Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ο μύλος του Τζίμη...
Ήτανε
τότε που στερέψανε τα νερά. Λίγο μετά τα αντάρτικα. Ο γέρο Ρουσσάς έκλεισε το
μύλο και τραβήχτηκε πέρα στα Χάνια όπου είχε ένα μεγάλο σπίτι. Ο κόσμος
αναγκάστηκε να πηγαίνει για άλεσμα στη Φτέρη, κάνα δυο ώρες μετά τη Σκουτέργα.
Εκεί είχε νερά και δουλεύανε τρεις νερόμυλοι. Βάσανο σωστό να πηγαίνουν τόσο
δρόμο. Ειδικά το χειμώνα όταν έπιανε το χιόνι. Σαν έπεφτε το χιόνι μπορεί να
έμεναν και είκοσι μέρες χωρίς ψωμί κάποιες φαμελιές στο χωριό, αν δεν είχανε
προβλέψει για το αλεύρι.
Τότε
ο Τζίμης Καντήλας, σκέφτηκε να φέρει στο χωριό ένα πετρελαιοκίνητο μύλο. Ο
Τζίμης ήτανε ένα γεροδεμένο, μελαχρινό παλικάρι είκοσι τριών χρόνων.
Ανύπαντρος. Όλες τον θέλανε. Μ’ αυτός καλός και γλυκομίλητος δε σκεφτόταν την
παντρειά. Ήταν κι ο πατέρας του βλέπεις που του έλεγε:
— …τρεις
αδερφές έχεις ανύπαντρες, μη βάλεις στο μυαλό σου την παντρειά…
Έτσι
ο Τζίμης, όταν έκανε κανείς κανένα χωρατό, απαντούσε δειλά:
— Όλα
με την ώρα τους. Δε βρέθηκε στο δρόμο μου εκείνη που θ’ αγαπήσω…
Ο
γέρο Μάρκος, είχε μεγάλη φαμελιά. Έκανε με τη γυναίκα του, την κυρά Αντιόπη,
έξι παιδιά, τέσσερα κορίτσια και δυο αγόρια. Τη μεγάλη του, τη Μηλιά, μόλις
έγινε δεκαοχτώ χρονών, τη γύρεψε ένα καλό παιδί, ο Γιάννης ο Μπόρας από την
Ντάρδιζα. Εμποράκος ήταν. Πλανόδιος. Γύριζε μέσα στα χωριά, με τις βαντάκες του
φορτωμένες πάνω σε δυο μουλάρια και πουλούσε την πραμάτεια του. Μοναχοπαίδι από
καλοστεκούμενη φαμελιά. Από αυτήν την κόρη, ο γέρο Μάρκος, είχε δυο εγγονάκια.
Αγοράκια. Το ένα το είχαν βαφτίσει τ’ όνομά του. Κάθε καλοκαίρι τού τα έφερναν
για ένα μήνα. Έπαιρνε μεγάλη χαρά απ’ αυτά τα μικρά. Τα άλλα τέσσερα παιδιά του
ήταν ανύπαντρα. Ο μεγάλος του ο Ευάγγελος ο δασοκόμος, τα τρία κορίτσια, ο
Τζίμης ο μικρότερος γιος του. Όλα κατοικούσαν μαζί του στο χωριό. Ο μεγάλος του
γιός μονάχα, που έπαιρνε τα γράμματα, σπούδασε. Έγινε δασοκόμος στο Υπουργείο.
Και τώρα, δόξα τω Θεώ, υπηρετούσε δασάρχης στα Τρόπαια.
Στην
υπόθεση του μύλου ο Τζίμης δεν άργησε να πείσει τον πατέρα του. Τα βάλανε κάτω
και τα λογαριάσανε. Είδανε πως το κέρδος ήταν μεγάλο. Και μονάχα το μισό χωριό
να ’φερνε σ’ αυτούς τα γεννήματα, πάλι το κέρδος έβγαινε καλό. Άσε που όλο το
χωριό θα τους ευλογούσε. Πού να φεύγουνε τόσες ώρες δρόμο οι άνθρωποι για το
μύλο στη Φτέρη και μάλιστα δυο φορές την εβδομάδα!
Έτσι,
χωρίς να πουν τίποτα σε κανέναν κατέβηκαν στον Πύργο μα δεν τα βρήκανε μ’ έναν
Γιώργη Τσαρέ, που πούλαγε μεταχειρισμένους μύλους. Κάνανε κάτι ψώνια και το
μεσημέρι κάτσανε να φάνε στο εστιατόριο του Παναγόπουλου, στα Χαλικιάτικα. Εκεί
που τρώγανε, πέρασε τυχαία και τους αντάμωσε ο Ντίνος ο Καλατζάκος από την Πέρα
Μεριά. Το ’φερε η κουβέντα στο μύλο. Ο Καλατζάκος, δραγάτης του γέρο Μάρκου
προπολεμικά στα πεύκα της Γορτυνίας τούς είπε να πάνε στην Τρίπολη, στη
Μαντινεία, και να βρούνε έναν Σπυρόπουλο, που έκανε χρυσές δουλειές με τους
μύλους εκείνη την εποχή. Ήτανε και μηχανικός. Είχε λόγο και δεν σε κρέμαγε
ποτές. Αυτός είχε στήσει το μύλο του Καπογιάννη στη Μπερτσιά.
Μια
και δυο πάνε στην Τρίπολη κι από κει στη Μαντινεία. Βρήκανε τον Σπυρόπουλο και
τα συμφωνήσανε. Θα τους έφερνε το μύλο και θα καθότανε είκοσι μέρες στο χωριό.
Θα τον εγκαθιστούσε κατόπιν θα μάθαινε τον Τζίμη να τον δουλεύει μοναχός του.
Του δώκανε δέκα λίρες προκαταβολή και γυρίσανε πίσω.
Στο
χωριό κρατηθήκανε. Δεν είπανε κουβέντα σε κανέναν. Μονάχα επισκευάσανε ένα
ισόγειο ανεξάρτητο οίκημα που είχανε πλάι στο σπίτι. Το λεγόμενο του
Μπεηντάση. Πήγαν νύχτα στην Κάπελη, ο Τζίμης με τον φίλο του τον Δαμιανό και
πέντε έξι παιδιά ακόμη και κόψανε τις δοκούς. Τις κουβάλησαν με προφυλάξεις
πίσω από του Μπεηντάση. Ύστερα φέρανε τα λιθάρια και σηκώσανε τη σκεπή μισό
μέτρο. Κατόπιν χτίσανε μια στέρνα στο πίσω μέρος. Φέρανε νερό με τα ασκιά
φορτωμένα στ’ άλογα από τα Πλατανούλια και τη γεμίσανε. Όλα ήσαν έτοιμα και
περιμένανε τον Σπυρόπουλο. Ένα πρωί, ακούστηκε το αγκομαχητό ενός φορτηγού ν’
ανεβαίνει στον Τρόχαλο. Ύστερα από είκοσι λεπτά, ένα παλιό στρατιωτικό τζαίημς,
απομεινάρι του πολέμου, μπήκε στον κήπο του Καντήλα. Μαζεύτηκε σωρό κόσμος και
κοίταζαν όλοι με περιέργεια να δούνε τι είναι αυτά τα μεγάλα στρόγγυλα λιθάρια
που ήσαν φορτωμένα στην καρότσα του φορτηγού. Τότε το μολογήσανε πως φέρανε στο
χωριό πετρελαιοκίνητο μύλο!
Ο
Σπυρόπουλος έφερε μαζί του και δυο βοηθούς. Κάτσανε στο χωριό δεκαεννιά μέρες.
Αρχινούσαν τη δουλειά χαράματα και σταματάγανε το μεσημέρι για φαγητό και
ξεκούραση. Στις πέντε ξαναρχίζανε. Ο γέρο Μάρκος καθόταν απέναντι κάτω από τα
μπαλκόνι του ξαδέρφου του, του Αχιλλέα κι επέβλεπε. Εκείνες τις μέρες ήρθε και
ο άλλος γιος, ο σπουδαγμένος. Πήρε την άδειά του από το Δασαρχείο Τροπαίων όπου
ήταν διορισμένος δασοκόμος. Ένα μήνα θα καθότανε στο χωριό. Ο γέρο Μάρκος τον
έπαιρνε πλάι του κι επιτηρούσαν όλη την ημέρα τις εργασίες. Μαζί του έκανε και
τους λογαριασμούς. Ήταν ο μεγάλος του. Ο μορφωμένος! Ο γιος του ο δασοκόμος!
Ο
Τζίμης δούλευε ασταμάτητα με πάθος κοντά στον Σπυρόπουλο. Παρατηρούσε με
προσοχή κάθε του κίνηση. Ήθελε να μάθει τα πάντα. Να ξέρει για όλα τα
εξαρτήματα. Να μην έχει την ανάγκη του Σπυρόπουλου αν τυχόν και συνέβαινε καμιά
βλάβη.
Τα
κορίτσια του γέρο Μάρκου, δεν προλάβαιναν να πάρουν ανάσα. Είχαν τους
μαστόρους, είχαν τις δουλειές του σπιτιού, είχαν και τα καμώματα του κυρίου
δασοκόμου. Αυτός απαιτούσε κάθε μέρα να φέρνουν νερό από τα Πλατανούλια, να το
ζεσταίνουν για να παίρνει το μπάνιο του. Ήθελε κάθε μέρα άλλη αλλαξιά. Κάθε
μέρα έπρεπε να του σιδερώνουν άλλο παντελόνι, πουκάμισο κι εσώρουχα. Το ντύσιμό
του ήταν προέκταση της προσωπικότητάς του. Έτσι έδειχνε ανώτερος από τον άλλο
κόσμο. Απαιτούσε κάθε μέρα άλλο φαγητό και απαραιτήτως κρέας στο τραπέζι. Οι
επιθυμίες του πραγματοποιούνταν όλες ασυζητητί. Έτσι όριζε ο γέρο Μάρκος. Γιατί
αυτός ήταν ο σπουδαγμένος του. Το καμάρι του!
Τα
κορίτσια έριχναν καμιά κλεφτή ματιά στους παραγιούς του Σπυρόπουλου. Αλλά πού
χρόνος για κάτι τις περισσότερο. Ήταν βέβαια κι επικίνδυνο, γιατί αν έπεφτε
στην αντίληψη του γέρο Μάρκου και του δασοκόμου, το παραμικρό, θα είχαν άσχημα
ξεμπερδέματα.
Ο
Σπυρόπουλος τέλειωσε μια μέρα νωρίτερα. Αφού τον ξεπλήρωσαν ο γέρο Μάρκος του
είπε:
— Μάστορα
είκοσι μέρες είπες πως θα μείνεις στο σπίτι μου… Με τη σημερινή είναι
δεκαεννιά. Μου χρωστάς μια μέρα! Το λοιπόν αύριο θα κάνουμε τον αγιασμό κι
ύστερις θα το γλεντήσουμε! Μεθαύριο το πρωί, έχεις το λεύτερο να φύγεις…
Το
απόγευμα ο γέρο Καντήλας φώναξε τον Μπράτη τον μακελάρη να σφάξει το μποζιάκι
και δυο αρνιά. Τα κοκόρια τα ανέλαβαν οι γυναίκες. Μετά πήρε το μάστορα και
κάνανε τους λογαριασμούς. Τον ξεπλέρωσε και με το παραπάνω και είπε:
— Είσαι
ευχαριστημένος μάστορα;
— Ναι
μπάρμπα, σε φχαριστώ, απάντησε ο Σπυρόπουλος…
— Ε,
τότε πάρε τους παραγιούς σου να πάμε στην αγορά να πιούμε ένα ούζο για τα
καλορίζικα…
Κινήσανε
όλοι μαζί και πήγανε στο μαγαζί του Μπάμπη. Εκεί ο γέρο Μάρκος κέρασε όλη την
κομπανία αλλά και τους υπόλοιπους συντοπίτες για το καλό. Μετά, καθώς προχώραγε
η νύχτα είπε:
— Άντε
να πάμε τώρα να πλαγιάσουμε, τι αύριο έχουμε να σηκωθούμε μπονόρα…
Την
επομένη το πρωί, σηκώθηκαν όλοι νωρίς-νωρίς. Αχάραγα. Οι γυναίκες πιάστηκαν να
μαγειρέψουν στον Κήπο, πίσω από το μύλο. Ήρθαν κι άλλες, συγγένισσες και
βόηθησαν. Βάλανε τα σφαχτά να βράσουν σε μεγάλα λεβέτια κι όλα ήσαν έτοιμα στην
ώρα τους. Κατά τις έντεκα ήρθε ο παπά Χαράλαμπος κι έγινε ο αγιασμός. Τότε ο
Σπυρόπουλος είπε στον Τζίμη, σπρώχνοντάς τον ελαφρά στον ώμο:
— Πάμε
το λοιπόν λεβέντη μου… βάλε τη μηχανή μπροστά να την ακούσει ο κόσμος…
Ο
Τζίμης άρπαξε τη μανιβέλα κι άρχισε να την γυρίζει με ταχύτητα, ενώ ο Δαμιανός,
ο αδελφικός του φίλος, τράβαγε με δύναμη τους ιμάντες. Η μηχανή πήρε μπροστά κι
ο Τζίμης με το φίλο του άρχισαν να ρίχνουν στάρι από την καταπακτή. Από το
θόρυβο τρόμαξαν κάποιες γυναίκες, κι ο γάιδαρος του Παπάγου άρχιζε να γκαρίζει
δαιμονισμένα από την τρομάρα του. Όλοι γελούσαν κι εύχονταν κάθε καλό στον γέρο
Καντήλα και στον Τζίμη. Μετά όλος κόσμος πέρασε στο πίσω μέρος, στον Κήπο,
κάθισαν κάτω απ’ τον πλάτανο και τις μουριές όπου ήταν στρωμένα τα τραπέζια.
Σχεδόν όλο το χωριό βρισκόταν εκεί.
Έγινε
γλέντι τρικούβερτο κάτω απ’ τον πλάτανο. Ήρθαν όλοι ν’ ασημώσουν το μύλο.
Κάποια χαμίνια πήγαν στο πίσω μέρος του, εκεί που έβγαινε από την εξάτμιση ο
ολόμαυρος καπνός, και τον ρούφαγαν κάνοντας πως καπνίζουν. Πολλοί άνθρωποι
είχαν μπει μέσα στο μύλο και θαύμαζαν τους ιμάντες που έτρεχαν με ταχύτητα,
δημιουργώντας κίνηση στα μεγάλα λιθάρια που άλεθαν το στάρι με τρομερή
ταχύτητα. Τούκου, τούκ, τούκου τουκ, έκαναν τα μπεκ, κι ο θόρυβος ακουγόταν ως
τα Χάνια μια ώρα δρόμο από το χωριό. Η γλυκιά μυρωδιά του σταριού απλωνόταν
γύρω, κι ανακατευόταν με τις ευχές:
―Καλορίζικος
μπάρμπα Μάρκο, καλές δουλειές Τζίμη να σας ευλογάει ο Θεός που μας σκεφτήκατε
και δεν θα τρέχουμε πια στη Φτέρη για το άλεσμα…
Μέσα
σ’ ένα ξεφάντωμα γενικό, έφτασε και η κομπανία του Σταύρου του βιολιτζή από του
Λάλα, και το γλέντι πήρε πανηγυρικό χαρακτήρα. Χόρευαν, τραγουδούσαν όλοι ως
αργά τη νύχτα. Τέτοιο γλέντι είχε χρόνια να γίνει.
Την
άλλη μέρα κατά τις έντεκα, ο Σπυρόπουλος μαζί με τους παραγιούς φόρτωσαν τα
εργαλεία πάνω στο φορτηγό, κι αφού ευχαρίστησαν και χαιρέτησαν τους
νοικοκυραίους βάλανε μπροστά τη γκρανκάσα και πήραν το δρόμο του γυρισμού.
Έτσι
το χωριό απέκτησε μύλο κι ο Αφέρτης, ο Λάμπης, που έκανε τα γενικά εμπόρια,
άρχισε τώρα κι έφερνε μεγάλα βαρέλια με πετρέλαιο, εξασφαλίζοντας την
απρόσκοπτη λειτουργία του. Ο μύλος άλλαξε πολλά πράματα στο χωριό. Το κέντρο
μετατοπίστηκε ανατολικότερα, λίγο πιο πέρα από το μαγαζί του Αφέρτη. Η γειτονιά
που πριν είχε ησυχία, τώρα άρχισε να μαζεύει τον πιο πολύ κόσμο που ερχόταν για
ν’ αλέσει στου Τζίμη το μύλο, όπως τον έλεγαν.
Σώθηκε
το χωριό με το μύλο κι όλοι επαινούσαν το μικρό γιο του γέρο Καντήλα. Ο γέρος
πάλε καμάρωνε. Στο χρόνο απ’ όταν ξεκίνησε ο μύλος να δουλεύει, παντρέψανε τη
δεύτερη κόρη. Τη Φωτούλα. Ήρθε το προξενιό από την Πέρα Μεριά, και τη δώσανε
στο Γιάννη Μπρακουμάτσο στην Χώρα. Καλό παιδί. Και ψηλό ίσαμε εκεί πάνω. Δυο
μέτρα. Έσκυβε να περάσει την πόρτα του μύλου. Ερχότανε για άλεσμα κάθε
δεκαπέντε κι έριχνε κλεφτές ματιές στη Φωτούλα. Όταν στείλανε οι δικοί του το
προξενιό, η Φωτούλα είπε αμέσως το ναι, κι έτσι, ο γέρο Μάρκος έδωσε την ευχή
του. Ύστερα έριξε μια ντουφεκιά από το παράθυρο. Μ’ αυτό τον τρόπο
πληροφορήθηκαν οι χωριανοί, ότι το προξενιό ευοδώθηκε. Έτσι μείνανε ανύπαντρα
τα δυο μικρά κορίτσια κι ο Τζίμης με τον δασοκόμο.
Με
τον καιρό, ο Τζίμης έμαθε καλά τα μυστικά της μηχανής. Κάθε πρωί, χειμώνα
καλοκαίρι, σηκωνόταν νωρίς-νωρίς κι έχοντας παρέα και βοηθό του,
τον φίλο του τον Δαμιανό. Έβαζε τη μηχανή μπροστά κι άρχιζε ν’
αλέθει τα γεννήματα. Πιο πολύ στάρι κι αραποσίτι και λιγότερο βρώμη και κριθάρι
για τα ζώα. Όταν τα πράματα έπαιρναν τη σειρά τους, χαλάρωνε κι έπιανε το
τραγούδι. Έπιανε το τραγούδι και συνόδευε με τη γλυκιά φωνή του, τα λιθάρια π’
άλεθαν τα γεννήματα. Ο Τζίμης είχε μια φωνή αηδονιού. Έλεγε πως ήξερε πάνω από
πεντακόσια τραγούδια. Σαν έπιανε το τραγούδι δεν έλεγε να σταματήσει. Και
χορευταράς, ο πρώτος του χωριού!
Τα
κορίτσια του χωριού, ήταν αναστατωμένα από την ομορφιά του. Αλλά κι από την
καλοσύνη του. Σαν έφταναν έξω από το μύλο, έκοβαν ταχύτητα κι έκαναν πως κάτι
ψάχνουν στις τσέπες τους, ρίχνοντας, αδιάφορα κλεφτές ματιές στο εσωτερικό του.
Ήτανε βλέπεις της παντρειάς ο Τζίμης κι αυτό δεν περνούσε απαρατήρητο. Όμως
όταν ο μύλος μπήκε στον δεύτερο χρόνο, ο Τζίμης ερωτοχτυπήθηκε σφόδρα από μια
ξένη, απογοητεύοντας όλα τα κορίτσια του χωριού.
Ήταν σε
μια από τις μεγάλες γιορτές του χωριού ήταν του Αγίου Πνεύματος. Γινόταν μεγάλο
πανηγύρι στην ομώνυμη τοποθεσία, μέσα στο δάσος κάνα μισάωρο με τα πόδια έξω
από το χωριό. Ανήμερα του Αγίου Πνεύματος, όλο το χωριό μεταφερόταν στο μικρό εκκλησάκι,
που ήταν χτισμένο σ’ ένα ξέφωτο μέσα στο πευκοδάσος. Εκεί, μαζί με τους
κατοίκους από τα γειτονικά χωριά, του Λάλα, το Ξερό, την Ντάρδιζα, το Αμπάρι,
το Νιχώρι, έστηναν ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της περιοχής. Όταν τέλειωνε
η λειτουργεία, εκατοντάδες άνθρωποι έπιαναν θέσεις κάτω από τα θεόρατα πεύκα
και γλεντούσαν ως αργά το βράδυ. Έρχονταν και κομπανίες και το γλέντι άναβε.
Εκείνη
τη χρονιά του Αγίου Πνεύματος, ο γέρο Μάρκος Καντήλας, φιλοξένησε την αδελφή
του την Παναγιώτα που ήταν παντρεμένη στο Ξερό μαζί και τα παιδιά της κι ανήψια
του τον Γιάννη και τη Μηλιά.
Ο
ανεψιός του ο Αριστείδης, που είχε ξενιτευτεί στην Αθήνα, προσκάλεσε στο
πανηγύρι και τον φίλο του τον Τάση του Μήτσου Μπότσα, μαζί με την αδερφή του
την Αντιγόνη. Τα παιδιά αυτά από μικρά ήταν αδελφικοί φίλοι. Μαζί έφυγαν στην
Αθήνα σε διάφορες δουλειές. Εκεί κατοικούσαν μαζί σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο
Δουργούτι. Ο Αριστείδης της Παναγιώτας δούλευε σ’ ένα τυπογραφείο στην Πλατεία
Κουμουνδούρου, όπου είχε πάρει και την αδερφή του φίλου του, την Αντιγόνη, στο
βιβλιοδετείο. Ο Τάσης είχε πιάσει δουλειά σ’ ένα μικρό εμπορικό, που είχε
ανοίξει ο Ηρακλής Βασκαντήρας το 1935, στην Πλατεία Δημοπρατηρίου.
Οι
φιλοξενούμενοι έφτασαν την παραμονή του Αγίου Πνεύματος και εγκαταστάθηκαν στο
σπίτι του γέρο Μάρκου. Ο Τζίμης τα ’χασε όταν είδε την Αντιγόνη, μια πανέμορφη,
καλοσυνάτη και χαρούμενη κοπέλα. Έχασε τη μιλιά του και δεν μπορούσε να
αρθρώσει λέξη. Αλλά κι εκείνη του έσφιξε το χέρι περισσότερο από όσο έπρεπε.
Από εκείνη τη στιγμή ο Τζίμης αρρώστησε. Δεν θα γινόταν καλά αν δεν παντρευόταν
την Αντιγόνη.
Ύστερα
από μια βδομάδα, και μετά από πολλές συζητήσεις, κι αφού ο Τζίμης έδωκε τον
λόγο του κι ορκίστηκε στο εικόνισμα της Παναγίας, ότι δεν θα απομακρυνθεί από
την οικογένεια, κι ότι αναλαμβάνει να παντρέψει και να προικίσει τις δύο
ανύπαντρες αδελφές του, σε περίπτωση, που, ο μοι γένοιτο, πάθει κάτι ο γέρο
Μάρκος, κάμφθηκε η αντίσταση του πατέρα του και της μάνας του. Η
μάνα του ήταν αυτή που έκοβε την άλυσο. Δεν ήθελε με τίποτα να παντρευτεί ο
Τζίμης. Έτσι, αφού είδαν κι απόειδαν ότι ο Τζίμης δεν αλλάζει, ο γέρο Μάρκος
έστειλε το προξενιό στον Μήτσο Μπότσα. Αυτός απάντησε στέλνοντας πεσκέσι έναν
λαγό, μια νταμιτζάνα κρασί κι ένα ταψί μπακλαβά, φτιαγμένο από τα χέρια της
νύφης.
Ο
γάμος έγινε με όλο το τυπικό. Τριάντα ιππείς, όλοι παλληκάρια από το χωριό,
φίλοι και υποστηριχτές του Τζίμη, κίνησαν για την «προσκεφάλα». Πρώτος ήρθε ο
Παναγής, μ’ ένα τσίλικο άλογο. Οι ντουφεκιές πήγαιναν σύννεφο. Ο γάμος έγινε
στο Ξερό, κι ύστερα, τριακόσιοι νοματέοι, ήρθαν τραγουδώντας, άλλοι καβάλα στ’
άλογα, κι άλλοι πεζή, από το Ξερό, έχοντας μπροστά τη νύφη και το γαμπρό. Το
γλέντι κράτησε τρεις μέρες. Ο Τζίμης άστραφτε ευτυχισμένος. Η Αντιγόνη κι αυτή
έδειχνε από τη μεριά της μια μεγάλη αγάπη για τον άντρα της, έναν σεβασμό και
μια ευγένεια πρωτόγνωρη για τα πεθερικά της και τις κουνιάδες της.
Τα
προβλήματα ξεκίνησαν λίγο καιρό μετά, όταν οι αδελφές του Τζίμη υποστηριζόμενες
και από τη μάννα τους και τον μεγάλο τους αδελφό τον δασοκόμο, άρχισαν να
τρώγονται για την Αντιγόνη, ότι τάχα μου δεν συμμετέχει στις βαριές δουλειές
του σπιτιού, κι ότι ο Τζίμης πήρε γυναίκα ακαμάτρα και παστρικιά…
Στην
αρχή ο γερο Μάρκος με πυγμή επέβαλε την σιωπή. Απείλησε τη γυναίκα του ότι, αν
δεν σταματήσει αυτό, θα την σαπίσει στο ξύλο κι αυτήν και τις τσούπες. Όμως η
γκρίνια υπέβοσκε. Έβγαλαν της Αντιγόνης παρατσούκλι και μ’ αυτό την
κουτσομπόλευαν σε συγγενείς και φίλους και σε όλο το χωριό. Την έλεγαν
«Πριγκηπέσσα» υποτιμητικά. Στην ομάδα προστέθηκε κι ο δασοκόμος, σαν ήρθε το
καλοκαίρι για τις διακοπές του. Έδειχνε κι αυτός μια δυσαρέσκεια, σε ότι είχε
σχέση με την Αντιγόνη. Αυτό έκανε να αλλάξει και η γνώμη του γέρο Μάρκου, που
μέχρι εκείνη την ώρα, γινόταν με την παρουσία και το λόγο του, το εμπόδιο που
πάνω του σταματούσαν οι μηχανορραφίες των γυναικών εναντίον της Αντιγόνης. Σε
λίγο καιρό, όλο το χωριό την σχολίαζε ειρωνικά. Ήταν και τα κορίτσια του χωριού
που είχαν χολωθεί, που μια ξένη τους έκλεψε τον γαμπρό.
Η
Αντιγόνη στην αρχή δεν έδινε σημασία σε τίποτε απ’ αυτά. Ήταν πρόσχαρη κι
υπομονετική και έκανε πως δεν καταλαβαίνει τις παραξενιές της πεθεράς της.
Έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού με μεράκι. Έφερνε νερό από τη βρύση κάθε
δεύτερη μέρα. Έπλενε, μαγείρευε και σκούπιζε. Φρόντιζε τα ζώα. Το άλογο και τα
μουλάρια, τις κότες, τις πάπιες τις χήνες και τα φαραόνια. Τα τάιζε, άλλαζε το
νερό τους στις κορήτες. Ύστερα, συγύριζε το σπίτι, και το έκανε ν’ αστράφτει
από την καθαριότητα. Ανέλαβε τον ανεφοδιασμό και την μαγειρική και ετοίμαζε μια
πλούσια ποικιλία φαγητών που είχε μάθει στην Αθήνα. Έπλενε και σιδέρωνε τα
ρούχα και ο γέρο Μάρκος με τον Τζίμη ήταν πάντοτε ντυμένοι με ολοκάθαρα ρούχα.
Τίποτα όμως δεν στάθηκε δυνατό να αλλάξει την άποψη της πεθεράς και των
κοριτσιών του γέρο Μάρκου. Αυτές το χαβά τους. Συνεχώς την κακολογούσαν πίσω
της και μπροστά της.
Η
Αντιγόνη κουβέντιαζε κρυφά με τον άντρα της. Του έλεγε τα παράπονά της κι αυτός
την άκουγε με καλοσύνη κι αγάπη. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο που του το
επισήμαινε πάντοτε σε όλες τις συζητήσεις.
— Δεν
είναι αυτά που κάνουν σε βάρος μου Τζίμη. Είναι και το άλλο: εσύ δουλεύεις
δίχως αναπαμό κι εμείς, δεν έχουμε μια δραχμή στην τσέπη. Αύριο θα κάνουμε
παιδιά. Θα θέλουνε ρούχα και παπούτσια. Θα πάνε σχολείο. Θα ’χουνε έξοδα. Πώς
θα τα ντύσουμε και πώς θα τα ποδέσουμε; Θα γυρεύουμε από τον πατέρα σου κάθε
λίγο και λιγάκι λεφτά; Εμείς θα κάνουμε δική μας φαμελιά. Δε λέω, ανύπαντρες
αδελφές έχεις. Μα κι εμείς άνθρωποι είμαστε. Πρέπει να κάνουμε το κουμάντα μας
για τη δική μας φαμελιά…
Εκείνος
πάλι της θύμιζε πως είχε δώσει το λόγο του κι είχε ορκιστεί στο εικόνισμα της
Παναγίας να μην φύγει από το σπίτι, μέχρι να παντρέψει και να προικίσει τις
αδελφές του. Της συνιστούσε να κάνει υπομονή και θα μιλούσε στον πατέρα του.
Πάντα την άκουγε σκεφτικός. Μια μέρα της είπε:
— Εγώ
γυναίκα μου δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Όλα αυτά με στεναχωρούν και με
πικραίνουν. Θα μιλήσω του πατέρα μου όταν έρθει η ώρα. Να φύγουμε από το σπίτι
και να πάμε στο πατρικό μας, πιο πέρα από το μύλο. Να ζήσουμε μόνοι μας και με
τα παιδιά μας όταν με το καλό θα έρθουνε. Δε θέλω όμως να μας μάθει το χωριό…
Η
Αντιγόνη τον άκουγε κι έκανε υπομονή. Κάποια στιγμή όμως άρχισε να
στεναχωριέται πολύ. Δεν ήθελε να πικραίνει τον άντρα της και δεν του έλεγε
τίποτα απ’ όσα γίνονταν στο σπίτι. Της άλλαζαν θέση στα πράγματα και όταν
ρωτούσε που είναι τα σεντόνια ας πούμε, της απαντούσαν “εκεί που τα ’βαλες
προκομμένη. Δεν θυμάσαι; Άρχισες και ξεχνάς;”
Η
κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει όταν χάθηκε ένα μαντήλι της κυρά Αντιόπης, της
πεθεράς της. Στο μαντήλι είχε κομπόδεμα τις οικονομίες της, όσα της έμεναν από
παλιά, που ο άντρας της της έδινε λεφτά για να ψωνίζει. Έγινε σαματάς για το
μαντήλι με τiς οικονομίες της. Έλεγαν, μάνα και
κόρες ότι το πήρε η Αντιγόνη. Η πιο σκληρή ήταν η μικρή, η Αριστέα. Αυτή
διαρκώς ενοχλούσε την Αντιγόνη. Της έλεγε:
— Να
πας από κει που ήρθες. Άλλες είχαν σειρά πριν από σένα.
Μετά
από κάμποσο καιρό η Αντιγόνη γέννησε το πρώτο παιδί τους, ένα όμορφο
κοριτσάκι. Για λίγο σταμάτησαν οι φασαρίες, αν και οι αδελφές του Τζίμη
υπογείως συνέχιζαν να δημιουργούν προβλήματα στην Αντιγόνη για το κομπόδεμα της
μάνας τους. Μια μέρα κόντεψαν να πιαστούν στα χέρια, όταν η Αντιγόνη μπήκε στην
κάμαρη που κοιμόταν το μωρό και βρήκε εκεί και τις δυο αδελφές του Τζίμη να
έχουν κάνει τα πράγματα της άνω κάτω, ψάχνοντας να βρουν το κομπόδεμα με τις
οικονομίες της μάνας τους. Η μεγάλη, η Λούλα, είχε πλησιάσει το μπεσίκι που
βρισκόταν το μωρό το οποίο έκλαιγε, και το απειλούσε:
— Σκάσε
μούλικο, ειδεμή θα σε σκάσω εγώ.
Η
Αντιγόνη, ακούγοντας τις απειλές προς το κοριτσάκι της, μπήκε στην κάμαρη
ουρλιάζοντας και άρχισε να τις σπρώχνει για να τις βγάλει έξω. Αυτές βγήκαν
βρίζοντάς την και ρωτώντας την αν τις διώχνει από το σπίτι τους.
Το
περιστατικό αυτό τής στοίχησε την ψυχική της ηρεμία. Άρχισε να έχει φοβίες, ότι
κακό θα κάνουν στο παιδί της. Τις νύχτες πεταγόταν στον ύπνο της φωνάζοντας “το
παιδί μου, Παναγία μου, το παιδί μου..”. Άλλες φορές πάλι την έπιανε ένα
νευρικό γέλιο που δεν έλεγε να σταματήσει. Ο Τζίμης δεν μπορούσε να κάνει
τίποτα. Άρχισαν να την λένε τρελή, ώσπου μια μέρα η μάνα του του είπε:
— Βιάστηκες
να παντρευτείς παιδάκι μου. Πού την ήξερες; Ποιόν ρώτησες για δαύτηνε; Μας
έφερες μια τρελή μέσα στο σπίτι. Να την πάρεις και να τήνε πας στην
Παλιομπαρμπάσενα να την ιδεί μια γριά γύφτισσα η Χουζού, να τήνε κάνει καλά.
Αυτό μας έλειπε τώρα, ο Θεός να με συγχωρέσει…
Ο
Τζίμης το κουβέντιασε με τον πατέρα του και τον έπεισε να του δώσει λίγα
χρήματα, για να πάει με την Αντιγόνη στον Πύργο. Στον γιατρό, τον γερο Χρηστιά.
Πάλι καλά που ο πατέρας του συμφώνησε. Γιατί αν του έλεγε όχι, ο Τζίμης δεν
ήξερε τι να κάνει. Τα κουμάντα τα κράταγε αυστηρά ο γέρος. Κανείς άλλος δεν
διαχειριζότανε χρήματα στην οικογένεια. Μόνο ο πατέρας του. Κι ο γέρος ήταν μεν
πολύ εντάξει στους λογαριασμούς του με τους ξένους, ωστόσο με την οικογένειά
του ήταν πολύ σφιχτός. Ο τρόπος του δημιουργούσε πρόβλημα στον Τζίμη. Ενώ ο
Τζίμης ήταν που δεν είχε σταματημό με τις δουλειές, στο μύλο στα χωράφια, στο
ρετσίνι, δεν είχε δραχμή ποτές στην τσέπη του. Μια φορά, καθώς ετοιμαζόταν να
πάει στον Πύργο, να ψωνίσει για τη μηχανή, ο πατέρας του του έδωσε ακριβώς όσα
χρήματα έπρεπε να πληρώσει για τα ανταλλακτικά.. Τότε, πήρε θάρρος και του
είπε:
— Πατέρα
δώσε μου να ’χω πέντε δραχμές παραπάνω… Ντρέπομαι, θέλω κι εγώ να κεράσω τους
ανθρώπους που με φιλεύουν σαν περνώ από τα μαγαζιά τους…
Ο
γερο Μάρκος σκέφτηκε λίγο, κι ύστερα απάντησε:
— Πάρε
ένα τάληρο παραπάνω. Δεν έχει άλλα. Πρέπει να κάνουμε οικονομίες. Έχουμε ακόμη
δυο κορίτσια ακόμη να παντρέψουμε…
Ο
Τζίμης φαρμακώθηκε, αλλά δεν είπε τίποτε. Μονάχα σαν πήγαινε στον Πύργο ή στα
χωριά, έκανε πως βιαζόταν και δεν δεχόταν πια, κέρασμα, από κανέναν. Άσε τα
ρούχα του που ήταν παλιά και μπαλωμένα. Δούλευε σκληρά κι είχε την αναγνώριση
όλου του κόσμου. Πολλές φορές όμως τον έπιανε απελπισία. Και πριν, αλλά και
μετά που παντρεύτηκε, το σκεφτόταν να ζητήσει του πατέρα του χρήματα για να
καλύψει τις ανάγκες του σε παπούτσια και ρούχα γι’ αυτόν και τη γυναίκα του.
Φοβόταν την αντίδρασή του. Τώρα όμως, ήταν πρόβλημα υγείας. Κι ο γέρος
περιέργως δεν αντέδρασε. Έτσι την άλλη μέρα χαράματα, κίνησαν με το άλογο για
του Λάλα. Όταν έφτασαν εκεί το άφησαν στον κήπο του Λιά του Δημητρόπουλου,
επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο και πήγαν στον Πύργο.
Ο
γιατρός εξέτασε την Αντιγόνη προσεχτικά και δεν διαπίστωσε κάποιο σοβαρό
πρόβλημα υγείας. Της είπε, να μην στεναχωριέται χωρίς λόγο, και της συνέστησε
να ξεκουραστεί από τις δουλειές του σπιτιού για λίγο καιρό. Χρήματα δεν δέχτηκε
να πάρει. Έτσι, το απόγευμα, μπήκαν στο λεωφορείο και γύρισαν στου
Λάλα. Κι από εκεί με το άλογο πάλι, στο χωριό.
Η
πρώτη δουλειά του Τζίμη, μόλις έφτασαν στο χωριό, ήταν να επιστρέψει τα χρήματα
στον πατέρα του. Ο γέρος δεν ξαφνιάστηκε γιατί ήξερε πως ο γιατρός ήταν
φιλάνθρωπος και δημοκράτης και δεν περίμενε να συμπεριφερθεί αλλιώς. Βάζοντας
τα λεφτά στο ζωνάρι του, είπε στον Τζίμη:
— Βλέπεις
που τζάμπα έχασες τη μέρα σου, κι έχουμε τόσες δουλειές…
Ο
Τζίμης δεν αντέδρασε. Άρχισε όμως σταδιακά να εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του
απέναντι στον πατέρα του, που δεν εκτιμούσε την προσφορά του στην οικογένεια.
Τον πίκραινε που δεν έκανε ποτέ μια παρατήρηση στη μάνα και τις αδελφές του,
για την αδικαιολόγητη κακία που εκδήλωναν στο πρόσωπο της γυναίκας του. Άρχισε
σιγά σιγά να μην υπακούει τον γέρο Μάρκο και να του δηλώνει ευθαρσώς τις
διαφωνίες του.
Ένα
βράδυ έπαιζε χαρτιά στο καφενείο του Αφέρτη. Η ώρα πέρασε και ο Τζίμης δεν
φαινόταν, για να κάτσει η φαμελιά στο τραπέζι για το δείπνο. Ο γερο Μάρκος
έστειλε τη μικρή του κόρη να τον φωνάξει.
— Φύγε,
είπε ο Τζίμης στην αδερφή του, όταν τελειώσω θάρθω. Θα φάω μονάχος μου…
Όταν
η τσούπα γύρισε στο σπίτι και μολόγησε τί της είπε ο Τζίμης, ο γέρος το θεώρησε
μεγάλη προσβολή. Μελάνιασε από τον θυμό του και είπε:
— Μη
σώσει να ’ρθει ποτέ του. Τσουρούλια να τον φέρουνε…
— Θεός
φυλάξοι μαύρε γέρο! Δάγκω τη γλώσσα σου, είπε η κυρά Αντιόπη.
— Δε
σκέβεσαι μπίτι τί λες; Κούφια να ναι η ώρα που τ’ ακούει, κι η κατάρα του
γονιού πιάνει ρε μαύρε. Δε ντρέπεσαι καθόλου. Τι θ’ απογίνουμε ούλοι μας, άμα
στον φέρουνε τσουρούλια..;
Η
Αντιγόνη ακούγοντας την κατάρα του πεθερού της, τραβήχτηκε κλαίγοντας
στην
κάμαρη και περίμενε τον Τζίμη μέχρι τα μεσάνυχτα. Όταν ήρθε και ξάπλωσε πλάι
της, τρανταζόταν από το κλάμα. Την ρώτησε ο Τζίμης επίμονα γιατί κλαίει. Κι
αυτή του είπε τι έγινε. Έγειρε τότε αυτός και την πήρε αγκαλιά. Ύστερα έπεσε σε
μαύρες σκέψεις. Μονάχα τώρα, έβαλε στο μυαλό του πιο εντατικά να εγκαταλείψει
το σπίτι όπου έμεναν όλοι μαζί και να εγκατασταθεί στο πατρικό τού πατέρα του.
Το είπε πάλι ως λύση της Αντιγόνης. Εκείνη, απάντησε πως πρέπει να είναι
προσεκτικός και να μην κάνει κάτι χωρίς να το σκεφτεί καλά.
— Κι
τι θα γίνει Τζίμη μου; Πάλε εδώ δεν θα δουλεύεις; Πάλε με τον πατέρα σου θα
είσαι. Ούτε ο μύλος είναι δικός σου, ούτε οι πεύκες, μήτε τα χωράφια. Μήπως
πρέπει να φύγουμε για την Αθήνα; Να πιάσω κι εγώ μια δουλειά; Εγώ την ξέρω
κιόλας τη δουλειά, τρία χρόνια δούλεψα στο βιβλιοδετείο. Εκεί θα μπορέσεις να
βρεις και συ μια δουλειά και θα μπορέσουμε, να ζήσουμε μονάχοι μας με το παιδί
μας.
— Θα
ιδούμε της απάντησε ο Τζίμης…
— Μην
το σκέβεσαι, καλύτερα να πάμε στην Αθήνα. Έτσι λέω εγώ, είπε η Αντιγόνη, και
λούφαξε στην αγκαλιά του…
Εκείνο
τον χειμώνα ο δασοκόμος έβαλε να χτίσει σπίτι, σ’ ένα οικόπεδο που είχε
αγοράσει στην Ολυμπία, όταν υπηρετούσε ως προϊστάμενος εκεί, στην Δασική
Υπηρεσία. Τα κανόνισε ο γέρο Μάρκος, να βοηθήσει και να παρακολουθήσει ο Τζίμης
ένα διάστημα τις εργασίες. Έτσι, χωρίς αντίρρηση, μετά τις γιορτές εκείνης της
χρονιάς, ο Τζίμης κατέβηκε στην Ολυμπία. Κοιμόταν μέσα στο γιαπί, στο πάτωμα,
μ’ ένα αναμμένο μαγκάλι προσπαθούσε να κοροϊδέψει το κρύο και την υγρασία που
του τρύπαγαν τα κόκκαλα. Κατά το τέλος Γενάρη, τον έπιασε υψηλός πυρετός.
Παρακάλεσε έναν φίλο του να τον γυρίσει στο χωριό. Αυτό ήταν το λάθος! Έπρεπε
να πάει κατευθείαν στον Πύργο. Στο νοσοκομείο.
Όταν
τον είδε ο γιατρός ο Παπαιωάννου, δεν μπορούσε να γίνει τίποτε πια. Μετά από
τρεις μέρες ο Τζίμης ξεψύχησε, αφήνοντας πίσω απροστάτευτες τη γυναίκα του και
την κορούλα του που δεν είχε κλείσει ακόμη χρόνο. Όλα τα σχέδια για την φυγή,
έμειναν απραγματοποίητα. Λίγες μέρες μετά την κηδεία, η Αντιγόνη, χωρίς να
μιλήσει με κανέναν, μάζεψε όσες αλλαξιές ρούχα είχε, τα ζαλώθηκε, πήρε και το
παιδί στην αγκαλιά και γύρισε στους δικούς της. Στο Ξερό. Ύστερα από λίγο
καιρό, έφυγε με το κοριτσάκι της στην Αθήνα. Μετά από χρόνια, ακούστηκε ότι
παντρεύτηκε ξανά τον Τάκη τον Βένδρα από τον Κάμπο, κι έκανε μαζί του άλλα δύο
αγόρια. Όλα της τα παιδιά σπούδασαν. Τα δύο αγόρια μηχανικοί. Το κορίτσι του
Τζίμη έγινε γιατρός.
Στο Καντηλαίικο έπεσε θανατικό. Πρώτος έφυγε ο γέρο Μάρκος. Είπαν στο
χωριό, από το πιοτό που άρχισε να πίνει μετά τον θάνατο του Τζίμη.
Η γυναίκα του, η κυρά Αντιόπη, δεν άντεξε τον πόνο για τον μικρό της
γιο και φουρκίστηκε στη μεγάλη συκιά που είχαν πίσω στον κήπο. Ο δασοκόμος
χάθηκε στην Μακεδονία και κανείς δεν άκουσε για αυτόν κάτι ποτέ. Το σπίτι του,
στην Ολυμπία, έμεινε ημιτελές και έγινε αχούρι όπου οι γείτονες έβαζαν μέσα τα
ζα. Οι δυο μικρές κόρες του γέρο Μάρκου, δεν μιλούσαν πια σε κανέναν.
Κλείστηκαν μέσα στο μεγάλο σπίτι κι ο κόσμος έλεγε πως τρελάθηκαν.
Ο Μύλος, βουβάθηκε μετά τον θάνατο του γέρο Μάρκου. Ερείπωσε κι άγρια βάτα και συκιές, άρχισαν να τον καταπίνουν σιγά σιγά. Όταν περνούσαν από κει οι χωριανοί, έστριβαν αλλού το κεφάλι. Ο Δαμιανός μονάχα, κρατούσε τη μνήμη του Τζίμη ζωντανή στο χωριό. Όταν έπινε κάνα ούζο, άρχιζε το κλάμα για τον Τζίμη. Πολλές φορές, έπαιρνε μια πεντακοσάρα γιομάτη κρασί και πήγαινε στον τάφο του Τζίμη, τον καθάριζε, έβαζε λουλούδια και πίνοντας, του μιλούσε, τον μάλωνε, που διάλεξε από τη ζωή, την Αλησμόνα.