Σάββατο, Νοεμβρίου 15, 2014

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Λιούμπιτελ 2

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος
Λιούμπιτελ 2
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, 3ο τεῦχος, Ἄνοιξη 2007

*
Στὴ μνήμη τοῦ ἀδελφοῦ μου Γιάννη
―προώρως καὶ ἀδοκήτως θανόντος.
           
Στὴν «Μεγάλη Στρατιωτικὴ καὶ Ναυτικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία» διαβάζω μία διαφήμιση τοῦ 1929:

Ἡ ἰδεώδης φωτογραφικὴ μηχανὴ
KODAK.
Μοδέλα ἀπὸ δρ. 225

            Ἀκριβῶς τριάντα χρόνια μετά, τὸ 1962 στὴν Καβάλα, τὰ οἰκονομικά μου μοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἀποκτήσω τὴν πρώτη μου, στοιχειωδῶς ἀνεκτὴ φωτογραφικὴ μηχανὴ (ποὺ μὲ συνόδευσε πολλὰ χρόνια στὶς περιπλανήσεις μου…), ὄχι (ἐννοεῖται) Kodak, ἀλλὰ  μία πάμφθηνη ρώσικη ― μονοοπτικὴ ρεφλὲξ ― τὴν Λιούμπιτελ 2, τὴν ὁποία ἀγοράζω ἀντὶ δραχμῶν 225! Πρόκειται γιὰ ἕνα μαῦρο κουτί, ἀρκετὰ δύσχρηστο, σὲ σχῆμα ὀρθογώνιου παραλληλόγραμμου: κάθε φορὰ γιὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσεις, πρέπει νὰ ξεκουμπώσεις τὸ πρόσθιο τμῆμα τῆς ἐξωτερικῆς θήκης, νὰ ἀφαιρέσεις ἕνα δίδυμο προστατευτικὸ (ἀπὸ τσίγκο) κάλυμμα τοῦ φακοῦ καὶ νὰ πατήσεις μιὰ μεταλλικὴ ἐξοχὴ στὸ ἄνω μέρος τοῦ κουτιοῦ, ἡ ὁποία περιβάλλει ἕναν  ὑποτυπώδη μεγεθυντικὸ φακό, ποὺ ἀντιστοιχεῖ περίπου στὸ κέντρο τοῦ ὀπτικοῦ πεδίου. Κρεμᾶς τὴ μηχανὴ ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ ἀφοῦ τὴν φέρεις στὸ ὕψος πάνω – κάτω τῆς ὀσφύος, προσπαθεῖς ἐκ τῶν ἄνω νὰ ἑστιάσεις τὸ πρὸς φωτογράφισιν ἀντικείμενο, κάμπτοντας τὸ σῶμα καὶ μετακινώντας συνεχῶς τὴν (ἄς τὴν ὀνομάσουμε) σκοπευτικὴ γραμμή, γεγονὸς ποὺ σὲ ἀναγκάζει ἐνίοτε νὰ λάβεις στάσεις ἥκιστα σεμνοπρεπεῖς… Ἐπιλέγεις, ἐν συνεχείᾳ, τὰ τρία βασικὰ στοιχεῖα τῆς φωτογραφίσεως ― ἤτοι τὴν ἀπόσταση, ἡ ὁποία στὴν «Λιούμπιτελ» καθορίζεται διὰ τῆς περιστροφῆς ἑνὸς φακοῦ, ποὺ φέρει ἐξωτερικῶς τὴν σχετικὴ ἀρίθμηση σὲ μέτρα (ἀπὸ τὸ ἄπειρο, στὰ 11 καὶ μέχρι 2, καὶ περιβάλλεται ἀπὸ ἕναν πυκνότατον ὀδοντωτὸ τροχὸ πού, περιστρεφόμενος, περιστρέφει καὶ τὸν κυρίως φακό), τὸ διάφραγμα (μέσῳ ἑνὸς μικροῦ χειροκίνητου μοχλοῦ, μὲ ἐνδείξεις ἀπὸ 4,5 – 22) καί, τέλος, τὴν ταχύτητα (ἀπὸ 15 – 250, σὺν τὴν γνωστὴ πόζα Β, μέσῳ ἑνὸς ἄλλου παρόμοιου μοχλοῦ). Ὁπλίζεις, ἐπιτέλους, τὴν μηχανή, κατεβάζοντας δίπλα ἀπὸ τὸν φακὸ ἕνα μικρὸ ἐλατήριο μὲ μία μικροσκοπικὴ κόκκινη βουλίτσα, σκοπεύεις καὶ πατᾶς πρὸς τὰ κάτω ἕνα ἀντίστοιχο ἐλατηριάκι, μὲ μαύρη —τώρα— βούλα, ὁπότε ἡ φωτογράφιση εἶναι, πλέον, γεγονός!
            Στὴν πράξη ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι καὶ πολὺ δύσκολα — γιὰ νὰ μὴν πῶ πὼς γρήγορα καθίστανται ἑλκυστικὰ καὶ ἁπλά. Ἡ «Λιούμπιτελ» εἶχε ἀρκετὰ πλεονεκτήματα, ὅπως ἕναν φακό, στοιχειώδη μὲν 4,5/75, ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ διαυγή, ἐνῶ ἔπαιρνε φὶλμ 120, δωδεκάρι: ἡ «Λιούμπιτελ», δηλαδή, διέθετε τὸ ἀνυπέρβλητο ἐκεῖνο φορμὰ τῶν 6Χ6 ἑκατοστῶν.

*
            Στὶς 30 Δεκεμβρίου 1957 (ὁλογράφως: χίλια ἐννιακόσια πενήντα ἑπτά) ὁ γραμματεὺς τοῦ 266 Στρατιωτικοῦ Νοσοκομείου (στὴν Βέροια), συμπληρώνει τὴν Ἡμερησία Διαταγὴ τοῦ Νοσοκομείου. Διαβάζουμε τὴν τελευταία ἐγγραφή:

                        «Ἐγγραφὴ
Ἀξιωματικοῦ».
Τὸν παρουσιασθέντα μοι σήμερον ἀνθυπίατρον ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΝ ΗΛΙΑΝ, προερχόμενον ἐκ τοῦ 24 ΛΥΣΠ, ἐγγράφω εἰς τὴν δύναμιν τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ Νοσοκομείου.


Στὴν Βέροια δὲν θὰ φτουρήσω ἐπὶ πολύ. Γράφομαι στὴν κλινική τοῦ Κρατικοῦ Νοσοκομείου καὶ μὲ ἕναν συναδελφο, τὸν Δημοσθένη (καλή του ὥρα στὴ Λάρισα, ὅπου βρίσκεται), ἀνοίγουμε τὸ πρῶτο μας ἰατρεῖο, στὰ ὑψωματάκια τῆς πόλης, δίπλα στὸ στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο.
Πρῶτος μας πελάτης ἦταν ἕνα ἄρρωστο μοσχαράκι, τὸ ὁποῖο ὁ Δημοσθένης (μὲ τὸ πάθος τοῦ μελλοντικοῦ χειρουργοῦ…) δὲν ὤκνησε νὰ κρατήσουμε πρὸς θεραπείαν! Ἴσως κάποτε (πότε;) μιλήσω γιὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Βέροιας, τὶς θυελλώδεις διενέξεις στὸ στρατὸ ― καὶ πῶς ὁδεύσαμε μαζί, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1958, στὴν Πτολεμαΐδα, ὅπου ὑποβάλαμε ὑποψηφιότητα βουλευτοῦ καὶ φύγαμε ἆρον ἆρον ἀπὸ τὸ στράτευμα…
Τώρα, ὅμως,  βρίσκομαι (ἀνακληθείς) στὴν Νιγρίτα τῆς Βισαλτίας, ἔγκλειστος στὸν ἀνελέητο κάμπο τοῦ Στρυμώνα, στριμωγμένος ἀνάμεσα στὰ ὄρη τῆς Βροντοῦς καὶ τὸ Μενοίκιο, τὸ Παγγαῖο, τὸν Βερτίσκο καὶ τὰ Κερδύλλια. Στὶς ἔρημες ἐκτάσεις πανύψηλα δέντρα, καὶ στὰ γυμνὰ τους κλαδιὰ δεκάδες ἄδειες φωλιὲς πελαργῶν. Κοπάδια βοοειδῶν βόσκουν στὶς παρυφὲς τῆς συστάδος τῶν δέντρων καὶ προχωροῦν ἀργά, ἐπιστρέφοντας κατὰ τὸ μελαγχολικότατο σούρουπο στὶς ἀκραῖες συνοικίες τῆς πόλης: ἐκεῖ, μόνο του τὸ καθένα βρίσκει τὸν δρόμο καὶ μὲ σκυμένο τὸ κεφάλι τραβάει γιὰ τὸ παχνί του. (Φωτογραφία 1η ).
           
