Δευτέρα, Ιουλίου 22, 2013

Linton Kwesi Johnson: Ἀντιγράφω καὶ μαθαίνω

Linton Kwesi Johnson, Photo by David Corrio
Λίντον Κούεζι Τζόνσον
Ἀντιγράφω καὶ μαθαίνω
Παρουσίαση, Μετάφραση: Θοδωρὴς Ρακόπουλος
 
  Λίντον Κούεζι Τζόνσον, μι εθυτενς φυσιογνωμία μ σοβαρ φος κρυμμένο πίσω π πογένειο κα ματογυάλια, θυμίζει μία καραϊβικαν βερσιν το Τρότσκυ πλ ναν συνηθισμένο μαῦρο ργάτη ( κόμη καλύτερα: νεργο) μεσόκοπο πο γυρνχέρια στς τσέπες, ραχοκοκαλι σια- στ στέκια το νοτιοανατολικο Λονδίνου. Εχα τν τύχη ν δουλεύω σερβιτόρος σ να τέτοιο μέρος, που νήξερος γι τ μέγεθος το πελάτη, σέρβιρα τ ποτ του χέρι-χέρι (ρούμι σκέτο, πως τ πίνουν στν πατρίδα του, που τ μνημειδες ατ ποτ πρωτογεννήθηκε). Τ ρούμι λοιπν εχε μίαν διαίτερη στορία, δεμένη μ τν ερωπαϊκ ξάπλωση (διάβαζε: μπεριαλισμό) κα τν καταστατικ ρατσισμ τν βικτωριανν πέναντι στος λαος τς φρικςατν πο φερε εκοσι κατομμύρια νθρώπους, π τς δυτικς κτς τς μαύρης πείρου μέχρι τς Νότιες μερικάνικες πολιτεες κα τ τρίγωνο τν νησιν τς Καραϊβικς, που ο μοιροι σκλάβοι νταλλάσσονταν μ ρούμι παραγμένο π τ ζαχαροκάλαμα κα τν δρώτα τν ντόπιων...
Γι πέντε αἰῶνες, βριδικ διαδικασία τς νταλλαγς κι νάμειξης φυλν, φύλων κα φιλιν κατέδειξε να συναρπαστικ σύνολο π κουλτορες στν πι περήφανη γεωγραφία: να ρχιπέλαγος που μιλονται πεντέξι γλσσες κι πειρες διάλεκτοι- μία π τς πι βασικς patois τς αμαϊκς (πάντα θελα ν γράψω τν Τζαμάϊκα μ ατ τν τρόπο, πο θυμίζει παλαις κοπς μεταφράσεις κάποιας σελίδας το Στήβενσον).

κύριος πο σερβίρω μιλε στν καθημερινότητά του π τ ’52, πόταν ρθε στν κόσμο σ κάποια μικρ πόλη το νησιο ως τν δεκαετία το ’60 πο πρωτοπγε στ λλο μεγάλοερωπαϊκό... σχεδόν- νησ τς λβιώνας, ως κόμη τς μέρες πού, κμαος κι εσταλς παρουσιάζεται γι ναγνώσεις σ φεστιβλ σ λον τν κόσμο, μιλ λοιπν κύριος ατς κι κόμη γράφεικα τοτο εναι τ πι σημαντικόστν patois. Γιατί LKJ πως εναι πι γνωστς σ σους τν γάπησαν ς dubber παρά/κα ς ποιητή, σκανδάλισε τν συχν συντηρητικ σ ζητήματα γλώσσας Βρετανία, γράφοντας κι κδίδονταςπρώτη φοράστν γλώσσα τς Τζαμάϊκα. Μάγκικα γγλικ γραπτ καταγραφ τς ρυθμικότητας τς αμαϊκς ντοπιολαλις, κόμη γλώσσα το δρόμου κα τς μουσικς  πως κα ν τν πομε, παρουσιάζει τεράστια προβλήματα στν λληνόφωνο μεταφραστή. μόνη λύση πο στάθηκε βιώσιμη γι’ ατ τνπρώτη στ λληνικά;– μεταφορ τς μουσικότητας το reggae ποιητ στν γλώσσα μας ταν πιλογ τς διατήρησης το dub ρυθμο κέραιου κα ο δακτυλισμο στν μουσικ πο χει κουτσαβάκικη παρλάτα τς πιάτσας. Ταυτόχρονα ο πωδο πο χρησιμοποιε Τζόνσον, πιλέγοντας συχν εκολες μοιοκαταληξίες, πως κα τ καταγγελτικ σο κα ξομολογητικό του φος θυμίζουν λαϊκος τροβαδούρους τς ναγέννησης... ξ λλου διος εαγγελίζεται μία πολιτισμικ ναγέννηση: Πρώτον, μέσω τς μορφς τς τέχνης του, πο συνεπάγεται γοργος διασκελισμος τν στεγανν  ποίηση/μουσική/προπαγάνδα, πο νσαρκώνονται στν καταγραφ μις «προφορικς» παράδοσης (εναι χαρακτηριστικ τι δν γίνεται κατανοητς ρυθμός, κόμη κα πολλς λέξεις  στ κείμενο ν δν διαβαστε φωναχτά). Δεύτερον, μέσω τς κοινωνικς πελευθέρωσης τν μαύρων κα τν μεταναστν τς δυτικς μητρόπολης  (ν προκειμέν το Λονδίνου). 
 Τέτοια εναι λοζώντανη γραφ το μέγιστου ποιητ, γκιτάτορα κα προπαγανδιστ, γλυκόλαλου κα τραχύστομου Λίντον Κουέζι Τζόνσον  πο θ πέτασσε τν χαρακτηρισμ «κτιβιστής» μετ βδελυγμίας. Τν δημιουργ πο κατόρθωσε ν ξεκινήσει –κα τελικά, ν πολλος θελημένα, ν παραμείνει– π τς γειτονις το θρυλικο Μπρίξτον γι ν καταλήξει ν παρίσταται στν τριανδρία τν ποιητν πο πολύτιμη Penguin Classics χει κδώσει σον εναι ν ζω. Κι LKJ εναι λοζώντανος, ργοπίνοντας ρούμι στ γαπημένο του σάουθγουεστ Λάνταν, στν μισητή του νγκλαν. π τ περο το Μπρίξτον μιλώντας στν πόλοιπο κόσμο. Καθότι, πως λέει κι διος Inglan is a bitch/ dere’s no escaping it. λόγος στν λόγο του λοιπόν.

στορία
 
τανε μία φορ
πως στ νανουρίσματα
πρν χορος ν γενε τ γουρουνάκι
πο φόρεσα
τν φόβο
πάνω στ πρόσωπό μου
σν σπίδα
σν μία μάσκα
κι λοι μ νόμιζαν γι μάγκα κα ντα
τίποτε δν μπόραγες ν πες
γι ν μ κάνεις ν τν βγάλω
κι ν μοῦ σπαγες τ νερα
τ γέλια μοὔρχονταν ν βάλω
κι λοι μ εχανε γι μάγκα κα ντα
λλ’ χι κα πολ παλι π τώρα
πως, νά, μς στς ταινίες
πως ρχεται στν ρωα στ σχετο–
τ πνεμα μου πρε φωτι
κα τόσο μουνα νήσυχος
πο ρεμία δν βρισκα
κα γύμνωσα τ κιμασμένο μου τ στθος
ποτές μου δν τ’χα σκεφτε
τι μέσα π’ τ γυαλί της
τι λος πειρος ντουνις μπορε ν δε
μέχρι τ τέλος, μς στν φλέβα τς καρδις
πς γυρνν
πς δένουν
πς μπερδεύονται
καρδιά μου–
πς κόβει
πς νυχιάζει
πς χαράσσεται
(ξέρετε, εναι παλι καρδι γι ν τν κουμαντάρεις–
τοτο τ χαμόγελο, τ γύμνωμα στ δόντια
πού ’χει τόσο καρδι πρηστε κα τ νιώθεις σν τ λεωφορεο πο φεύγει
ταν οτε μπορες ν βρες τ ρίμα, τ ρυθμ
κι ταν δν χει λύση να ’βρεις γι τ πάζλ)
πότε νά, τώρα, βγάζω τ μάσκα μου
κι ρχίζω ν φορ μαρα γυαλι
λλ πότε πότε νά,
πρέπει ν τ βγάζω
κι πειτα –κάθε τόσο–
βρίσκω τν τελευταία ποτ
στιγμή μου
–τν εδατε τν δίκη μου
εδατε τος σταυρούς μου;
 

Τ Γράμμα Το Γιο
 
Φυλακς Μπρίξταν
                                                                                   Λεωφόρος Τζμπ
                                                                                   Λάνταν, σάουθγουεστ δυ
                                                                                   νγκλαν
γαπημένη μάμα,
Καλή σου μέρα.
λπίζω τοτες
ο γραμμς ν σέ ’βρουν
στν καλύτερή σου γεία.
Μάμα,
δν χω δέα πς ν σ’ τ π
γιατί πάλι τν κανα
γι ν προσέξω τν μικρ τν Τζμ
κανα –ν τν φροντίσω– πάλι ,τι μποροσα.
 
Μάμα,
,τι μποροσα κανα,
λλ νά, ξέρεις,
–λυπμαι πο σ’ τ λέω–
μικρς Τζμ πάει, τν μάγκωσαν.
ταν στ τέλειωμα τς μέρας
πο λοι τρέχουν σν τρελο
ν πνε σπίτι κα στ βραδινό τους μπάνιο.
γ κι Τζμ στεκόμασταν
–γι τ λεωφορεο–
κα ξαφνικ
σκάει να στυνομικ βανάκι.
ξω τν κάνουνε τρες στυνόμοι,
λοι τους βαστν μπαστούνια.
Το λόγου τους τραβν σα σ μένα κα στν Τζίμ.
νας π’ ατος τν κολλ στν Τζμ
το σφυρίζει τι τν παίρνει μέσα.
Τζμ το λέει ν τν φήσει
φο δν χει κάνει τίποτα
κα τι δν χει κλέψει 
ποτ του οτε κουμπί.
Κι Τζμ τρέμοντας μιλάει ργ
κι ο στυνόμοι σκν τ χάχανα.
 
Μάμα,
ἄσε με –θ σο π τί το κάνανε
Μάμα,
ἄσε με ν σο π τί καναν στν Τζίμι
 
τν βαρέσαν στ στομάχι
δίπλωσε στ δυ π’ τν μάχη
φέραν στ φάτσα του μπαστούνι
πο κουσα ν σπάει πηγούνι
το τ φέραν στ κεφάλι
βάρυνε μολύβι (πάλι)
ρίξαν στν σπόρο του κλωτσι
κι ρχισε αμα ν τρέχει μ μις
 Μάμα,
Δν μπόραγα ν κάθομαι κε πέρα
κα ν μ φτιάνω τίποτε–
το τν φέρνω νς στ μάτι
κα το κόβει τ γινάτι
λλον βάρεσα στ στόμα
–σν ν κούω, ορλιάζει κόμα–
στν λλονε στ μέση του κλωτσι
κι ρχιν τ βογγητά –παραπατ,
το τν ρίχνω στν μάπα, σα
πέφτει πρόσωπο στν πίσσα
 
κάνει κρότο
κα στν τόπο
 Μάμα,
κι λλοι στυνόμοι ρθαν
κα μ σπασαν στ ξύλο.
Κατηγορονε –λέει– τν Τζμ γι sus1
κι λόγου μου γι φόνο
 
Μάμα,
μν κάνεις κάτι βιαστικά,
μν πέφτεις στς θλίψεις
κα χαμηλώνεις τν καρδιά.
Να ’σαι φτιαμένη π κουράγιο
μέχρι ν ξανακούσω π τ σένα.
 
Παραμένω
γιός σου,
Σόνυ.
  
1, sus: θατσερικ νομοθεσία πο νασύστασε τήν –κοπς 19ου αώνα– προληπτικ σύλληψη γι «ποψία» (κ το suspicion). Στν οσία μηχανισμς λέγχου τς μαύρης νεολαίας.
 
Νέοι, ἐξεγερμένοι
 
μι νέα γενι σπορ μαρα παιδι
ναδυέται τώρα
δηγε στν σκληρ σκην
κα ξεφεύγει
δράττει τν μέρα,
λέει στ κεφάλαιο ποτ ξαν
κα πάντα της τραβάει μπροστ
 
μονάχα νέοι σ
λικία μπορον ν εναι
λλ’ χι κα σ ργ
κα δν χρειάζονται
τν παλ
ρηχ τν συμβουλ
τν ψυχροκέφαλων
σοφν πο ζον στς λυσίδες.
τς λέξεις μ τ σχν κελύφη σπνε
τραβν μπροστ τους πάντοτε κα πνε.
 
νέο αμα
τς ξέγερσης νέοι
καινούριες φιγορες
ρίζουν
καινούρια σχήματα
χτίζουνε νέες παφς
συνδέουνε
τ αμα π’ νεβαίνει σίγουρο
πο φτιάνει να νέο μονοπάτι
μπροστ τραβώντας πρς τν λευθερία.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: