Τὸ ἄλογο
τοῦ
Δημήτρη Κανελλόπουλου
Ὅταν σηκώθηκε τὸ πρωί, δὲν εἶχε ἀκόμη χαράξει. Εἶχε ν’ ἀλέσει τὰ γεννήματα κάτι Κουμαναίων, ποὺ τὰ εἴχανε στείλει μὲ τὰ παιδιά τους ἀποβραδίς. Ἐκεῖνα
τὰ χρόνια δὲν εἶχε μύλο στοῦ Κούμανι κι ἔρχονταν παρέες-παρέες τὰ παιδιὰ μὲ
τὰ γεννήματα, ν’ ἀλέσουν στὴ Νεμούτα. Ἕψησε καφὲ στὴ θράκα. Τὸν ἤπιε,
ἔβαλε τὴ μαύρη χλαίνη καὶ βγῆκε στὸ μπαλκόνι. Ἦταν γυαλὶ τὸ
ρημάδι. Τὸ χιόνι εἶχε τυλίξει ὅλο τὸν τόπο. Ἔκανε κρύο διαολεμένο. Ἀπὸ
τὸ 1948 εἶχε νὰ κάνει τέτοιο κρύο. Κοντοστάθηκε. Πιάστηκε
ἀπὸ
τὴν κουπαστὴ καὶ κατέβηκε τὴ σκάλα μὲ προσοχή. Μ’ ἕνα παλούκι, ποὺ πῆρε
ἀπὸ
τὴ στοίβα μὲ τὰ
ξύλα, χτύπησε τὴν πόρτα τοῦ κατωγιοῦ. Ντάκ, ντάκ, ντάκ…Ὕστερα εἶπε:
—Σηκωθεῖτε ρὲ Κουμαναῖοι.. Ἄϊντε κι ἔριξε ἕνα μέτρο χιόνι…
Ἔσυρε τὴ λεσιὰ καὶ κίνησε γιὰ τὸν
μύλο. Στὸ δρόμο, ψυχή.
Περπατοῦσε μὲ δυσκολία. Τὸ χιόνι ἔφτανε στὸ γόνατο. Ἡ ἀνάσα
του καθὼς ἔβγαινε
ἀπὸ
τὸ ρουθούνι πάγωνε. Μιὰ χαψιὰ δρόμος ἤτανε μέχρι τὸν μύλο. Κι ἔκανε δυὸ φορὲς περισσότερο μέχρι νὰ φτάσει.
Στὸ
φράχτη τοῦ Νώντα, γλίστρησε.
Κρατήθηκε, δὲν ἔπεσε. Στάθηκε στὴν πλαϊνὴ πόρτα, ἔβγαλε τὸ βαρύ, σιδερένιο κλειδὶ κι ἄνοιξε. Δυσκολεύτηκε νὰ βάλει τὴ μηχανὴ τοῦ μύλου μπροστά. Εἴχανε παγώσει τὰ μπέκ. Μετὰ ἔπιασε
νὰ ρίξει τὰ στάρια στὴν καταπακτὴ κι ἄρχισε ν’ ἀλέθει. Ξεκλείδωσε καὶ τὴν
μπροστινὴ πόρτα, ἀλλὰ
τὴν ἄφηκε
κλειστή γιατὶ θὰ πάθαινε
πνευμονία ἂν τὴν ἄνοιγε.
Ἄναψε τὸ μαγκάλι, συγύρισε ἕνα γύρω κι ἔκατσε στὴ γωνιά. Τὰ λιθάρια, βροντοῦσαν σὰν ἔρχονταν
γύρω μὲ ταχύτητα καὶ ἡ
μηχανὴ ἔσπαζε τὴν ἀπόλυτη
ἡσυχία τοῦ πρωϊνοῦ. Ἡ
γλυκιὰ μυρουδιὰ τοῦ ἀλεσμένου
σταριοῦ, ἔμπαινε
σιγά-σιγὰ ἀπὸ τὰ ρουθούνια του καὶ κατακάθιζε στὴν ψυχή
του. Ἔβγαλε ἀπ’ τὴ βοηθητικὴ τσέπη τοῦ παντελονιοῦ του, τὸ χρυσὸ ρολόι, ποὺ τοῦ ’χε στεῖλει ὁ μαῦρο Νιόνιος ὁ ἀδερφός του ἀπὸ
τὸ Κλήβελαντ. Κοίταξε τὴν ὥρα.
Ἔδειχνε ὀχτὼ
παρὰ δέκα. Ὕστερα πῆρε ταμπάκο ἀπὸ τὴν σακούλα κι ἔστριψε τσιγάρο. Ἀπ’ ὄξω, ἄρχισαν ν’ ἀκούγονται οἱ φωνὲς τῶν παιδιῶν, πού, πρὶν πᾶνε στὸ σχολεῖο, ἔπαιζαν χιονοπόλεμο.
Σὲ
λίγο ἤρθανε κι οἱ Κουμαναῖοι. Καμιὰ δεκαριὰ ἀγόρια
καὶ κορίτσια.
—Νά, φτιάχτε καφὲ στὴ θράκα τοὺς εἶπε. Κάντε οἰκονομία
μοναχὰ στὴ ζάχαρη, τί
δὲν ἔχει τρόπο νὰ φέρει ὁ Μπάμπης ἀπὸ τὸν Πύργο, μὲ τέτοια
κακοκαιρία….
―Ἐντάξει
μπάρμπα, εἶπε ἡ Γιαννούλα τοῦ Σαντάρμη, θὰ κάνω ἐγὼ
τοὺς καφέδες…
―Πᾶρε νερὸ ἀπ’ τὴ βίκα εἶπε ὁ μπάρμπα Σταῦρος.
―Μὲ
πονάει ὁ ἀκούτραφάς μου, δὲν κοιμήθηκα καλά, εἶπε ὁ Δημητράκης ὁ Μπελόκας.
―Τί
νὰ σοῦ κάνω, ἀπάνου στὴ σάλα κοιμηθήκανε οἱ τσιοῦπες… Βάλατε κούτσουρα στὸ τζάκι ἢ ἀφήκατε τὴ φωτιὰ κι ἔσβησε;
―Δὲ
φταίει ἡ φωτιὰ μπάρμπα, οὔλη νύχτα ἔκαιγε... Νά, μὲ τὴν
ὑγρασία μὲ πιάνει…
Ὁ μπάρμπα Σταῦρος κατέβαζε τὰ πρῶτα τσουβάλια, γιομάτα ζεστὸ ἀλεύρι
καὶ μὲ τὴ
βοήθεια τῶν παιδιῶν, τὰ ζύγιαζε μὲ τὸ
καντάρι. Μετὰ, τὰ βάνανε στὴ γωνιά, χωριστὰ τοῦ καθενός. Ποῦ καὶ ποῦ ἔκανε
παρατηρήσεις:
―Πρόσεχε Σπήλιο, μὴ φορτώσεις ἀνάγερτα τὸ τσουβάλι καὶ σπείρεις τ’ ἀλεύρι στὴν Κάπελη…
Γελάγανε ὅλα, ἀγόρια καὶ κορίτσια.
―Μπάρμπα,
ὁ Μπουτσαής, ἔφαγε ἄνταφλα ἐψὲς κι οὔλη νύχτα εἶχε ὁ μαῦρος ἀνακαψίλα…
―Σκάσε ρὲ, οὖλα θὰν τὰ μαρτυρήσεις; Ρουφιάνε….
―Ναὶ μπάρμπα, ναί, λέγανε τ’ ἄλλα, κι οὖλο ἔκλανε ἀπὸ κὰ ἀπὸ τὴν ἀντρομίδα…
―Τ’ ἄκουγα ρὲ μπάσταρδα τὰ σκαουμπάρντα ποὺ πέφτανε συνέχεια στὸ κατώι, ἔλεγε ὁ μπάρμπα Σταῦρος καὶ ξεκαρδιζότανε ὅλη ἡ παρέα στὰ γέλια.
―Ρὲ μαλάκα μὴν τόνε λὲς κλανιάρη, τί θὰ στὴ χώσει πέρα κεῖ στὴ γάγκλα, στοῦ Χαρατσάρι τὸ ρέμα…
―Ἄιντε
μωρὴ ἀλουποπορδὴ καὶ θὰ
σὲ σιάξω ἐγὼ
ποὺ μὲ λὲς
κλανιάρη… Τὰ γέλια τὰ ἔσβηνε
ὁ θόρυβος τῶν λιθαριῶν τοῦ μύλου ποὺ γύριζαν μὲ μεγάλη ταχύτητα ἀλέθοντας τὸ στάρι.
Κατὰ τὶς
δέκα, ἡ θειὰ Καλομοίρα, ἔφερε ζεστὴ μπομπότα κι αὐγά, ἐληὲς
καὶ λίγες
τσιγαρίδες.
―Πά,
πά, πὰ τοῦ διαόλ’ τὸ κρύο… Ποῦ θὰ πᾶτε παιδάκια μου πίσω στοῦ Κούμανι μὲ τέτοιο
κρύο, ἔλεγε ἀπλώνοντας τὶς πετσέτες πάνω στὰ κασόνια ν’ ἀκουμπήσει, κάτι τσίγκινα πιάτα νὰ φᾶνε
τὰ παιδιά.
―Βάλε καὶ τσίπουρα νὰ ζεσταθοῦμε γρηά, θὰ φύγουν τὰ παιδιά. Τί νὰ κάνουνε ἐδῶ
μὲ μένα, ἐγὼ
ἔδιωξα τὰ δικά μου… τῆς ἔλεγε
ὁ μπάρμπα Σταῦρος…
―Θὰ μεθύσουνε ρέ κι ἀντὶ νὰ πᾶνε πὰ τὴν Κάπελη θὰ πέσουνε κατὰ τὴ Ντοάνα… Ἐλᾶτε ρέ… φᾶτε ρὲ
διακονιάρικα, νὰ καρδαμῶστε… ἄϊντε νάχετε πινογά, πῶς θ’ ἀνεβεῖτε τὸ βουνὸ μέχρι τὴν Κάπελη..; ἐκεῖνα,
σὰν τὸ μελίσσι πέφτανε πάνω στὰ καλούδια.
―Ἔϊ
ἔλεγε ὁ μπάρμπα Σταῦρος, ἀφῆστε
καὶ γιὰ μένα καμιὰ μπουκιὰ ρέ…
Μὲ
γέλια καὶ μὲ τραγούδια ἀλέθανε καὶ κατὰ τὶς
ἐντεκάμιση τελειώσανε.
―Ἄϊντε
παιδιά, ἄϊντε σαμαρῶστε τ’ ἄλογα, νὰ φορτώσουμε, νὰ φύγετε, ἄϊντε καὶ μᾶς
πῆρε τὸ γιῶμα…
Ὅταν τελειώνανε τὸ ζύγιασμα τοῦ καθένα, ὁ μπάρμπα Σταῦρος ρώταγε:
―Νὰ κρατήσω τὸ δικαίωμα ρέ, ἢ νὰ
τὸ γράψω στὸ τεφτέρι;
―Κράτα το μπάρμπα, τοῦ ἔλεγε
ὁ ἕνας.
―Γράφτο μπάρμπα, ἔλεγε ὁ ἄλλος.
Μετὰ ποὺ τελειώσανε, πήγανε νὰ φέρουν τὰ ζά. Τ’ ἄλογα τὰ εἴχανε
λίγο πιὸ πέρα, στὸ κατώι τοῦ πατρικοῦ, τοῦ μπάρμπα Σταῦρου. Μπαίνανε ἀπὸ
τὴν πορτοπούλα ποὺ βρισκότανε ἀνατολικά, πίσω ἀπ’ τὸ σπίτι, στοὺς κήπους. Τ’ ἀγόρια βγήκανε στὸ χιόνι. Οἱ δυὸ τσιοῦπες, ἡ Κυριακούλα καὶ ἡ
Μαρίτσα κάτσανε στὸ
μύλο.
―Νὰ τσιοῦπες μου, πάρτε τὴ μπομπότα καὶ τὸ τυρὶ ποὺ περίσσεψε γιὰ τὸ δρόμο, εἶπε ἡ θεία Καλομοίρα. Τὰ κοριτσάκια τὴν εὐχαριστήσανε καὶ τὴν
φιλήσανε λέγοντας:
―…εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα
θείτσα, θὰ σοῦ φέρουμε μέλι ὅταν ξανάρθουμε…
Δὲν
περάσανε πέντε λεπτὰ
καὶ τὰ παιδιὰ γυρίσανε ἔντρομα πίσω. Φωνάζανε:
―Μπάρμπα τρέχα, ψόφησε ἕνα ἄλογο ὄξω ἀπ’ τὸ κατώι… μπάρμπα… Ὁ μπάρμπα Σταῦρος πετάχτηκε
αὐτιασμένος. Ἴσια ποὺ πρόλαβε νὰ κατεβάση τὸ διακόπτη τῆς μηχανῆς. Βγῆκε ἔξω στὸ χιόνι χωρὶς νὰ ρίξει ἀπάνω του τὴ
χλαίνη… Περάσανε ἀπὸ τὸ
φράχτη τοῦ Νώντα καὶ πήγανε ἴσια στὸ πατρικό του. Πίσω οἱ κῆποι
κατάλευκοι, μέχρι τὸ
ποτάμι.
Μπροστὰ στὸ κατώϊ τοῦ πατρικοῦ, τὸ χιόνι εἶχε γίνει βουνό. Ἕνας ὁλοστρόγγυλος λόφος. Μετὰ τὴν
πρώτη ἔκπληξη, πλησίασε.
Τί νὰ ἰδεῖ;
Ἕνα ἄλογο καταγῆς, σκεπασμένο ἀπὸ
τὸ χιόνι μὲ τὸ
κεφάλι ἁπλωμένο πάνω στὸ σκαλοπάτι, μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ κατωγιοῦ. Πλησίασε ἀκόμη περισσότερο. Ἦταν ὁ Ψαρής, τ’ ἄλογο ποὺ εἶχε
τάξει ἡ γυναίκα του ἡ θειὰ Καλομοίρα, στὴν Ἁγιὰ Τριάδα γιὰ νὰ
μὴν τὸν ἐκτελέσουν
τὸ ’48. Ἦταν κρατούμενος τότε στὸ στάδιο τῆς Πάτρας. Πλέρωνε τὶς ἁμαρτίες του.
Ἦταν τὸ ἄλογό του. Τὸ εἶχε ἀγοράσει ἀπὸ
ἕνα φίλο του, γύφτο τσαμπάση ἀπὸ τὴν Μπαρμπάσαινα, τὸ σαράντα δύο. Τὸ εἶχε
μεγαλώσει. Αὐτὸν ἐγνώριζε μονάχα γι’ ἀφεντικό του. Ὁ Διαρρήκτης, τὄχε ἀγοράσει τρία ἑκατομμύρια, ὅταν βγῆκε
στὸν πληστηριασμὸ ὑπὲρ τῆς ἐκκλησίας. Ὁ
παπάς, πῆρε τὰ λεφτὰ κι ἔδωσε τὸ ἄλογο. Μετὰ ποὺ ὅλα τελειώσανε, πῆγε ὁ Σταῦρος στὸν Διαρρήκτη
καὶ ζήτησε ν’ ἀγοράσει πίσω τὸ ἄλογο. Χωρὶς νὰ τὸν κοιτάξει, ὁ Διαρρήκτης εἶπε:
―Οὔτε
κουβέντα, δὲν τὸ πουλάω σὲ σένα. Ὄξω ἀπ’ τὸ σπίτι μου…
Πρὶν τελειώσουνε τὴν κουβέντα, τὸ
άλογο, μύρισε τὸ πρώην ἀφεντικὸ του κι ἄρχισε νὰ χλιμιντρίζει μέσα στὸ κατώι. Ὁ
Διαρρήκτης, πῆρε ἕνα παλούκι κι ἔκανε νὰ μπεῖ μέσα.
―Σὲ παρακαλῶ, εἶπε ὁ Σταῦρος, μὴν τὸ
βαρέσεις.. Πούλησέ το μου, ἂν δὲ σοῦ κάνει…
―Φύγε,
ἔσκουξε ὁ ἄλλος, φύγε θὰ σοῦ κάνω μήνυση ὅτι μὲ ἀπείλησες, φύγε…
Ὁ Σταῦρος ἔφυγε. Πίσω ὁ Διαρρήκτης,
σάπισε τὸ ἄλογο στὸ ξύλο.
Πολλὲς φορές, ὅταν πέρναγε μπροστὰ ἀπὸ
τὸ μύλο ἢ ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι τοῦ Σταῦρου, τὸ ἄλογο στύλωνε τὰ πόδια καὶ
χλιμίντριζε. Ὁ Διαρρήκτης τὸ βάραγε ἀλύπητα προκειμένου νὰ προχωρήσει. Κι ὁ Σταῦρος,
μέσα στὸ μύλο, ἦταν σὰ νὰ πέθαινε κάθε φορὰ ποὺ ὁ μουσαβέτσης βασάνιζε τὸ
ἄλογο…
ΜΕ
ΜΙΑΣ ΚΙΝΗΘΗΚΕ.
Ἄρχισε νὰ διώχνει τὸ χιόνι μὲ τὰ
χέρια. Βόηθαγαν καὶ
τὰ παιδιά.
―Ἒ κακοπόπαθα
φώναξε, πάει τὸ ζωντανό. Καθὼς τὸ εἶχε
ξεσκεπάσει, παγωμένο κρύσταλλο, ἀνασήκωσε
τὸ κεφάλι του ποὺ ἀκουμποῦσε στὸ σκαλοπάτι. Μιὰ λίμνη παγωμένο αἷμα, ἁπλωνόταν πάνω στὸ τσιμέντο…
Τὰ
παιδιὰ πήγανε στὸ καφενεῖο τοῦ Χαραλάμπη καὶ τὸ
εἴπανε στὸν κόσμο. Βγήκανε ὅλοι οἱ θαμῶνες ὄξω καὶ τρέξανε στοῦ Σταῦρου τὸ πατρικὸ.
Μαζεύτηκε κόσμος πολὺς ἀπὸ τὶς
φωνές. Γύρισε καὶ ἡ γυναίκα του ἡ θειὰ Καλομοίρα ποὺ τὴν εἰδοποίησε ἡ γρηὰ Δημοσταίνενα. Μόλις εἶδε τὸν Ψαρή, καταγῆς παγωμένο, ἔβγαλε μιὰ κραυγὴ καὶ λιποθύμησε· τὄχε μεγαλώσει μαζὶ μὲ τὸν
ἄντρα της ἀπὸ μικρὸ πουλάρι τὸ ζωντανό. Τότες ὁ Κουκοβαγγέλης ποὺ εἶχε
φτάσει ἐκεῖ μὲ
τὶς φωνὲς εἶπε:
—Οὔλη τὴ νύχτα τὸ βάραγε τὸ μαῦρο… οὔλη τὴ νύχτα... ἄνοιξα τὰ σκούρα, μὰ δὲν ἔβλεπα. Ἄκουγα
μονάχα. Μετὰ, φαίνεται ὅτι τὸ ἄλογο, ἔκοψε τὸ λουρὶ καὶ τοὔφυγε ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα. Βγῆκα στὰ σκοτεινά. Τὸν εἶδα μὲ τὸ ξύλο στὸ χέρι. Ἔτρεξε ἀναμαλλιασμένος μέχρι τὸ δρόμο. Κοίταξε δεξιὰ-ζερβὰ γιὰ λίγο… Χιόνιζε τὸ ἔρημο τόσο… ἀπέκει, ἀνέβηκε πάλι στὸ σπίτι. Ἔκλεισε μὲ δύναμη τὴν πόρτα. Ὕστερα ἔπεσε σιωπή…
Κάποιος πῆγε νὰ τὸν
φωνάξει. Γύρισε μόνος του πίσω.
—Τί
ἔγινε; Τὸν εἰδοποίησες; τὸν ρώτησε ὁ μπάρμπα Σταῦρος.
—Ναί, εἶπε θἄρθει… Ἡ γριὰ στὸ πλάϊ, συνῆλθε κι ἔπιασε τὸ κλάμα. Σιγομουρμούριζε κλαίγοντας τὰ βάσανά της ποὺ τὴν
ἔκαναν νὰ τάξει τ’ ἄλογο στὴν ἐκκλησιά.
Τὴν μαύρη τύχη του ποὺ ἔπεσε
σὲ κακὰ χέρια… Ξανάρχισε νὰ χιονίζει. Τὸ τραβήξανε καὶ τὸ
βάλανε κάτου ἀπὸ τὴν
κρεββάτα. Στέκονταν ὅλοι
λυπημένοι καὶ τὸ κοίταζαν. Κάτι γυναῖκες ἤρθανε καὶ πήρανε τὴ δόλια θειά.
Ἡ ὥρα
περνοῦσε, μὰ ὁ
Διαρρήκτης δὲ φαινόταν. Ὁ κόσμος εἶχε πληθύνει. Βάρεσε ἡ καμπάνα, γιὰ τ’
ἀπογεματινὸ μάθημα. Ἀπόκοντα
μαζεύτηκαν καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ πήγαιναν στὸ Σχολεῖο. Κανεὶς δὲ μιλοῦσε. Μιὰ μαύρη στεναχώρια εἶχε φωλιάσει στὴν ψυχὴ τῶν
ἀνθρώπων κι ἀπὸ
τὰ μάτια τους ἔβγαινε
πρὸς τὰ ἔξω.
Κάποιος εἶπε:
—Δὲν πᾶμε πάλι νὰ τὸν φωνάξουμε ρὲ παιδιά, μὴν ἔπαθε τίποτα ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ στεναχώρια του…;
Ὁ μπάρμπα Σταῦρος ἦταν ἀμίλητος, φαρμακωμένος. Γύρω του στέκονταν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοῦ Κούμανη.
—Ἄϊντε παιδάκι
μου νὰ φύγετε μὴ σᾶς πιάσει τὸ βράδυ στὸ δρόμο, τοὺς
εἶπε. Ἄϊντε τώρα ποὺ ἄνοιξε λίγο ὁ καιρός…
Τὰ
παιδιὰ ἄρχισαν νὰ φορτώνουν τ’ ἄλογα
μὲ τὰ
σακιά. Ἄρχισαν νὰ χαιρετᾶνε τὸν μπάρμπα Σταῦρο καὶ νὰ
κινᾶνε. Ὁ κόσμος εἶχε ἀραιώσει. Λίγοι ποὺ εἴχανε
μείνει, ἤσαντε ἔξω ἀπὸ
τὴν πόρτα τοῦ μύλου θλιμμένοι.
Ἐκείνη τὴν ὥρα,
φάνηκε ὁ Διαρρήκτης πάνω
στὸ γαϊδούρι του. Ἤτανε τυλιγμένος μ’ ἕνα ἁπλάδι. Ἀπὸ
μπροστὰ προεξεῖχε ἡ κάννη τῆς καραμπίνας. Παραξενεύτηκαν. Πενήντα
μέτρα πιὸ πέρα ἦταν τὸ σπίτι του, μὲ τὸ
γαϊδούρι καβάλα θὰ
’ρχόταν; Αὐτός, χωρὶς νὰ σταματήσει, γύρισε καὶ τοῦ εἶπε:
—Δικό σου δὲν ἤτανε τὸ μπάσταρδο;… ἔ, πάρτο τώρα
ἐσὺ νὰ πᾶς νὰ τὸ πετάξεις στὴ λάκα τ’ ἀκοῦς…; Γύρισε
τὸ κεφάλι του τὴν
ἄλλη μεριὰ καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του.
Ὅλοι ἔμειναν μαρμαρωμένοι. Κανεὶς δὲν εἶπε λέξη. Μονάχα σὰν σκαπέτηκε ὁ Διαρρήκτης πέρα κατὰ τὰ
Γυφτιάνικα, ὁ Λάκης τοῦ Φουσιάνη, εἶπε:
—Μπάρμπα Σταῦρο, νὰ σὲ βοηθήκουμε…
—Ναὶ παιδάκι μου, μὴν τὸ σύρετε το δόλιο… Σηκωτὸ νὰ
τὸ πᾶτε, τί μονάχος μου δὲ μπορῶ…
Σηκώσανε τὸ ζωντανό. Μεγάλο τὸ βάρος. Τὸ φέρανε πίσω ἀπὸ
τὸν μύλο. Χιόνι παντοῦ. Τὸ πήγανε μὲ δυσκολία παρακάτω ἀπ’ τὸν ὄχτο.
—Ἐδῶ
τοὺς εἶπε,
ἐδῶ
σκάφτε, νὰ τὸ
χώσουμε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου