Ὁ Δημήτρης
Γιακουμάκης στὸ μπαλκόνι τοῦ Χρίστου Ρουμελιωτάκη. Πρωτομαγιὰ 1991.
Φωτογραφία:
Δημήτρης Κανελλόπουλος
|
Ἀπόπλους
τοῦ Δημήτρη Κανελλόπουλου
― Ὤχ, ἦρθε ὁ ναύαρχος, εἶπε ὁ Τσεβρένης.
― Ποιὸς ναύαρχος; τὸν ρώτησα θορυβημένος, γιατί ἤμουν κατατσαλακωμένος καὶ
βρώμικος, ἐπιπλέον δὲ φοροῦσα τὴ μισή μου στολή.
― Μὴ τρομάζεις ρέ, μοῦ λέει, δὲν γνωρίζεις τὸ πιὸ κουλτουριάρη ναύαρχο τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ; Δὲ γνωρίζεις τὸ Δημήτρη τὸ Γιακουμάκη; …
Εἶχα ἀκούσει γιὰ δύο ναυάρχους, γιὰ τὸν Γιακουμάκη καὶ τὸν Κόρφη. Τὸν
Κόρφη τὸν εἶχα γνωρίσει ἀπὸ κοντά, ἤξερα καὶ τὶς δουλειές του. Τὸν Ναύαρχο Δημήτρη Γιακουμάκη, δὲν εἶχε τύχει νὰ
τὸν δῶ. Ὑπηρετοῦσα τότε στὸ Πολεμικὸ Ναυτικό, στὴ Διοίκηση Ἑλικοπτέρων του, καὶ
συχνὰ στὰ σήματα συναντοῦσα τ΄ ὄνομά του. Ἦταν ἐν ἐνεργεία. Γνώριζα ὅτι ἦταν ἡ
ψυχὴ τῆς Ναυτικῆς Ἐπιθεώρησης, ὅτι
ἐξέδιδε τὶς Τομὲς τοῦ συχωρεμένου τοῦ
Δούκαρη.
Καὶ νά, ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ εἰσέρχεται ὁ Ναύαρχος, εὐθυτενὴς καὶ
θυμωμένος. Θυμωμένος, τρόπος τοῦ λέγειν δηλαδή. Ἦταν ὁ ὡραῖος θυμωμένος. Εἶπε
καλημέρα σας κύριοι, μήπως ἐνοχλῶ; Ὁ Τσεβρένης τὸν καλωσόρισε, καὶ μᾶς σύστησε.
Μὲ ρώτησε ποῦ ὑπηρετεῖτε; Τοῦ ἀπάντησα:
― Ἆ, ἔχετε διοικητή τὸ Γιαννάκη τὸν Φωκᾶ, καλὸ παιδί…
Ὁ Τσεβρένης τοῦ εἶχε καθυστερήσει τὸ τεῦχος, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ φωνές. Ὅμως
ὁ Γιακουμάκης ἀπ’ ὅτι κατάλαβα ὅταν τὸν γνώρισα καλά, ἀργότερα, ποτὲ δὲ
μποροῦσε νὰ θυμώσει γιὰ πολλὴν ὥρα. Ἔτσι γύρισε στὸν Τσεβρένη καὶ τοῦ λέει:
―Τὸ παλιόπαιδο ὁ ὁδηγός μου, ξέχασε τὴν τσάντα μου στὸ γραφεῖο..
Μετὰ
ἀπευθυνόμενος σ’ ὅλους εἶπε: λοιπὸν
παιδιά, ἅμα θέλετε νὰ μάθετε τὰ μυστικά του Ναυτικοῦ, νὰ πᾶτε στὸ Κολωνάκι στὸ
τάδε μπάρ, ὅπου μαζεύονται τὰ τσογλάνια,
οἱ ὁδηγοὶ τῶν διοικητῶν…
Ἕνα Σάββατο μεσημέρι, μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, τὸν ξαναεῖδα στὸ μπὰρ Ἐντίμ,
ὅπου εἶχα πάει μὲ τὸν Χρίστο Ρουμελιωτάκη καὶ τὸν Τάσο Καπερνάρο. Ἦταν ἐκεῖ μαζὶ
μὲ τὸν Γιῶργο τὸν Καραβασίλη. Μὲ τὸν Χρίστο ἦσαν καλοὶ φίλοι. Θυμήθηκε τὴν
πρώτη μας συνάντηση στὴν Βιβλιοσυνεργατική.
Κόντευα ν’ ἀπολυθῶ. Μὲ ρώτησε πῶς τὰ περνᾶμε στὶς νέες ἐγκαταστάσεις τῆς
μονάδας ὅπου ὑπηρετοῦσα. Καὶ διάφορα ἄλλα. Ἀπὸ τότε, βλεπόμασταν ὅλο καὶ πιὸ
συχνά, στὸ γραφεῖο τοῦ Ρουμελιωτάκη, ὥσπου γίναμε πολὺ καλοὶ φίλοι.
Τὸ ’87 ἢ τὸ ’88, ἀποστρατεύτηκε καὶ πλαισίωσε κι αὐτὸς τὴν ὁμάδα ποὺ
ἐξέδιδε τὴ ΣΧΕΔΙΑ, κατὰ τὴν τρίτη περίοδό της. Ἐπὶ τῆς Σχεδίας, τότε, κατὰ τὴν
τρίτη διαδρομή της, βρισκόμασταν ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ μέλη τοῦ πληρώματος οἱ ἑξῆς: ὁ
πλοιοκτήτης Χρῖστος Ρουμελιωτάκης, ὁ καπετάνιος Τάσος Καπερνάρος κι ὡς
λοστρόμος, ὁ ὑποφαινόμενος. Ἐπιμέναμε στὸ ἐπιχείρημα, μὲ ὅλο το πεῖσμα ποὺ
διακρίνει τοὺς παλιούς, ἀριστερόφρονες ναυτικούς, παρ’ ὅτι τὰ καύσιμα τελείωναν
καὶ οἱ ἀνταγωνιστές μας εἶχαν ἀρχίσει νὰ διαμορφώνουν τὸ δυσῶδες τοπίο τοῦ
“1989”, ποὺ πουλοῦσε, κι ἐμεῖς δὲν εἴχαμε τὶς προσβάσεις ἐπὶ τῶν “κασσετατζῆδων”
ποὺ χάριζαν τότε στὰ ἔντυπα μεγάλες κυκλοφορίες καὶ στοὺς νεογέννητους
ραδιοσταθμούς, μεγάλες ἀκροαματικότητες. Ὁ Δημήτρης,
ὡς εἰδικός, παρ’ ὅτι τοῦ Οἰκονομικοῦ Κλάδου, βοήθησε τὸ σκάφος νὰ ἀποφύγει,
πολλοὺς σκοπέλους καὶ νὰ καταλήξουμε κι ἐμεῖς μαζὶ μ’ αὐτό, ἀσφαλεῖς, σὲ κάποιο
λιμάνι, τῆς Πολιτικῆς Ἀποστράτευσης ἦταν νομίζω… Συνεδριάζαμε στὸ γραφεῖο τοῦ
Ρουμελιωτάκη, στὸ Μέγαρον Ἑρμῆς ἐπὶ
τῆς Πανεπιστημίου. Ὅταν προέκυπταν διαφωνίες καὶ ἀνέβαιναν οἱ τόνοι, γιὰ τὸ τί
θὰ δημοσιευτεῖ ἢ ὄχι, ἐπενέβαινε ὁ Γιακουμάκης, ὁ ἤπιος, ὁ εὐγενὴς καὶ τὰ πνεύματα ἠρεμοῦσαν.
Τὰ Σάββατα, ἀρκετὲς φορὲς πίναμε οὖζα στὴ Μπενάκη. Ὁ Δημήτρης τὸ
ἀγαποῦσε τὸ οὖζο. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀντισταθεῖ στὸ ἄρωμά του. Σὲ κάποιες
οἰνοποσίες, τοῦ δίναμε καὶ καταλάβαινε. Ἄλλες φορές, σὲ κάποιες ὀνομαστικὲς
γιορτές, ἢ τὴν Καθαροδευτέρα, ἢ τὴν
Πρωτομαγιά, ὅταν τὸ κέφι ἀνέβαινε λίγο παραπάνω, ὁ Ναύαρχος ἔκανε καὶ
ἀποκαλύψεις, τοῦ τύπου: ὑπῆρξα καὶ ’γώ
Ἐπονιτάκι…
Ὅταν ἑτοιμαζόμασταν νὰ φύγουμε ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο, ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ
Ρουμελιωτάκη τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες, μετὰ ἀπὸ ὁλονύχτιες οἰνοποσίες, πάντοτε
φεύγαμε μαζί. Ὁ Ρουμελιωτάκης ἔλεγε:
―Κανελλόπουλε, τὸ Ναύαρχο στὴ δεύτερη πλατεία δεξιά, καὶ πάλι δεξιὰ στὴ
Μυθήμνης…
―Ὄχι παιδί μου, ἐπὶ τῆς Πλατείας θὰ κατέβω, εἶμαι πολὺ κοντὰ ἀπὸ ἐκεῖ…
ἀντέτεινε ὁ Ναύαρχος, δὲν θὰ ξαναγίνει τὸ ἴδιο λάθος…
Τὴν τελευταία φορά, μοῦ
ἔλεγε πὼς μεγάλωσε. Ρωτοῦσε γιὰ τὶς κόρες μου καὶ μοῦ ἐκμυστηρευόταν πόσο
θάθελε κι αὐτὸς ἕνα ἐγγονάκι.
Εἶναι σκληρὸ νὰ γράφεις γιὰ ἕναν φίλο ποὺ ἔφυγε νὰ
πάει μακριά. Ἡ ἀμηχανία μου εἶναι μεγάλη. Δὲν μπορῶ ἀκόμη νὰ πιστέψω, πὼς ὁ
Δημήτρης, δὲν θὰ ξαναβρεθεῖ ἀνάμεσά μας. Εἶναι ἀπίστευτο, τὸ πόσο γρήγορα καὶ
ξαφνικὰ ἔφυγε ὁ ποιητὴς Δημήτρης Γιακουμάκης. Ὁ ποιητὴς Δημήτρης Γιακουμάκης, ὁ
ἀγαπημένος φίλος, αὐτός, ὁ εὐγενής, ὁ καλὸς Δημήτρης Γιακουμάκης!
Πλανόδιον - τχ. 25, ΣΕΛ. 191, Ἀθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου