Λίντον Κούεζι Τζόνσον
Ἀντιγράφω καὶ μαθαίνω
Παρουσίαση, Μετάφραση: Θοδωρὴς Ρακόπουλος
Γιὰ πέντε αἰῶνες, ἡ ὑβριδικὴ διαδικασία τῆς ἀνταλλαγῆς κι ἀνάμειξης φυλῶν, φύλων καὶ φιλιῶν κατέδειξε ἕνα συναρπαστικὸ σύνολο ἀπὸ κουλτοῦρες στὴν πιὸ περήφανη γεωγραφία: ἕνα ἀρχιπέλαγος ὅπου ὁμιλοῦνται πεντέξι γλῶσσες κι ἄπειρες διάλεκτοι- μία ἀπὸ τὶς πιὸ βασικὲς ἡ patois τῆς Ἰαμαϊκῆς (πάντα ἤθελα νὰ γράψω τὴν Τζαμάϊκα μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ποὺ θυμίζει παλαιᾶς κοπῆς μεταφράσεις κάποιας σελίδας τοῦ Στήβενσον).
Ὁ κύριος ποὺ σερβίρω ὁμιλεῖ στὴν καθημερινότητά του ἀπὸ τὸ ’52, ὁπόταν ἦρθε στὸν κόσμο σὲ κάποια μικρὴ πόλη τοῦ νησιοῦ ἕως τὴν δεκαετία τοῦ ’60 ποὺ πρωτοπῆγε στὸ ἄλλο μεγάλο –εὐρωπαϊκό...ἢ σχεδόν- νησὶ τῆς Ἀλβιώνας, ἕως ἀκόμη τὶς μέρες πού, ἀκμαῖος κι εὐσταλὴς παρουσιάζεται γιὰ ἀναγνώσεις σὲ φεστιβὰλ σὲ ὅλον τὸν κόσμο, μιλᾶ λοιπὸν ὁ κύριος αὐτὸς κι ἀκόμη γράφει –καὶ τοῦτο εἶναι τὸ πιὸ σημαντικό– στὴν patois. Γιατί ὁ LKJ ὅπως εἶναι πιὸ γνωστὸς σὲ ὅσους τὸν ἀγάπησαν ὡς dubber παρά/καὶ ὡς ποιητή, σκανδάλισε τὴν συχνὰ συντηρητικὴ σὲ ζητήματα γλώσσας Βρετανία, γράφοντας κι ἐκδίδοντας –πρώτη φορά– στὴν γλώσσα τῆς Τζαμάϊκα. Μάγκικα ἀγγλικὰ ἢ γραπτὴ καταγραφὴ τῆς ρυθμικότητας τῆς ἰαμαϊκῆς ντοπιολαλιᾶς, ἢ ἀκόμη γλώσσα τοῦ δρόμου καὶ τῆς μουσικῆς –ὅπως καὶ νὰ τὴν ποῦμε, παρουσιάζει τεράστια προβλήματα στὸν ἑλληνόφωνο μεταφραστή. Ἡ μόνη λύση ποὺ στάθηκε βιώσιμη γι’ αὐτὴ τὴν –πρώτη στὰ ἑλληνικά;– μεταφορὰ τῆς μουσικότητας τοῦ reggae ποιητῆ στὴν γλώσσα μας ἦταν ἡ ἐπιλογὴ τῆς διατήρησης τοῦ dub ρυθμοῦ ἀκέραιου καὶ οἱ δακτυλισμοὶ στὴν μουσικὴ ποὺ ἔχει ἡ κουτσαβάκικη παρλάτα τῆς πιάτσας. Ταυτόχρονα οἱ ἐπωδοὶ ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Τζόνσον, ἐπιλέγοντας συχνὰ εὔκολες ὁμοιοκαταληξίες, ὅπως καὶ τὸ καταγγελτικὸ ὅσο καὶ ἐξομολογητικό του ὕφος θυμίζουν λαϊκοὺς τροβαδούρους τῆς Ἀναγέννησης... Ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος εὐαγγελίζεται μία πολιτισμικὴ ἀναγέννηση: Πρώτον, μέσω τῆς μορφῆς τῆς τέχνης του, ποὺ συνεπάγεται γοργοὺς διασκελισμοὺς τῶν στεγανῶν ποίηση/μουσική/προπαγάνδα, ποὺ ἐνσαρκώνονται στὴν καταγραφὴ μιᾶς «προφορικῆς» παράδοσης (εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι δὲν γίνεται κατανοητὸς ὁ ρυθμός, ἀκόμη καὶ πολλὲς λέξεις στὸ κείμενο ἂν δὲν διαβαστεῖ φωναχτά). Δεύτερον, μέσω τῆς κοινωνικῆς ἀπελευθέρωσης τῶν μαύρων καὶ τῶν μεταναστῶν τῆς δυτικῆς μητρόπολης (ἐν προκειμένῳ τοῦ Λονδίνου).
Ἱστορία
ἤτανε μία φορὰ
ὅπως στὰ νανουρίσματα
πρὶν χοῖρος νὰ γενεῖ τὸ γουρουνάκι
ποὺ φόρεσα
τὸν φόβο
πάνω στὸ πρόσωπό μου
σὰν ἀσπίδα
σὰν μία μάσκα
κι ὅλοι μὲ νόμιζαν γιὰ μάγκα καὶ νταῆ
τίποτε δὲν μπόραγες νὰ πεῖς
γιὰ νὰ μὲ κάνεις νὰ τὴν βγάλω
κι ἄν μοῦ ἔσπαγες τὰ νεῦρα
τὰ γέλια μοὔρχονταν
νὰ βάλω
κι ὅλοι μὲ εἴχανε γιὰ μάγκα καὶ νταῆ
ἀλλ’ ὄχι καὶ πολὺ παλιὰ ἀπὸ τώρα
ὅπως, νά, μὲς στὶς ταινίες
–ὅπως ἔρχεται στὸν ἥρωα στὸ ἄσχετο–
τὸ πνεῦμα μου πῆρε φωτιὰ
καὶ τόσο ἤμουνα ἀνήσυχος
ποὺ ἠρεμία δὲν ἔβρισκα
καὶ γύμνωσα τὸ κιμασμένο μου τὸ στῆθος
ποτές μου δὲν τὸ ’χα σκεφτεῖ
ὅτι μέσα ἀπ’ τὸ γυαλί της
ὅτι ὅλος ὁ ἄπειρος ντουνιὰς μπορεῖ νὰ δεῖ
μέχρι τὸ τέλος, μὲς στὴν φλέβα τῆς καρδιᾶς
πῶς γυρνᾶν
πῶς δένουν
πῶς μπερδεύονται
–ὢ καρδιά μου–
πῶς κόβει
πῶς νυχιάζει
πῶς χαράσσεται
(ξέρετε, εἶναι παλιὰ καρδιὰ γιὰ νὰ τὴν κουμαντάρεις–
ἐτοῦτο τὸ χαμόγελο, τὸ γύμνωμα στὰ δόντια
πού ’χει τόσο ἡ καρδιὰ πρηστεῖ καὶ τὴ νιώθεις σὰν τὸ λεωφορεῖο ποὺ φεύγει
ὅταν οὔτε μπορεῖς νὰ βρεῖς τὴ ρίμα, τὸ ρυθμὸ
κι ὅταν δὲν ἔχει λύση να ’βρεις γιὰ τὸ πάζλ)
ὁπότε νά, τώρα,
βγάζω τὴ μάσκα μου
κι ἀρχίζω νὰ φορῶ μαῦρα γυαλιὰ
ἀλλὰ πότε πότε νά,
πρέπει νὰ τὰ βγάζω
κι ἔπειτα –κάθε τόσο–
βρίσκω τὴν τελευταία ποτὲ
στιγμή μου
–τὴν εἴδατε τὴν δίκη μου
εἴδατε τοὺς σταυρούς μου;
Τὸ
Γράμμα Τοῦ
Γιοῦ
Φυλακὲς Μπρίξταν
Λεωφόρος Τζὲμπ
Λάνταν, σάουθγουεστ δυὸ
Ἴνγκλαν
Ἀγαπημένη μάμα,
Καλή σου μέρα.
Ἐλπίζω τοῦτες
οἱ γραμμὲς νὰ σέ ’βρουν
στὴν καλύτερή σου ὑγεία.
Μάμα,
δὲν ἔχω ἰδέα πῶς νὰ σ’ τὸ πῶ
γιατί πάλι τὴν ἔκανα
γιὰ νὰ προσέξω τὸν μικρὸ τὸν Τζὶμ
ἔκανα –νὰ τὸν φροντίσω– πάλι ὅ,τι μποροῦσα.
Μάμα,
ὅ,τι μποροῦσα ἔκανα,
ἀλλὰ νά, ξέρεις,
–λυπᾶμαι ποὺ σ’ τὸ λέω–
ὁ μικρὸς Τζὶμ πάει, τὸν μάγκωσαν.
Ἦταν στὸ τέλειωμα τῆς μέρας
ποὺ ὅλοι τρέχουν σὰν τρελοὶ
νὰ πᾶνε σπίτι καὶ στὸ βραδινό τους
μπάνιο.
Ἐγὼ κι ὁ Τζὶμ στεκόμασταν
–γιὰ τὸ λεωφορεῖο–
καὶ ξαφνικὰ
σκάει ἕνα ἀστυνομικὸ βανάκι.
Ἔξω τὴν κάνουνε τρεῖς ἀστυνόμοι,
ὅλοι τους βαστᾶν μπαστούνια.
Τοῦ λόγου τους τραβᾶν ἴσα σὲ μένα καὶ στὸν Τζίμ.
Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τὴν κολλᾶ στὸν Τζὶμ
τοῦ σφυρίζει ὅτι τὸν παίρνει μέσα.
Ὁ Τζὶμ τοῦ λέει νὰ τὸν ἀφήσει
ἀφοῦ δὲν ἔχει κάνει τίποτα
καὶ ὅτι δὲν ἔχει κλέψει
ποτὲ του οὔτε κουμπί.
Κι ὁ Τζὶμ τρέμοντας μιλάει ἀργὰ
κι οἱ ἀστυνόμοι σκᾶν τὰ χάχανα.
Μάμα,
ἄσε με –θὰ σοῦ πῶ τί τοῦ κάνανε
Μάμα,
ἄσε με νὰ σοῦ πῶ τί ἔκαναν στὸν Τζίμι
τὸν βαρέσαν στὸ στομάχι
δίπλωσε στὰ δυὸ ἀπ’ τὴν μάχη
φέραν στὴ φάτσα του μπαστούνι
ποὺ ἄκουσα νὰ σπάει πηγούνι
τοῦ τὸ φέραν στὸ κεφάλι
βάρυνε μολύβι (πάλι)
ρίξαν στὸν σπόρο του κλωτσιὰ
κι ἄρχισε αἷμα νὰ τρέχει μὲ μιᾶς
Δὲν μπόραγα νὰ κάθομαι κεῖ πέρα
καὶ νὰ μὴ φτιάνω τίποτε–
τοῦ τὴν φέρνω ἑνὸς στὸ μάτι
καὶ τοῦ κόβει τὸ γινάτι
ἄλλον βάρεσα στὸ στόμα
–σὰν νὰ ἀκούω, οὐρλιάζει ἀκόμα–
στὸν ἄλλονε στὴ μέση του κλωτσιὰ
κι ἀρχινᾶ τὰ βογγητά –παραπατᾶ,
τοῦ τὴν ρίχνω στὴν μάπα, ἴσα
πέφτει πρόσωπο στὴν πίσσα
κάνει κρότο
καὶ στὸν τόπο
κι ἄλλοι ἀστυνόμοι ἦρθαν
καὶ μὲ ἔσπασαν στὸ ξύλο.
Κατηγοροῦνε –λέει– τὸν Τζὶμ γιὰ sus1
κι ἐλόγου μου γιὰ φόνο
Μάμα,
μὴν κάνεις κάτι
βιαστικά,
μὴν πέφτεις στὶς θλίψεις
καὶ χαμηλώνεις τὴν καρδιά.
Να ’σαι φτιαμένη ἀπὸ κουράγιο
μέχρι νὰ ξανακούσω ἀπὸ τὰ σένα.
Παραμένω
ὁ γιός σου,
Σόνυ.
1,
sus: θατσερικὴ
νομοθεσία ποὺ ἀνασύστασε τήν –κοπῆς 19ου αἰώνα– προληπτικὴ σύλληψη γιὰ «ὑποψία»
(ἐκ
τοῦ
suspicion). Στὴν
οὐσία
μηχανισμὸς ἐλέγχου τῆς μαύρης νεολαίας.
Νέοι, ἐξεγερμένοι
μιὰ νέα γενιὰ σπορὰ μαῦρα παιδιὰ
ἀναδυέται τώρα
ὁδηγεῖ στὴν σκληρὴ σκηνὴ
καὶ ξεφεύγει
δράττει τὴν μέρα,
λέει στὸ κεφάλαιο ποτὲ ξανὰ
καὶ πάντα της τραβάει μπροστὰ
μονάχα νέοι σὲ
ἡλικία μποροῦν νὰ εἶναι
ἀλλ’ ὄχι καὶ σὲ ὀργὴ
καὶ δὲν χρειάζονται
τὴν ἁπαλὴ
ρηχὴ τὴν συμβουλὴ
τῶν ψυχροκέφαλων
σοφῶν ποὺ ζοῦν στὶς ἁλυσίδες.
τὶς λέξεις μὲ τὰ ἰσχνὰ κελύφη σπᾶνε
τραβᾶν μπροστὰ τους πάντοτε καὶ πᾶνε.
νέο αἷμα
τῆς ἐξέγερσης νέοι
καινούριες φιγοῦρες
ὁρίζουν
καινούρια σχήματα
χτίζουνε νέες ἐπαφὲς
συνδέουνε
τὸ αἷμα π’ ἀνεβαίνει σίγουρο
ποὺ φτιάνει ἕνα νέο μονοπάτι
μπροστὰ τραβώντας πρὸς τὴν ἐλευθερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου