Κυριακή, Αυγούστου 27, 2023

 


Δημήτρης Κανελλόπουλος

ΟΙ ΔΥΟ ΓΚΡΟΣ

Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

ΘΕΛΑΜΕ από καιρό να επισκεφθούμε το σύμπλεγμα των Δυτικών Καρπαθίων, μια περιοχή για την οποία ακούγαμε τα πιο γοητευτικά πράγματα. Στη λαϊκή γλώσσα τα έλεγαν Μούντσι Απουσένι, δηλαδή Δυτικά Βουνά. Βρεθήκαμε μια μέρα με τον Μπίκο για να συζητήσουμε για την Μιχαέλα, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, από τότε που πέθανε η αδελφή της σε μια κρίση επιληψίας. Αφού μιλήσαμε χωρίς να καταλήξουμε κάπου, του ζήτησα να βρεθούμε την επόμενη Πέμπτη για να το ξανασυζητήσουμε. Τότε ο  Μπίκο μου είπε:

— Την Τετάρτη πηγαίνω για επιθεώρηση σ’ ένα Λύκειο στα Μούντσι Απουσένι, στο χωριό Αμπρούντ. Μού είχες πει κάποτε ότι θα ήθελες, σε περίπτωση που ξαναπάω, να έλθεις μαζί μου εκεί. Οπότε αν έλθεις, θα έχουμε απεριόριστο χρόνο να συζητήσουμε.

— Α, ωραία! Θα έλθω οπωσδήποτε…

— Να ξέρεις ωστόσο ότι αυτή την εποχή το κρύο εκεί είναι τρομερό και δεν υπάρχουν ούτε κατά διάνοια οι συνθήκες που υπάρχουν εδώ.

— Θα είναι όμως μια μοναδική εμπειρία. Θα προετοιμαστούμε καλά και δεν θα υπάρξει πρόβλημα.

— Εκεί, στο Αμπρούντ, είναι κι ο τύπος εκείνος που πουλάει τα βιβλία του θείου του, του γιατρού, και πρέπει να τον επισκεφτούμε. Πρέπει να πάρουμε μαζί μας αρκετά χρήματα και δύο μεγάλους σάκους, για την περίπτωση που βρούμε βιβλία που μας ενδιαφέρουν.

— Ωραία. Πόσα λεφτά να πάρω μαζί μου; Χίλια πεντακόσια φτάνουν;

— Ναι, νομίζω πως φτάνουν. Πάρε και «δύο πράσινα», δυο πενηντάρικα δηλαδή, μήπως μας συμφέρει να αγοράσουμε βιβλία με δολάρια.

Την Τετάρτη το πρωί στις δέκα βρεθήκαμε στην Γκάρα.[1] Το τρένο ξεκίνησε στην ώρα του και φτάσαμε χωρίς καθυστέρηση στο Κιμπένι, όπου κατεβήκαμε και κατευθυνθήκαμε προς τη γραμμή δύο, για να πάρουμε στην ξακουστή Μοκανίτσα, τον Οδοντωτό που θα μας ανέβαζε στο Οροπέδιο.

Μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια ξεκινούσε. Στο κουπέ μπήκαν και άλλοι επιβάτες. Δύο νεαρά ζευγάρια που πήγαιναν στο Αμπρούντ να επισκεφτούν συγγενείς τους. Δεν είχαν διάθεση για συζήτηση και μετά τις πρώτες χαιρετούρες επικράτησε σιωπή.

Το τρένο ήταν παλιό και οι βρόμικοι σιδηροδρομικοί συνεννοούνταν στην αποβάθρα φωνάζοντας. Πίσω από την παμπάλαιη μηχανή, που έκανε τρομερό θόρυβο, υπήρχε ένα ανοιχτό βαγόνι γεμάτο κάρβουνα και ξύλα, τα καύσιμά της, και πιο πίσω ένα άλλο βαγόνι με εμπορεύματα και προμήθειες για τα απρόσιτα ορεινά χωριά. Ακολουθούσαν τα βαγόνια των επιβατών χωρισμένα σε Α, Β και Γ θέσεις, καθεμία για άτομα διαφορετικής κοινωνικής κατηγορίας. Η πρώτη θέση για υψηλούς κρατικούς αξιωματούχους, αξιωματικούς του στρατού, ανώτερους κομματικούς και κρατικούς υπαλλήλους. Η δεύτερη, στην οποία ταξιδεύαμε κι εμείς, για ανθρώπους της μεσαίας κοινωνικής τάξης του καθεστώτος και η τρίτη για τους χωρικούς, που μετέφεραν σάκους όλων των μεγεθών με προμήθειες, καλάθια με πουλερικά και άλλα ζώα, και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς. Στο βαγόνι αυτό περίμεναν να ανεβούν και δυο τρία ζευγάρι «Γκάμπορ», Μαγυάροι τσιγγάνοι με τα αξιοπρόσεχτα όμορφα κεντητά κοζόκ [2] και πιο μέσα τα λευκά δερμάτινα σακάκια ή γιλέκα τους, τα φαρδιά καφετιά και μαύρα παντελόνια τους και τα ανάλογου χρώματος όμορφα καπέλα. Αντίστοιχα ήταν ντυμένες και οι όμορφες γυναίκες τους. Ένας νεαρός απ’ αυτούς κρατούσε την αγαπημένη του αγκαλιά με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο υποβάσταζε πάνω στον ώμο του ένα κασετόφωνο, το οποίο έπαιζε ένα τραγούδι των Abba στη διαπασών.

Τα βαγόνια αυτά ήταν λίγο πιο φαρδιά από τα αντίστοιχα των συνηθισμένων τρένων που ταξιδεύαμε, και το καθένα ήταν ένας ενιαίος χώρος, στον οποίο χωρούσαν καθιστοί τριάντα περίπου άνθρωποι. Ένα ακόμη μικρότερο βαγόνι, στο τέλος του συρμού, χρησίμευε ως ρεστοράν κι εκεί επιτρεπόταν το κάπνισμα και η πώληση αλκοολούχων – κάτι κρασιά τελευταίας ποιότητας, συνθετικά, και, φυσικά, το ρεβυθόζουμο, που αντικαθιστούσε τον καφέ.

Βολευτήκαμε σε έναν διθέσιο ξύλινο πάγκο για δύο άτομα στη μέση του βαγονιού. Ως εκ θαύματος, δεν υπήρξε ούτε εδώ καθυστέρηση και το τρένο άρχισε να κυλάει απαλά πάνω στις ράγες  και σιγά-σιγά ανέπτυσσε όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα.

Αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε. Ο Μπίκο μου είπε:

— Αδελφέ, ανεβαίνουμε στην Τσάρα Μότσιλορ.[3] Εδώ θα δεις ένα απίστευτα όμορφο και άγριο τοπίο.

Καθώς μου μιλούσε, τρόμαξα ακούγοντας έναν θόρυβο εκκωφαντικό. Έναν θόρυβο ο οποίος ερχόταν κάτω από τα πόδια μας. Θυμήθηκα όμως τον οδοντωτό, που μερικά χρόνια πριν μας ανέβασε στο Βισέου ντε Σους και ηρέμησα.

Ο Μπίκο με κοίταξε χαμογελώντας:

— Τα δόντια του τρένου είναι! Δεν πιστεύω να φοβάσαι;

— Καθόλου, απάντησα, κοιτάζοντας έξω το χιονισμένο τοπίο.

Το τοπίο έξω ήταν μαγευτικό: δάση γεμάτα έλατα και γκρεμοί που κατέβαιναν από ψηλά και χάνονταν σε τεράστια βάθη. Τεράστιες γκρίζες φέτες τα βράχια, κομμένα με απίθανη συμμετρία, λες από υπερφυσικό χέρι, έσκιζαν με απίστευτη αγριάδα το κενό. Μεριές-μεριές κολλούσε πάνω τους το χιόνι, καθώς φυσούσαν άγριοι άνεμοι,  και ήταν κατάλευκα σε αντίθεση υπόλοιπα, που λες κι είχαν μελανιάσει από το κρύο..

Οι συνταξιδιώτες μας γύρω, άνθρωποι που πήγαιναν για δουλειές στο Αμπρούντ, κοίταζαν με δέος αυτή την ασύλληπτη σε μέγεθος ομορφιά, καθώς το τρένο σκαρφάλωνε στο βουνό με μονότονο, επιβλητικό θόρυβο.

Καθώς ανεβαίναμε αναδυόταν η ήσυχη, κατάλευκη, σκληρή κι επιβλητική η ψηλότερη κορυφή των Δυτικών Βουνών, η οποία εκτεινόταν αριστερά και δεξιά κρύβοντας τον ορίζοντα.

    Πουθενά, όπου κι αν πήγα, δεν είδα μια τέτοια σαγηνευτική θέα, όπως αυτή στα Δυτικά Καρπάθια. Μεγάλα και μικρά φαράγγια εναλλάσσονταν σ’ όλη τη διαδρομή κι έχασκαν βαθιά κάτω, σε μέρη σκοτεινά κι απάτητα. Στις απότομες κατάλευκες πλαγιές έχασκαν σε διάφορα σημεία, σαν στόματα ανοιχτά, σπηλιές – κατοικίες των άγριων πουλιών.

Βρισκόμασταν πάνω από τα σύννεφα κι ο ήλιος πλημμύριζε με το φως του το απέραντο τοπίο. Στο βαγόνι επικρατούσε κατανυκτική σιωπή. Οι περισσότεροι κοίταζαν καθηλωμένοι το άγριο τοπίο, ενώ λίγοι ήταν εκείνοι που διάβαζαν αδιάφοροι την εφημερίδα τους – προφανώς οι ντόπιοι που γύριζαν στο σπίτι τους και είχαν συνηθίσει  το θέαμα.

Αισθανόμουν τόσο μικρός και ασήμαντος μπροστά στο μεγαλείο αυτών των βράχων που κρέμονταν από τον ουρανό. Εκατομμύρια χρόνια τους σμίλευαν τα στοιχεία της φύσης, ο άνεμος, η βροχή και το χιόνι, για να αιχμαλωτίσουν τώρα το βλέμμα μου. Απορροφημένος από την ομορφιά και την επιβλητική μεγαλοσύνη του τοπίου δεν κατάλαβα πώς ανεβήκαμε στο κατάλευκο Οροπέδιο. Βγήκα από το όνειρο λίγα λεπτά πριν σταματήσουμε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αμπρούντ, ενώ τα αυτιά μου βούιζαν από το μεγάλο υψόμετρο

Ο Μπίκο σηκώθηκε χαμογελώντας και είπε:

— Φτάσαμε. Ντύσου καλά. Κάνει πολύ κρύο έξω.

— Ναι, απάντησα αδημονώντας να κατεβούμε.

Στον παλιό και κακοδιατηρημένο Σιδηροδρομικό Σταθμό μάς περίμενε ο κύριος Γκεόργκε Μολντοβάν, ο λυκειάρχης. Μας οδήγησε στο αυτοκίνητό του. Ένας τύπος κοντός, χοντρός, με κατακόκκινη μύτη και μάτια μικρά και πονηρά. Δεν έμοιαζε με λυκειάρχη και φορούσε ένα κοζόκ που του ήταν στενό.

— Καλωσορίσατε, κύριε καθηγητά, είπε απευθυνόμενος στον Μπίκο, τον οποίο γνώριζε αρκετά καλά από προηγούμενες επισκέψεις. Ύστερα χαιρέτησε εμένα με μεγάλη εγκαρδιότητα και ξεκινήσαμε για το Λύκειο.

Καθώς μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ο Μπίκο είπε:

— Κύριε συνάδελφε, δεν είναι ανάγκη να πάρουμε και τον φίλο μου μαζί μας. Καλύτερα να τον αφήσουμε στο ξενοδοχείο, να τακτοποιηθεί, και μπορούμε αργότερα να συναντηθούμε.

— Ναι συμφώνησα εγώ, θα είναι καλύτερα. Να κάνω και μια βόλτα στην πόλη.

— Όπως νομίζετε, είπε ο κ. Μολντοβάν. Εμείς σήμερα δεν θα αργήσουμε. Σε λίγο ξεκινώ με την Τετάρτη τάξη το μάθημα, κύριε Καθηγητά, για ένα συνεχόμενο δίωρο. Μετά θα σας κάνω το τραπέζι στο «Κράμα».

— Πολύ ωραία, αγαπητέ κύριε συνάδελφε, είπε ο Καμίλ. Έτσι θα κάνουμε.

Τρία λεπτά αφότου αφήσαμε την οχλοβοή του σταθμού, ο κύριος Μολντοβάν στάθμευσε στην Πλατεία του χωριού, απέναντι από τα γραφεία της Κοινότητας, μπροστά από το ξενοδοχείο «Γκαΐνα». Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και ο κ. Μολντοβάν έσπευσε να πάρει το μεγάλο σακβουαγιάζ από τα χέρια μου, λέγοντας:

— Αφήστε, αφήστε, κύριε συνάδελφε. Εσείς είστε κουρασμένος.

Άνοιξα την παλιά ξύλινη πόρτα, η οποία έκανε ένα περίεργο τρίξιμο, και αφού πέρασαν οι δυο τους μέσα μπήκα κι εγώ. Ο χώρος ήταν ρυπαρός και υποφωτισμένος. Στη ρεσεψιόν μας υποδέχτηκε μια κυρία λίγο πάνω από τα πενήντα, με κατάξανθα μαλλιά και βαμμένη με τρόπο που είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα απ’ αυτό που επιδίωκε. Απευθυνόμενη σε μένα όλο γλύκα είπε:

— Είστε Έλληνας; Τι ωραία… Από μικρή ήθελα να πάω στην Ελλάδα, αλλά η τύχη μου με έσπρωξε σε αυτά τα βουνά… Ξέρω όμως καλά την Ιστορία της Ελλάδας.

— Ποτέ δεν είναι αργά, της απάντησα, χαίρομαι, που γνωρίζετε την ιστορία μας.

Υπογράψαμε τα χαρτιά με τα στοιχεία μας, κράτησε το δικό μου διαβατήριο και μας έδωσε τα κλειδιά δύο δωματίων που έβλεπαν στην πλατεία. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και πήραμε μια γεύση για τη διαμονή μας: Τα δωμάτια, ευρύχωρα, με ένα κρεβάτι το καθένα και απίστευτη σκόνη, μύριζαν από την κλεισούρα. Και βέβαια δεν υπήρχε καλοριφέρ σ’ αυτό το προπολεμικό ερείπιο, που προφανώς ήταν σπίτι και το είχαν μετατρέψει σε ξενοδοχείο με το όνομα «Γκαΐνα», δηλαδή Κότα, προς τιμήν μιας ψηλής βουνοκορφής των Δυτικών Καρπαθίων.

— Αδελφέ, είπε ο Μπίκο, απευθυνόμενος σε μένα, εσύ τώρα κάνε καμιά βόλτα, πιες καφέ, αν βρεις καμιά καφετέρια, και ρίξε μια ματιά στην πόλη. Κατά τις δύο θα συναντηθούμε εδώ.

Έφυγε κι εγώ συνέχισα την επιθεώρηση του δωματίου. Δεν υπήρχε νερό και η τουαλέτα ήταν σε άθλια κατάσταση. Τα ρουμπινέ της βρύσης του νιπτήρα βρίσκονταν απιθωμένα πάνω στην καταπράσινη μπανιέρα. Μόνο το παμπάλαιο καζανάκι «Νιαγάρας» λειτουργούσε. Έβγαλα ένα σαπούνι lux από τον σάκο μου, τον κλείδωσα καλού κακού με το λουκέτο που πάντα έπαιρνα μαζί μου και κατέβηκα στη ρεσεψιόν. Πλησίασα την αγαπητή κυρία και της άφησα με τρόπο το σαπούνι πάνω στον πάγκο, μπροστά της. Το εξαφάνισε με μία ταχυδακτυλουργική κίνηση κι έσκασε ένα πλατύ, γεμάτο ευτυχία χαμόγελο ψιθυρίζοντας διάφορες ευχαριστίες.

— Βγαίνω για έναν περίπατο στην πόλη, της είπα χαμογελώντας κι εγώ.

Έξω είχε λιακάδα. Πέρασα απέναντι, στο άλλο μέρος της πλατείας Ελιζαμπέτα, εκεί που βρισκόταν το γκρίζο Δημαρχείο. Παντού τα ίδια συνθήματα για τον ηγέτη, το Κόμμα και την πατρίδα. Τα πορτρέτα του. Οι ίδιες παροτρύνσεις: «Να είσαι κομμουνιστής»… κι από κάτω με καλλιγραφικά γράμματα εξηγούσε το γιατί.

Πριν ξεκινήσουμε είχα συγκεντρώσει κάποιες πληροφορίες για την πόλη, που εμένα μου φαινόταν σαν κεφαλοχώρι. Είχα ενημερωθεί ότι υπήρχε ρωμαϊκός οικισμός στην περιοχή, ότι το χωριό αναφερόταν σε κάποιες μεσαιωνικές πηγές και ότι, μετά το Κιμπένι, ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο κέντρο της περιοχής. Στο Κιμπένι είχα δει μια πινακίδα που έγραφε προς Ρόσια Μοντάνα. Γνώριζα ότι σ’ αυτή την περιοχή βρίσκονταν τα ορυχεία χρυσού της Αρχαίας Δακίας. Το χωριό αυτό καθώς και το Αμπρούντ είχαν γνωρίσει μεγάλες δόξες τον δέκατο ένατο αιώνα, και στις αρχές του εικοστού, όταν συνέρρεαν στην ευρύτερη περιοχή, χιλιάδες χρυσοθήρες απ’ όλο τον κόσμο.

Κατευθύνθηκα προς το Δημαρχείο και ακολούθησα ένα λασπωμένο ανηφορικό δρόμο πίσω απ’ αυτό. Γρήγορα διαπίστωσα πως σ’ αυτό το μικρό χωριό δεν είχα και πολλά πράγματα να δω. Τα πάντα γκρίζα και σε παρακμή. Κάτι μαρμάρινες πλάκες, εντοιχισμένες σε προσόψεις κάποιων ετοιμόρροπων σπιτιών, υπενθύμιζαν τη διέλευση του επαναστάτη για τα δίκαια των Ρουμάνων Αβράμ Γιάνκου, [4] το 1848. Άλλες, εντοιχισμένες σε προσόψεις κτιρίων εδώ κι εκεί, υπενθύμιζαν ηρωικά κατορθώματα των παιδιών του Λαού, την ίδρυση κάποιων σχολείων και κάποιων πολιτιστικών σωματείων, όπως το ASTRA, από τα αρχικά (Τρανσυλβανική Ένωση για την τη Λογοτεχνία και την Κουλτούρα του Ρουμανικού Λαού). Μια πλάκα εντοιχισμένη σε μισοερειπωμένο νεοκλασικό με πληροφόρησε ότι εκεί, το 1905, είχε κατοικήσει για κάμποσο καιρό ο Ούγγρος μουσικοσυνθέτης Μπέλα Μπάρτοκ, όταν γύριζε σε διάφορες περιοχές της Τρανσυλβανίας να μαζέψει υλικό για τα τραγούδια του.

Επιστρέφοντας προς το κέντρο, είδα τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και με παραξένεψε που ήταν χτισμένη σε γοτθικό ρυθμό. Ο Μπίκο μου εξήγησε ότι την είχαν χτίσει Γερμανοί κάτοικοι του Αμπρούντ. Μου έκανε εντύπωση η φροντίδα που έδειχναν για τα μνημεία τους, όχι μόνο εδώ στο Αμπρούντ αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Όπου κι αν πήγα, διαπίστωσα μια σχολαστικότητα και επιμονή να φανεί πως από χιλιάδες χρόνια βρίσκονταν εδώ, σε αυτά τα μέρη.

Πέρασα πλάι από το Λύκειο. Ήταν ένα παμπάλαιο κτίριο μέσα στο οποίο ο Μπίκο πρέπει αυτή τη στιγμή να επιθεωρούσε τους μαθητές και τους καθηγητές. Προσπέρασα. Λάσπη παντού, ανακατεμένη με παγωμένο χιόνι. Και κρύο τσουχτερό.

Ενδιαφέρον παρουσίαζε η καθολική εκκλησία του Αγίου Νικολάου καθώς και η μισοκατεστραμμένη από την επανάσταση του 1848 εκκλησία των Καλβινιστών στο κέντρο της πόλης, απέναντι από το Δημαρχείο. Αναζήτησα επίμονα το Κοιμητήρι της πόλης. Ρώτησα μια κυρία ηλικιωμένη, η οποία μου απάντησε κάτι ακαταλαβίστικα και έφυγε βιαστικά κρατώντας μια δυο τσάντες με κρεμμύδια και λάχανα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω την τρομάρα της. Ίσως φοβήθηκε γιατί φαινόμουν ότι είμαι ξένος! Μπήκα σε ένα μπακάλικο αλλά δεν βρήκα κάτι να ψωνίσω.

Επέστρεψα στο ξενοδοχείο, σκεπτόμενος πως ο χρόνος δεν περνάει γρήγορα εδώ. Μετά από κάμποση ώρα εμφανίστηκε ο Μπίκο με τον κ. Μολντοβάν. Καπνίσαμε ένα τσιγάρο στη ρεσεψιόν πριν πάμε να γευματίσουμε στο «Κράμα.

Το «Κράμα», το μοναδικό ρεστοράν χωριό, απείχε δυο στενά από το ξενοδοχείο. και ήταν ένας παμπάλαιος ημιυπόγειος χώρος με τόξα και πανάρχαιο εξοπλισμό.. Συμπαθητικό μαγαζί, όπου η σόμπα με περίτεχνα κεραμικά σκόρπιζε μια αποχαυνωτική ζέστη στον χώρο. Το μενού, παρά τα αναμενόμενα, δεν ήταν ευκαταφρόνητο. Παραγγείλαμε από μια τσιόρμπα ντε μπούρτα, δηλαδή πατσά, περίπου ψιλοκομμένο, μια σαλάτα με μουρατούρι, όπως έλεγαν τα τουρσιά και μια χοιρινή μπριζόλα που θύμιζε σόλα παπουτσιού. Το «πλατό ρέτσε», το κρύο πιάτο δηλαδή, ήταν εξαιρετικό και περιλάμβανε διάφορα τυριά, σαλάμι Σιμπίου, καπνιστό χοιρινό και μπέικον. Το τιμήσαμε ιδιαιτέρως. Περιέργως είχαν και ένα ωραίο ουγγρικό κρασί «Πινό νουάρ». Ήπιαμε δυο μπουκάλια.

Συζητήσαμε διάφορα πράγματα με τον αγαθό κύριο Μολντοβάν. Για την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, που είχε όνειρο από μικρός να επισκεφτεί, για τις δυσκολίες που είχε η ζωή σ’ ένα απομονωμένο χωριό όπως το Αμπρούντ και, τέλος, μιλήσαμε λίγο για τον Νέλλου τον Άγριο, τον ανεψιό του Καλαράσου, ο οποίος εκποιούσε τη βιβλιοθήκη που κληρονόμησε από τον θείο του. Ο κ. Μολντοβάν μας είπε αρκετά πράγματα γι’ αυτόν. Το συμπέρασμα ήταν ότι πρόκειται για μονόχνοτο και απρόσιτο άνθρωπο.

Όταν τελειώσαμε, κι αφού είχαμε καπνίσει ενάμισι πακέτο τσιγάρα μέσα σε ψυχική ευφορία, λόγω του εξαιρετικού «Πινό Νουάρ», πληρώσαμε και βγήκαμε στον δρόμο.

Είχε πλέον σκοτεινιάσει, το χωριό ήταν υποφωτισμένο και έδειχνε να το σκεπάζει μια απέραντη θλίψη. Στην πλατεία, απέναντι από το ξενοδοχείο και μπροστά στο Δημαρχείο, στεκόταν μια αστυνομική περίπολος τριών φαντάρων της πολιτοφυλακής με έναν αξιωματικό. Οι φαντάροι κρατούσαν τα καλάσνικοφ και δυο λυκόσκυλα. Ο αξιωματικός, χωμένος στο βαρύ και μακρύ, σοβιετικού τύπου, παλτό του στεκόταν μισό βήμα μπροστά τους. Κανείς δεν κυκλοφορούσε στον δρόμο.

Χωρίσαμε από τον κ. Μπλντοβάν, ο οποίος προχώρησε λίγο πιο κάτω για να πάρει το αυτοκίνητό του και να πάει στο σπίτι του. Είχε μεγάλη παγωνιά και πυκνή ομίχλη είχε αρχίσει να τυλίγει όλο τον τόπο.

Μπήκαμε στο ξενοδοχείο. Η κυρία Νόρα έλειπε και στη θέση της ήταν μια νεαρή ξανθιά. Κι αυτή εγκάρδια μαζί μας:

— Καλωσορίσατε. Θα θέλατε ένα τσάι; Κάνει πολύ κρύο έξω.

Καλησπερίσαμε τη δεσποινίδα Μαριοάρα, έτσι ήταν το όνομά της, και την παρακαλέσαμε να φέρει τρεις κούπες, ένα κουταλάκι και ζεστό νερό, για να φτιάξουμε νεσκαφέ και να την κεράσουμε κι αυτήν μια κούπα.

— Γιόι είπε, σας ευχαριστώ πολύ και χάθηκε πίσω από μια κόκκινη κουρτίνα.

Εγώ ανέβηκα να φέρω τον καφέ και σε δυο λεπτά καθόμουν στην παμπάλαιη πολυθρόνα πλάι στη σόμπα. Έπρεπε να κάνουμε τον στρατηγικό μας σχεδιασμό. Οι πληροφορίες για τον κυνηγό ήταν ασαφείς. Το μόνο σίγουρο ήταν το γεγονός ότι ήταν άγριος κι απρόσιτος.

Ήρθε η δεσποινίς Μαριοάρα με τις κούπες, το νερό και το κουταλάκι. Έφτιαξα πρώτα γι’ αυτήν καφέ και της τον πρόσφερα στη ρεσεψιόν. Αφού χαζέψαμε καμιά ώρα, μέχρι να επιδράσει ο καφές και να υποχωρήσει η γλυκιά ζάλη από το «Πινό Νουάρ», ανεβήκαμε στα δωμάτιά μας.

 Την άλλη μέρα, ο Μπίκο τέλειωσε κατά τις δέκα και μισή το πρωί. Ο κ. Μολντοβάν, οι υπόλοιποι καθηγητές και οι μαθητές του «Λυκείου Χόρεα, Κλόσκα, και Κρισάν», ευχαριστημένοι, του έκαναν δώρο μια αναμνηστική πλακέτα για το πέρασμά του από τη χρυσοφόρο περιοχή του Αμπρούντ και το ιστορικό Λύκειό τους. Κατόπιν, ήρθε στο ξενοδοχείο και προετοιμαστήκαμε δεόντως για την επίσκεψή μας στον κυνηγό Νέλλου, ο οποίος είχε το προσωνύμιο Τσελ Γκροζάβ, που σήμαινε Νέλλου ο Άγριος.

Κατεβήκαμε στη ρεσεψιόν, χαιρετήσαμε ευγενικά την κυρία Νόρα, που είχε σχεδόν καθίσει πάνω σε μια ηλεκτρική θερμάστρα, για να μη μεταφερθεί στο νοσοκομείο με κρυοπαγήματα, όπως μας είχε πει την προηγουμένη.

Πήραμε τον δρόμο για το σπίτι του γιατρού. Στη στράντα Σερμπίνα, επειδή σπάνια περνούσαν οχήματα, το χιόνι ανακατεμένο με τη λάσπη είχε παγώσει και μας δυσκόλευε, καθώς όταν βγήκαμε από το χωριό δεν υπήρχαν πεζοδρόμια και είμαστε αναγκασμένοι να βαδίζουμε πάνω σ’ αυτό το κράμα λάσπης και χιονιού. Η αναπνοή μας πάγωνε στον αγέρα, αλλά δεν μας ενοχλούσε, βαδίζαμε χαρούμενοι, γιατί πιστεύαμε ότι θα πέσουμε πάνω σε κάτι πολύ ενδιαφέρον: σ’ έναν θησαυρό σπάνιων βιβλίων!

Κάναμε υποθέσεις για τον Νέλλου τον Άγριο. Άνθρωπος των βουνών, αγρίμι σωστό, μας είχε πει ο κ. Μολντοβάν. Δεν μιλά με κανέναν στο χωριό. Τώρα και κάμποσο καιρό δεν βγαίνει για κυνήγι απέναντι, στις ψηλές κορφές των Μούντσι Απουσένι. Εκεί είχε για πολλά χρόνια υπό τον έλεγχό του μια τεράστια περιοχή με μεγάλες και σκοτεινές χαράδρες. Η θέλησή του σ’ αυτά τα μέρη ήταν νόμος! Κανένας δεν μπορούσε να του φέρει αντίρρηση. Ένα τσακάλι σωστό! Ιδιοκτήτης των Μούντσι Απουσένι! Το Κόμμα, λόγω του θείου του, τον χρησιμοποιεί για να εφοδιάζει το Μπρασόβ και την Ποϊάνα με κυνήγια, αγριόχοιρους, αρκούδες και πουλιά. Πολλοί λένε ότι είναι ο φύλακας άγγελος των δασών της περιοχής, ως πέρα στο Μπιχόρ.

Τέτοιες συζητήσεις κάναμε κι αδημονούσαμε να φτάσουμε εκεί, όπου θα ανακαλύπταμε ξεχασμένους θησαυρούς στα ράφια της βιβλιοθήκης του γιατρού Καλαράσου.

Πήραμε μια στροφή και μείναμε έκπληκτοι αντικρίζοντας ένα τεράστιο οροπέδιο. Εκεί που έφτανε το μάτι μας, στην άκρη του, ένας τεράστιος, συμπαγής χιονισμένος ορεινός όγκος έφραζε όλον τον ορίζοντα. Μακριά φαίνονταν διάφοροι οικισμοί. Ο δρόμος απλωνόταν σαν μαύρο φίδι. Σε απόσταση μισού περίπου χιλιομέτρου πρόβαλε η Βίλα Καλαράσου, χτισμένη με νεορουμανικό αρχιτεκτονικό ρυθμό και πολλά βυζαντινά στοιχεία.

Φτάνοντας, μας περίμενε μια άλλη έκπληξη: η κεντρική είσοδος ήταν ανοιχτή. Στον περίβολο του σπιτιού, στον υποτιθέμενο κήπο, υπήρχαν μικρά σπιτάκια για διάφορα ζώα, με τις πόρτες τους ανοιχτές. Κάποιοι χοίροι, που έμοιαζαν με αγριογούρουνα, διασταύρωση μας είπε αργότερα ο Νέλλου ο Άγριος, μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Κότες, χήνες, πάπιες κι άλλα ορνίθια πήγαιναν πέρα δώθε στις λάσπες, μπαινόβγαιναν στα κοτέτσια τους ή έμπαιναν μέσα στο σπίτι.

Στην είσοδο φωνάξαμε τον ιδιοκτήτη. Καμιά απάντηση. Αίφνης, παρουσιάστηκε πίσω μας. Μας τρόμαξε.

— Καλώς ήρθατε, κύριοι, είπε, περάστε μέσα.

— Χαίρετε, κύριε Καλαράς, απαντήσαμε σαστισμένοι.

Η εμφάνισή του μας τάραξε είναι αλήθεια, ανταποκρινόταν όμως σε ό,τι είχαμε πλάσει στο μυαλό μας γι’ αυτόν. Ήταν γύρω στα πενήντα, ψηλός, ξερακιανός, σαν τον τύπο από τη διαφήμιση της μάρκας τσιγάρων «Κάμελ». Ξανθοκάστανος που είχε αρχίσει να γκριζάρει. Αγριωπός στην όψη, με καλοσχηματισμένο τετράγωνο πρόσωπο και μάτια γαλανά που σε κοίταζαν μ’ έναν περίεργο τρόπο, λες κι έβλεπαν μέσα στο μυαλό σου κατευθείαν! Φορούσε μπλουτζίν παντελόνι και καφετί δερμάτινο σακάκι με γούνινο γιακά. Το βλέμμα του, σκληρό κι αδιάφορο, δεν έδειχνε την παραμικρή έκπληξη ή περιέργεια. Μας έβλεπε σαν πελάτες και αδιαφόρησε παντελώς για μένα, που ήμουν ξένος κι όσο να ’ναι, σ’ αυτά τα άγρια μέρη της Βαλκανικής και στις δύσκολες συνθήκες απομόνωσης, θα μπορούσε να γίνω «αντικείμενο» περιέργειας.

Μπαίνοντας στο σπίτι, δυο κυνηγόσκυλα ήρθαν καταπάνω μας κι άρχισαν να μας μυρίζουν νευρικά.

— Μη φοβάστε, είπε, είναι υπάκουα και δεν πειράζουν κανέναν.

Μπήκαμε σε μια μεγάλη σάλα με μεγάλες βιβλιοθήκες, που υψώνονταν μέχρι το ταβάνι. Μια βαριά παλιά ξύλινη τραπεζαρία με δώδεκα καρέκλες βρισκόταν τη μέση του σαλονιού. Πάνω της άπειρα βιβλία βαλμένα σε ντάνες δίχως τάξη. Τι τάξη, πλήρης αναρχία θα έλεγα. Λάσπες παντού! Στους τοίχους υπήρχαν πολλοί πίνακες και πορτρέτα διαφόρων γυναικών. Βλέποντας στο δάπεδο τις καταπληκτικές μπουχάρες, τα υπέροχα αυτά χαλιά, μέσα στις λάσπες, μελαγχόλησα. Κλασική περίπτωση κληρονόμου, σκέφτηκα.

Προχωρήσαμε στο βάθος και περάσαμε σ’ ένα μεγάλο καθιστικό. Η βαριά σόμπα από κεραμικά δέσποζε στη μέση, ενώ οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από πιάτα ζωγραφισμένα με λαϊκά μοτίβα. Ο τύπος μας προειδοποίησε ότι δεν αντέχει τη μυρωδιά του καπνού, και καταλάβουμε ότι δεν ήθελε να ανάψουμε τσιγάρο.

— Καθίστε, είπε ψυχρά. Θέλω να σας πω δυο λόγια. Βιάζομαι να πουλήσω αυτό το σπίτι. Αν έχετε τη δυνατότητα να με πληρώσετε σε δολάρια θα σας κάνω καλύτερη τιμή. Ειδικώς, αν μπορείτε να τα αγοράσετε όλα: βιβλία, έπιπλα και πίνακες.

— Κύριε Καλαράσου, είπε ο Μπίκο, προφανώς δεν μπορούμε να τα αγοράσουμε όλα, διότι, χωρίς να μειώνω την αξία τους, πολλά απ’ αυτά πρέπει να είναι εκτός τού ενδιαφέροντός μας. Κι ακόμη, η αξία τους πρέπει να ξεπερνά το ποσόν που εμείς προτιθέμεθα να σας προσφέρουμε.

— Όπως καταλαβαίνετε, εγώ το λέω αυτό γιατί με εξυπηρετεί απολύτως να φύγουν τα βιβλία από το σπίτι μία κι έξω. Αν δεν μπορείτε, δείτε σήμερα τι σας ενδιαφέρει, ξεχωρίστε το και θα κάνετε έναν κόπο να ξανάρθετε, γιατί την επόμενη Κυριακή περιμένω έναν Ιταλό συλλέκτη και δυο μέρες αργότερα θα έλθουν δυο Γερμανοί, που μου έχουν μηνύσει ότι ενδιαφέρονται να αδειάσουν όλο το σπίτι. Αν αυτοί δεν τα αγοράσουν όλα, τότε θα ξεκινήσω να τα πουλώ λίγα-λίγα. Και έτσι, λίγο πιο ακριβά, θα μπορείτε να διαλέξετε ό,τι θέλετε.

Μας διαπέρασε κρύος ιδρώτας. Ήταν αδύνατον να έλθουμε πάλι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, πάνω σ’ αυτά τα άγρια βουνά.

— Κι αν επιτρέπετε, πόσα χρήματα θέλετε για όλα τα βιβλία; ρώτησε ο Μπίκο.

— Δεκαπέντε χιλιάδες δολάρια.

— Είναι εκτός των δυνατοτήτων μας, απάντησε ο Μπίκο με όση σοβαρότητα διέθετε.

Ένα παρδαλό γουρουνόπουλο ήταν ξαπλωμένο πάνω σε μια μπουχάρα γεμάτη λάσπες κι απολάμβανε γρυλίζοντας τη θαλπωρή της ζεστασιάς από τα κούτσουρα που έκαιγαν στο τζάκι. Έβγαλα από τον σάκο ένα μπουκάλι κονιάκ Μεταξά και του το πρόσφερα. Έμεινε ασυγκίνητος.

— Σας ευχαριστώ, αλλά τώρα δεν πίνω. Έπινα πιο παλιά όταν έβγαινα πέρα στο βουνό, κι έστηνα τις παγίδες μου στα ζώα. Όταν ήμουν υποχρεωμένος να μένω ακίνητος επί ώρες μέχρι να πλησιάσει το θήραμα σε απόσταση βολής.

— Καλώς, αλλά εμείς για πρώτη φορά ερχόμαστε στο σπίτι σας. Το συνηθίζουμε να φέρνουμε ένα δώρο.

— Σας ευχαριστώ που με σκεφτήκατε. Θα σας τιμήσω. Μου αρέσει αυτό το ελληνικό κονιάκ. Θα σας πρότεινα, παρ’ όλα αυτά, να επιλέξετε τα βιβλία που σας ενδιαφέρουν και αν οι Ιταλοί δεν τα αγοράσουν όλα μαζί, να γυρίσετε και να τα πάρετε.

— Αυτό είναι αδύνατο, κύριε Καλαράσου, είπε ο Μπίκο, εκμεταλλευόμενος προς στιγμήν τη μικρή αυτή παραχώρησή του… Και είναι αδύνατο γιατί, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούμε να ξανάρθουμε εδώ σε μια εβδομάδα. Ειδικά ο κ. Ντέμους θα κινήσει υποψίες αν έλθει, σε τόσο σύντομο διάστημα.

— Ναι, το αντιλαμβάνομαι αυτό, αλλά διαλέξτε παρ’ όλα αυτά ότι σας ενδιαφέρει και θα το συζητήσουμε πάλι. Εγώ πρέπει να κάνω κάποιες δουλειές. Πρέπει να σας αφήσω. Εσείς δείτε τα βιβλία. Μπορείτε ελεύθερα να δείτε τι υπάρχει σε όλες τις βιβλιοθήκες. Όταν τελειώσετε, φωνάξτε με και θα έλθω αμέσως. Έχω πολλή δουλειά να κάνω στο πάνω πάτωμα.

Μας φάνηκε πως άφηνε μια χαραμάδα.

Μείναμε στο ισόγειο κι αυτός με βήμα σταθερό ανέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στο επάνω πάτωμα, ακολουθούμενος από τα δυο μεγαλόσωμα σκυλιά. Αλληλοκοιταχτήκαμε με απογοήτευση, ωστόσο συνεννοηθήκαμε σιωπηρά να αρχίσουμε το ψάξιμο σ’ αυτό το χάος. Αναρωτιόμασταν για ποιο λόγο αυτός άνθρωπος είχε συμπεριφερθεί έτσι σ’ ένα τόσο πλούσιο σπίτι. Κατευθυνθήκαμε στο άλλο δωμάτιο, αριστερά της τραπεζαρίας, όπου βρισκόταν το μεγάλο σαλόνι. Αμέτρητος αριθμός βιβλίων στα ράφια αλλά και κάτω στο πάτωμα, στοιβαγμένα σε ντάνες. Κατευθυνθήκαμε στην τύχη προς την αριστερή πλευρά, όπου οι στοίβες έφταναν περίπου ως τη μέση μας, κι αρχίσαμε να ψάχνουμε με βουλιμία.

Κάποια στιγμή, καθώς κοίταζα αδιάφορα κάποια βιβλία στη γαλλική γλώσσα, ανασηκώθηκα. Με τον αριστερό μου αγκώνα ακούμπησα έναν πίνακα και με φόβο ότι μπορεί να προκαλούσα κάποια ζημιά τραβήχτηκα απότομα, γκρεμίζοντας μια ντάνα βιβλίων. Ο Μπίκο ήταν απορροφημένος μένα βιβλίο λίγο πιο πέρα. Κοίταξα τον πίνακα. Το θέμα του με τάραξε. Μια ανακατωσούρα  διαφόρων ανθρώπων σ’ ένα βουλεβάρτο και στη μέση μια γυναίκα με τα στήθη γυμνά περπατούσε ανάμεσα στους διαβάτες. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Γύρισα και κοίταξα προς την τραπεζαρία. Ο κύριος Καλαράσου δεν φαινόταν πουθενά. Έσκυψα να δω την υπογραφή στο κάτω μέρος του πίνακα και έκπληκτος διάβασα Grosz. Για μερικά δευτερόλεπτα μου κόπηκε η αναπνοή. Σφύριξα απαλά στον απορροφημένο Μπίκο. Γύρισε και του έκανα νόημα να πλησιάσει. Ήλθε και του έδειξα τον πίνακα. Έσκυψε, είδε την υπογραφή και με γουρλωμένα μάτια με κοίταζε σαν χαζός μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα είπε:

— Πάμε έξω για τσιγάρο…

Βγήκαμε. Είχε λιακάδα, αλλά έκανε πολύ κρύο. Είχα ένα ακόμη μπουκάλι με κονιάκ. Το άνοιξα και του πρόσφερα. Αφού ήπιαμε από κάνα δυο γουλιές κοιταχτήκαμε.

— Αν είναι αυτό που πιστεύω, κάναμε την τύχη μας! Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Θα τον ρωτήσω εγώ αν πουλάει πίνακες, είπε ο Μπίκο.

— Εντάξει. Αν είναι αυτό που φαίνεται, πράγματι κάναμε την τύχη μας.

— Ναι, αλλά να μη φανερωθούμε, ότι μας ενδιαφέρει κάποιος συγκεκριμένα.

— Εντάξει.

Επιστρέψαμε στη μεγάλη σάλα. Ύστερα από αρκετή ώρα, είχαμε επιλέξει αρκετά βιβλία, κυρίως εκδόσεις Ρουμάνων συγγραφέων του Μεσοπολέμου, όλα με αφιερώσεις. Ύστερα ο Μπίκο πλησίασε την ξύλινη σκάλα και φώναξε:

— Κύριε Καλαράσου…

— Ναι, αποκρίθηκε αυτός με ξερή φωνή, κατεβαίνω.

— Βρήκατε κάτι που σας ενδιαφέρει; ρώτησε.

— Ναι, είναι πολλά αυτά που μας ενδιαφέρουν, αλλά όχι όλα. Διαλέξαμε κάποια βιβλία. Να, αυτά εδώ, είπε ο Μπίκο.

Ο κύριος Καλαράσου μας κάλεσε στο καθιστικό

— Καθίστε, κύριοι, είπε.

Καταλάβαμε ότι τον χώρο αυτό τον χρησιμοποιούσε και για κρεβατοκάμαρα ο κ. Καλαράσου. Βολευτήκαμε σε κάτι τεράστιες πολυθρόνες και έβγαλε ένα μπουκάλι τσούικα και δύο ποτήρια, τα γέμισε και μας προσέφερε.

Αφού ανταλλάχθηκαν οι σχετικές ευχές, ο κύριος Καλαράσου μας είπε:

— Θέλω να καταλάβετε ότι η απόφασή μου να πουλήσω τα βιβλία με τη μία έχει σχέση με την πώληση του σπιτιού. Εγώ δεν μπορώ πια να κατοικήσω εδώ. Έχω λόγους να κατεβώ στο Μπρασόβ, όπου θέλω να αγοράσω ένα σπίτι στο Σχέι, πιο μικρό βέβαια από αυτό. Αλλά τι να το κάνω και μεγαλύτερο. Επίσης θέλω να αγοράσω και μια καραμπίνα Ρέμιγκτον, που μου χρειάζεται για τη δουλειά μου. Δεν έχω τον χρόνο να τα πουλήσω λίγα-λίγα. Ωστόσο, ό,τι διαλέξατε σήμερα θα το πάρετε. Γιατί καταλαβαίνω ότι είναι πράγματι πολύ δύσκολο να ξανάρθετε εδώ χωρίς δικαιολογία.

Ξαφνιαστήκαμε, μιας και δεν περιμέναμε μια τέτοια κίνηση εκ μέρους του. Ο Μπίκο τον ευχαρίστησε και τάχα μου αδιάφορα τον ρώτησε:

— Εμάς δεν μας ενδιαφέρει, αλλά, να, μήπως κάποιος φίλος που συλλέγει πίνακες ενδιαφερθεί, θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε, τους πίνακες τους πουλάτε;

— Τους πουλάω, αλλά κι αυτούς όλους μαζί. Ωστόσο αυτόν που κοιτάξατε, του Γκρος, δεν μπορώ να τον πουλήσω, είναι πολύ ακριβός. Θα τον κρατήσω για τα γεράματά μου. Ίσως στο Μπρασόβ να βρω κάποιον Γερμανό συλλέκτη, αργότερα…

Αντιληφθήκαμε ότι ο Καλαράσου είχε κατά κάποιον τρόπο εποπτεία όλου του χώρου κι ότι γνώριζε την αξία των πινάκων που διακοσμούσαν αυτή την περίφημη αγροικία. Είχε δει τις κινήσεις μας και τώρα μας έδειχνε ότι είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος ο οποίος δεν είχε σκοπό να χάσει.

 Ο Μπίκο πήρε το θάρρος και τον ρώτησε:

— Και πόσα χρήματα θα ζητούσατε ενδεχομένως για τον πίνακα αυτόν;

— Τριάντα χιλιάδες δολάρια. Στη Γερμανία μπορεί να πουληθεί κάτι περισσότερο από εκατό χιλιάδες.

Δεν μας έπαιρνε. Τον ρωτήσαμε πόσα χρήματα θέλει για τα βιβλία και μας απάντησε: «Διακόσια δολάρια».

Μου έκανε εντύπωση που ο Μπίκο είπε εντάξει, χωρίς να κάνει παζάρια. Γύρισε σε μένα, έγνεψε καταφατικά κι εγώ τον πλήρωσα. Ο Καλαράσου πήρε τα χρήματα, τα έβαλε στην τσέπη του και μας ευχαρίστησε. Καθώς δεν υπήρχε λόγος να παραμείνουμε άλλο εκεί, σηκωθήκαμε, τον χαιρετήσαμε και κινήσαμε να γυρίσουμε πίσω. Τότε ο κ. Καλαράσου είπε:

— Αν την επόμενη εβδομάδα δείτε στην Εφημερίδα Φακλία καινούργια αγγελία μου, ότι πουλώ βιβλία, ξαναελάτε, αν μπορείτε, να πάρετε ότι θέλετε. Αν όχι, σημαίνει ότι τα πούλησα όλα στους Ιταλούς.

— Σας ευχαριστούμε, είπαμε και οι δύο ταυτόχρονα και πικραμένοι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.

Ήταν αργά το απόγευμα κι έπρεπε να επιταχύνουμε το βήμα μας για να προλάβουμε, να φάμε καμιά σούπα στο «Κράμα». Σε όλο το δρόμο καταριόμασταν την τύχη μας, που ήμασταν άφραγκοι. Σκεφτήκαμε να κάνουμε έρανο μεταξύ μας για να συγκεντρώσουμε το ποσόν και να αγοράσουμε τον πίνακα. Το ενδιαφέρον μας στράφηκε τώρα στη ζωγραφική. Μιλούσαμε για τον Γκρος και εξαντλήσαμε όλες τις πιθανότητες, για να βάλουμε τον πίνακα στο χέρι και να πλουτίσουμε. Δεν υπήρχε καμιά να τον αγοράσουμε εμείς!

Φτάσαμε στο Αμπρούντ την ώρα που το σκοτάδι άρχισε να νικάει το φως. Οι κακοφωτισμένοι και έρημοι δρόμοι της μικρής πολιτείας, που κάποτε, έπρεπε να έσφυζαν από ζωή, καθώς πολλοί χρυσοθήρες κατέληγαν εδώ αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στα ορυχεία της Ρόσια Μοντάνα, επέτειναν τη μελαγχολία μας.

Μπήκαμε στο ξενοδοχείο, καλησπερίσαμε βιαστικά την κυρία Νόρα στη ρεσεψιόν κι ανεβήκαμε στα δωμάτιά μας. Φρεσκαριστήκαμε και κατεβήκαμε οδεύοντας προς το «Κράμα». Μπήκαμε μέσα αμίλητοι και καθίσαμε σ’ ένα γωνιακό τραπέζι. Ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες του καταστήματος. Παραγγείλαμε σούπες κι ένα μπουκάλι κρασί, το ίδιο που είχαμε παραγγείλει και την προηγούμενη μέρα. Φάγαμε σχεδόν αμίλητοι. Ανάψαμε τσιγάρο.

— Ο τύπος ξέρει πολύ καλά τι έχει μέσα το σπίτι. Δεν είναι έτσι όπως μας είπαν. Δεν τον έκανα για αγριάνθρωπο… είπε ο Μπίκο.

— Κι εγώ έτσι πιστεύω. Γι’ αυτό είναι και αποφασιστικός και δεν κάνει παζάρια.

— Ναι, αλλά για να δούμε. Νομίζω ότι κάποιος τον έχει ενημερώσει για τον Γκρος Το κακό είναι ότι δεν είδαμε τι άλλους πίνακες έχει.

— Είμαι σίγουρος ότι από κάπου μας έβλεπε διαρκώς την ώρα που κοιτάζαμε τον πίνακα.

Ναι, έχεις δίκιο… Για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν με ενδιαφέρουν τα βιβλία αλλά ένας πίνακας. Ξέρεις, αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, που δεν καταφέραμε να κάνουμε μια καλή και να βγάλουμε πολλά χρήματα…

— Έτσι γίνεται τις περισσότερες φορές. Σπάνια κάποιος πιάνει μια ευκαιρία.

— Για μας αυτή είναι η ευκαιρία, δεν πρέπει να τη χάσουμε!

— Πώς; Δεν βλέπεις, ο τύπος είναι ενημερωμένος. Τον πίνακα τον έχει δει και κάποιος άλλος που τον ξύπνησε τον Καλαράσου.

— Πώς βρέθηκε αυτός ο πίνακας εδώ; Λες να τον είχε αγοράσει ο γιατρός στο Βερολίνο;

— Ο Γκρος, πάντως, ήταν ντανταϊστής. Μπορεί να τον γνώρισε ο γιατρός στο Βερολίνο; Αν σκεφτείς ότι ο Καλαράσου ήταν φίλος με τον Τριστάν Τζαρά, μπορεί…

Ήπιαμε το πρώτο μπουκάλι κρασί και παραγγείλαμε άλλο ένα, μαζί με μια τάβα [4] με σαλάμια και τυριά. Πίναμε, καπνίζαμε συνεχώς και από το μυαλό μας δεν έφευγε ο Γκρος.

Κάποια στιγμή είπαμε να κάνουμε μια βόλτα, να μας πάρει λίγο το αεράκι και να ξεζαλιστούμε. Πληρώσαμε και βγήκαμε στον δρόμο. Ένα μολυβένιο σκοτάδι είχε αγκαλιάσει τη μικρή πόλη ξεκινώντας από τις σκεπές. Εδώ κι εκεί ένα φως προσπαθούσε να αντισταθεί, αλλά η ισχύς του ήταν πολύ χαμηλή και δεν κατάφερνε παρά να φωτίσει μερικά μέτρα γύρω του. Έκανε πολύ κρύο και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Είπαμε να κοιμηθούμε γιατί το στις οκτώ πρωί έπρεπε να πάρουμε τον δρόμο του γυρισμού.

 

 

Το πρωί ξεκινήσαμε το ταξίδι για το Κλουζ αμίλητοι. Στην κάθοδο με τον οδοντωτό δεν είχαμε όρεξη να κοιτάξουμε έξω, τις αιχμηρές σαν λόγχες κορυφές των βουνών ή τις βαθιές και σκοτεινές χαράδρες που έχασκαν από τη μια και την άλλη μεριά του τρένου. Λαγοκοιμόμασταν ακούγοντας το μονότονο γκαπα-γκουπ που έκαναν τα τεράστια ολοστρόγγυλα γρανάζια του, κατεβαίνοντας από τις απότομες πλαγιές του Αμπρούντ προς τη Ρόσιε Μοντάνα. Φτάσαμε στην πόλη Τούρντα και περιμέναμε για τη μετεπιβίβασή μας στο τρένο που ερχόταν από το Βουκουρέστι. Το μεσημέρι, κατά τη μία και μισή, ήμασταν πάλι πίσω στη βάση μας. Πήραμε ένα ταξί· ο Μπίκο κατέβηκε στην οδό Ουνιβερσιτάτσι, πριν από τη φοιτητική εστία «Αβράμ Γιάνκου», κι εγώ συνέχισα για την εστία 12, όπου βρισκόταν το δωμάτιό μου. Θα συναντιόμασταν την άλλη μέρα στο Ινστιτούτο.

Καθώς ερχόταν η Άνοιξη, άρχισαν να λιώνουν τα χιόνια. Η λάσπη ήταν ανυπόφορη σε όλη την πόλη. Είχε προχωρήσει αρκετά η ανοικοδόμηση. Στο Μαναστούρ από τη μια και στο Γκεοργκένι από την άλλη ξεφύτρωναν συνεχώς καινούργιες τσιμεντένιες πολυκατοικίες. Τα βαριά μηχανήματα και τα καμιόνια, που μετέφεραν τα υλικά από το ένα μέρος στο άλλο, μετέφεραν τόνους λάσπης στους δρόμους της πόλης. Παρ’ όλα αυτά, οι περίπατοι στο κέντρο ήταν απολαυστικοί, ειδικά όταν είχε λιακάδα. Έτσι, μια λαμπερή μέρα που αποφάσισα να την κοινωνικοποιήσω υπέρ του εαυτού μου, κατεβαίνοντας την οδό Νάποκα, προσπέρασα το Ινστιτούτο, στο οποίο είχα πρόθεση να πάω, και φτάνοντας στην Πλατεία Ελευθερίας προχώρησα δεξιά και μπήκα στην Γκαλερία ντε Άρτα. Κατόπιν επισκέφθηκα το παλαιοβιβλιοπωλείο, μερικά μέτρα πιο πέρα, και ύστερα με σταθερό βήμα κατευθύνθηκα στην «Κοσιγκνάτσια», όπως έλεγαν το παλαιοπωλείο της οδού Εμίλ Ζολά.

Στο μυαλό μου στριφογύριζε η εικόνα του κυρίου Καλαράσου και ο εξαίσιος πίνακας του Γκρος. Περπάτησα από το ρεστοράν «Ούρσους» μέχρι το Μουσείο Φαρμακευτικής, έστριψα δεξιά στη Λεωφόρο Γκεόργκε Ντόζα ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στο κατάστημα που πουλούσε καπέλα και φτάνοντας στην Εμίλ Ζολά μπήκα αριστερά, όπου μόλις δυο βήματα βρισκόταν το παλαιοπωλείο.

Η κυρία Μόρικο με ρώτησε έκπληκτη:

— Πού χαθήκατε, κύριε Ντέμους; Έχω καιρό να σας δω.

— Σας φιλώ το χέρι, αγαπητή μου κυρία Μόρικο, απάντησα, κάνοντάς της διάφορες φιλοφρονήσεις.

Προχωρώντας προς τις βιτρίνες με τα παλιά ρολόγια, τις ταμπακιέρες και διάφορα άλλα αντικείμενα, παρατήρησα ότι το εκθετήριο ήταν γεμάτο από καινούργια εμπορεύματα: σαμοβάρια του 19ου αιώνα, πολλά παλιά φωτιστικά και πολλοί επίσης πίνακες.

— Κοπιάστε, κύριε Ντέμους, έχουμε πολλά πράγματα που μπορεί να σας ενδιαφέρουν.

Πλησίασα την πρώτη βιτρίνα από αριστερά και σηκώνοντας το βλέμμα μου πίσω από την κυρία Μόρικο, πλάι και δεξιά της, στην πόρτα που οδηγούσε στην αποθήκη, τι να δω; Ο πανέμορφος πίνακας του Γκρος, ιδιοκτησίας του κυρίου Καλαράσου, βρισκόταν εκτεθειμένος προς πώληση.

Συγκρατήθηκα. Προσποιήθηκα πως ήθελα να αγοράσω ένα ρολόι τσέπης για τον πατέρα μου, ωστόσο, έριχνα κλεφτές ματιές στον πίνακα. Σοκαρισμένος, δεν άντεξα και ρώτησα την κυρία Μόρικο:

— Αυτός ο πίνακας ποιανού ζωγράφου είναι, κ. Μόρικο;

— Του Γκρος, ενός Γερμανού…

— Α, μάλιστα. Και πόσο κάνει;

— Πέντε χιλιάδες λέι, πολύ ακριβός…

— Πέντε χιλιάδες λέι, ψέλλισα, πανάκριβος…

Τον περιεργάστηκα λίγο ακόμη και αφού την καλημέρισα, λέγοντας πως έχω μάθημα κι έπρεπε να βιαστώ, αποχώρησα από το παλαιοπωλείο και κατευθύνθηκα γρήγορα προς το Πανεπιστήμιο. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Πριν κάμποσο καιρό μας ζητούσε τριάντα χιλιάδες δολάρια και τώρα είχε δώσει τον πίνακα στο παλαιοπωλείο, το οποίο τον πουλούσε εκατόν ογδόντα δολάρια περίπου. Απίστευτο!

Έπρεπε να βρω τον Μπίκο. Ανέβηκα στη Γραμματεία και ρώτησα την κυρία Σεβαστή, πού έχει μάθημα.

— Κάτω, στην αίθουσα της Λογικής, μου είπε.

Έφυγα σαν αστραπή. Κατέβηκα τις σκάλες και βρέθηκα στο ισόγειο του Πανεπιστημίου. Ύστερα από πέντε λεπτά χτύπησε το κουδούνι. Ο Μπίκο βγήκε από την αίθουσα και με ρώτησε έκπληκτος:

— Πώς κι από δω;

— Έλα. Έχω να σου πω ένα νέο που με έχει σοκάρει.

— Τι;

— Στην «Κοσιγκνάτσια» της Εμίλ Ζολά…

— Τι έγινε εκεί;

— Ο πίνακας…

— Ποιος πίνακας;

— Ο πίνακας του Καλαράσου, του Γκρος! Πάμε γρήγορα…

— Τι ο πίνακας του Γκρος;

— Είναι εκεί! Τον πουλάνε πέντε χιλιάδες λέι.

— Τι; Αυτός μας γύρευε τριάντα χιλιάδες δολάρια…

— Ναι, πάμε.

Ξεκινήσαμε για το παλαιοπωλείο. Βγήκαμε στον δρόμο και πηγαίναμε γρήγορα προς την Πλατεία Ελευθερίας. Αίφνης ο Μπίκο με πιάνει από το μπράτσο και μου λέει:

— Όχι, δεν πρέπει να πάμε μαζί εκεί. Πάμε να πιούμε καφέ στη «Μόκα». Για λέγε…

 Του διηγήθηκα το συμβάν. Φτάσαμε στη «Μόκα», παραγγείλαμε καφέ και καθίσαμε στον καναπέ που βρισκόταν πλάι στη βιτρίνα. Ο Μπίκο έπεσε σε περισυλλογή. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.

— Αυτοί στην κεντρική παραλαβή των αντικειμένων έχουν εκτιμητές, οι οποίοι αποκλείεται να έκαναν λάθος. Αν ο πίνακας είναι αυθεντικός, ποτέ δεν θα έβγαινε προς πώληση. Ή θα τον προωθούσαν σε κάποιο Μουσείο ή θα κανόνιζαν να τον πουλήσουν σε κάποιον ξένο και θα έβγαζαν χοντρά λεφτά, είπε ο Μπίκο.

Ήλθε το ρεβιθόζουμο που πουλούσαν ως καφέ. Εμείς συνεχίσαμε την κουβέντα. Κάποια στιγμή ο Μπίκο είπε με ξαφνική χαρά:

— Πώς δεν το σκεφτήκαμε;

— Ποιο πράγμα;

— Την κυρία Μαρίκα Υγκ…

— Τι να την κάνουμε;

— Να τη ρωτήσουμε τι ξέρει. Σαράντα χρόνια καθηγήτρια των Εικαστικών Τεχνών ήταν στο Πανεπιστήμιο. Αυτή θα μας πει τι συμβαίνει; Πρέπει να γνώριζε τον γιατρό Καλαράσου… Πρέπει να πάμε σπίτι της. Σήμερα κιόλας!

— Τί να μας πει η κυρία Μαρίκα;

— Θα μας πει τί συμβαίνει. Αυτή θα ξέρει. Πάμε στην Πόστα να την πάρω τηλέφωνο. Δίπλα είναι.

Πήγαμε στο Κεντρικό Τηλεφωνείο κι ο Μπίκο πήρε τηλέφωνο την κυρία Υγκ, την οποία είχαμε και οι δύο καθηγήτρια στην Ιστορία της Τέχνης. Αυτή δέχτηκε με χαρά να την επισκεφθούμε το απόγευμα της ίδιας μέρας. Το σπίτι της ήταν σε μια καινούργια, αρκετά όμορφη πολυκατοικία, απέναντι από τη Νομαρχιακή Επιτροπή του Κόμματος.

Περάσαμε από το ζαχαροπλαστείο «Καρπάτσι» κι αγοράσαμε ένα κουτί ντόμπος,[6] ακολουθήσαμε την οδό Πέτρου Γκρόζα κατηφορίζοντας προς την Ορθόδοξη Μητρόπολη, τον Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και τα γραφεία της Περιφερειακής Οργάνωσης του Κόμματος. Σταθήκαμε στο φανάρι. Έσταζε υγρασία όλη η πόλη. Περάσαμε απέναντι στη γωνία της οδού Κούζα Βόντα και πλησιάσαμε στην είσοδο. Χτυπήσαμε το κουδούνι. Ακούστηκε μια αυταρχική γυναικεία φωνή:

— Ναι, ποιος είναι;

— Εμείς, κυρία Μαρίκα, ο Μπίκο κι ο Ντέμους.

Ανεβήκαμε στον τέταρτο όροφο όπου η κατοικούσε η κυρία Μαρίκα με αθώο ύφος και αγγελική διάθεση. Μόλις άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η ανοικονόμητη σε ύψος και βάρος κυρία Μαρίκα, αρχίσαμε τις υποκλίσεις, τα χειροφιλήματα και τα κομπλιμέντα: «φαίνεστε κατά δέκα χρόνια νεότερη», και «τί καλό σας έκανε που πήρατε τη σύνταξη»… Και η κυρία Μαρίκα να κάνει πως δεν θέλει τάχα μου. Συνεχίσαμε έτσι μέχρι το σαλόνι όπου μας είπε:

— Καθίστε, κατεργάρηδες. Πρώτοι είστε στις κολακείες. Για πείτε μου πώς τα πάτε με τη Σχολή;

— Καλά, κυρία Μαρίκα μου, απαντήσαμε ταυτόχρονα, πολύ καλά…

— Εσύ, γλυκέ μου Ντέμους, πώς τα πας, είσαι ακόμη με την Ελληνίδα;

— Μάλιστα, είπα εγώ, κοιτάζοντας πλαγίως τον Μπίκο.

— Καλά, ε; Θα την παντρευτείς στην Ελλάδα;

— Πού να ξέρω, κυρία Μαρίκα μου!

— Τι πού να ξέρεις; Θα σταματήσεις μ’ αυτήν τη Μαγυάρα που γυρνάς και θα παντρευτείς την Ελληνίδα… Μη νομίζεις ότι δεν τα μαθαίνω. Όλα τα μαθαίνω εγώ. Άσε που σε είδα στην Πλατεία Τσιπάριου να την έχεις αγκαλιά τη Μαγυάρα.

Ο Μπίκο κόντευε να πνιγεί από τα γέλια. Μετά βίας κρατιόταν. Εγώ ξεροκατάπινα, προσπαθώντας να της εξηγήσω, αλλά εκείνη δεν μου άφηνε περιθώρια. Αισθανόμουν ως σάκος του μποξ, έβλεπα την κυρία Μαρίκα σαν την Τσίσοβα με γάντια του μποξ να με σφυροκοπά. Γλίτωσα, όταν ξαφνικά γύρισε στον Μπίκο και τον ρώτησε με σοβαρό ύφος:

— Ο πατέρας σου τι κάνει; Δεν θα πάρει σύνταξη; Είναι μεγαλύτερος από μένα…

— Καλά είναι, κυρία Μαρίκα. Δεν το σκέφτεται ακόμα.

— Να του πεις τα χαιρετίσματά μου.

Ακολούθησε ανάκριση γύρω από τα μαθήματα και τους καθηγητές. Κατέληξε να μας πει εμπιστευτικά ότι η αντικαταστάτριά της τα είχε με τον υφυπουργό Παιδείας όταν ήταν στην Κομμουνιστική Νεολαία και γι’ αυτό πήρε την έδρα. Ύστερα, ήπιε ένα ποτηράκι λικέρ μονορούφι και είπε με σοβαρό ύφος:

— Λοιπόν, τι σας έφερε από δω; Καιρό είχατε να φανείτε. Κάτι σκαρώνετε εσείς.

Ο Μπίκο με κοίταξε με νόημα και κατάλαβα πώς αυτός θα κάνει την εισαγωγή.

— Να, αγαπητή μας κυρία Μαρίκα, ο Ντέμους έχει μια εργασία για τη Σχολή της Μπάια Μάρε [7].

— Α, αυτοί ήταν όλοι Μαγυάροι.

— Ναι, είπε ο Μπίκο, το γνωρίζω αλλά ήταν και κάποιος Ρουμάνος. Γι’ αυτόν δεν μπορεί να βρει στοιχεία ο Ντέμους και είπαμε να σας ρωτήσουμε.

— Και ποιος είναι αυτός;

— Ο Πασκ Ζένο…

— Ναι, ο Εουτζέν Πάσκου ψιθύρισε και πριν προλάβει ο Μπίκο να συνεχίσει, η κυρία Μαρίκα άρχισε να μας λέει πακτωλό πληροφοριών…

Κοιταχτήκαμε αλλά δεν τη διακόψαμε. Εκείνη συνέχισε και μετά σηκώθηκε, λέγοντας:

— Τι να σε κάνουμε; Έναν σε έχουμε. Θα σου δώσω ένα λεύκωμα με πολλά στοιχεία γι’ αυτόν. Πρόσεχε μην το χάσεις… Θα χαθείς από τον κόσμο των ζωντανών. Δεν θα δεχτώ καμιά δικαιολογία. Το αγόρασα το 1962 από το βιβλιοπωλείο «Coșbuc/Κοσμπούκ», στην Πιάτσα Λιμπερτάτσι. Τότε που πραγματικά δεν είχαμε να φάμε…

Ανέσυρε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, την οποία εμείς κοιτάζαμε με βουλιμία.

— Να, αυτό είναι, είπε. Πάρε το και κάνε την εργασία σου. Σε δεκαπέντε μέρες το θέλω πίσω.

Πήρα το λεύκωμα στα χέρια μου και κάθισα πάλι στον καναπέ. Τότε ο Μπίκο άλλαξε κουβέντα.

— Κυρία Μαρίκα, το γνωρίζω, σας καθυστερούμε, αλλά θέλω κι εγώ να σας ρωτήσω κάτι. Έχετε γνωρίσει κάποιον Καλαράσου;

— Τον γιατρό; Αυτός ήταν ήρωας από την παρανομία του Κόμματος. Πέθανε. Τον είχα γνωρίσει από τη δεκαετία του 1950, όταν ήμουν στο πρώτο έτος του «Ινστιτούτου Αντρεέσκου»[8]. Ξέρεις, άφησε την περιουσία σ’ έναν ανεψιό του. Ένα αγρίμι, που ζει με τις αρκούδες στα Δυτικά Καρπάθια… Το σπίτι του στο Μπρασόβ είναι γεμάτο πίνακες ζωγραφικής. Εσύ πού τον έμαθες;

— Μήπως είχε κάποιον πίνακα του Γκέοργκ Γκρος; Κάτι τέτοιο μου είπε ένας φίλος μου.

— Αλήτες, το είπα εγώ! Κάτι σκαρώνετε με αυτόν τον βάρβαρο!

Αφού μας μάλωσε και μας προειδοποίησε να μην κάνουμε καμιά βλακεία, είπε:

— Ναι, καλέ, υπήρχε ένας Γκέοργκ Γκρος της Σχολής της Μπάια Μάρε, από εδώ, αλλά δεν είχε καμιά σχέση με τον Βερολινέζο. Πρόκειται για τον Γκρος από το Σιμπίου…

Όταν το ακούσαμε αυτό καταρρεύσαμε. Κοιταχτήκαμε και δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας. Όλον αυτόν τον καιρό, μας είχε εγκλωβίσει η ιδέα ότι βρισκόμασταν πολύ κοντά σε μια ασύλληπτη επιτυχία. Και τώρα, όλα κατέρρεαν. Ξεροκαταπίναμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Προφασιστήκαμε ότι έχουμε μάθημα. Αμήχανοι σηκωθήκαμε, χαιρετήσαμε την κ. Μαρίκα και κατεβήκαμε αμίλητοι στον δρόμο. Προχωρήσαμε προς το Λύκειο Μπράσσαϊ. Ξαφνικά σταματήσαμε. Γυρίσαμε ο ένας προς τον άλλον και κοιταχτήκαμε. Για μια στιγμή φάνηκε πως θα κλάψουμε από τη στενοχώρια μας. Και τότε σκάσαμε κάτι απίθανα γέλια. Οι διαβάτες που περνούσαν μας κοίταζαν με περιέργεια. Ο Μπίκο, είπε:

— Άντε, πάμε απέναντι στο «Ουμπέρτους» να φάμε και να πιούμε μια μπίρα «Ούρσους» στην υγειά της κυρίας Μαρίκας και του Καλαράσου. Εμείς λεφτά δεν πρόκειται να κονομήσουμε ποτέ…

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Γκάρα: σιδηροδρομικός σταθμός.

2. κοζόκ: δερμάτινα ημίπαλτα με επένδυση προβιάς, αδιαπέραστα από το κρύο.

3. Τσάρα Μότσιλορ: εθνογραφική περιοχή της Ρουμανίας, γνωστή και ως Χώρα της Πέτρας. Βρίσκεται στα Δυτικά Καρπάθια, στη λεκάνη των ποταμών Άριες και Κρίσουλ Άλμπ. Περιλαμβάνει τμήματα από τις σημερινές κομητείες Άλμπα, Αράντ, Μπιχόρ, Κλουζ και Χουνεντοάρα. Ένα τμήμα της περιοχής είναι μέρος του φυσικού πάρκου των Δυτικών Βουνών.

4. Αβράμ Γιάνκου (1824-1872): δικηγόρος και επαναστάτης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Τρανσυλβανική Επανάσταση του 1848. Ήταν επικεφαλής της επανάστασης στην Τσάρα Μότσιλορ το 1849, και υποστήριξε τη συμμαχία των Ρουμάνων με τον αυστριακό στρατό εναντίον των ουγγρικών επαναστατικών στρατευμάτων του Λάγιος Κόσσουτ.

5. τάβα (τάβλα): Αντικείμενο επίπεδο από μέταλλο, πλαστικό ή ξύλο, με διαφορετικά σχήματα και μεγέθη και ελαφρώς ανυψωμένες άκρες, που χρησιμοποιούν στο τραπέζι για το σερβίρισμα.

6. ντόμπος: σοκολατένια γλυκά σαν τα «αραπάκια» αλλά με σκληρή σοκολάτα και καρύδια.

7. Σχολή της Μπάια Μάρε: καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Belle Époque γύρω από τον Ούγγρο ζωγράφο Σίμων Χόλλοσι.

8. Ιόν Αντρεέσκου (1850-1882): Ρουμάνος ζωγράφος και παιδαγωγός, που μετά θάνατον ανακηρύχτηκε μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας (1948). Προς τιμήν του το Ινστιτούτο της Σχολής Καλών Τεχνών του Κλουζ ονομάστηκε «Ινστιτούτο Ιόν Αντρεέσκου».