Παρασκευή, Μαΐου 30, 2014

Νίκος Καχτίτσης Ἐπιστολή [προς Σωκράτη Καψάσκη]



 Νίκος Καχτίτσης κα Σωκράτης Καψάσκης, μέσως μετ τν πελευθέρωση στν παραλία Πατρν.
(ρχεο: .Χ. Παπαδημητρακόπουλου).
Νίκος Καχτίτσης


πιστολή  
[προς Σωκράτη Καψάσκη σ.τ.σ]
 ναδημοσίευση π τ περιοδικροπέδιο

 τχ. 11, Χειμώνας 2011-2012
Σωκράτη,

Ε σ α ι: νθρωπος πο δουλεύει μακρυ π τ σπίτι του, λλ τυχαίνει, βράδι ν βρεθε ξω π τ χτίριο πο ργάζεται, καὶ βλέπει πέξω τ παράθυρα χωρς φτα κα τν πόρτα κλειστή, κα ασθάνεται σν τ φάσμα του ν κυκλοφορε μέσα στ γραφεο.

Ε σ α ι:  Ρυάκι σκεπασμένο μ χόρτα, ξω στν κάμπο τς λείας, βράδι, πο κελαρίζει πολ ργά, λλ δν πάρχει οτε μάτι, οτε ατ πουθεν γι ν τ ασθανθε.

Ε σ α ι: Πληγ πιπόλαια πο κοντεύει ν κλείσει, λλ ντωμεταξ τυχαίνει κάποιο γκαθάκι καμμι σκλήθρα κα παθαίνει νέα ποτροπή, πολ νεπαίσθητη, λλ ποχωρε πάλι φλεγμον κα πληγ πουλώνεται, κα μένει στ δέρμα μιὰ μυχή, σ ραφή.

Ε σ α ι: Γυναῖκα πο μολογουμένως παρασυρμένη βγκε στ πεζοδρόμιο, κα περιπατε πόψε μ τέτοιο κρῦο, μ δθεν διαφορία, σ ναν ρημικ δρόμο τς μερικανικς ατς πόλεως, κα ταν τς προτείνει νας μι ξευτελιστικ τιμ το παντάει; «καλά, δν πειράζει, λλωστε γ συντροφι ζητάω», κα φεύγουν κα ο δύο γκαζ γι κάποιο ρημικ ξενοδοχεο, στν κάτω πόλη, που ατ διαμένει κανονικά, πληρώνοντας στ Γαλλίδα διοκτήτρια ποσοστά.

Ε σ α ι:  Δοχεο διακοσμητικό, σ βάζο, πο π τν πολυκαιρία χει ποκτήσει πυθμένας του λίγη λέρα, σ βάψιμο, κα κάνει τ πν νοικοκυρά, μ λεμόνι, σόδα κα διάφορα λλα συστατικά, γι ν τ καθαρίσει, λλ τ βάψιμο δ «βγαίνει».

Ε σ α ι: Βρέφος σ καρροτσάκι γκαταλειμένο ξω π τν ξώπορτα κάτου π τν λιο, γι ν πάει μητέρα του μι στιγμ μέσα γι προσωπική της νάγκη, κα περνάει νας περαστικς κα το λέει: «Ρ γέρο, τί γίνεσαι ρ γέρο;» κα τ βρέφος τν κυττάει στ μάτια μ θυμό, κα πειτα τ κλείνει μ ραθυμιά, σ γάτος.

Ε σ α ι:  Λαγς πο σφραίνεται κίνδυνο τεντώνει τ’ ατιά του κα ρχίζει πεγνωσμένα ν τρέχει κα μετ σταματάει γι ν φουγκραστε κα μ μεγάλη νακούφιση διαπιστώνει τι κίνδυνος παρλθε - πότε στρέφεται μ ράθυμες κινήσεις πρς ναν παρακείμενο θάμνο, κουλουριάζει τ σμα του γι ν χει τν ασθηση τς περισυλλογς κα τς σφάλειας, κα ετυχισμένος βυθίζεται σ πνο.

Ε σ α ι: νθη γρια σ νοιχτ πεδίο μάχης νοιξη, που βασιλεύει πόλυτη νηνεμία, λλ τ παρασύρει μετέπειτα να λάχιστο εράκι, σ μακριν μουσική, κα δίνει λη τμόσφαιρα τν ντύπωση στν περαστικ τι κάτι τ μυστικ συμβαίνει γύρω του, κα τν καταλαμβάνει μιὰ πέραντη λύπη, κα ασθάνεται νοχος πο ατς κόμα ζε.

Ε σ α ι: νθρωποι δύο πο διασχίζουν καλοκαιριν βράδι μ φεγγάρι τν κάμπο τς λείας κοπρολογώντας κα κούγονται ο φωνές τους π πολ μακρυά, λλ ατς πο τς κούει οτε χαίρεται οτε λυπται, γιατὶ ο ννοιες, λόγῳ τς ποστάσεως χάνουν τ βάρος τους.

Ε σ α ι:  Διακόπτης, πο πως πάει να χέρι γι ν τν στρέψει διερωτται: «Πότε θ μ ξαναστρέψουν;» λλ τυχαίνει ν ξεχαστε τ φς, π μέλεια, λη τ νύχτα νοιχτό, κα διακόπτης, ντ ν καταλάβει τί συμβαίνει ξακολουθε ν περιμένει, κα πομένως γρυπνε μέχρι τ πρω πο διαπιστώνουν ο νοικοι τ λάθος.

Ε σ α ι: Σκι μέσα σ σπίτι πο καθημεριν τροχιά της εναι πάντοτε ατή, κτς μόνον ταν λλάζουν ο ποχές, λλ καὶ τότε κόμα διαφορ εναι λάχιστη.

Ε σ α ι: Ψωμ ζυμωτ πο μα κοπε ρχίζει ν διαστέλλεται, μ’ ναν τρόπο πο εναι σ ν χει ντότητα, ταν μως μείνει στ ντουλάπι κα ξεραθε εναι σ νεκρό.

Ε σ α ι: Νωτιαος μυελς ρνιο ψητο πο πως ξέχει λίγο π να σπόνδυλο μοιάζει καταπληκτικ σ ν πρόκειται γι χετ πο χει βουλώσει π τς διάφορες καθαρσίες κα τ γλίνα π τ νθρώπινα κορμιά.

Ε σ α ι: Στέρνα μ χαλασμένο νερό, που παιδι χουν πετάξει μέσα καλάμια κα πέτρες, κα που, πως κυττμε στν πιφάνειά του, μοιάζουν τ μοτρα μας σ χολερικ κα μ πολλς διαθλάσεις, πότε ρμέμφυτα φωνάζουμε μιὰ φηρημένη ννοια κα κούγεται π τ βάθος χώ.

Ε σ α ι: Κατάσκοπος τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου μ μανικοκάπια κα μποτίνια μ πολλ φιλτισένια κουμπάκια, ποος στ διάφορα σαλόνια τς Κεντρικς Ερώπης, δράττοντας τ χέρια τν κυριν γι ν τ χειροφιλήσει, δέχεται μ τ χοῦφτα του σημειωματάκια μ πληροφορίες γι διάφορα χυρωματικ ργα κα πειτα ξαφανίζεται π τ σαλόνια, πηγαίνει σ μιὰ γωνία, μπογιατίζει τ μοτρα του, φορε τεχνητ μουστάκια κα γένεια, κα παρουσιάζεται σν λλο τομο, κα ο λλοι οτε κν τν ποπτεύονται.

Ε σ α ι: Πολλ πράγματα κόμη ποὺ θ σο γράψω ταν, κτνος, θ μο γράψεις.



Χαρε κα σο γαλαντόμος.

                                                    Μοντρελ 1957

Δευτέρα, Μαΐου 26, 2014

Κώστας Ροδαράκης : Ὁ ποιητὴς τῆς Ὕδρας... Στὸ ΟΡΟΠΕΔΙΟ Νο 14, τὸν ΟΚΤΩΒΡΙΟ 1914...

Κώστας Ροδαράκης
 Ὁ ποιητὴς τῆς Ὕδρας

Πέθανε ξαφνικά, στὶς 2 Φεβρουαρίου 2012 στ Ρόδο, ἀπὸ ἀνακοπὴ τῆς καρδιᾶς ὁ Κώστας Ροδαράκης.

      Ὁ ποιητὴς τῆς Ὕδρας (“αὐτοῦ το παράξενου ποιήματος — ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ εἶχε γράψει ὁ Χένρυ Μίλλερ” , ὅπως σημείωνε τὸ 1974 ὁ Ἀντρέας Καραντώνης), τάραξε πολλὲς φορὲς τὰ λογοτεχνικὰ νερά, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, μὲ τὰ ἀπροσδόκητα, ἄκρως προχωρημένα, πολὺ πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τους ποιήματα καὶ πεζογραφήματά του — τὰ περισσότερα ἐκτὸς ἐμπορίου καὶ ὅλα τώρα ἐξαντλημένα (Δώδεκα Ποιήματα, Ἀποσπάσματα μιᾶς ἀτέλειωτης γραφῆς, Τὸ τραῖνο τοῦ Μεσονυχτίου, Καλώνδας Κόραξ κλπ. κλπ.).

        Τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο ἑτοιμάζει ἤδη ἕνα προσεχὲς ἀφιέρωμα γιὰ αὐτὴν τὴν παραγνωρισμένη, σχεδὸν ἄγνωστη σήμερα μορφὴ τῶν γραμμάτων μας.

Ἠ.Χ.Π.



Κώστας Ροδαράκης



ΥΔΡΑ

(Ἀπόσπασμα)

 ..................................................................................................

 Ὕδρα, μὲ τὰ μεταφυσικά σου σπίτια καὶ τὰ μεταφυσικά σου

σκαλοπάτια —

ἀργεῖ νὰ ξημερώσει



Ὕδρα, ἡ κάθε αὐγή σου μοῦ δίνει μιὰ καμουτσιὰ στὸ πρόσωπο

καὶ μὲ ξεπλένει ἀπ’ ὅλη τὴ ντροπὴ



σὰ νὰ ’ταν τὸ ἔγκλημα τῶν ἄλλων

ἡ πιὸ μεγάλη δική μου τιμωρία



Ὕδρα ! Ἀπόψε τὰ 9 σου κεφάλια χειρουργοῦν τὸ ἀπόστημα

τῆς προϊστορίας μου



γιὰ ὅλα ὅσα ἔγιναν, κι ὅ,τι θὰ γίνει



γιὰ τὴ Λιλή, τὸ Χάνς, τὸν Τούλ, τὸ Ρόμπερτ, τὴ Βιρτζίνια



κι ὅλα τα Σαββατόβραδα τῶν δημίων μου

στὶς πέντε ἠπείρους



Ὕδρα, ἀπόψε τὰ δόντια σου εἶναι στὴ σάρκα μου

                                                           βαθειὰ χωμένα ἡδονικὰ

..................................................................................................




Δευτέρα, Απριλίου 07, 2014

ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΑΛΕΚΟ ΖΟΥΚΑ...

Δυὸ χρόνια πέρασαν ἀ­πὸ τὴν ἀναχώρηση τοῦ ξεχωριστοῦ, τοῦ ἀγαπημένου μου φίλου Ἀλέκου Ζούκα, γιὰ τὸ βασίλειο τῆς Ἀνυπαρξίας… Ἔτσι, μιὰ ἀναφορὰ γιὰ νὰ τοῦ πῶ, πὼς ἡ ζωὴ εἶναι δύσκολη χωρὶς τὶς συζητήσεις μας γιὰ τόπους, πράγματα καὶ ἀνθρώπους, τὸ κείμενο αὐτὸ, τοῦ κοινοῦ μας φίλου Πέτρου Μανταίου….




    Ἀ­λέ­κος Ζού­κας πο γνώ­ρι­σα
Ἀ­πὸ τν Πέ­τρο Μαν­ταῖ­ο
Ἀναδημοσίευση  ἀ­πὸ τ περιοδικό Ὀροπέδιο, τεύχος 13ο, Χειμώνας 2013-2014

Χει­μώ­νας το ’81-’82. Νυ­χτε­ρι­νὸ μα­γα­ζὶ μ λα­ϊ­κὰ ὄρ­γα­να. Μι­κρὸ ἀλ­λὰ ζε­στό, πε­ρι­ποι­η­μέ­νο: δι­πλὸ τρα­πε­ζο­μάν­τι­λο, κε­ρὶ σ γυά­λες στ κά­θε τρα­πέ­ζι, φα­γη­τὸ γι ὅ­ποι­ον ἤ­θε­λε, ἐ­ξα­ε­ρι­σμὸς γι τν κου­ζί­να κα τ κά­πνι­σμα· σπά­νιο εἶ­δος τό­τε στ μι­κρο­μά­γα­ζα τς νύ­χτας. Ρεμ­πε­τά­δι­κο· νε­ό­κο­πος τό­τε χα­ρα­κτη­ρι­σμός. Δυ­ό-τρί­α χρό­νια με­τὰ τ χούν­τα, νε­α­ροὶ ὀρ­γα­νο­παῖ­κτες ἄλ­λοι σπου­δαγ­μέ­νοι, ἄλ­λοι μι­σο­σπου­δαγ­μέ­νοι, ἄλ­λοι αὐ­το­δί­δα­κτοι ρέ­κτες ἐ­ρα­σι­τέ­χνες «ψαγ­μέ­νοι»— ἐ­πέ­στρε­φαν στ πα­λιὸ ρεμ­πέ­τι­κο μ ὁρ­μὴ κα ἐμ­μο­νὴ νε­ο­φώ­τι­στου. κό­σμος εἶ­χε ἀλ­λά­ξει, μου­σι­κὴ εἶ­χε ἀλ­λά­ξει, ἴ­δια ἡ λα­ϊ­κὴ μου­σι­κὴ εἶ­χε με­τα­μορ­φω­θεῖ ἀ­πὸ σπου­δαί­ους συν­θέ­τες (Τ παι­διὰ το Πει­ραι­ᾶ, το Χατ­ζι­δά­κι εἶ­χαν πά­ρει Ὄ­σκαρ μου­σι­κῆς, λα­ϊ­κὰ ὀ­ρα­τό­ρια το Θε­ο­δω­ρά­κη παί­ζον­ταν σ ὅ­λο τν κό­σμο…), ἀλ­λὰ ο νε­α­ροὶ «ρεμ­πέ­τες» ἐ­πέ­με­ναν, εὐ­λα­βι­κά, σ μου­σι­κοὺς δρό­μους προ­πο­λε­μι­κούς.
 Σχη­μά­τι­ζαν ὁ­μά­δες. Τς ὀ­νό­μα­ζαν ὅ­πως πα­λιὰ στ Σμύρ­νη, στν Πό­λη, ὑ­στε­ρό­τε­ρα στν Πει­ραι­ὰ– κομ­πα­νί­ες (συν­τρο­φι­ές) ρεμ­πέ­τι­κες, κα πε­ρι­φέ­ρον­ταν σ τα­βερ­νεῖ­α το κέν­τρου, μ θα­μῶ­νες τ πλεῖ­στον νε­α­ρούς, ὅ­που ἡ πλη­ρω­μὴ τους γι­νό­ταν «μ δί­σκο» «μ κα­πέ­λο», ἐ­ρα­νι­κά, ἀ­πὸ τρα­πέ­ζι σ τρα­πέ­ζι, ὅ­πως ἄλ­λο­τε μ τος πλα­νό­διους μου­ζι­κάν­τη­δες μ τν κι­θά­ρα , σπα­νι­ό­τε­ρα, τ μπου­ζού­κι , συ­χνό­τε­ρα, τ ἀ­κορ­ντε­όν.

Παρασκευή, Απριλίου 04, 2014

Ἀδαμαντίου Πεπελάση: Τὸ ἀρχοντικὸ Σερπιέρη


Ἀδαμαντίου Πεπελάση

Τὸ ἀρχοντικὸ Σερπιέρη
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο 9ο τεύχος


Μὲ προθυμία ἀνταποκρίνομαι, κάθε φορὰ στὴν τιμητικὴ πρόσκληση τῆς Λέξης νὰ συμμετάσχω σὲ ἀφιερώματα τοῦ περιοδικοῦ. Ὅταν ὅμως ἄρχισα νὰ συνθέτω τὸ κείμενο γιὰ τοῦτο τὸ τεῦχος, εἶχα δυσκολίες νὰ ἀπομονώσω γεγονότα, στιγμὲς τῆς ζωῆς μου, ποὺ ἡ ἀφήγησή τους θὰ ξέφευγε ἀπὸ αὐτοβιογραφικὲς σημειώσεις. Δὲν γνωρίζω γιατί, ἴσως καθὼς ὁ βίος ἔχει προχωρήσει καὶ ἡ ζωὴ ὡριμάσει, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεχωρίσεις τὴν αὐτοτέλεια γεγονότων, στιγμῶν, ἐμπειριῶν ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὅποιο διαμορφώθηκε ὁ βίος σου. Ἔμαθα ἄλλωστε καὶ κάτι συναρπαστικὸ τελευταῖα, μάλιστα τὸ ἔχω ἐμπεδώσει. Ἀπὸ τὰ σαγηνευτικὰ γραπτά του Malcolm Gladwell. Ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐκείνη ἢ ἀστραπὴ τῆς πρώτης στιγμῆς ποὺ συλλαμβάνει τὴν ἐσώτερη ἀλήθεια τῶν πραγμάτων καὶ τῶν σχέσεων. Ἡ λειτουργία καὶ οἱ ἀντιδράσεις τοῦ ἀνθρώπινου ἐγκεφάλου μέσα ἀπὸ «λεπτὲς φέτες». Ὅπου ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πρόγνωση εἶναι ζήτημα σχεδὸν ἀστραπιαῖο, τῆς πρώτης στιγμῆς, ὅπως τὸ βλεφάρισμα.