Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2024

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Lido bar

 


Ο Γιάννης του Νταραμοβασίλη έφυγε μαζί με τον πατέρα του το ’14, για την Αμέρικα. Λίγο πριν τον πρώτο μεγάλο πόλεμο. Ήταν αμούστακο το δόλιο, δεκατέσσερω χρονώ βυζανιάρικο. Κατεβήκανε στα Ολύμπια με τ’ άλογο κι ένα γαϊδούρι. Αφήσανε τα ζα, στο σπίτι του Νταουσιάνη, ενός πατριώτη που δούλευε στα τραίνα. Από κει θα τα έπαιρνε ο Αλέκος, ο αδερφός του Νταραμοβασίλη, σαν γύριζε από το Κατάκολο όπου είχε πάει εργάτης στη συγκομιδή τής σταφίδας, στα χτήματα ενός Τραμπαδώρου. 

Πήρανε το τραίνο. Ολύμπια-Πύργος. Ύστερα το άλλο τρένο Πύργος-Πάτρα. Στην Πάτρα, μείνανε λίγες μέρες. Από εκεί, φύγανε μ’ ένα πλοίο της εταιρείας  Austroamericana που το λέγανε Μπελβεντέρε και μετά από είκοσι μέρες στην θάλασσα, φτάσανε στο Καστριγκάρι της Νέας Υόρκης.

Ο Νταραμοβασίλης, έκατσε ένα χρόνο στην Αμέρικα. Δούλεψε στο μαγερειό του Αποστόλη του Νήσιου στην –Αστόρια– που είχε πάει δέκα χρόνια νωρίτερα. Μάζεψε το ποσό για το εισιτήριο και γύρισε πίσω, τι είχε μεγάλη φαμελιά να θρέψει. Το παιδί έμεινε εκεί. Δούλεψε κάμποσα χρόνια στο μαγερειό κι έστελνε τακτικά το τσέκι στη φαμελιά του. Μετά, έκανε δική του δουλειά. Επιχείρηση, τους έγραψε, shoe shiner, στο Μπρούκλιν. Τίποτες άλλο.

Τότες η Χώρα ήτανε μεγάλο χωριό. Είχε Σχολείο και Σταθμό Χωροφυλακής. Πιο παλιά ήτανε και έδρα του Δήμου Θελπούσης. Κουμάντο στο χωριό, τότε, κάνανε οι Βασκαντηραίοι. Είχανε τα εμπόρια στα χέρια τους. Ξέρανε και γράμματα. Οι άλλοι, παλεύανε με τα χωράφια. Φτώχεια μεγάλη.

Ο Νταραμοβασίλης, είχε άλλα πέντε παιδιά. Μικρότερα. Δύο αγόρια και τρία κορίτσια. Λιγομίλητος άνθρωπος. Στο καφενείο δεν ανοιγότανε πολύ. Μονάχα, σαν ερχότανε η κουβέντα στο Γιάννη του, που τον αποκαλούσε πρωτολούβικο, δεν έλεγε να σταματήσει. «Εχ, δουλεύει το παιδί μου. Να τόχει ο Θεός καλά, εκειά που βρίσκεται· μου στέλνει και το τσέκι ταχτικά… δεν έχω παράπονο… Εψές, έλαβα και μια φωτογραφία του… Σωστός άρχοντας! Με τη ρεμπούπλικά του στραβά, το ωραίο του κουστούμι, τη χρυσή του αλυσίδα στο γελέκο… Με κοιτάει στα μάτια και γελάει. Δόξα νάχει ο Θεός. Πέτυχε το παιδί μου…». Όταν τον ρωτούσαν τι δουλειά κάνει ο Γιάννης, εκείνος απαντούσε κορδωμένος σαν τον κούρκο: «Επιχειρηματίας, μπρούκλης ο Γιάννης μου, βέβαια…». Όταν τον ξαναρωτούσαν, τι επιχειρηματίας, αυτός απαντούσε «ναι, ναι μπρούκλης», επιχειρηματίας, χωρίς να δίνει περισσότερες διευκρινίσεις.

Με τον καιρό φύγανε κι άλλοι για την Αμέρικα. Δύσκολα χρόνια. Ο ένας έκανε πρόσκληση στον άλλονε. Και τι να κάνανε τα παιδιά τού κοσμάκη; Πού να πάνε για δουλειά; Ρούφηξε όλη τη φτώχεια η Αμέρικα τότε. Μετά, ήρθε ο πρώτος πόλεμος και σταμάτησε αυτό το φευγιό. Άλλη συμφορά ο πόλεμος. Πόσα κορμάκια πέσανε για την Μεγάλη Ιδέα, σε τόπους άγνωστους… 

Ο Νταραμοβασίλης ένεκα πολύτεκνος, δεν παρουσιάστηκε στο στρατό. Πήγε όμως ο δεύτερος γιός του, ο Λεωνίδης. Με την κλάση του ’20. Πιάστηκε αιχμάλωτος αλλά ήταν τυχερός. Με την ανταλλαγή γύρισε πίσω. Έξι παιδιά από τη Χώρα, αφήσανε τα κοκαλάκια τους στο Εσκί Σεχήρ και στο Αφιόν Καραχισάρ. Σιγά-σιγά, αραίωσαν και οι αναχωρήσεις προς Αμέρικα. Ήτανε βλέπεις το καθήκον να μεγαλώσει η πατρίδα. Ώσπου, το 1922 ήρθε η μεγάλη ανατροπή. Εκεί που πρώτα μεγάλωνε η πατρίδα γεωγραφικώς, τώρα άρχισε να μεγαλώνει και πληθυσμιακώς. Πρόσφυγες παντού! Από τη Μικρασία.

Όταν ο Λεωνίδης γύρισε από το μέτωπο, ο πατέρας του, τού είπε: «Λεωνίδη παιδί μου, εδώ τα πράματα δεν είναι καλά. Ούλο πολέμους έχουμε και το ψωμί δεν περισσεύει. Θα γράψω του Γιάννη να σε πάρει πέρα, τι έχουτε τρεις αδερφές να παντρέψετε… Να φύγεις και συ παιδί μου… Αυτός ο τόπος, δε μας σηκώνει… Άει, να πας παιδάκι μου κι εσύ κοντά στον Γιάννη μας, να χορτάσει η μπάκα σου ψωμάκι, να τηράξεις και μας παιδάκι μου, τις αδερφές σου, που θέλουνε προίκα για να βάλουνε στεφάνι…».

Ο Λεωνίδης αγάπαγε. Δεν ήθελε να πάει. Στο τέλος όμως πείστηκε. Δεν μπορούσε να φέρει αντίδραση στον πατέρα του. Θα πάω και μόλις τα ’κονομήσω θα γυρίσω και θα την πάρω, σκεφτότανε. Έφυγε το ’23, μα δεν έσωσε να γυρίσει πίσω.

Ο Νταραμοβασίλης, έκανε τις δουλειές του σεμνά. Δεν ακουγότανε στο χωριό. Πρώτα πάντρεψε τις δύο μεγάλες τσιούπες. Τη μια στο Νιχώρι, μ’ έναν Κουρνούτο και την άλλη στη Δάφνη με τον Καπερώνη. Τις προίκισε με κάτι χωραφάκια που είχε κοντά στη Δάφνη στην Τρανηλάκκα και στου Ντελαλή. Τους έδωκε και κάμποσες λίρες προίκα που έστειλε ο μεγάλος του από την Αμέρικα. Μετά έστειλε τη μικρή, την Τούλα, στην Αμερική. Είχανε λέει, βρει τα παιδιά ένα γαμπρό, ένα καλό παληκάρι από την Αγλανιτζιά· σουμέκερης στο επάγγελμα, σ’ ένα μεγάλο τσαγκαράδικο στην Αστόρια. Καλή δουλειά. Είχε κι ένα σπιτάκι δικό του.

Τα παιδιά τατακτοποίησε όλα καλά. Στο σπίτι έμεινε με τη γυναίκα του και τον μικρό του γιο. Τον Νάκο που γεννήθηκε το ’25 και δεν γνώρισε τους μεγάλους του. «Εσύ είσαι τ’ αποκούμπι μου, του έλεγε. Εσύ Νάκο μου θα μου δώκεις ένα ποτήρι νερό. Οι άλλοι, πάνε… Πετάξανε μακριά, σαν τα πουλιά… εσύ θα με γεροκομίσεις…».

Το καλοκαίρι του ’39,  τον πλάκωσε μια αριά, καθώς πήγε να κόψει ξύλα για τον χειμώνα. Στου Κουρσέσι το ρέμα· κάτι λιγότερο από δυο ώρες δρόμο απ’ το χωριό. Δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν σαν έφυγε. Μήτε στη γυναίκα του, μήτε στο Νάκο. Έφυγε αμίλητος χαράματα και πήγε στο ρέμα. Τον βρήκε μετά από δύο μέρες, ο Λιας ο Χιονιάδης, ένας τσοπάνης από το Νιχώρι. Το μπούραμα είχε ξεραθεί στα χείλια του. Και το αίμα του είχε σκορπιστεί γύρω. Ήτανε τότες εβδομήντα τρίω χρόνων. Η γυναίκα του, όταν τον έκλαιγε και τον μοιρολογούσε, έλεγε ποιόν θα βρούνε τα παιδιά σου, σαν γυρίσουνε από τα ξένα; Δύο μέρες μετά την κηδεία του, γράψανε γράμμα στον μεγάλο. «Το και το Γιάννη. Ο πατέρας έφυγε. Μείναμε ούλοι ορφανοί». Μετά από καμιά εικοσαριά μέρες, ήρθε η παρηγορητική απάντηση του Γιάννη με τηλεγράφημα. «Επιστρέφω. Μη σας σκιάζει τίποτες. Εγώ θα σας αναλάβω ούλους…». Πότε επιστρέφει ακριβώς δεν έλεγε. Η Νταραμούσενα με τον μικρό κάνανε τις απαραίτητες προετοιμασίες στο σπίτι, περιμένοντας τον Γιάννη να τους αναλάβει.

Κατά το τέλος του καλοκαριού, το μουγκρητό μιας γκρανγκάσας ακούστηκε πέρα, από τον Αη Λιά. Κάποια παιδιά, ξέροντας από την Νταραμούσενα την ίδια, ότι θάρθει ο Γιάννης, έτρεξαν να της πάρουν τα συχαρίκια. Εκείνη, φίλεψε τα παιδιά και βγήκε στο μπαλκόνι, κοιτάζοντας πέρα κατά τη δημοσιά. Η αγωνία τής έκοβε τα πόδια. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Το μουγκρητό ακουγόταν τώρα πιο δυνατό. Μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης διέκρινε το μεγάλο φορτηγό που έπαιρνε την κατηφόρα ίσια για το χωριό. «Έ Παναγία μου μεγάλη χάρη σου, μου τον έφερες πίσω… Μαύρα μάτια έκανα να τον ιδώ…».

Η γκρανγκάσα μπήκε στο χωριό, έστριψε στη μικρή πλατεία αριστερά κι ανέβηκε την ανηφόρα κάτω από τις μεγάλες αριές, προς τα Νταραμουσέικα, ξεσηκώνοντας με τον θόρυβό της όλο τον κόσμο. Πάνω στην καρότσα της, ήτανε  φορτωμένα δύο μεγάλα κασόνια και τέσσερα μπαούλα, κάτι μεγάλες δερμάτινες βαλίτζες και πάνω απ’ αυτά ένας περίεργος άνθρωπος. Ένας αράπης κατάμαυρος, μ’ ένα καπέλο αμερικάνικο, με ένα κατακόκκινο μαντήλι στο λαιμό, ένα θαλασσί πουκάμισο, μπλε σκούρο παντελόνι και χαιρετούσε τον κόσμο γελώντας, δείχνοντας την πάλλευκη οδοντοστοιχία του. Έγινε χαλασμός. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς. Τα παιδιά τρομαγμένα από το θέαμα, ενώ έτρεχαν πίσω από το φορτηγό, να υποδεχτούν τον Νταραμουσόγιαννη, μόλις είδαν τον μαύρο πάνω στην καρότσα πάτησαν φρένο. Τους κόπηκε η λιγούρα. Ξεραθήκανε φοβισμένα λίγο πριν τα Νταραμουσέϊκα· σταθήκανε και κοίταζαν τρομαγμένα τον περίεργο άνθρωπο που τα χαιρετούσε χορεύοντας.

Το φορτηγό μπήκε στη μεγάλη αυλή που βρισκόταν μπροστά στο σπίτι του Νταραμούση και σταμάτησε. Άνοιξε η δεξιά πόρτα και κατέβηκε από μέσα ένας όμορφος, καλοφτιαγμένος, ευτραφής σαραντάρης με κοιλίτσα, μ’ ένα τσιγκελωτό μουστάκι και γυαλιστερό πρόσωπο. Φορούσε ένα πλατύ καπέλο ένα καρό σακάκι, γραβάτα… Τα παπούτσια του άστραφταν. Κοίταξε για λίγο γύρω, τον τόπο, έβγαλε το καπέλο, έκανε το σταυρό του λέγοντας δόξα σοι ο Θεός, κι αφού πήρε μιαν ανάσα, αγκάλιασε τη μάνα του που κατέβηκε αγκομαχώντας τη σκάλα. Πού είσαι Γιάννη μου, πού είσαι καρδούλα μου, παιδάκι μου, λαχτάρα μου η δόλια, έλεγε. Άσπρισα Γιάννη μου να σε περιμένω. Σε πήρε παιδάκι μου η μαύρη ξενιτειά…Έκλαιγε γοερά, τόσο που όλοι όσοι είχαν μαζευτεί, παρακολουθούσαν κι αυτοί δακρυσμένοι…

Ο μαύρος που βρισκόταν στην καρότσα, έδωσε ένα σάλτο κι έσκασε μπροστά στη γριά Νταραμούσενα, η οποία, βλέποντας τον να της φωνάζει μάμα, μάμα… λιποθύμησε στην αγκαλιά του Γιάννη. «Νερό πληζ», είπε ο Γιάννης συγκινημένος. Όλοι τρέχανε για νερό, έγινε ένας πανικός, ποιος θα πρωτοφέρει νερό, να βρέξει ο Γιάννης το πρόσωπο της μάνας του. «Οκέυ βρε, οκέυ βρε παιδιά… Πολλά θένκς, βρε πολλά θένκς…», έλεγε ο Γιάννης. «Έλα μάνα εγώ άι αμ, ήρθα μάνα…», και της έριχνε νερό στο πρόσωπο. Ο μαύρος από κοντά να φωνάζει «μάμα, μάμα...». Ο κόσμος, μια να τραβιέται φοβισμένος από τον πανύψηλο μαύρο, μια να πλησιάζει. Ο μαύρος συνέχιζε «μάμα, μάμα, μάμα» κι από τότε του έμεινε, να τον λένε όλοι στο χωριό ο Μάμας!

Κάποτες η γριά Νταραμούσενα συνήλθε και σηκώθηκε. Την πήρε ο Γιάννης αγκαλιά κι ανεβήκανε την ξύλινη σκάλα. Ο μαύρος από πίσω πρόθυμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην μάμα… Κι από πίσω οι συγγενείς και οι συμπατριώτες διαγκωνίζονταν ν’ ανέβουν όλοι μαζί τη σκάλα. Ευτυχώς που ο γέρο Νταραμούσης, είχε διαλέξει την καλύτερη δρυ από την Κάπελη για τη σκάλα, κι αυτή, δεν υποχώρησε από το βάρος. Κάτσανε στο μπαλκόνι συγκινημένοι. Και στη σκάλα και στην αυλή, παντού κόσμος. Όλοι ρωτούσανε τον Γιάννη: «μην είδες εκείνον, μην είδες τον άλλον;». Κι ο Γιάννης, μες στην αγκαλιά της μάνας του απαντούσε με ευγένεια σ’ όλο τον κόσμο. Άλλους τους είχε δει, άλλους όχι. Κάποιοι είχαν πλουτίσει, άλλοι είχαν καταντήσει κι άλλοι είχαν πεθάνει. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις έλεγε «ώ δεν τον είδα, ω δεν άκουσα γι’ αυτόν ή αυτός ήτονε σε άλλο στέητ…». Ο φορτηγατζής με τον Νάκο, τον Μάμα και κάποιους άλλους χωριανούς ξεφόρτωσαν το φορτηγό. Τα κασόνια τ’ αποθέσαν κάτω από το μπαλκόνι. Ύστερα ο φορτηγατζής χαιρέτησε: «γεια σου αφεντικό, και καλωσόρισες… ότι χρειαστείς στη διάθεσή σου…». Έβαλε μπρος το αμάξι κι έφυγε.

Αρχίσανε τα κεράσματα στον κόσμο κι ο Γιάννης κάτι είπε στα ξένα. Τότες ο μαύρος κατέβηκε στην αυλή, άνοιξε μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα κι άρχισε να μοιράζει στα παιδιά, που ακόμη τον έβλεπαν με επιφύλαξη, σοκολάτες. Από τότε ο Μάμας, έγινε ο αγαπημένος των παιδιών, τόσο που δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι και να μην έχει συνοδεία ένα στρατό ξυπόλητων γύρω του.

Αργά το σούρουπο, άρχισε ο κόσμος να φεύγει. Έμεινε η φαμελιά μόνη. Οι τρεις τους κι ο Μάμας. Ο Γιάννης είπε τότε: «μάνα από δω το παιδί, ο Τόμμυ, είναι ψυχοπαίδι μου. Θα μένει εδώ, μαζί μας. Θα μας βοηθάει στις δουλειές. Είναι ορφανό. Εγώ το μάζεψα από το δρόμο και το μεγάλωσα. Δεν έχει πού να πάει. Η γριά κοίταζε περίεργα. Είπε επιφυλακτικά: «ότι ειπείς παιδάκι μου…». Ο Νάκος από δίπλα, με γουρλωμένα τα μάτια, συμφώνησε.

Τότες άνοιξε η κουβέντα για τον Λεωνίδη. Η γριά τον ρώτησε πρώτη. Τί κάνει, πώς τα περνάει στα ξένα… Ο Γιάννης ήτανε σκεφτικός. Άναψε ένα τσιγάρο, ρούφηξε, σούφρωσε τα φρύδια του και είπε με πολύ σοβαρό τρόπο: «Άκου μάνα. Ότι μολοήσουμε για τον Λιουνίδης θα μείνει εδώ. Οκέϋ; Εδώ, αναμεταξύ μας! Κι εσύ Νάκος μαϊ μπόϋ, κουβέντα σε κανένα. Ο Λίον δεν τα πήγε καλά από την πρώτη μέρα…». «Ποιός είναι ο φτούνος, πώς τον λάλησες..;», του είπε η γερόντισσα με απορία. «Ο Λιουνίδης μάνα είπε ο Γιάννης, έτσι τον λέγαμε στην Αμέρικα…, Λίον…». «Α», έκανε η γριά, με αγωνία. «Πες παιδάκι μου», είπε του Γιάννη. «Γι’ αυτό σου λέω μάμα, μην με διακόπτεις πληζ. Το λεπόν, ο Λίον πήρε το στραβό το δρόμο. Από την πρώτη μέρα, έμπλεξε με κάτι ιταλιάνοι που γνώρισε στο πλοίο ταξιδεύοντας μαζί τους μέχρι το Έλις Άϊλαντ, όταν ερχότανε στην Αμέρικα… Μπλέξανε με πονηρές δουλειές. Τον έπιασα και τον συμβούλεψα. Τον μάλωσα πολλές φορές. Κάποτε, τον έκανα μαύρο στο ξύλο. Αυτός τίποτα… γυναίκες, ποτά, χαρτοπαιξίες. Δεν ήθελε να δουλεύει. Τον πήρα κοντά μου στην δική μου επιχείρησις, να κάνει κουμάντο στους υπαλλήλους μου. Εγώ μάνα και Νάκος, είχα μεγάλη επιχείρησις, στο κέντρο της Αστόρια… Shine Shoes Daramas, έγραφε η ταμπέλα απόξω… Με είκοσι shoeshiners μέσα, μαύρους κι άσπρους, να δουλεύουνε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ… Το λεπόν, τον πήρα μαζί μου, αλλά αυτός είχε αλλού τον σκοπό του. Εγώ έκανα υπομονή. Του μίλησα με το καλό, τον πήρα με το άγριο… αυτός ούλο γιες αδερφάκι μου, δεν θα το ξανακάνω. Είχε κι έναν κρητικό παρέα εχτός από τους ιταλιάνοι. Ένα βράδυ έφυγε νωρίς από την επιχείρησις. Που πας; του λέγω. Εδώ παρακάτω να αγοράσω ένα τζιάκετ με λέει… Καλώς, τί ώρα θα γυρίσεις; Κουίκλυ, μου λέει, κουίκλυ… Ε, τα χαράματα ήρθαν οι πολιτσμάνοι. Χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Άνοιξα. Με ρωτούν: εδώ μένει ο Λίον Ντάραμας; Ναι λέω. Μπήκαν καμιά δεκαριά μέσα εις το σπίτι μου κι άρχισαν να ψάχνουν. Τους αρώτησα τι γυρεύουν. Εγώ τους είπα είμαι ήσυχος αμερικανός πολίτης…. Ναι λένε, αλλά ο Λίον Ντάραμας εσκότωσε δύο ανθρώπους. Ψάχνουμε να βρούμε μπιστόλια. Εγώ έπαθα συγκοπή. Μου ήρθε να πεθάνω, έσβησα. Όταν συνήλθα κάπως, ερώτησα: πού, πώς έγινε αυτό; Στο Έλμχαρστ με λένε, ληστεία… Δύο άνθρωποι σκοτωμένοι. Ο άντρας με τη γυναίκα του, μέσα στο μαγαζί τους…».

Ο Γιάννης δυσκολευόταν να συνεχίσει. Κάπνιζε συνεχώς. Η γριά Νταραμούσενα είχε γίνει κάτασπρη σαν τον χασέ. Ο Νάκος στο πλάι, δεν έλεγε να μορώσει από το κλάημα… Είπε: «…τέλος σεβαστή μου μάνα κι αδελφέ, σαν τελείωσαν οι ανακρίσεις μ’ άφηκαν να πάω να τον δω στην φυλακή. Οι ιταλιάνοι κι ο κρητικός, τα ρίξανε ούλα πάνω του. Τον ρώτησα τι έγινε αδερφέ μου, γιατί δεν μ’ άκουγες; Τι έκανες; Δεν σκέφτηκες τα νιάτα σου και την οικογένειά σου; Πόχουμε αδελφές να παντρέψουμε και γονείς που περιμένουν να ιδούνε μιαν άσπρη μέρα από μάς; Αυτός, δεν με κοίταξε καθόλου. Δεν έβγαλε μιλιά. Ήτονε αδύνατος, κουρεμένος το κεφάλι του μπίτι, σε ελεεινή κατάστασις. Έγινε η δίκη. Εγώ πλέρωσα τους δικηγόρους. Αποτέλεσμα όμως μηδέν! Τριάντα εννέα χρόνια φυλακή. Όταν τ’ άκουσε ο Λίον, έβαλε τα κλάματα. Δύο ανθρώποι μάμα, δύο ανθρώποι σκότωσε…».

Έγινε σιωπή. Ο Γιάννης άναψε κι άλλο τσιγάρο. Η γριά έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Άρχισε να κλαίει στα μουγγά και να βαράει το κεφάλι της με τα δύο της χέρια. Ο Μάμας τα έχασε. Από πλάι ο Νάκος δακρυσμένος κοίταζε το πάτωμα. «Ακόμη μέσα είναι, «θα βγει το 1967…», είπε ο Γιάννης και έγινε απόλυτη σιωπή. «Τόχα γράψει του πατέρα και τα είχαμε συμφωνήσει να μη σας το πει, να μη μαθευτεί τίποτες εδώ… Από σήμερα, δεν θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό. Οκέυ; Ούτε μέσα στη φαμελιά μας, ούτε με τους ξένους…». «Και η δόλια η τσιούπα μου, που βρίσκεται Γιάννη μου; Τι κάνει;». «Καλά είναι η τσιούπα σου μάνα. Έχει και τρεις θυγατέρες. Καλά περνάει. Θάρθει πίσω, άμα πάρει ο άντρας της σύνταξις… Μένει άλλο τόσο πέρα, στην άλλη άκρη της Αμερικής. Καλιφόρνια…». η γριά κοίταζε μ’ απορία… Ψέλλισε με δέος: «άλλο τόσο πέρα…».

Οι πρώτες μέρες στο χωριό πέρασαν ήρεμα. Ο Γιάννης δεν βγήκε στο καφενείο, όπου όλοι τον περίμεναν. «Ξεκουράζεται», λέγανε οι συμπατριώτες του. «Να ιδούμε θα μας θυμηθεί;». «Αμ σώπα καημένε, τι να θυμηθεί, εκειός έφυγε παιδάκι, εμάς θα θυμάται τώρα…», έλεγε ο ένας. «Εμένα θα με θυμάται», έλεγε ο άλλος. Δεν μπορεί, μαζί πηγαίναμε τα πρόβατα στα Ράχη και στην Ελικιά. Υπήρχε μια ένταση. Όλη είχαν την προσοχή τους στο δρόμο, να φανεί ο Γιάννης. Ο Γιάννης όμως, συζητούσε με τη μάνα και τον αδερφό του, έκανε δουλειές στο σπίτι. Δεν βγήκε.

Μονάχα την Κυριακή ο Γιάννης, πήγε στην εκκλησιά. Με τη μάνα του και το Νάκο. Ο Μάμας έμεινε στο σπίτι. Ήρθε κοστουμαρισμένος, με τη ρεπούμπλικά του, με τα χρυσαφικά του… Η γριά δίπλα του καμάρωνε κι ο Νάκος ντυμένος κι αυτός αμερικάνικα. Φόραγε κι αυτός καπέλο κι ένα παρδαλό πουκάμισο. Μπήκε ο Γιάννης, κρατώντας μια μεγάλη λαμπάδα, την άναψε, έκανε ευλαβικά το σταυρό του μπροστά στο κόνισμα της Παναγιάς, κατόπιν γονάτισε, έσκυψε και φίλησε τα σκαλιά, προσκυνώντας πολλήν ώρα μπροστά στην Ωραία Πύλη. Όταν τέλειωσε η λειτουργία κι απόλυκε η εκκλησιά, πήρε πολλά κεριά και πήγε δίπλα, στο Κοιμητήρι. Έσκυψε δακρυσμένος πάνω απ’ τον τάφο του πατέρα του, άναψε κεριά κι έλεγε: «πούεισαι δόλιε πατέρα, πούεισαι;». «Αχ δόλιε πατέρα…». Κατόπιν, πήγε στον περίβολο όπου τον περίμεναν όλοι οι χωριανοί. Τους χαιρέτησε έναν-έναν και μετά μπροστά αυτός και πίσω όλο το χωριό, πήγαν στο καφενείο του Κατσιομαλλιάρη. Ο Νάκος πήγε τη μάνα του στο σπίτι και γύρισε στον καφενέ. Έκατσαν όλοι απόξω κι ο Γιάννης είπε: «κέρασε ούλο τον κόσμο, ούλο τον κόσμο… και λουκούμια στα παιδιά». Ύστερα, έβγαλε από την  τσέπη του κάτι κούτες με χαβάνες και πρόσφερε σε όσους κάπνιζαν. Έμειναν όλοι έκθαμβοι. Τέτοια τσιγάρα, δεν είχανε ποτές φουμάρει. Όλοι τους, τού έδιναν γνωριμία, τι ο άνθρωπος έλειπε χρόνια και δεν ήταν δυνατό να τους θυμάται. Εγώ είμαι ο τάδε, εγώ είμαι ο δείνας. Κι ο Γιάννης κουνούσε το κεφάλι λέγοντας: «ω για, ωω για…γιααα…». Άλλους τους θυμόταν, άλλους όχι. Το γιόμα, είπε: «πάμε τώρα να φάμε. Εχάρην όπου σας είδα παιδιά και θα τα λέμε από δω και πέρα…».

Μια μέρα, ακούστηκε ότι ο Γιάννης αγόρασε το δίπατο σπίτι του Κουτσοβασίλη, στην πλατεία, απέναντι από το καφενείο. Να το κάνει λέει “επιχείρησις”. Το σπίτι ήταν ακατοίκητο πολλά χρόνια. Πλακώσαν κι οι μαστόροι από τα Λαγκάδια κι άρχισαν οι επισκευές. Ο Γιάννης επιστατούσε. Κι από πίσω ο Μάμας. Ο Νάκος είχε παρατήσει τα χωράφια και πήγαινε και ’ρχότανε ανάμεσα στους μαστόρους καπνίζοντας χαβάνες. Όταν τους ρωτούσανε, τι επιχείρηση φτιάχνουνε, εκείνοι έλεγαν «θα ιδήτε…».

Μετά από κάμποσο καιρό, οι εργασίες πήραν τέλος, ύστερα κρέμασαν μια πινακίδα που έγραφε The Lido Bar-John Taramas & Bros. Όλοι κοίταζαν την πινακίδα με θαυμασμό. Κοίτα ρε τί “επένδυσις” στο χωριό έλεγαν. Εγίναμε Αμέρικα…

Μια δυο μέρες μετά, κάτι γύφτοι τσαμπάσηδες από την Μπαρμπάσαινα, φέρανε τέσσερα πανέμορφα άλογα στον Γιάννη. Δύο τσίλικα αρσενικά, έναν Ντορή και μια φοραδίτσα μαύρη. Το γαϊδούρι του γερο Νταραμούση, ετέθη σε αργία… «Αυτός ο γάϊδαρος», είπε ο Γιάννης, «είναι εγγονός εκείνου που άφηκα πίσω μου. Η οικογένεια του, έχει προσφέρει πολλά στη φαμελιοά μου! Δεν θα ξανακάνει αγώγι… εκουράσθη πολλήν κούραση. Από δω και πέρα θα λιάζεται, θα τρώει και θα ξεκουράζεται…».

Όταν τέλειωσαν οι δουλειές, ο Γιάννης καβάληκε το τσίλικο άλογό του και κατέβηκε στου Κοκλαμά, όπου από κει πήρε το λεωφορείο και πήγε στον Πύργο να φέρει τα εμπορεύματα της επιχείρησης. Μετά από καμιά βδομάδα γύρισε. Την επομένη ήρθε πάλι η γκρανκάσα, φορτωμένη με διάφορα κιβώτια. Ξεφορτώσανε, τα βάλανε στο μαγαζί και μετά κρεμάσανε απόξω μια πινακίδα που έγραφε: LIDO BARJohn Daramas. Οι χωριανοί, έμειναν άναυδοι. Από κείνη την ημέρα του κόλλησαν του Γιάννη το παρανόμι «ο Ταραμάς».

Στα εγκαίνια, ο Γιάννης καπνίζοντας τη μια χαβάνα πάνω στην άλλη, κέρναγε όλο τον κόσμο. «Πιες μαύρε έλεγαν, πιες να ιδείς πολιτισμός, πιες δεν έχεις ξαναπιεί τέτοιο πράμα». Ο Μάμας πίσω από τον μπάγκο, έβαζε ουίσκι σ’ όλους, τραγουδώντας χαρούμενος το σκοπό που έπαιζε μια πλάκα σ’ ένα γραμμόφωνο που είχανε βάλει στη γωνιά. Ο Γιάννης στεκότανε καμαρωτός από δίπλα κι άλλαζε τις πλάκες. «Μιούζικ από το Νιού Όρλεανς», έλεγε… «από το Νιού Όρλεανς… πιείτε…». Οι χωριανοί, εκστασιασμένοι, μετά το πρώτο σοκ, επαναλάμβαναν: «από το Όρλεαν ρε, από το Όρλεαν· που να πέφτει ρε μαύρε μου αυτό το Όρλεαν;»

Το όνομα τού μπαρ, κόλλησε στη γλώσσα όλων. Γέρων, νέων και παιδιών. Το πήρανε στην πλάκα. Lido bar, λέγανε και σκάγανε στα γέλια. 

Τις πρώτες μέρες, το Lido Bar, ήτανε ασφυκτικά γεμάτο. Μετά όμως ο κόσμος αραίωσε, τι δεν είχανε να φάνε, το ουίσκι και το Όρλεαν μούζικ τους μάρανε… Έτσι, σιγά-σιγά, στην επιχείρηση έμειναν ο Γιάννης, ο Μάμας κι ο Νάκος. Ο Γιάννης όμως ήτανε κουβαρντάς και ανοιχτόκαρδος. Πολλές φορές καλούσε κόσμο και κερνούσε τους φίλους του, ακόμη κι εκείνους που άφραγκοι, κατά καιρούς περνούσαν έξω από την πόρτα του Lido bar κι έκαναν πως κάποιον ψάχνουν. Τους έμπαζε μέσα και τους κερνούσε όλους.  Στο τέλος, κανείς δεν πλήρωνε, αλλά είχε ο Θεός, είχε κι ο Γιάννης.

Έτσι πήγαιναν τα πράγματα, ώσπου μια μέρα, που ο Γιάννης καθόταν απέναντι, στον καφενέ, βλέπει τον Μάμα να κατεβαίνει την κατηφόρα τρέχοντας. Φώναζε: «ε daddy, κάμ κουίκλι, πούρ μάμα πέτανε… κουίκλι μίστερ κουίκλι…μάμα ιζ νοου γκουντ…». Ο Γιάννης κατάλαβε ότι κάτι τρέχει με τη μάνα του. Πετάχτηκε κι άρχισε ν’ ανεβαίνει γρήγορα την ανηφόρα. Ο Μάμας, από την τρεχάλα δεν μπόρεσε να «πατήσει» φρένο εγκαίρως και τον προσπέρασε κουτρουβαλώντας μέχρι την πλατεία. Πήγε στο σπίτι, όπου βρήκε τη μάνα του πεσμένη στο πάτωμα κι από πάνω κάποιες γυναίκες να μοιρολογούν και το Νάκο να κλαίει. Την άλλη μέρα, της έκανε μια μεγαλοπρεπή κηδεία. Ήτανε άνοιξη του 1940.

 

Το Lido bar, συνέχισε τη λειτουργία με κριτήρια κάθε άλλο παρά επιχειρηματικά. Οι πελάτες, δεν είχαν δεκάρα τσακιστή αλλά ο ιδιοκτήτης και ο μπάρμαν δεν έδιναν σημασία σ’ αυτό. Το είχαν πάρει απόφαση. Ο Νταραμουσόγιαννης είχε το κομπόδεμά του! Αγόρασε και μερικά χωράφια κι έλεγε πρώτος θα κάνω στο χωριό τη γραμμική σπορά. Έσπειρε στάρι, βρώμη, κριθάρι και σίκαλη. Έφερε κι εργάτες από τα ορεινά, γιατί χέρια δεν περισσεύανε. Πίεζε τον αδερφό του να παντρευτεί. Ο Νάκος όμως δεν ήθελε. Μια μέρα, πριν αποδώσουν οι γραμμικές σπορές τα αναμενόμενα, ήρθε ο τορπιλισμός της Έλλης. Τότε ο Γιάννης ανησύχησε. Ήταν κι ο πόλεμος που είχε ξεκινήσει στην Ευρώπη. Δεν είπε τίποτα μα σαν να ήτανε σκεπτικός, σαν κάτι να τον απασχολούσε.

Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό προχωρημένου φθινοπώρου. Στο χωριό, ραδιόφωνο είχε μόνο ο Γιάννης και ο Βασκαντηραίοι. Εκείνο το πρωί δεν το άνοιξε. Κατέβηκε λουσάτος στον καφενέ και παρήγγειλε τον καφέ του. Άναψε τη χαβάνα του κι έπαιζε το κομπολόι του, καθισμένος πλάι στη ξυλόσομπα. Κάτι άλλοι από δίπλα παίζανε πρέφα. Ο κυρ αστυνόμος, φρεσκοξουρισμένος, έπινε το κονιακάκι του στη γωνιά με τον Γραμματέα κι όλο έστριβε το μουστάκι του. Σε μια στιγμή, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Τάσης ο Βασκαντήρας. «Πόλεμος», φωνάζει ο Βασκαντήρας, «πόλεμος… Κηρύχθηκε επιστράτευση…». Εκείνη τη στιγμή ο Γιάννης είχε ανεβάσει το φλυτζάνι να ρουφήξει μια γουλιά καφέ. Το χέρι του, έμεινε έτσι μαρμαρωμένο για κάμποσα λεπτά. Τα μάτια του γουρλωμένα. Οι άλλοι από δίπλα, παράτησαν τα χαρτιά, πετάχτηκαν όρθιοι και πιάσανε κουβέντα με τον Βασκαντήρα. Ο αστυνόμος, φόρεσε το πηλίκιο με την κορώνα και έφυγε τρέχοντας για τον Σταθμό Χωροφυλακής. Άρχισαν τα ερωτήματα: Τι, πού, πώς, πότε και γιατί; Αυτά που ρωτάνε οι άνθρωποι, όταν ένα νέο τους συγκλονίζει. Άκουσε τον Βασκαντήρα να λέει πως η Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα περί την 5η πρωινή… “Αι εθνικαί δυνάμεις ανθίστανται πεισμόνως εις τας επιθέσεις του εχθρού…”.

Σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι. Βρήκε τον Νάκο και το Μάμα να ταϊζουνε τα γουρούνια. «Ελάτε απάνου», είπε. «Tommy come up…».  Πήγαν κι οι δύο απάνω και τους ανακοίνωσε τα νέα. Ο Νάκος μάλλον θα έφευγε φαντάρος. Ο Γιάννης, είχε περάσει τα σαράντα δύο και τη γλίτωνε. Τι θα γινόταν όμως με τον Μάμα, που ήταν ξένος κι επί πλέον μαύρος; Αυτό απασχολούσε τον Γιάννη. Τότε ο Tommy είπε «duddy I will stay here, with you…». Ναι, να μείνεις αλλά τι θα γίνει, αν καμιά μέρα εμφανιστούνε αυτοί οι Γερμανοί όξω από την πόρτα μας. Θα σε πάρουνε να τρέχεις στους Olympics;». «Ντεν κατάλαβες εγώ ντάντυ», είπε ο Μάμας. «Δεν πειράζει, κατάλαβα εγώ», απάντησε ο Γιάννης και άνοιξε το ράδιο. Δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια. Μετά από λίγο το ανακοινωθέν που τελείωνε: “αι ημέτεραι δυνάμεις ανθίστανται του πατρίου εδάφους…”. Εκείνη την ώρα, ο παπάς βάρεσε την καμπάνα του χωριού.

Έτσι μπήκε η Χώρα στον πόλεμο. Χωρίς σειρήνες κι εμβατήρια. Ο Γιάννης, είπε στον Μάμα να σελώσει  τον τσίλη, κι άρχισε να ετοιμάζεται για ταξίδι. «Θα πάω στον Πύργο, είπε. Quickly Tommy...». Φόρεσε τις μπότες και το παλτό του και μετά από λίγο, καβάληκε το άλογο κι έφυγε τρέχοντας. Πήγε στον Πύργο, όπου έμεινε δύο μέρες. Τακτοποίησε τους λογαριασμούς του με την Τράπεζα και γύρισε στο χωριό. Όταν επιτάξανε τα ζα, ο Γιάννης ήτανε στον Πύργο κι έτσι γλίτωσε το τσίλικο. Τα άλλα του τα πήρανε. «Δεν πειράζει» έλεγε, «τα έχει ανάγκη η πατρίδα. Θα βολευτούμε με τον τσίλη και το γαϊδούρι, το οποίον είχε εκχωρηθεί στον Μάμα…».

Ο Νάκος πήγε στα γραφεία της κοινότητας, όπου είχε συγκεντρωθεί κόσμος για να μάθει που πρέπει να παρουσιαστεί. Μετά έφυγε με πολλούς άλλους στρατεύσιμους στην Τρίπολη, όπου ντύθηκε στο χακί κι από κει κατευθείαν στο μέτωπο. Το Lido bar υπολειτουργούσε αφού το μεγαλύτερο μέρος των θαμώνων του αναχώρησε στο μέτωπο. Ερήμωσε το χωριό. Ο Γιάννης με τον Μάμα άκουγαν συνέχεια ραδιόφωνο. «Νικάμε, έλεγε ο Γιάννης, νικάμε…». Ο Μάμας δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε. Επαναλάμβανε κι αυτός «νίκα μι… νίκα μι…»

Κι ενώ όλα πήγαιναν καλά στο μέτωπο, κι ο στρατός μας κόντευε να φτάσει στα Τίρανα, τα πράματα γύρισαν ανάποδα, από τη στιγμή που μπήκαν οι Γερμανοί στο παιχνίδι. Όταν το μέτωπο έσπασε κι άρχισαν οι Γερμανοί να κατεβαίνουν ο Γιάννης ανησύχησε πολύ. Ο νωματάρχης και οι χωροφύλακες έγιναν καπνός και καμιά πλέον αρχή δεν υπήρχε στο χωριό. Τι θα γενεί; Τι θα κάνω τον Μάμα σκεφτόταν. Στο χωριό βέβαια, όλοι τον αγαπούσαν. Μίλησε με τους Βασκαντηραίους, με τον Τάση το Βασκαντήρα και με κάποιους ακόμη δημογέροντες. Τον καθησύχασαν. Ότι είναι να γενεί, θα γενεί για όλους μας, του είπαν. Τον Μάμα όμως, ούλοι θα τον προστατέψουμε, τι είναι δικός μας πλιά και κανείς δεν θα τον πάρει από το χωριό… 

Το μέτωπο έσπασε και οι φαντάροι άρχισαν να γυρνούν. Ο Νάκος γύρισε με τα πόδια από την Αλβανία κι έφερε λάφυρο, μια όμορφη μαύρη φοράδα. Έκανε μήνες να φτάσει στο χωριό. Έφτασε ένα ανοιξιάτικο βράδυ του ’41 αξούριστος, πεινασμένος, ξεθεωμένος. Μαζί του ήρθαν κι άλλα παιδιά. Ο Μήτσος του Κουκοβαγγέλη, ο Ντίνος του Λαγιά, ο Στάθης του Μαζαράκα και πέντε έξι άλλοι. Άπλυτοι, νηστικοί γιομάτοι ψείρες. Είχανε φτάσει με τα πόδια κοντά στα Τίρανα οι περισσότεροι. Ο Νάκος, εκτός από τη φοράδα έφερε κι ένα μπιστόλι. Αυτό κρύφτο είπε ο Γιάννης. Αχρείαστο νάναι.

Όταν ο Βασίλας ο Βασκαντήρας έκανε τις προτάσεις του για αντίσταση εναντίον των  γερμανών, ο Γιάννης δεν μίλησε. Ήθελε να ακούσει πρώτα. Μια μέρα στο Lido bar, ο Μουρλοβασίλας ρώτησε: «τι θα κάνουμε τώρα ρε πατριώτες;. Θα κάτσουμε να μας μαρκαλήσουνε οι Γερμανοί;». What is markalisun; Daddy.., είπε ο Μάμας στον Γιάννη. Εκείνος του έδειξε με το χέρι κι ο Μάμας απάντησε «οο ιζ νο γκούντ…». Έγινε μεγάλη κουβέντα κι αποφασίσανε να φτιάξουνε αντάρτικο. «Αντάρτικο;», ρώτησε ο Γιάννης. «Ναι είπε ο Βασίλας. Δεν θα κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια». «Και με τι θα πολεμήσουμε; Ρώτησε ο Γιάννης, αλλά δεν πήρε απάντηση.

Οι Γερμανοί είχαν εγκατασταθεί στα Τρόπαια. Από εκεί έκαναν διερευνητικές επισκέψεις στα χωριά. Επισκέφτηκαν την Χώρα κάποια στιγμή, για να επιτάξουν τρόφιμα και ζώα. Οι Χωραΐτες είχανε πάρει τα μέτρα τους. Έκρυψαν ότι μπορούσαν. Τα στάρια και τα αραποσίτια τα είχαν φυγαδεύσει από δω κι από κει σε σπηλιές. Το σπίτι του Νταραμούση βρισκόταν στην Πάνου Ρούγα. Έτσι, ο Μάμας έφυγε προς την πίσω μεριά του βουνού, έπεσε κατά τη Μαυραριά και πήγε στο Νταραμουσαίικο χτήμα, στη Γυρίστρα, πάνου από τον κάμπο της Ντοάνας και κρύφτηκε στη χαμοκέλα. Την άλλη μέρα τον έφερε ο Νάκος στο χωριό.

Το ’42, ακούστηκε ότι κάπου στην Ηλεία χτυπήσανε τους Γερμανούς, σκοτώσανε κάμποσους και τους πήρανε τα όπλα. Αυτά τα χτυπήματα άρχισαν να πολλαπλασιάζονται κι έτσι ο Βασίλας, με τον αδερφό του τον Τάση, έβαλαν σ’ εφαρμογή το σχέδιό τους. Τώρα είναι η ώρα λέγανε. Κουνηθείτε… Φτιάξανε μια ομάδα από πέντε-έξι νοματαίους κι αποφασίσανε να κινηθούν εναντίον των Γερμανών. Το σχέδιο, δεν το είχανε επεξεργαστεί καλά. Κινήθηκαν με μια εξοργιστική προχειρότητα. Ειδοποιήσανε στα Τρόπαια ότι: ‘κάποιος είναι άρρωστος του θανατά, στείλτε γιατρό’. Την επομένη, μια μοτοσικλέτα, από κείνες που είχαν «ένα καλάθι» στο πλάι, με δύο Γερμανούς, έναν στρατιώτη οδηγό και τον γιατρό κίνησε για τη Χώρα. Λίγο πιο πάνω απ’ το  Δωδεκάμετρο, τους είχανε στήσει ενέδρα και τους πιάσανε. Τους οδηγήσανε στο δάσος, όπου τους αφόπλισαν και τους εκτέλεσαν. Την άλλη μέρα, πλάκωσαν οι Γερμανοί. Μάζεψαν στην πλατεία, όσους δεν πρόλαβαν να λακίσουν κι άρχισαν τις ανακρίσεις. Τα πράματα ήταν δύσκολα. Απ’ όσους είχαν μείνει στο χωριό, γέροντες και γυναικόπαιδα, δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη. «Πού είναι ο γιατρός και ο στρατιώτης;», ρωτούσαν. Απάντηση δεν έπαιρναν. Έψαξαν σ’ όλα τα σπίτια. Δεν τους βρήκαν. Το μεσημέρι ο διοικητής τους, είπε: «σας δίνω δύο ώρες διορία. Αν δεν μου παραδώσετε τους άνδρες μου θα προβούμε σε αντίποινα…».

Οι δύο ώρες πέρασαν μα κανείς δεν έδωσε απάντηση. Τότε οι Γερμανοί μάζεψαν τον κόσμο όλο μέσα στην εκκλησιά. Έστησαν ένα πολυβόλο έξω από την πόρτα κι άρχισαν να ρίχνουν. Μετά έβαλαν φωτιά στα σπίτια κι έφυγαν με κατεύθυνση του Βρετεμπούγα. Έντεκα άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ήταν 23 Αυγούστου του 1942, όταν η θλίψη άπλωσε το πέπλο της πάνω στο χωριό. Την επομένη έκαψαν το Βρετεμπούγα.

 

Περνούσε ο καιρός. Έφτασε το 1944. Τίποτα πια δεν ήταν όπως πριν. Ο Ταραμάς ανησυχούσε τώρα πολύ. Ο Νάκος, είχε βγει αντάρτης στο βουνό κι είχε καιρό να φανεί. Μάθαινε νέα του πότε-πότε. Ήτανε στο συγκρότημα του Μαινάλου. Το χωριό είχε αδειάσει και τα λεφτά του είχανε γίνει κουρέλια. Οι κόποι του, είχαν πάει στράφι. Διέξοδο δεν έβλεπε. Σκέφτηκε να φύγουνε πάλι στην Αμέρικα. Αυτό ήταν αδύνατον. Θα τους έπιαναν κι αλλοίμονό τους. Λύση δεν έβρισκε. Στο χωριό βέβαια, δεν κινδύνευε ο Μάμας. Αλλά δεν ξέρεις τί μπορούσε να συμβεί. Είχε κρυμμένες κάμποσες λίρες για ώρα ανάγκης. Ψωμί είχανε. Και κάτι γίδες και τα κοτερά που τα είχανε πάει στη Γυρίστρα. Σ’ εκείνο τον τόπο, δεν ήταν εύκολο να φτάσει άνθρωπος. Το λέγανε στη Μαυραριά. Ήτανε κάνα μισάωρο απ’ το χωριό, κατά τις Ράχες. Ένα πυκνό δάσος από αριές κατάμαυρες. Όποιος έμπαινε εκεί χανόταν. Μόνο οι Νταραμουσαίοι, πάππου προς πάππον, είχανε ένα μεγάλο χτήμα με πηγή, που όμως κανείς δεν είχε επισκεφθεί και κανείς δεν αποτολμούσε να πάει εκεί, φοβούμενος μην χαθεί. Λέγανε, ότι μέσα εκεί, στη Μαυραριά, είχε γίνει ένα έγκλημα κι ότι η ψυχή του σκοτωμένου σεργιανάει μέρα νύχτα μέσα στις αριές. Οι Νταραμουσαίοι εκεί, είχανε το χτήμα. Τη Γυρίστρα. Μες στο χτήμα, υπήρχε μια παμπάλαιη, πέτρινη καλοσυντηρημένη χαμοκέλα. Μεγαλούτσικη. Αυτό το χτήμα ήταν το καταφύγιό τους σε δύσκολους καιρούς. Εκεί κρύψανε στην Κατοχή ότι είχανε, τι από τη μια οι Γερμανοί, από την άλλη οι αντάρτες, όλοι γυρεύανε.

Η Γυρίστρα, ήτανε μια ώρα δρόμο απ’ το χωριό. Ο Γιάννης άρχισε να πηγαίνει με τον Μάμα όλο και πιο συχνά εκεί,από το καλοκαίρι του ’42. Πολλές φορές έμεναν στο χτήμα αρκετές μέρες. Το ’44 όμως, το βγάλανε όλο εκεί. Η Γυρίστρα τούς έσωσε εκείνα τα δύσκολα χρόνια από την πείνα. Τι είχανε κι ένα περιβόλι. Λίγα λάχανα, λίγες πατάτες, κρεμμύδια και μαρούλια, το καλοκαίρι ντομάτες, όλο και κάτι τους έδινε το περιβόλι. Είχανε και το λαδάκι τους εκεί, όσο μπορούσανε να κάνουνε γιατί χέρια δεν υπήρχαν τότες, να μαζέψουνε τις ελιές. Στη χαμοκέλα είχανε μεταφέρει και λίγες μπουκάλες με ποτά. Τις έβλεπε ο Γιάννης και σκεφτότανε το Lido bar, που δεν το άφησε η κατάσταση να ευδοκιμήσει. Τον έπιανε μελαγχολία. Είχανε μεταφέρει και το ράδιο εκεί.

Μια μέρα, λέει ο Γιάννης του Μάμα. «Tommy παιδί μου, πάρε το άλογο και πήγαινε στο χωριό με προσοχή, να φέρεις εκείνο το καδούλι που είναι άδειο στο κατώι, πάνω στη μεγάλη κασόνα για το στάρι. Άει και φέρτο να βάλουμε το τυράκι, διότι τούτο είναι μεγάλο και πρέπει να το αδειάσουμε και να το πλύνουμε…». «Yes daddy», είπε ο Μάμας… «Και φέρε μου και το καπέλο μου το γκρι παιδί μου. Άει με προσοχή και μην αργήσεις… Απόψε νάρθεις πίσω…». «Οκέυ daddy, είπε ο Μάμας κι έφυγε για τη Χώρα».

Ο Νταραμουσόγιαννης, έκανε κάτι δουλειές και μόλις άρχισε να σουρουπώνει κάθισε στην πεζούλα της χαμοκέλας και χάζευε τα σκοτεινά πευκοδάση κοιτώντας κατά την πέρα μεριά το νεμουτιάνικο. Εκεί, ατσίγαρο τον πήρε η νύχτα. Ξαφνικά σκέφτηκε τον Μάμα. Τον είχε ξεχάσει βυθισμένος στις σκέψεις του. Ανησύχησε και ανέβηκε λίγο παραπάνω, στο υψωματάκι που έβλεπε κατά τη Χώρα. Ψυχή δε φαινότανε πουθενά. Μονάχα το αεράκι του δάσους, σερνόταν ανήσυχο στις κορυφές των αιωνόβιων δέντρων. Κι από κάτω ο Ερύμανθος, που κυλούσε νωχελικά, σαν ασημένιο φίδι στη μέση του Κάμπου.

Ξαναγύρισε στη χαμοκέλα. Δεν τον απάνταγε. Είχαν περάσει πέντε ώρες από την ώρα που έφυγε το παιδί. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί και κάθισε ξανά στην πεζούλα. Η ώρα περνούσε κι αυτός βυθισμένος στην αγωνία του. Κάποια στιγμή, μέσα στη γαλήνη της νύχτας σα ν’ άκουσε άνθρωπο να κατεβαίνει το μονοπάτι. Βγήκε στη μαντρούλα, έσυρε τη λεσιά και κοίταξε με προσοχή το μονοπάτι. Ανασηκώθηκε. Πήγε στην άκρη, πίσω απ’ τη λεσιά κι έβαλε αυτί. Μια σκιά κατέβαινε το μονοπάτι. Από το σουλούπι κατάλαβε ότι δεν ήταν ο Μάμας. Βγήκε έξω από την αυλή, κρύφτηκε πίσω από τα σκίνα και περίμενε. Ο άνθρωπος πλησίαζε, πήρε το στρατόνι κι έφτασε κοντά στο χαμοκέλι. Τότες ο Γιάννης κατάλαβε ότι ήτανε ο Νάκος και βγήκε. Τα αδέλφια αγκαλιαστήκανε. Το φεγγάρι ολόγιομο, έριχνε το φως του γύρω. Ακούγονταν τα τριζόνια και ο ήχος της Ντοάνας που κατηφόριζε νωχελικά το δρόμο της μέχρι να βρει τον Ρουφιά και να σμίξει μαζί του στο ταξίδι προς τη θάλασσα. Ο Νάκος ήταν οπλισμένος. Φόραγε κι ένα μπερέ. Τα φυσεκλίκια του γυαλίζανε στο φως του φεγγαριού.

«Τι έγινε αδερφέ», είπε ο Γιάννης. «Πούθε έρχεσαι, από το χωριό;». «Ναι απάντησε ο Νάκος. Μην είδες το γιό μου; Τον είδα τον μπαγάσα, έγινε ήρωας απόψε…». «Τι μου λές;», είπε ο Γιαννης διακόπτοντας τον Νάκο, «τι ήρωας;». «Μην ανησυχείς» είπε ο Νάκος, «κοιμάται τώρα, είναι πιωμένος τύφλα…», κάτσανε στην πεζούλα κι ο Νάκος έβγαλε καπνό και τσιγαρόχαρτο, έστριψε τσιγάρο και έδωκε του Γιάννη που είπε ευχαριστημένος: «μπράβο ρε Νάκο μου κι έχω ένα μήνα να καπινίσω… Τι έγινε με τον Μάμα;». «Να ο Μάμας βρήκε ένα μπουκάλι με ουίσκι στο κατώι κι έγινε φέσι. Έπιασε το τραγούδι και το χορό, μάζεψε όλα τα παιδιά του χωριού κι έκανε γλέντι. Το βραδάκι, θυμήθηκε να γυρίσει πίσω. Εμείς κατεβαίναμε από τις Ράχες, με προσοχή. Ξαφνικά ο Μάμας έπεσε πάνω στην εμπροσθοφυλακή. Τον είδανε καβάλα στ’ άλογο, δυο ανταρτόπουλα που προπορεύονταν.  Εκράταγε ένα καδούλι και τραγουδούσε μια γλώσσα που, τα παιδιά δεν καταλαβαίνανε. Χεστήκανε απάνω τους. Το βάλανε στα πόδια, τι αράπη με τα δόντια του να γυαλίζουνε τη νύχτα, δεν είχαν ξαναδεί… Ο Μάμας, τους πήρε από πίσω. Κάτι τους έλεγε, αυτοί τρέχανε κατά μας φωνάζοντας το στοιχειό, το στοιχειό φυγέτε… Ο Μάμας από πίσω να λέει ‘όχι φυγέτε, όχι φυγέτε…’. Ακούσαμε τις φωνές και ακροβολιστήκαμε. Φτάσανε κοντά μας εν τω μεταξύ. Εγώ κατάλαβα και μίλησα του καπετάνιου. Τον έπιασα προτού τον κάνουνε κόσκινο.  Έγινε μεγάλη αναστάτωση. Τον πήρα, τον πήγα στο χωριό, τον έριξα ένα κουβά νερό στο κεφάλι και τον έβαλα για ύπνο… Είναι ασφαλής. Στρατοπεδέψαμε γι’ απόψε στο χωριό και πήρα άδεια από τον καπετάνιο νάρθω να σε ιδώ, τι αύριο μπονόρα-μπονόρα θα φύγουμε…».

Ο Γιάννης έβαλε στο Νάκο να φάει και κάτσανε στην πεζούλα πιάνοντας την κουβέντα. Όπου νάναι τελειώνει Γιάννη ο πολεμος είπε ο Νάκος. Οι ρώσοι, τους πήρανε σβάρνα τους γερμανούς, τους μαρκαλήσανε…. Σε λίγο θα μπούνε στο Βερολίνο…». Ο Γιάννης ανήσυχος είπε του Νάκου. «Εδώ τι θα γενεί Νάκο μου; Τι θα γενεί μετά; Φοβάμαι. Σκέφτηκα να πάρω το παιδί μου και να φύγω στην Αμέρικα. Εγώ γέρασα κιόλας...». «Αμ σώπα ρε δόλιε Γιάννη, εδώ θα μείνεις θα έχουμε λαοκρατία, θα ζήσουμε σαν άνθρωποι…». «Δεν την ξέρω εγώ Νάκο τη λαοκρατία… εγώ ξέρω πως η Αμερική είναι η καλύτερη χώρα…». «Σώπα αδερφέ, ο λαός θα βρει το δίκιο του…». Τα δύο αδέρφια κάθισαν κουβεντιάζοντας ως το ξημέρωμα στην πεζούλα. Τότες ο Νάκος είπε: «φεύγω, θα στον στείλω αμέσως τον Μάμα». Αγκαλιαστήκανε και είπανε καλήν αντάμωση. Δεν ξέρανε, ούτε φαντάζονταν ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που βλέπονταν, γιατί ο Νάκος έμελλε να σκοτωθεί στην πολιορκία του Μελιγαλά…

Όταν έφυγε ο Νάκος, ο Γιάννης ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι που είχανε στην χαμοκέλα και τον πήρε ο ύπνος. Τον ξύπνησαν οι διακριτικοί θόρυβοι του Μάμα, o οποίος έκανε πως ήταν αδιάφορος και τάχα πως συγύριζε έξω από τη χαμοκέλα. Ο ήλιος είχε ανέβει πίσω στο βουνό. Έπιασε γιώμα, είπε. Σηκώθηκε, ντύθηκε και βγήκε έξω. Είδε το Μάμα να κρατάει το σάρωθρο και να σκουπίζει την αυλή. Έκανε τάχα μου, πως δεν τον είχε καταλάβει και συνέχιζε το σκούπισμα ρίχνοντάς του λοξές ματιές. Άρχισε ο Γιάννης να τον επιπλήττει. «Τι έκανες Tommy στο χωριό; Μέθυσες;». Ο Μάμας μαζεύτηκε αμίλητος στην πεζούλα σαν δαρμένος σκύλος. Ο Γιάννης δεν τον πίεσε πολύ. Του είπε: «be careful my boy… be careful… you know that we have war? Άμα σε πιάσουνε δόλιε οι Γερμανοί, σαπούνι θα σε κάνουνε…».

Όλο το καλοκαίρι του ’44, το βγάλανε στην Γυρίστρα. Στο χωριό, δεν πατούσε πια γερμανός. Αντάρτες έρχονταν συνέχεια. Όλοι είχανε πάει με το ΕΑΜ. Μιλάγανε πια ελεύθερα. Λες κι είχε τελειώσει η Κατοχή. Ο Γιάννης με τον Μάμα, έμεναν στη Γυρίστρα. ‘Φύλαγε τα ρούχα σου νάχεις τα μισά’, έλεγε από μέσα του. Άκουγε βέβαια για τα κατορθώματα των συμμάχων, αλλά αυτός το είχε πάρει απόφαση. Το μυαλό του ήταν, πώς να οργανώσει την φυγή του στην Αμερική, μαζί με το παιδί. Τον Σεπτέμβρη μαζεύτηκε στο χωριό. Έκανε πως συμφωνούσε με τους άλλους για τη Λαοκρατία. Από μέσα του όμως, δεν σκεφτόταν τίποτες άλλο, παρά πώς να γλυτώσει από τη φτώχεια και την πείνα που έβλεπε γύρω του, τι έβλεπε το κακό που ερχόταν. Πρόσεχε πολύ τα λόγια του στο χωριό. Φοβόταν πολύ. Οι Γερμανοί έφευγαν και οι αντάρτες τούς έπαιρναν στο κατόπι. Όμως οι φίλοι των γερμανών, έμεναν πίσω. Τα τάγματα, οι χίτες, οι μάϋδες… Στο χωριό οι Βασκαντηραίοι, συνεχίζανε να κάνουνε κουμάντο. Δεν υπήρχανε έχθρες με τον κόσμο. Αλλά ο Γιάννης ήτανε κουμπωμένος. Δεν ήθελε με κανέναν πολλά νιτερέσα.

Μια μέρα ο παπάς άρχισε να βαράει την καμπάνα. “Φύγανε οι Γερμανοί, φύγανε… Ήρθε η κυβέρνηση από την Αίγυπτο…”, ακούστηκαν φωνές από την πλατεία. Στην πλατεία έγινε πανηγύρι. Πήρε ο Γιάννης την πινακίδα του Lido bar, την οποία είχε κατεβάσει από το φόβο των γερμανών και την ξανάβαλε στη θέση της, πάνω από την πόρτα του μαγαζιού.  «Φέρε Γιάννη να πιούμε», του λέγανε. Τον έπιασε ντροπή που δεν μπορούσε να κεράσει τους χωριανούς. «Ότι λίγο έχω βρε παιδιά», είπε. «Ότι λίγο έχω…» Έβγαλε δυο μεγάλες μπουκάλες με ουίσκυ και τις άνοιξε. Φέρανε και κρασί ο κόσμος κι ότι άλλο είχανε στη φτώχεια τους. Ο Μάμας φόραγε ένα δίκωχο που έγραφε ΕΛΑΣ και χόρευε τρελά με τα παιδιά του χωριού. Ήτανε μεγάλη η χαρά εκείνη τη μέρα. Αλλά ο Γιάννης ένοιωθε κάτι να του σφίγγει την καρδιά.

Μετά από δυο τρείς ημέρες είπε του Μάμα: «Tommy my boy, πήγαινε στη Γυρίστρα να προσέχεις τα κοτερά και τ’ άλλα πράματα. Να ποτίσεις τα ζά και πρόσεχε μην απομακρυνθείς από κει… άκουσες my boy?». «Yes daddy…». «Εγώ θα λείψω δύο μέρες. Εκεί θα μείνεις μέχρι come back εγώ ok?». «Ok daddy, ok…», είπε ο Μάμας. Ο Γιάννης έφυγε. Κανείς δεν ήξερε για πού τόβαλε. Εκείνος πήγε στην Τρίπολη κι από κει στην Αθήνα. Στην Αθήνα η κατάσταση μύριζε μπαρούτι. Γίνονταν συνέχει πολιτικές συγκεντρώσεις. Ο Γιάννης δεν την ήξερε την Αθήνα, αλλά ρωτώντας έφτασε στο Προξενείο, για να ρωτήσει πώς γίνεται να γυρίσει πίσω στην Αμερική. Τους είπε και για τον Tommy. Δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους οι υπάλληλοι, ότι ένας αμερικανός και μάλιστα μαύρος, πέρασε όλη την Κατοχή στην Ελλάδα. «Και που βρίσκεται τώρα», τον ρώτησαν. «Στο χωριό μου, στη Γορτυνία». «Μακριά από την Τρίπολη;». Όχι και πολύ μακριά… κάνα δυο ώρες περίπου». «Τότε θα περιμένετε να εξομαλυνθεί η κατάσταση και μετά θα έλθετε στην Αθήνα». Θα δούμε τι θα γένει…».  Τα πράματα ήτανε θολά. Κανείς δεν μπορούσε να του δώσει μια απάντηση θετική. Επικρατούσε μια κινητικότητα κι ένας εκνευρισμός. Δεν έβγαλε συμπέρασμα. Έφυγε και γύρισε στο χωριό. Μεγάλη ταλαιπωρία.

Τα γεγονότα, επιβεβαίωσαν τους φόβους του Γιάννη. Λίγες μέρες μετά έγιναν τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα και όλος ο κόσμος πάγωσε. Τότες ο Γιάννης έδρασε αστραπιαία και μεθοδικά. Πήγε πάλι στην Αθήνα με χίλια δυο βάσανα. Έφτασε στην αμερικάνικη πρεσβεία και αφού εξήγησε την ιστορία του ξανά, τους έδειξε και τα διαβατήρια για να πειστούν, πήρε οδηγίες να παρουσιαστεί εντός μιας εβδομάδος στο προξενείο, μαζί με τον Tommy κι από εκεί, θα τον ενημέρωναν τι έπρεπε να κάνει για να επιστρέψει στην Αμερική. Γύρισε στον Πύργο, συνεννοήθηκε με τον φορτηγατζή, που τώρα είχε μια κούρσα αντί του φορτηγού, τη μέρα και την ώρα που έπρεπε να τον περιμένει στην Μπερτσιά, στο χάνι του Καπογιάννη. Δεν ήθελε να μάθει κανείς τίποτα στο χωριό.

Γύρισε στη Χώρα. Μάζεψε τα απαραίτητα, κυρίως ρουχισμό και είπε του Tommy. «After two days, we go again to our country, don’t say nothing to anybody…». «Why daddy? Is better here…», αντιμίλησε ο Μάμας. Ο Γιάννης του έριξε μια κοφτερή ματιά και τον κατσάδιασε. Ο Μάμας κούρνιασε σε μια γωνιά κι άρχισε να κλαίει. Κατόπιν ο Νταραμουσόγιαννης, καβάλησε τ’ άλογο και πήγε στης αδελφής του στην Δάφνη. Εκείνη ξαφνιάστηκε σαν τον είδε, τι δεν πήγαινε συχνά στο κονάκι της. Στείλε ένα παιδί στo Νιχώρι και φώναξε και την άλλη, της είπε. Κάτι θέλω να σας μολογήσω. Φώναξε και τον άντρα σου νάρθει στο σπίτι. Ύστερα κάθισε πλάι στο παραγώνι κι άρχισε να καπνίζει. Η αδερφή του ταράχτηκε, αλλά δεν αντιμίλησε.

Το απογιοματάκι γύρισε το παιδί με τη θεια του από το Νιχώρι. Μαζευτήκανε στο καθιστικό κι ο Γιάννης άρχισε να μιλάει. «Ακούστε εδώ, εγώ φέγω πάλι στην Αμέρικα, τι ο τόπος εδώ δε μου ταιριάζει. Είναι πολύ άγρια εδωπέρα και θα ξαναφύγω. Θα πάρω το παιδί μου και θα πάω πίσω. Κείνος ο Νάκος, δεν έδωκε σημείο ζωής. Του είπα να κάτσει στο σπίτι. Εκείνος ήθελε να πολεμήσει, να γίνει ήρως. Τώρα δεν ξέρω που βρίσκεται. Εγώ σας έκανα ένα χαρτί για την περιουσία, είπε κι έβγαλε από τη μέσα τσέπη του παλτού του, δυο κόλλες αναφοράς διπλωμένες. Εδώ σας γράφω την περιουσία μου κι όλα ότι μου ανήκουν μετά τον θάνατο του πατέρα μας. Εις τα τρία: του Νάκου το ένα μερίδιο, κι από ένα σε σας. Το σπίτι να το πάρει ο Νάκος. Το μαγαζί μου να το δώκετε στην εκκλησία…». Αφού τους τα εξήγησε και πριν προλάβουν να τον ρωτήσουν κάτι, είπε: «Γυρίζω στο χωριό και σας παρακαλώ μην πείτε σε κανέναν τίποτες μέχρις αύριον… το κλειδί του σπιτιού θα το αφήσω μέσα στο φούρνο. Από εκεί θα το πάρετε να το δώκετε του Νάκου, όταν με το καλό γυρίσει… και νάχετε το νου σας, έχει δυο καδούλια τυρί, τα λάδια, τα κοτερά και ότι άλλο είναι στη Γυρίστρα. Αυτά θα τα κάνετε κουμάντο εσείς, από μεθαύριο…. Το άλογο θα ειπώ του Καπογιάννη να το στείλει στην Δάφνη. Ο γάιδαρος απεβίωσε πριν δύο μήνες. Τον εκηδέψαμε…».

Τους αγκάλιασε και τους φίλησε όλους. Το πρόσωπό του ήταν σκληρό και γερασμένο, όπως το φώτιζε αμυδρά το λαδοκάντηλο. Κατόπιν βγήκε, καβάληκε τ’ άλογο και γύρισε στη Χώρα, μέσα στην άγρια νύχτα. Στο σπίτι, βρήκε τον Μάμα να κοιμάται στη γωνιά που τον είχε αφήσει. Έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Είχε μια μέρα στη διάθεσή του, να οργανώσει την αναχώρηση.

Την επομένη, ταχτοποίησαν τα τελευταία πράγματα στις βαλίτζες και ενημέρωσε τον Μάμα, ότι φεύγουν χαράματα της άλλης. Το βράδυ φάγανε αμίλητοι και πέσανε για ύπνο. Αχάραγα σηκώθηκαν. Φορτώσανε τ’ άλογο σιωπηλά και κίνησαν. Δεν συνάντησαν ψυχή. Έκανε ένα διαολεμένο κρύο κι ο Μάμας είχε τυλιχτεί με μια κουβέρτα. Με το πρώτο φως είχανε κιόλας βγει στα Σιωματάκια κι έκοβαν το περικοπό μέσα απ’ του Κουρσέσι το ρέμα, για τη Μπερτσιά. Στις εννιά και κάτι φτάσανε στο χάνι. Ο «φορτηγατζής» περίμενε με την κούρσα. Εκείνη την ώρα βγήκε ο γέρο Καπογιάννης έξω και μόλις τους είδε, ρώτησε: «για πού το βάλατε ρε Νταραμούση;». «Να, πάω το παιδί στην Πάτρα», του απάντησε ο Γιάννης. «Να προσέχτε πέρα κατά το Μπελεσέικο. Τη νύχτα περάσανε αντάρτες, τραβήξανε κατά την Ηραία και μετά κάνα δυο ώρες, πίσω τους, οι άλλοι. Πήρανε ούλο τη δημοσιά για του Μπέλεσι», είπε ο Καπογιάννης. «Είναι καθαρός ο δρόμος» είπε ο φορτηγατζής, «μοναχά βιαστείτε να κινήσουμε, γιατί δεν ξέρεις…». «Ναι», είπε ο Γιάννης. Φορτώσανε τις βαλίτζες. Χαιρέτησε τον Καπογιάννη λέγοντάς του: κράτα το άλογο δυο μέρες, μέχρι να γυρίσω, κι άμα δεις ότι δεν φαίνουμε, στείλτο στην αδερφή μου στην Δάφνη. Είναι πονηροί οι καιροί αδερφέ μου… «Εντάξει κουμπάρε μου», είπε ο Καπογιάννης χαιρετώντας τον.

Η κούρσα ξεκίνησε για τον Πύργο. Ο δρόμος ήτανε καθαρός. Μονάχα έξω από τα Ολύμπια πέσανε σ’ ένα απόσπασμα από χωροφυλάκους. Ο Γιάννης τους έδειξε τα διαβατήρια και κάτι χαρτιά της πρεσβείας. Είπανε να ειδοποιήσουμε τον κύριο μοίραρχο. Έφυγε ένας, πήγε στο ξενοδοχείο του ΣΠΑΠ και ειδοποίησε τον μοίραρχο. Ο μοίραρχος έκανε καμιά ώρα να έλθει. Ο Γιάννης κάπνιζε συνεχώς. Ο Μάμας τρομαγμένος καθόταν αμίλητος μέσα στην κούρσα. Κάποια στιγμή ήρθε ο μοίραρχος. Κάτι του είπε ο νωματάρχης κι αυτός, ρώτησε με νόημα τον Γιάννη. «Έλληνας είσαι;», «Μάλιστα», απάντησε αυτός. «Και πού το βρήκες το αμερικάνικο διαβατήριο;». «Ήμουνα εικοσιπέντε χρόνια στην Αμέρικα…». «Κι ο μαύρος τι είναι;». «Αμερικάνος είναι, εγώ τον έφερα πριν τον πόλεμο», απάντησε ο Γιάννης. «Για ψάχτε τους», είπε ο μοίραρχος. «Τους ψάξαμε κύριε μοίραρχε, μόνο κάτι σκουτιά έχουνε μαζί τους», απάντησε ο νωματάρχης. «Μμ», έκανε ο μοίραρχος. «Και τώρα πού πάτε;», ρώτησε, κάνοντας ένα γύρω από την κούρσα. «Στην Πάτρα, να φύγει το παιδί», είπε ο Γιάννης. Σκέφτηκε λίγο, ξανακοίταξε τα διαβατήρια και τέλος είπε: «αφήστε τους…».

Φτάσανε στον Πύργο και πήγανε κατ’ ευθείαν στο σταθμό. Ήτανε η ώρα τρεις το μεσημέρι. Επικρατούσε ένας πανικός, μια οχλοβοή, μια αταξία. Πολύς κόσμος μαζεμένος. Κανείς δεν ήξερε αν θα φύγει τρένο, κι αν θα φύγει, πού θα πάει. Τους βοήθησε ο φορτηγατζής και ξεφορτώσανε τις βαλίτζες. Άνθρωποι, ζώα κι εμπορεύματα ανακατεμένα όλα. Όταν είδανε τον Μάμα, έπεσε σιωπή γύρω. Άλλοι τραβιόντουσαν και μουρμούριζαν. Ο Γιάννης συνεννοήθηκε με τον σταθμάρχη κι έβγαλε εισιτήρια για το τρένο των 5 για την Πάτρα. Από εκεί θα αλλάζανε τρένο. Ύστερα μαζέψανε τα πράγματα στην άκρη της αποβάθρας, εκεί που τους υπέδειξε ο σταθμάρχης και βάλανε μια μπουκιά στο στόμα τους.

Το τρένο έφυγε μισή ώρα αργότερα, φορτωμένο ασφυκτικά. Δεν υπήρχε ούτε ένα εκατοστό ελεύθερο μέσα στα βαγόνια. Ταξίδευαν υπό καθεστώς ασφυξίας. Έξω είχε πέσει σκοτάδι. Μέσα στο υποφωτισμένο και γεμάτο καπνούς από τα τσιγάρα βαγόνι, ο Γιάννης καθόταν σε μια θέση και δίπλα του ο Μάμας, πάνω στις βαλίτζες· χώρος αποσκευών, δεν υπήρχε. Οι ταξιδιώτες δεν πήγαιναν όλοι στην Πάτρα. Το τρένο σταματούσε σ’ όλα τα χωριά του Κάμπου κι εκεί γινόταν πανζουρλισμός, ώσπου άλλοι να κατέβουν κι άλλοι να ανέβουν. Όλοι κοίταζαν τον Μάμα με περιέργεια. Ένα παιδάκι τρομαγμένο έλεγε: «Μάνα θα με φάει ο Αράπης;…».

Φτάσανε στην Πάτρα νύχτα. Έβρεχε. Τρένο για την Αθήνα είχε την επομένη στις οχτώ παρά είκοσι. Έπρεπε να διανυκτερεύσουν. Στους δρόμους υπήρχε ερημιά και φόβος. Ο Γιάννης πήγε κι έπιασε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Βασιλικόν, στην οδό Αγίου Νικολάου. Τόχε ένας Καραμέρος από του Λάλα. Φίλος του πατέρα του. Μεταφέρανε τις αποσκευές τους και τις βάλανε σε μια βρώμικη αποθήκη στο ισόγειο του ξενοδοχείου. Ο ξενοδόχος ξαφνιάστηκε άμα είδε τον Μάμα. Κοίταζε περίεργα. «Τι τηράς;», του είπε ο Γιάννης, δεν έχεις ξαναδεί μαύρο; Αμερικάνος στρατιώτης είναι», είπε… «Εντάξει βρε Γιάννη, εντάξει», απάντησε ο πανδοχέας, χαμηλώνοντας τη ματιά του. Ύστερα ανεβήκανε στον πρώτο όροφο και όπως ήσανε ταλαιπωρημένοι, κοιμήθηκαν αμέσως μόλις το κορμί τους ήρθε σ’ επαφή με το κρεβάτι.

Πριν βγει ο ήλιος, ο Γιάννης σηκώθηκε, πλύθηκε και ξουρίστηκε. Μετά ξύπνησε τον Μάμα. «Σήκω my boy», είπε. Άντε κι έχουμε δρόμο μπροστά μας. Ήπιανε δύο ποτήρια γάλα σ’ ένα εστιατόριο και κατά τις 7 βρίσκονταν στον Σταθμό. Έριχνε χιονόνερο. Το κρύο τους τρυπούσε τα κόκαλα. Ο κόσμος γύρω κοίταζε τον Μάμα και σχολίαζε. Γελούσαν μαζί του. Μπήκαν στο βαγόνι και κάθισαν σε μια θέση. Το τρένο ξεκίνησε κατά τις εννιά με συνοδεία στρατού και χωροφυλάκων. Όταν βγήκε από την Πάτρα, ο Γιάννης, που κοίταζε από το τζάμι κάτι παλιά σπίτια, αρχοντικά, δάκρυσε. Ήξερε ότι δεν θα ξαναδεί την Πάτρα. Ούτε αυτά τα σπίτια ξανά.. Ότι δεν θα ξαναδεί ποτές το Μωριά.

Φτάσανε στην Αθήνα μετά από πολλές ώρες. Ήταν βράδυ. Στο Σταθμό Πελοποννήσου, τους συνέστησαν να παραμείνουν εκεί μέχρι το πρωί. Δεν είχαν και άδεια κυκλοφορίας. Ο Γιάννης παρακάλεσε έναν αξιωματικό να τους αφήσει να πάνε παραπάνω, απέναντι από τον Σταθμό Λαρίσης  να κοιμηθούνε σ’ ένα ξενοδοχείο. Με τα πολλά τον κατάφερε. «Υπ’ ευθύνη σου», του είπε, «έχεις και τον αράπη μαζί σου…». Φύσαγε κι έκανε κρύο. Περάσανε τη γέφυρα. Ψυχή στους δρόμους. Μονάχα ο σκοπός απέναντι, στο Μεταγωγών, έσερνε τη βαριά σκιά του μες στη νύχτα. Μπήκανε στο ξενοδοχείο Ο Μωριάς και κλείσανε δωμάτιο για τρεις μέρες.

 Την άλλη μέρα πήγανε στο Προξενείο. Τους πήραν σ’ ένα δωμάτιο και τους έκαναν ανάκριση. Πώς ήρθαν εδώ, πότε ήρθαν, τι έκαναν έξι χρόνια στην Ελλάδα. Μετά πήρανε τον Μάμα μόνο του. Τον κράτησαν καμιά ώρα και κάτι. Ύστερα, τους είπανε πως εντός δύο ημερών, μπορούν να φύγουν με το καράβι για Ιταλία κι από κει για την Αμερική. Ο Γιάννης έβγαλε το καπέλο του και σταυροκοπήθηκε. «Ε Παναγία μου Πεντάνουσα, είπε, έκανες το θάμα σου…». Κατόπιν ένας λεπτός Αμερικανός, είπε στον Γιάννη: θα φύγετε με έξοδα της αμερικανικής κυβέρνησης, μέσω Ιταλίας. Θα αποβιβαστείτε στην Νέα Υόρκη. Σήμερα κιόλας θ’ αλλάξετε ξενοδοχείο και θα μείνετε στο ξενοδοχείο που θα σας μεταφέρει αυτοκίνητο του προξενείου. «Οκέι;». «Οκέι…».

Βγήκανε από το γραφείο. Απ’ έξω τους περίμενε ένας διοπτροφόρος υπάλληλος. Τους μίλησε ελληνικά. Ακολουθήστε με. Μπήκαν σ’ ένα αμάξι και ξεκίνησαν. Πίσω τους ήρθε άλλο ένα αμάξι με κάμποσους οπλισμένους αστυφύλακες. Πήγαν στο Σταθμό Λαρίσης, στο ξενοδοχείο, μάζεψαν τα πράγματά τους, τις βαλίτζες, τους και κατόπιν τους πήγαν στην οδό Μητροπόλεως και Φωκίωνος. Στο ξενοδοχείο Μητρόπολις. Εκεί το αμάξι σταμάτησε. Ο διοπτροφόρος είπε: «εδώ θα μείνετε, δεν θα βγείτε έξω από το ξενοδοχείο για κανέναν λόγο. Είναι επικίνδυνα. Την Πέμπτη στις 11 το πρωί, φεύγει το καράβι. Στις εφτά και μισή θα είμαι εδώ να σας οδηγήσω με ασφάλεια στον Πειραιά». Τους οδήγησε μέσα στο ξενοδοχείο ενώ δυο υπάλληλοι έφερναν τις βαλίτζες. Ο Γιάννης τον ευχαρίστησε. Αυτός είπε: «ότι είπαμε έτσι;». Και χαιρετώντας τους έφυγε. Ήταν Τρίτη βράδυ.

Οι ώρες δεν περνούσαν κι ο Γιάννης κοίταζε μελαγχολικά την Μητρόπολη που φαινόταν λοξά από το παράθυρο του ξενοδοχείου. Ο Μάμας στεναχωρημένος, είχε κουλουριαστεί στο κρεβάτι κι ήταν αμίλητος. Κάθε τόσο χτυπούσε το ρολόι της Μητρόπολης. Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσαν άνθρωποι. Κάποια στρατιωτικά τζέημς και κάπου-κάπου κατέβαιναν κάτι περίπολα. Την Πέμπτη σηκώθηκαν νωρίς, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Στις εφτά έφτασε πάλι ο ίδιος υπάλληλος του προξενείου. Τους χαιρέτησε και τους είπε να φορτώσουν τις αποσκευές στην κούρσα. Πίσω πάλι το φορτηγό με τους χωροφύλακες και τους φαντάρους. Κινήσανε. Είχε βαριά συννεφιά. Φτάσανε στον Πειραιά και ο υπάλληλος του προξενείου τους οδήγησε στο πλοίο. Αφού τους τακτοποίησε, στην καμπίνα, τους χαιρέτησε και αποχώρησε…

Το πλοίο σφύριξε απανωτά κάποιες φορές και ύστερα σήκωσε άγκυρα. Με το που έκανε εκείνο το γκρουκ, πριν οι μηχανές του, τού δώσουν κίνηση, εκείνο το απειροελάχιστο του χρόνου μεταξύ ακινησίας και κίνησης, ήταν σαν μαχαιριά στα πλευρά του Γιάννη. Έφευγε πάλι, όπως τότε που ήταν αμούστακο. Μονάχα που τότε ονειρευόταν να γυρίσει πίσω, μεγάλος και τρανός. Είχε τον χρόνο μπροστά του… Τώρα όμως, έφευγε χωρίς να έχει την παραμικρή ελπίδα να γυρίσει ξανά. Σκούπισε με το μαντήλι τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του. Γύρω του οι άνθρωποι, έκλαιγαν κουνώντας τα μαντήλια στους συγγενείς που βρίσκονταν στην προκυμαία. Ο Μάμας σιγόκλαιγε καθισμένος στο κατάστρωμα, πλάι στον Γιάννη. Το πλοίο, απομακρυνόταν από το λιμάνι του Πειραιά, και χανόταν σιγά-σιγά μέσα στην ομίχλη του χειμωνιάτικου πρωινού…

 Είχαμε κάνει δυό ώρες ταξίδι, από τη Στρέζοβα μέχρι να φτάσουμε σε τούτο το έρημο μέρος. Καθόμασταν στην υποτυπώδη πλατεία του χωριού περιμένοντας την γυναίκα του καφετζή να μας φέρει τα αναψυκτικά που είχαμε παραγγείλει. Έκανε ζέστη. Είχε περάσει κιόλας ένα τέταρτο και αναψυκτικά δεν φαίνονταν. Από εκεί που καθόμουν, έβλεπα την εκκλησία και το παλιό δίπατο σπίτι πλάι της. Απέναντι ήταν το Βασκαντηραίηκο παραμελημένο, αφού κανείς δεν το κατοικούσε πια. Το δίπατο, κι αυτό ακατοίκητο, αλλά πιο επιμελημένο. Είπα στον Γιάνναρη: «η ταμπέλα γράφει Lido bar… Βρίσκεται ακόμη στη θέση της». Ο Γιώργης γύρισε λοξά και κοίταξε. Ύστερα σηκώθηκε και τράβηξε κάμποσες φωτογραφίες. Τότες βγήκε η Κρινιώ με τα αναψυκτικά. «Τι βγάνουτε φωτογραφίες; Δημοσιογράφοι είσαστε; Ρε μπας κι είσαστε από δω;», είπε και σκούπισε τον ιδρώτα πάνω απ’ τ’ αχείλι της με το χέρι. Εσύ σα να μου μοιάζεις με κάποιον, είπε αφήνοντας μπροστά μου το κουτάκι με την κόκα κόλα. «Σου θυμίζω κάποιον θεια, της είπα;». «Ναι μάτι, κάτι μου θυμίζεις αλλά με φτούνα τα γένεια πού να σε γνωρίσω;». «Α, η ιδέα σου θα είναι θεια της απάντησα…». Ήταν πρώτη ξαδέρφη της μάνας μου. Γνωριμία δεν της έδωκα.

Ύστερα ο Γιώργος μου είπε. Το σπίτι του σαν πού να πέφτει. Εκεί πάνω ψηλά στις αριές… Πάμε; Με ρώτησε. Κάτσε να ρωτήσουμε, αν υπάρχει, του είπα. Και πριν προλάβω να την ρωτήσω, είπε η παμπόνηρη: «καθίστε χάμου ρε να σας φτιάσω τίποτα να φάτε, δεν υπάρχει σπίτι τι το σκεπάσανε τ’ αλίζβατα… πάει, ξεσβωλιαστήκανε ούλοι οι Νταραμουσαίοι. Ρε μην είσαστε Αμερικάνοι; Αμερικάνοι είσαστε, το κατάλαβα… Μην είδατε το Γιάννη και το Μάμα πέρα κει ρε; Μπομπό μανούλα μου εκείνοι σας στείλανε να πάρετε την περιουσία. Ζει ρε ο Γιάννης; Ο Μάμας που μόδινε σοκολάτες;». Κι έβαλε τα κλάματα. Συνεννοηθήκαμε με το βλέμμα να κάτσουμε, να φάμε κάτι. «Εντάξει θεια της είπα, έλα να σου ειπώ». «Ε ρε; μου είπε». «Καλά λες που σου θυμίζω κάτι…». «Αμή, τι εμένα το μάτι μου δε με γελάει, ποιανού είσαι ρε»; «Της Βασίλως του Καλατζή, της είπα…». «Ποιος είσαι ρε μπάσταρδε, ο Δημητράκης;». «Ναι», της λέω και μ’ αγκαλιάζει. «Ρε λωβιάρικο, πώς σ’ αγάπαγα που ήσουνα μικρούλι, γιατί δε μου τόπες;». Κι άντε μετά να βγεις από την αγκαλιά της θειας Κρινιώς. «Και τι ψάχνετε παιδάκι μου τους Νταραμούσηδες;». «Να ο κύριος από δω μένει στην Αμερική, ήθελε να ιδεί το χωριό του Γιάννη». «Γιατί κύριος;», είπε γυρίζοντας κατά τον Γιώργη, «τον ήξερες;». «Όχι κυρία Κρινιώ», της απάντησε ο Γιάννης, «…αλλά, λίγο πριν πεθάνει, πάνε είκοσι χρόνια τώρα, έκανε ίδρυμα κι άφησε ένα εκατομμύριο δολάρια, για να σπουδάζουν τα φτωχόπαιδα από τη Γορτυνία… αναπαύεται τώρα στο μακρινό Σαν Φρανσίσκο. Πρόεδρος του Ιδρύματος ήτανε ο κύριος Μάμας, που πέθανε πέρυσι την Άνοιξη. Είχανε το μεγαλύτερο εργοστάσιο με βαφές παπουτσιών σ’ όλη την Καλιφόρνια…. Ε, και γι’ αυτό είπαμε να ’ρθουμε, ν’ ανάψουμε ένα κεράκι στην εκκλησία του χωριού, για τις ψυχούλες τους…».