Αὐτόμαται δείλῃ ποτὶ ταὐλίον αἱ βόες ἦλθον.

Στὶς 21 Μαΐου (Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης) ἀκούω συγκεχυμένα καὶ ἀόριστα τὴ λέξη «Ἀναστενάρια». Παίρνω ἕνα τζὶπ καὶ τραβῶ σὲ ἕνα κοντινὸ χωριό, στὸ κέντρο τοῦ κάμπου, τὴν Ἁγία Ἑλένη Σερρῶν. Εἶναι ἀπομεσήμερο καὶ στὴν πλατεία οἱ συγκεντρωμένοι χοντροὶ κορμοὶ δέντρων καίγονται ἀθρόως. Ἡ ζέστη εἶναι ἀποπνικτική. Ἀνεβαίνω στὸ κονάκι, παρακολουθῶ ἄναυδος τὸν χορὸ μὲ τὰ εἰκονίσματα (ἀργότερα θὰ γνωρίσω τὸν ἀρχιαναστενάρη, τὸν Γιαβάση), ἐν πλήρει δὲ συγχύσει κι ἐνῶ ὁ καταλυτικὸς ἦχος τοῦ τυμπάνου καὶ οἱ ὀξεῖες κραυγὲς τῶν ὀρχουμένων δονοῦν ἀγρίως τὴν ἀτμοσφαῖρα, προσπαθῶ ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς σκάλας νὰ φωτογραφίσω τὴν πορεία πρὸς τὴν πυρὰ καὶ τὴν τελικὴ εἴσοδο σὲ αὐτὴν μόνον ἐκείνων, ποὺ θὰ λάβουν τὴν ἄνωθεν ἐντολὴ καὶ χάρη. (Φωτογραφίες 2,3).

Εἴμαστε, πιά, στὴν Καβάλα. Ἐπάνω στὸ Παγγαῖο, κοντὰ (σχετικά) στὴ χρυσοφόρο Σκαπτὴ Ὕλη, βρίσκεται ἡ περίφημη Μονὴ τῆς Εἰκοσιφοινίσσης― δρόμος, ὅμως, δὲν ὑπῆρχε τότε. Ὁ Νίκος Γαβριὴλ Πεντζίκης ἐπέμενε νὰ πραγματοποιήσουμε τὴν ἐκδρομή, κι ἕνας ἀρειμάνιος κρητίκαρος, ὁ ἀρχίατρος Φώτης Μπρεδάκις, ἀνέλαβε νὰ παραγματοποιήσει τὸν ἆθλο, μὲ ἕνα Τράιουμφ τοῦ 1955. Φθάσαμε, μὲ τὰ πολλά, στὸ Μοναστήρι. Καθὼς ἀνεβαίναμε μιὰ φαρδιὰ σκάλα μὲ περίτεχνη, σιδερένια κουπαστή, ἡ γυναίκα μου Νιόβη μοῦ ἔδειξε τρεῖς μαυροφορεμένες χωρικές, ποὺ ἔφθαναν γιὰ προσκύνημα, μετὰ ἀπὸ μακρὰ καὶ ἐπίμονη ὁδοιπορία. (Φωτογραφία 4).

Ταξιδεύουμε μιὰ μέρα πρὸς Ξάνθη. Ἦταν φημισμένη ἡ Ξάνθη, τὸ 1961, γιὰ τοὺς περίφημους τσεβρέδες της (πολλοὶ Ἀθηναῖοι, μὲ ὕπουλη οἰκειότητα — σχεδὸν ἀθωότητα — ἔσπευδαν καὶ τοὺς ἀγόραζαν ἀντὶ πινακίου φακῆς), γιὰ τὰ γλυκά της καὶ τὸν τούρκικο καφέ. Κατόπιν ἐπισκεφθήκαμε τὸ τούρκικο τζαμί. Ἔξω ἀπὸ τὸ ἱερὸ τέμενος, ὁ ἀλαφροίσκιωτος τῆς πόλης νίπτει τοὺς πόδας του μὲ νερό, ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν τουλούμπα. (Φωτογραφία 5). Σὲ λίγο, κεκαθαρμένος, θὰ συνοδεύσει γιὰ τὴν προσευχὴ τὸν Μουφτῆ. (Φωτογραφία 6).

Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1967, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες κρίσεις τοῦ κυπριακοῦ, μετακινηθήκαμε μὲ τὸ στράτευμα νύκτωρ πρὸς τὴν Λεπτὴ Ὀρεστιάδας, ἀναζητώντας τὸ μέρος ὅπου (σύμφωνα μὲ τὰ σχέδια τῆς ἐκεῖ Μεραρχίας) ἔπρεπε νὰ ἀναπτυχθεῖ τὸ νοσοκομεῖο ἐκστρατείας. Τὸ κρύο ἦταν δριμύ, παγωμένες ριπὲς ἀέρα μᾶς μαστίγωναν ἀπὸ βορρᾶ —λάσπες, νερὰ καὶ τέλματα παντοῦ. Δίπλα σὲ μιὰ γκιόλα μιὰ μοναχικὴ γυναίκα, μὲ λευκὸ τσεμπέρι καὶ σταυρωμένα χέρια, μοιάζει νὰ ἀνήκει στὰ ἐπέκεινα. (Φωτογραφία 7).

Τώρα, ἄς τραβήξουμε νότια. Τὸν Μάρτιο τοῦ 1974 μὲ τὸν Τάκη Σινόπουλο καὶ τὸν Ἀλέξανδρο Κοτζιᾶ βρισκόμαστε οἰκογενειακῶς στὸν Πύργο. Τοὺς κατευθύνω πρὸς τὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ Πύργου-Κατακώλου: τὰ παληὰ καὶ (θὰ προσέθετα) ἔνδοξα βαγόνια, ρέβουν καὶ λεηλατοῦνται. Ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεκτίμητο Μουσεῖο Τραίνων χάνεται…(Φωτογραφία 8).

Γράφω ἕνα ἄρθρο στὴν τοπικὴ ἐφημερίδα. Πολὺ σύντομα ὁ τότε Δήμαρχος θὰ ξηλώσει τὰ πάντα: τὰ βαγόνια καὶ οἱ μηχανὲς θὰ ἐξαφανισθοῦν (τὶς οἶδε ποιοὶ ἀετονύχηδες τὰ νέμονται στὴν κεντρικὴ Εὐρώπη…), θὰ ρίξει ἄσφαλτο πάνω ἀπὸ τὶς ράγες, καὶ θὰ δημιουργήσει κάποιον δρόμο, μήκους ἐλαχίστων μέτρων (!!!), ὁ ὁποῖος διεκδικώντας μιὰ παγκόσμια πρωτοτυπία, θὰ καταλήξει ἁπλῶς σὲ μιὰ παρακείμενη μάντρα: ἀθάνατη νεοελληνικὴ αὐτοδιοίκηση…

Ὁδεύουμε ἐν συνεχείᾳ γιὰ τὰ Φιλιατρά, καὶ φυσικὰ ἐπισκεπτόμαστε τὸ μέγα κὶτς τῆς περιοχῆς, τὸ εὐφήμως γνωστὸ «Κάστρο τῶν Παραμυθιῶν», δημιούργημα ἐπανακάμψαντος ἀποδήμου, τὸν ὁποῖον ἔσπευσε νὰ παγιδεύσει καὶ νὰ γελοιοποιήσει, στὴν ταινία του «Λάβετε θέσεις», ὁ σκηνοθέτης Θόδωρος Μαραγκός. Μπροστὰ ἀπὸ τὸ τερατῶδες ἄγαλμα τοῦ Ποσειδώνα, θὰ φωτογραφίσω τὸν Τάκη Σινόπουλο. (Φωτογραφία 9).

Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀθήνα, σταματᾶμε γιὰ λίγο στὸ Αἴγιο. Ὁ Σινόπουλος, μὲ δυὸ νταμιζάνες, σπεύδει πρὸς ἀναζήτηση τοῦ μοναδικοῦ ἐκείνου κρασιοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο εὐωχοῦσε τοὺς φίλους στὰ ἀξέχαστα δεῖπνα ποὺ παρέθετε. Ἡ γυναίκα του ἡ Μαρία, πηγαίνει στὸ πατρικό της, ἀπὸ ὅπου θὰ παραλάβει (κοντὰ στὰ ἄλλα) τὸ ταψὶ μὲ τοὺς μπακλαβάδες τῆς μητέρας της: μέσα στὸ ἐλάχιστα γλυκὸ (καὶ σχεδὸν ἀνύπαρκτο) σιρόπι, τὰ πικραμύγδαλα τῆς τραγανῆς γέμισης δημιουργοῦσαν μιὰ παράξενη εὐφορία.

Ἐγὼ ἀνέβηκα στὸ Νεκροταφεῖο τῆς πόλης, προκειμένου νὰ τὸ φωτογραφίσω γιὰ τὴ συλλογὴ τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου. Ἔξω ἀπὸ κάποια μάντρα του εἶδα ἕνα ἐντυπωσιακὸ ἐπιτύμβιο, ἀφημένο ἐκεῖ, πεταμένο ἴσως: ἕνα ζεῦγος, τυπικὸ δεῖγμα πελοποννησίων ἀστῶν τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰῶνος, ποζάρει σὰν σὲ γαμήλια φωτογραφία. (Φωτογραφία 10).

«Ὅταν ἔνιωθα μηδαμινός, χαμένος καὶ ἀποσυνάγωγος ὡς νέος (ἔλεγε ὁ Πεντζίκης) πήγαινα στὸ Μωριὰ καὶ ἐπισκεπτόμουν τὰ νεκροταφεῖα τῶν πόλεων: αἰσθανόμουν, τότε, ὅτι ἐδῶ ὑφίσταται μία τάξη καὶ μία ὀργανωμένη κοινωνία, ὅπου ὁ κάθε ἕνας ἔχει τὴ θέση του.»

Μάιος τοῦ 1974, μεσημέρι στὸ Τουκολίμανο μὲ τὸν Νίκο Καββαδία, μιὰ παρέα γιὰ φαγητό. Εὐδία, ζέστη (στὰ καταστήματα ἔχουν ἀνοίξει τὰ ποικίλα σκίαστρα), ἀλλὰ ὁ Μαραμποὺ εἶναι ντυμένος μᾶλλον μὲ χειμωνιάτικα. Παραμένει μελαγχολικός, στὰ πόδια του ἔχει ἀκουμπήσει ἕνα ξεθωριασμένο βαλιτσάκι μὲ τὴν ἐπιγραφὴ “Aquarius‟: φεύγει, ἀποχωρίζεται ἀγαπημένα του πρόσωπα, τὸ ὁμώνυμο πλοῖο τὸν ἀναμένει στὸ λιμάνι, σὲ λίγο θὰ μπαρκάρει. (Φωτογραφία 11).

Ἐρατεινὲς ἐκδρομὲς μὲ τὴ γυναίκα μου τὴν ἄνοιξη τοῦ 1975 στὰ Ἑπτάνησα. Ἀρχὲς Ἀπριλίου βρισκόμαστε στὴ Λευκάδα, καὶ μιὰ βάρκα μᾶς ὁδηγεῖ στὸ νησὶ τοῦ Βαλαωρίτη, τὴν Μαδουρή. (Φωτογραφία 12). Κάνουμε τὸν γύρω τοῦ νησόπουλου μὲ τὰ πόδια. Ἀπὸ κάπου ἐμφανίζεται ἕνα πρόβατο καὶ μᾶς ἀκολουθεῖ. Τὴν στιγμὴ ποὺ ξαναμπαίνουμε στὴ βάρκα, ρίχνεται στὴ θάλασσα καὶ κολυμπάει πρὸς τὸ μέρος μας, βελάζοντας: δὲν προφθάνω νὰ ἀπαθανατίσω τὴ σκηνή, φοβόμαστε ὅτι θὰ πνιγεῖ. Τὸ ἀνεβάζουμε στὴ βάρκα καὶ ξαναγυρίζουμε στὴ Μαδουρή.

Γενάρη τοῦ 1976 ἀνεβαίνω μὲ τὸν ὀδοντωτὸ στὰ Καλάβρυτα, πρὸς ἰατρικὴ ἐξέταση τῶν στρατευσίμων. Χιονίζει, καὶ ἡ κοιλάδα τοῦ Βουραϊκοῦ λάμπει κατάλευκη — πλήν, δίπλα ἀπὸ τὶς ράγες, προβάλλουν ἤδη οἱ πρῶτες κόκκινες ἀνεμῶνες.

Τὸ μεσημέρι ἐπισκέπτομαι τὸν τόπο ὅπου οἱ Γερμανοὶ (στὶς 12 Δεκεμβρίου 1943) ἐξετέλεσαν ὁμαδικῶς μὲ μυδράλλια σύμπαντα τὸν ἄρρενα πληθυσμό, ἐνῶ ἔκαψαν τὰ σπίτια καὶ ξεπάτωσαν ὁλόκληρο τὸ χωριό. Στὶς μέρες μας ἐπιστρέφουν ὡς μετανοημένες Μαγδαληνές, ἱκέτες δῆθεν καὶ ἀθῶοι…(Φωτογραφίες 13, 14).

Στὰ σημερινὰ χρόνια, τώρα, στὸν Πύργο. Παρὰ τὶς καταστροφές, τοὺς βομβαρδισμοὺς κατὰ τὸν Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, τὶς μάχες κατὰ τὸν Ἐμφύλιο καὶ — κυρίως — τὶς πρόσφατες δῃώσεις ἀπὸ ἄξεστους ἐπιγόνους, στὸ Νεκροταφεῖο τοῦ Πύργου διασώζεται εἰσέτι ἕνα συγκλονιστικὸ ταφικὸ μνημεῖο, ἔργο τοῦ μαρμαρογλύπτη Τάταρη, ὁ Ἄγγελος! — γυναικεία φιγούρα μὲ φτερὰ καθισμένη σὲ βράχο, ἀτενίζει μελαγχολικὰ τοὺς χθαμαλοὺς λοφίσκους ποὺ κλείνουν ἀπὸ τὰ βορειοανατολικὰ τὸν ὁρίζοντα τῆς πόλης. Τὸ μισάνοιχτο στόμα καὶ τὰ θλιμμένα μάτια παραπέμπουν σὲ ἐπιτάφιες φιγοῦρες τοῦ Κεραμεικοῦ. (Φωτογραφία 15). Σκέπει τὸν τάφο φοιτητοῦ, τοῦ Ντιντῆ Χριστόπουλου, ὁ ὁποῖος τραυματίστηκε βαρύτατα στὶς ἀρχὲς τοῦ περασμένου αἰώνα ἀπὸ τὸν ἠλεκτρικὸ σιδηρόδρομο. Πέθανε (μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐπιτύμβια ἐπιγραφή) χάρις στὴν ἀνθρωπίνη ἀδιαφορία, ἂν μὴ σκληρότητα καὶ ἀσπλαχνία.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια: