Dumitru
Ţepeneag
Γραβούρα
Μετάφραση ἀπὸ τὴν ρουμανική: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ἕνα
γκρίζο πρωινό, ὁ ἥλιος ἔσβηνε τυλιγμένος στὴν ὁμίχλη. Πολλὲς καὶ μεγάλες οἱ
σκηνὲς στὸν κάμπο μὲ ἀστραφτερὲς ἁλυσίδες, καβάλα στὸ πυρόξανθο ποὺ ἦταν δεμένο πλάι στὴ σκηνὴ κι ἄρχισε νὰ
καλπάζει στὴν ἄκρια τοῦ κάμπου μέχρι ποὺ χάθηκε πέρα ἀπ’ τὰ σύννεφα.
Ὁ
καιρὸς κυλοῦσε ἀργά. Ἀπὸ τὶς σκηνὲς ἔβγαιναν φριχτὰ ὀγκώδη τέρατα, μὲ χέρια στριμμένα, πόδια παραμορφωμένα, μὲ
δάχτυλα διεσπαρμένα, μὲ κλειδώσεις καὶ μὲ
μύες ὑπερφυσικούς, ἄκομψους σὰν
κορυφογραμμὲς πάνω σε
τεράστια κρανία. Μεταξύ τους φούντωνε μιὰ
μάχη ἐξοντωτική∙ πιάνονταν ἀπ’ τὰ μπράτσα, δαγκώνονταν χαμογελώντας,
γρατζουνώντας, σφάζονταν, τὰ αἵματα ἔτρεχαν πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις.
Κάποια ἄλλη στιγμὴ ὁ καβαλάρης ἐπέστρεφε ὀδηγώντας
καὶ μαστιγώνοντας βιαστικὰ μιὰ ἀγέλη τρομαγμένων βοδιῶν. Ἔβλεπε τὰ πτώματα
σκεπασμένα κατὰ τὸ ἥμισυ ἀπὸ μεγάλους, ἀσημένιους ἀετούς. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἄλογο
καί, μὲ τὸν ἀγώνα ἀκουμπισμένο στὴν σέλα ἀπομένοντας μόνος στὸ μουγκανητὸ τῶν
τρομαγμένων ἀγελάδων καὶ στὰ φτερουγίσματα τῶν πτηνῶν, κοίταζε πολλὴν ὥρα ἀκίνητος
στὸ κενό…
Πίνακας: Ludovic Bassarab – Nomazi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου