελούν και γελούν…
ιστορία, οι παλιοί μύθοι, το κεφάλι του λύκου, Κύριε,
αισθάνομαι τη μεγάλη σκιά σου πάνω απ’ τη γη μου,
αισθάνομαι στο σκελετό που φέρει το σώμα μου,
οστά διεσπαρμένα στους κάμπους από αποκρυφιστές
προδρόμους,
αισθάνομαι πως μετρούν το καιρό μου, κλεψύδρες
ψεύτικες, ματωμένες… τα άδεια κι έρημα μάτια μου…
Κύριε, η ιστορία… Κύριε πάρε από μένα
αυτή τη μοίρα - κι αν δε μπορεί να μου ορίσεις
άλλο
ριζικό
δως μου ένα εξαίσιο θάνατο, κατακτητικό, άγριο,
πιο μεγάλο απ’ τη ζωή των εχθρών μου.
Ο άγγελος ανέκραξε
Ο άγγελος ανέκραξε σε πόλεις καταρρέουσες,
η κραυγή του μαρμάρωσε, ακοίμητος οβελίσκος -
είναι ο καιρός για αλλαγές στο πρόσωπο εν όψει της
ανόδου-
στο σκότος διαγράφεται ο προδότης και ο προδομένος.
Έγκλημα, τερπνό πάθος κάποιων
άβγαλτων νεαρών, ένα Habeas Corpus των μεγάλων
συγκοινωνούντων κοιμητηρίων, ένα πτώμα, ένα πέταγμα,
για την ημέρα της Παρασκευής σου στη μετάνοια σ’ οδηγεί
μέσα σε μια κίτρινη σκόνη. Ποιος έκραξε;
Ο άγγελος, ο άγγελος… ήταν συμμετρική κραυγή
μπορεί απ’ το κενό ποτέ, πέφτουν αστέρια… είναι καιρός,
είναι καιρός να πυρπολήσεις την ονειρεμένη βιογραφία -
στο σκοτάδι είναι δεμένοι ο προδότης κι ο προδομένος.
Έρως τ’ απόβραδο
Ο τελευταίος σου δρόμος περνά από νύμφες
οστεώδεις, μέσα απ’ ανάκατα μέλη
ενός άρρωστου παραδείσου - κόκκινο και πράσινο
είναι το διπλό τους ανακλαστικό. Και κλαίει το κρέας
με βροχές πάνω σε φαρδιά κορμιά, πιο φαρδιά,
ίνες τεταμένες για το τραγουδιστή
των αφανισμένων Χετταίων. Θα περάσει
άγνωστος μέσα από σπασμωδικές γεννήσεις
το πάθος σου συγκλονίσει τη δύση
μιας ηλικίας σε πτώση - και μέσα απ’ έναν ύπνο ληθαργικό
μακριά οστά, συχνά πιο μακριά, πιο λευκά
θα σ’ ονειρευτούν. Ακούς; Έχουν αρχίσει
να γλιστρούν στο πλάι σου μάτια
των άχρωμων νυμφών, να πέφτουν
κίτρινα στήθη, ωχρά χέρια, δαχτυλίδια¨
μην αμύνεσαι - ο δρόμος που ακολουθεί
δεν πληγώνει πια.
Στο κενό ανάμεσα στις διαταράξεις
Χωρίς να ‘χει υπάρξει, η μέρα πήγε στο κενό
ανάμεσα στις διαταράξεις, πήγε στην πράσινη θάλασσα
των αστεριών - και μια πιο ωχρή εποχή
κατεβαίνει πάνω μας. Αφήστε τους τρελούς
να βαδίσουν μόνοι αναζητώντας ένα κόσμο
πιο λευκό για το θάνατό τους, αφήστε τους
ατιμώρητους κι ελεύθερους: τον καθένα
με τη μάσκα του να υποδεχτεί στις όχθες
της Μαγικής Δύσης, καθένας το χειμώνα
ουρλιάζοντας το ψεύτικο όνομα
στον
καιρό που σκουριάζει
στους παλιούς θυρεούς, ο πιο αληθινός.
Ηλεκτρονική εποχή
Ι
Οι άνθρωποι πέρασαν - ο καθένας
μόνος του. Προσμένοντας να μετασχηματίσουμε
την πέτρα σε ηλεκτρική καρέκλα, μας έκλαψαν
ο καιρός και τ’ άστρα. Καίει
το ίδιο παμπάλαιο κηροπήγιο,
και οι βροχές σβήνουν τα κουρασμένα κατάστιχα
με τους νόμους και τα ξεχασμένα έθιμα,
και το γράμμα των νόμων δε φαίνεται πια,
si mastile έχουν φθαρεί
από τότε που τους δανείζεται
ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άκριες
δεν έχουν γιατί να πέσουν πια.
ΙΙ
Ο δρόμος είναι χωρίς γυρισμό - ουρλιαχτό
σκοτεινό. Για μας ανάμεσα απ’ όλες
υπάρχει μία, υπάρχει μία που θέλει να μας οδηγήσει
σε μουσεία μεταλλικά - μία από χρώμιο
που αγρεύει τη λύπη των λευκών κελιών.
Ένας τεράστιος ήλιος, αφύσικος, φαντάζει ο θεός
ικέτης, της πτώσης στο κενό. Γραμμή τη γραμμή
ανεφλέγησαν στις πόλεις τα μαγνητικά σημεία,
πτερύγια μόνα, μέλη μόνα, σκιές μόνες,
χωρίς πιανίστα το πιάνο παίζει σε μια σάλα
με παρουσίες απόκρυφες - τα λόγια
διαστέλλονται στην ερημιά τους.
ΙΙΙ
Και το τελευταίο σημάδι προβάλλει ταυτόχρονα με τα
λουλούδια,
πολλά, πάρα πολλά λουλούδια, μια παγωμένη έκρηξη
από κάλυκες εν λειτουργία - πολλές, πάρα πολλές,
τεράστιες, πανέμορφες, πολύ θανατερές¨
πάνω σ’ όλους τους βλαστούς, στα κλωνάρια, στα μπράτσα,
όπου κρύβονται τυφλά πουλιά,
όπου οι αντένες των κυματισμών εκπέμπουν
γαλάζιες ακτινοβολίες, τ’ ανθόφυλλα π’ αναζητούν
την προκαθορισμένη τους λεία. Κι εμείς;
που να ‘μαστε στ’ αλήθεια; Ούτε μια κατάρα
δε μπορεί πια να μας φτάσει. Καμιά μοίρα
δε μπορεί να μας ακολουθήσει.
Η άλλη γέννηση
Στη σιωπή, στο μεγάλο ποτάμι,
με τις νεκρές φτερούγες μ’ έχει φέρει-
μέσα στη σιωπή, στο μαυροφορεμένο
ναό του δάσους.
Ποιος κλαίει για μένα; Τ’ αστέρι
αναζητά μόνο τη μορφή-
μπορεί να κλαίνε οι Μοίρες
μπορεί τα αγκάθια.
Μπορεί οι εγκυμονούντες κορμοί,
εγώ ο ίδιος, μέσα στους κορμούς των ακακιών
κλαίω περιμένοντας
μια άλλη γέννηση.
Παραϊστορία
Παρα… παραϊστορία, παραληρική, παραζωή
όλα μοιάζουν κι όλα είναι αλλιώτικα
κι ένα πλήθος παιδιών που αλυχτούν
και τα καταβροχθίζει ο Κρόνος.
Ω, θα σ’ οδηγήσει κι εσένα γλιστρώντας στο δρόμο
παραλλήλως μ’ αυτά χωρίς να γνωρίζεις-
ακόμη και τη μοναξιά σου,
την ερημική, κίτρινη μοναξιά σου
παρατώντας σε στην κοίτη…
μπορεί… αλλά όχι! Ούτε το τέλος
που προσμένεις, δε θα ‘σαι μόνος, ο ένας
για τον τάφο που ονειρεύεσαι τούτο τον Σεπτέμβρη
μέσα του θα ’βρεις ένα παραπτώμα.
Που πήγαν τα λόγια ;
(Από τη συλλογή: Ο Άσωτος Υιός)
1964
Που πήγαν τα λόγια που εξέπεμψα
Οι μελωδικές λέξεις αγάπης πώς μπόρεσαν να σκορπιστούν,
Και που χάθηκαν οι sibilin ψίθυροι των μυστικών και τ’ αγριόμουρά μου
Και οι λέξεις που πρόφερα προς ανθρώπους με βαθύ πόνο;
Πού πήγαν τα λόγια που φωνάζαμε: Μια απαρομοίαστη
ομορφιά!
Και τα μαύρα λόγια των ύμνων προς τον εχθρό-
Πού πέταξαν εκείνα της άγριας ευτυχίας - πού είναι
τα
ξαφνιάσματα
Τα διάφανα και γαλάζια όπως ευκίνητα άνθη της ίριδας;
Πού πήγαν τα καθησυχαστικά λόγια που μου ’λεγαν για την αμφιβολία και
το φόβο
Και πού είναι η πικρή μομφή και ο εξαίσιος λόγος της
αλαζονείας
Κι ο λόγος του επαίνου π’ ακολουθούσε σαν χρυσή ουρά της
εσθήτας
Και το μοναχικό ναι ή όχι μετά απ’ τους μεγάλους και
μακροχρόνιους δισταγμούς;
Που πήγαν τα ειπωμένα λόγια με τη λαλιά σου μέσα
στη
σκέψη μου
Και πού είναι το έρημο ντελίριο απ’ τα περασμένα
θερμόμετρα-
Και η κραυγή κι η κατάρα και η κατάνυξη και ο θλιμμένος
στεναγμός
Που μετά απ’ αυτόν το στρώνει πάλι η σκοτεινή σιωπή;
Που χάθηκαν όλα αυτά κι άλλα πολλά στη γραμμή αμέτρητα;
Ο άνεμος σε πτήση τα πήρε ανυψώνοντάς τα - ο άνεμος τα
πήγε
στα
ουράνια,
Ο άνεμος και του χιονιού οι κορυφές, ο άνεμος και το
τραγούδι του κούκου
Ψηλά στα ουράνια, στα σιωπηλά ουράνια.
Ο Άσωτος Υιός
Συνάντησα το φως στα
μακρινά
σύνορα μιας νύχτας. Τα παιδικά μου χρόνια
ζωγράφισαν ένα χιονοστρόβιλο στα τζάμια.
Κατόπι μεγαλώνοντας, άρχισα να πίνω
του φθινοπώρου το δάκρυ - και βγήκα στο κόσμο.
Ω, και πόσα πέρασαν απ’ τα χέρια μου!
Ως κληρονόμο απερίσκεπτο,
οι νύχτες μ’ ερήμωσαν ξεγελώντας με
από τις ορμήνιες
εκείνων των σοφών-
τα κοράκια κι οι βεδουίνοι της ερήμου
μ’ αντάλλαξαν σήμερα τα δαχτυλίδια στα δύο
τρίτα ενός περιεχομένου όλου δικού μου,
ενώ με το ‘να τρίτο που μ’ απέμεινε
έκπληκτος σε σκέψεις μπαίνω.
Δε ξέρω ούτ’ εγώ αν
ή όχι -
βλέπω φορές παρηγοριά στα αισθήματα των άλλων
και μπορεί έτσι στα κρυφά στενάχωρα να αισθάνομαι
που δεν τους μοιάζω - όταν βροχές
με χαιρετούν πάνω απ’ τις κορυφές, διαθέτω ακόμη ένα
χαμόγελο
της νιότης που δε ξέρει - και μου λένε:
πρέπει να ξανάρθω, να βάλλω τάξη σ’ όλα,
να διασκορπίσω τα υπολείμματα του παρελθόντος
θέτοντας τις βάσεις της ηρεμίας. Αλλά το φθινόπωρο
η εποχή της ασωτίας, έρχεται
αφήνοντας πάλι τη λεηλασία όλων
των θησαυρών του, κι αργά, όταν το βλέπω ν’ αποσύρεται
σταχτί και άδειο, θα ‘θελα να τινάξω τα χρόνια που μου
μένουν
χρυσώνοντας τους δρόμους αυτών των επαρχιών
που ο άνεμος ονομάζει Ρουμανία¨
και χωρίς γη, χωρίς ύπνο, χωρίς χορτάρι
να τους κάψει η νύχτα με μια σπίθα
πάνω στους θησαυρούς τους.
Ακούω συχνά γύρω μου λόγια
των φίλων που θα ’θελαν να νοιώσω,
πιο πολύ από το να καταλάβω, την τύψη-
σπινθηρίζουν σκέψεις ξεχασμένες - βλέπω γέρους
ν’ αγωνιούν συχνά, και μέσα σ’ ευφροσύνη
ονειρεύονται τη μετεμψύχωση των φαντασιώσεων.
Ο καιρός ξέχασε την αδιαφορία μου
για πολλούς ένας τρόμος χωρίς νόημα
ενώ τα λόγια τους τι μου λένε
ότι αργότερα θα σκεφθείτε διαφορετικά-
και μένω έκπληκτος στη βροχή. Δεν έχω ανάγκη
ούτε από ένα αργότερα και καμιά ηλικία
δεν μου ηχεί σαν τ’ αργύρια. Αργότερα
θα σκέφτονται για μένα οι νέες πόλεις
π’ αγάπησα σα αδελφό μεγαλύτερο,
ακόμη κι αν έμεινα σιωπηλός στις άκρες τους-
θα σκεφθεί διαπλεκόμενη η νύχτα,
στα σταυροδρόμια των νέων γραμμών και ο κάμπος
φωταγωγημένος με ήχους και ρυθμούς,
θα σκεφτούν οι άνθρωποι, τα δέντρα, τ’ άλογα…
Θα περάσει το φθινόπωρο τινάζοντας τα μετάλλια
στον ύπνο μου και στη λεωφόρο όλων-
και κάθε χειμώνα ένας υποθετικός γυρισμός
θα αποχτά τη νοσταλγική συγχώρεση
του Ασώτου Υιού
Τα σημάδια των άστρων
στην πόλη του Bucur
Τα σημάδια των αστεριών λένε ότι έτσι γράφτηκε για μένα
να μη ξαναφύγω απ’ αυτή την πόλη. Κάποτε,
θα δοθεί τ’ όνομά μου σε κάποια λεύκα - και μια γνώμη
κακή
μετά τη σπάταλη θλίψη των χρόνων μου, θα σας κυριεύσει.
Οι αυγές των ημερών θα διώξουν τους παλιούς θρύλους
η δροσιά φτάνοντας θα πλύνει τις γκριμάτσες και τα πάθη
απ’ τη μορφή μου
η δροσιά με το λεπτό τρεμοφέγγισμα, σαν συλλαβή από
φλάουτο,
απαλά κάθε ψεύτικο ίχνος θε να σβήσει.
Οι πύργοι θα ψηλώσουνε αργά _ και στις κορφές τους
συρίζοντας, σφαδάζοντας μέσα στο ζόφο, μεγάλα φίδια του
φωτός
λόγια παράξενα θα γράψουν. Σε υψηλά καλώδια θα μετατραπεί
το μαγνητικό πεντάγραμμο του ονείρου μου.
Και μ’ αόρατο βήμα, στο λιόγερμα, θα βγω στην περιπλάνηση,
με πορφυρή τήβεννο μέσα σ’ αυτή την πόλη.
Τη νύχτα, αργά, ονειροπόλοι διαβάτες
αναπηδώντας θα μ’ αγγίζουν.
Ψευδο -Οδόακρος
του Rudi Dutschke, του Daniel Cohn Bendit και των άλλων.
Ένας Romulus Augustulus περιμένει
κυκλωμένος απ’ το φόβο
επίσημο ένδυμα φορώντας το προσωπείο των μεγάλων ημερών -
και τα μάτια των ανθυπάτων
κλείνουν μπρος στα
έρημα σύνορα, καθώς η πομπή των ανήσυχων αυλικών επικαλείται τους θησαυρούς
άλλων στεμμάτων. Ο ύπνος, μαύρος στα βαριά βλέφαρα - στον ύπνο
κραυγές, κραυγές, κραυγές, πράξεις υστερικές, κι αρένες
γεμάτες από θύματα
που τα θεριά δε θέλουν πια να κατασπαράξουν, και μονομάχοι τρυφεροί,
πλήθος ασπίδες και περικεφαλαίες τοποθετημένες ελικοειδώς
όλο και πιο κοντά στο ναό
όπου κοιμούνται οι παλιοί θεοί. Ω, δώστε μου δέρματα ζώων
και άγρια άλογα,
και μια συμμορία ξεπεσμένων τσαρλατάνων για να μπορέσω
ένα στρατό να φτιάξω,
που το ρολόι προ
πολλού έχει σημάνει κι ο πρωταγωνιστής ξέχασε ν’ αναστηθεί,
και οι αυτοκράτορες ακλόνητοι στο θρόνο τους γερνάνε,
δώστε μου δέρματα ζώων,
ένα βασίλειο για το δέρμα ενός αλόγου!
Τα σημάδια των άστρων
στην πόλη του Bucur
Τα σημάδια των άστρων λένε ότι ήτανε γραφτό μου
να μη ξαναφύγω απ’ αυτή την πόλη. Κάποτε,
θα δοθεί τ’ όνομά μου σε κάποια λεύκα - και μια λύπη
μετά τη σπάταλη θλίψη των χρόνων μου, θα σας κυριεύσει.
Οι αυγές των ημερών θα διώξουν τους παλιούς θρύλους
η δροσιά φτάνοντας θα πλύνει τις γκριμάτσες και τα πάθη
απ’ τη μορφή μου
η δροσιά με το λεπτό τρεμοφέγγισμα, σαν συλλαβή από
φλάουτο,
απαλά κάθε ψεύτικο ίχνος θε να σβήσει.
Οι πύργοι θα ψηλώσουνε αργά _ και στις κορφές τους
συρίζοντας, σφαδάζοντας μέσα στο ζόφο, μεγάλα φίδια του
φωτός
λόγια παράξενα θα γράψουν. Σε υψηλά καλώδια θα μετατραπεί
το μαγνητικό πεντάγραμμο του ονείρου μου.
Και μ’ αόρατο βήμα, στο λιόγερμα, θα βγω στην
περιπλάνηση,
με πορφυρή τήβεννο μέσα σ’ αυτή την πόλη.
Τη νύχτα, αργά, ονειροπόλοι διαβάτες
αναπηδώντας θα μ’ αγγίζουν.
[1] Feleac: κατάφυτος λόφος, πάνω και έξω από
την πόλη Cluj Napoca, στην κατεύθυνση προς την πόλη Alba – Iulia.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου