Παρασκευή, Μαρτίου 08, 2024

Ο μύλος του Τζίμη...

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ο μύλος του Τζίμη...

Ήτανε τότε που στερέψανε τα νερά. Λίγο μετά τα αντάρτικα. Ο γέρο Ρουσσάς έκλεισε το μύλο και τραβήχτηκε πέρα στα Χάνια όπου είχε ένα μεγάλο σπίτι. Ο κόσμος αναγκάστηκε να πηγαίνει για άλεσμα στη Φτέρη, κάνα δυο ώρες μετά τη Σκουτέργα. Εκεί είχε νερά και δουλεύανε τρεις νερόμυλοι. Βάσανο σωστό να πηγαίνουν τόσο δρόμο. Ειδικά το χειμώνα όταν έπιανε το χιόνι. Σαν έπεφτε το χιόνι μπορεί να έμεναν και είκοσι μέρες χωρίς ψωμί κάποιες φαμελιές στο χωριό, αν δεν είχανε προβλέψει για το αλεύρι.

Τότε ο Τζίμης Καντήλας, σκέφτηκε να φέρει στο χωριό ένα πετρελαιοκίνητο μύλο. Ο Τζίμης ήτανε ένα γεροδεμένο, μελαχρινό παλικάρι είκοσι τριών χρόνων. Ανύπαντρος. Όλες τον θέλανε. Μ’ αυτός καλός και γλυκομίλητος δε σκεφτόταν την παντρειά. Ήταν κι ο πατέρας του βλέπεις που του έλεγε:

—     …τρεις αδερφές έχεις ανύπαντρες, μη βάλεις στο μυαλό σου την παντρειά…

Έτσι ο Τζίμης, όταν έκανε κανείς κανένα χωρατό, απαντούσε δειλά:

—     Όλα με την ώρα τους. Δε βρέθηκε στο δρόμο μου εκείνη που θ’ αγαπήσω…

Ο γέρο Μάρκος, είχε μεγάλη φαμελιά. Έκανε με τη γυναίκα του, την κυρά Αντιόπη, έξι παιδιά, τέσσερα κορίτσια και δυο αγόρια. Τη μεγάλη του, τη Μηλιά, μόλις έγινε δεκαοχτώ χρονών, τη γύρεψε ένα καλό παιδί, ο Γιάννης ο Μπόρας από την Ντάρδιζα. Εμποράκος ήταν. Πλανόδιος. Γύριζε μέσα στα χωριά, με τις βαντάκες του φορτωμένες πάνω σε δυο μουλάρια και πουλούσε την πραμάτεια του. Μοναχοπαίδι από καλοστεκούμενη φαμελιά. Από αυτήν την κόρη, ο γέρο Μάρκος, είχε δυο εγγονάκια. Αγοράκια. Το ένα το είχαν βαφτίσει τ’ όνομά του. Κάθε καλοκαίρι τού τα έφερναν για ένα μήνα. Έπαιρνε μεγάλη χαρά απ’ αυτά τα μικρά. Τα άλλα τέσσερα παιδιά του ήταν ανύπαντρα. Ο μεγάλος του ο Ευάγγελος ο δασοκόμος, τα τρία κορίτσια, ο Τζίμης ο μικρότερος γιος του. Όλα κατοικούσαν μαζί του στο χωριό. Ο μεγάλος του γιός μονάχα, που έπαιρνε τα γράμματα, σπούδασε. Έγινε δασοκόμος στο Υπουργείο. Και τώρα, δόξα τω Θεώ, υπηρετούσε δασάρχης στα Τρόπαια.

 

Στην υπόθεση του μύλου ο Τζίμης δεν άργησε να πείσει τον πατέρα του. Τα βάλανε κάτω και τα λογαριάσανε. Είδανε πως το κέρδος ήταν μεγάλο. Και μονάχα το μισό χωριό να ’φερνε σ’ αυτούς τα γεννήματα, πάλι το κέρδος έβγαινε καλό. Άσε που όλο το χωριό θα τους ευλογούσε. Πού να φεύγουνε τόσες ώρες δρόμο οι άνθρωποι για το μύλο στη Φτέρη και μάλιστα δυο φορές την εβδομάδα!

Έτσι, χωρίς να πουν τίποτα σε κανέναν κατέβηκαν στον Πύργο μα δεν τα βρήκανε μ’ έναν Γιώργη Τσαρέ, που πούλαγε μεταχειρισμένους μύλους. Κάνανε κάτι ψώνια και το μεσημέρι κάτσανε να φάνε στο εστιατόριο του Παναγόπουλου, στα Χαλικιάτικα. Εκεί που τρώγανε, πέρασε τυχαία και τους αντάμωσε ο Ντίνος ο Καλατζάκος από την Πέρα Μεριά. Το ’φερε η κουβέντα στο μύλο. Ο Καλατζάκος, δραγάτης του γέρο Μάρκου προπολεμικά στα πεύκα της Γορτυνίας τούς είπε να πάνε στην Τρίπολη, στη Μαντινεία, και να βρούνε έναν Σπυρόπουλο, που έκανε χρυσές δουλειές με τους μύλους εκείνη την εποχή. Ήτανε και μηχανικός. Είχε λόγο και δεν σε κρέμαγε ποτές. Αυτός είχε στήσει το μύλο του Καπογιάννη στη Μπερτσιά.

Μια και δυο πάνε στην Τρίπολη κι από κει στη Μαντινεία. Βρήκανε τον Σπυρόπουλο και τα συμφωνήσανε. Θα τους έφερνε το μύλο και θα καθότανε είκοσι μέρες στο χωριό. Θα τον εγκαθιστούσε κατόπιν θα μάθαινε τον Τζίμη να τον δουλεύει μοναχός του. Του δώκανε δέκα λίρες προκαταβολή και γυρίσανε πίσω.

Στο χωριό κρατηθήκανε. Δεν είπανε κουβέντα σε κανέναν. Μονάχα επισκευάσανε ένα ισόγειο ανεξάρτητο οίκημα που είχανε πλάι στο σπίτι. Το  λεγόμενο του Μπεηντάση. Πήγαν νύχτα στην Κάπελη, ο Τζίμης με τον φίλο του τον Δαμιανό και πέντε έξι παιδιά ακόμη και κόψανε τις δοκούς. Τις κουβάλησαν με προφυλάξεις πίσω από του Μπεηντάση. Ύστερα φέρανε τα λιθάρια και σηκώσανε τη σκεπή μισό μέτρο. Κατόπιν χτίσανε μια στέρνα στο πίσω μέρος. Φέρανε νερό με τα ασκιά φορτωμένα στ’ άλογα από τα Πλατανούλια και τη γεμίσανε. Όλα ήσαν έτοιμα και περιμένανε τον Σπυρόπουλο. Ένα πρωί, ακούστηκε το αγκομαχητό ενός φορτηγού ν’ ανεβαίνει στον Τρόχαλο. Ύστερα από είκοσι λεπτά, ένα παλιό στρατιωτικό τζαίημς, απομεινάρι του πολέμου, μπήκε στον κήπο του Καντήλα. Μαζεύτηκε σωρό κόσμος και κοίταζαν όλοι με περιέργεια να δούνε τι είναι αυτά τα μεγάλα στρόγγυλα λιθάρια που ήσαν φορτωμένα στην καρότσα του φορτηγού. Τότε το μολογήσανε πως φέρανε στο χωριό πετρελαιοκίνητο μύλο!

Ο Σπυρόπουλος έφερε μαζί του και δυο βοηθούς. Κάτσανε στο χωριό δεκαεννιά μέρες. Αρχινούσαν τη δουλειά χαράματα και σταματάγανε το μεσημέρι για φαγητό και ξεκούραση. Στις πέντε ξαναρχίζανε. Ο γέρο Μάρκος καθόταν απέναντι κάτω από τα μπαλκόνι του ξαδέρφου του, του Αχιλλέα κι επέβλεπε. Εκείνες τις μέρες ήρθε και ο άλλος γιος, ο σπουδαγμένος. Πήρε την άδειά του από το Δασαρχείο Τροπαίων όπου ήταν διορισμένος δασοκόμος. Ένα μήνα θα καθότανε στο χωριό. Ο γέρο Μάρκος τον έπαιρνε πλάι του κι επιτηρούσαν όλη την ημέρα τις εργασίες. Μαζί του έκανε και τους λογαριασμούς. Ήταν ο μεγάλος του. Ο μορφωμένος! Ο γιος του ο δασοκόμος!

Ο Τζίμης δούλευε ασταμάτητα με πάθος κοντά στον Σπυρόπουλο. Παρατηρούσε με προσοχή κάθε του κίνηση. Ήθελε να μάθει τα πάντα. Να ξέρει για όλα τα εξαρτήματα. Να μην έχει την ανάγκη του Σπυρόπουλου αν τυχόν και συνέβαινε καμιά βλάβη.

Τα κορίτσια του γέρο Μάρκου, δεν προλάβαιναν να πάρουν ανάσα. Είχαν τους μαστόρους, είχαν τις δουλειές του σπιτιού, είχαν και τα καμώματα του κυρίου δασοκόμου. Αυτός απαιτούσε κάθε μέρα να φέρνουν νερό από τα Πλατανούλια, να το ζεσταίνουν για να παίρνει το μπάνιο του. Ήθελε κάθε μέρα άλλη αλλαξιά. Κάθε μέρα έπρεπε να του σιδερώνουν άλλο παντελόνι, πουκάμισο κι εσώρουχα. Το ντύσιμό του ήταν προέκταση της προσωπικότητάς του. Έτσι έδειχνε ανώτερος από τον άλλο κόσμο. Απαιτούσε κάθε μέρα άλλο φαγητό και απαραιτήτως κρέας στο τραπέζι. Οι επιθυμίες του πραγματοποιούνταν όλες ασυζητητί. Έτσι όριζε ο γέρο Μάρκος. Γιατί αυτός ήταν ο σπουδαγμένος του. Το καμάρι του!

Τα κορίτσια έριχναν καμιά κλεφτή ματιά στους παραγιούς του Σπυρόπουλου. Αλλά πού χρόνος για κάτι τις περισσότερο. Ήταν βέβαια κι επικίνδυνο, γιατί αν έπεφτε στην αντίληψη του γέρο Μάρκου και του δασοκόμου, το παραμικρό, θα είχαν άσχημα ξεμπερδέματα.

Ο Σπυρόπουλος τέλειωσε μια μέρα νωρίτερα. Αφού τον ξεπλήρωσαν ο γέρο Μάρκος του είπε:

—     Μάστορα είκοσι μέρες είπες πως θα μείνεις στο σπίτι μου… Με τη σημερινή είναι δεκαεννιά. Μου χρωστάς μια μέρα! Το λοιπόν αύριο θα κάνουμε τον αγιασμό κι ύστερις θα το γλεντήσουμε! Μεθαύριο το πρωί, έχεις το λεύτερο να φύγεις…

Το απόγευμα ο γέρο Καντήλας φώναξε τον Μπράτη τον μακελάρη να σφάξει το μποζιάκι και δυο αρνιά. Τα κοκόρια τα ανέλαβαν οι γυναίκες. Μετά πήρε το μάστορα και κάνανε τους λογαριασμούς. Τον ξεπλέρωσε και με το παραπάνω και είπε:

—     Είσαι ευχαριστημένος μάστορα;

—     Ναι μπάρμπα, σε φχαριστώ, απάντησε ο Σπυρόπουλος…

—     Ε, τότε πάρε τους παραγιούς σου να πάμε στην αγορά να πιούμε ένα ούζο για τα καλορίζικα…

Κινήσανε όλοι μαζί και πήγανε στο μαγαζί του Μπάμπη. Εκεί ο γέρο Μάρκος κέρασε όλη την κομπανία αλλά και τους υπόλοιπους συντοπίτες για το καλό. Μετά, καθώς προχώραγε η νύχτα είπε:

—     Άντε να πάμε τώρα να πλαγιάσουμε, τι αύριο έχουμε να σηκωθούμε μπονόρα…  

Την επομένη το πρωί, σηκώθηκαν όλοι νωρίς-νωρίς. Αχάραγα. Οι γυναίκες πιάστηκαν να μαγειρέψουν στον Κήπο, πίσω από το μύλο. Ήρθαν κι άλλες, συγγένισσες και βόηθησαν. Βάλανε τα σφαχτά να βράσουν σε μεγάλα λεβέτια κι όλα ήσαν έτοιμα στην ώρα τους. Κατά τις έντεκα ήρθε ο παπά Χαράλαμπος κι έγινε ο αγιασμός. Τότε ο Σπυρόπουλος είπε στον Τζίμη, σπρώχνοντάς τον ελαφρά στον ώμο:

—     Πάμε το λοιπόν λεβέντη μου… βάλε τη μηχανή μπροστά να την ακούσει ο κόσμος…

Ο Τζίμης άρπαξε τη μανιβέλα κι άρχισε να την γυρίζει με ταχύτητα, ενώ ο Δαμιανός, ο αδελφικός του φίλος, τράβαγε με δύναμη τους ιμάντες. Η μηχανή πήρε μπροστά κι ο Τζίμης με το φίλο του άρχισαν να ρίχνουν στάρι από την καταπακτή. Από το θόρυβο τρόμαξαν κάποιες γυναίκες, κι ο γάιδαρος του Παπάγου άρχιζε να γκαρίζει δαιμονισμένα από την τρομάρα του. Όλοι γελούσαν κι εύχονταν κάθε καλό στον γέρο Καντήλα και στον Τζίμη. Μετά όλος κόσμος πέρασε στο πίσω μέρος, στον Κήπο, κάθισαν κάτω απ’ τον πλάτανο και τις μουριές όπου ήταν στρωμένα τα τραπέζια. Σχεδόν όλο το χωριό βρισκόταν εκεί.

Έγινε γλέντι τρικούβερτο κάτω απ’ τον πλάτανο. Ήρθαν όλοι ν’ ασημώσουν το μύλο. Κάποια χαμίνια πήγαν στο πίσω μέρος του, εκεί που έβγαινε από την εξάτμιση ο ολόμαυρος καπνός, και τον ρούφαγαν κάνοντας πως καπνίζουν. Πολλοί άνθρωποι είχαν μπει μέσα στο μύλο και θαύμαζαν τους ιμάντες που έτρεχαν με ταχύτητα, δημιουργώντας κίνηση στα μεγάλα λιθάρια που άλεθαν το στάρι με τρομερή ταχύτητα. Τούκου, τούκ, τούκου τουκ, έκαναν τα μπεκ, κι ο θόρυβος ακουγόταν ως τα Χάνια μια ώρα δρόμο από το χωριό. Η γλυκιά μυρωδιά του σταριού απλωνόταν γύρω, κι ανακατευόταν με τις ευχές:

―Καλορίζικος μπάρμπα Μάρκο, καλές δουλειές Τζίμη να σας ευλογάει ο Θεός που μας σκεφτήκατε και δεν θα τρέχουμε πια στη Φτέρη για το άλεσμα…

Μέσα σ’ ένα ξεφάντωμα γενικό, έφτασε και η κομπανία του Σταύρου του βιολιτζή από του Λάλα, και το γλέντι πήρε πανηγυρικό χαρακτήρα. Χόρευαν, τραγουδούσαν όλοι ως αργά τη νύχτα. Τέτοιο γλέντι είχε χρόνια να γίνει.

Την άλλη μέρα κατά τις έντεκα, ο Σπυρόπουλος μαζί με τους παραγιούς φόρτωσαν τα εργαλεία πάνω στο φορτηγό, κι αφού ευχαρίστησαν και χαιρέτησαν τους νοικοκυραίους βάλανε μπροστά τη γκρανκάσα και πήραν το δρόμο του γυρισμού.

Έτσι το χωριό απέκτησε μύλο κι ο Αφέρτης, ο Λάμπης, που έκανε τα γενικά εμπόρια, άρχισε τώρα κι έφερνε μεγάλα βαρέλια με πετρέλαιο, εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη λειτουργία του. Ο μύλος άλλαξε πολλά πράματα στο χωριό. Το κέντρο μετατοπίστηκε ανατολικότερα, λίγο πιο πέρα από το μαγαζί του Αφέρτη. Η γειτονιά που πριν είχε ησυχία, τώρα άρχισε να μαζεύει τον πιο πολύ κόσμο που ερχόταν για ν’ αλέσει στου Τζίμη το μύλο, όπως τον έλεγαν.

 

Σώθηκε το χωριό με το μύλο κι όλοι επαινούσαν το μικρό γιο του γέρο Καντήλα. Ο γέρος πάλε καμάρωνε. Στο χρόνο απ’ όταν ξεκίνησε ο μύλος να δουλεύει, παντρέψανε τη δεύτερη κόρη. Τη Φωτούλα. Ήρθε το προξενιό από την Πέρα Μεριά, και τη δώσανε στο Γιάννη Μπρακουμάτσο στην Χώρα. Καλό παιδί. Και ψηλό ίσαμε εκεί πάνω. Δυο μέτρα. Έσκυβε να περάσει την πόρτα του μύλου. Ερχότανε για άλεσμα κάθε δεκαπέντε κι έριχνε κλεφτές ματιές στη Φωτούλα. Όταν στείλανε οι δικοί του το προξενιό, η Φωτούλα είπε αμέσως το ναι, κι έτσι, ο γέρο Μάρκος έδωσε την ευχή του. Ύστερα έριξε μια ντουφεκιά από το παράθυρο. Μ’ αυτό τον τρόπο πληροφορήθηκαν οι χωριανοί, ότι το προξενιό ευοδώθηκε. Έτσι μείνανε ανύπαντρα τα δυο μικρά κορίτσια κι ο Τζίμης με τον δασοκόμο.

Με τον καιρό, ο Τζίμης έμαθε καλά τα μυστικά της μηχανής. Κάθε πρωί, χειμώνα καλοκαίρι, σηκωνόταν νωρίς-νωρίς κι έχοντας παρέα και βοηθό του, τον  φίλο του τον Δαμιανό. Έβαζε τη μηχανή μπροστά κι άρχιζε ν’ αλέθει τα γεννήματα. Πιο πολύ στάρι κι αραποσίτι και λιγότερο βρώμη και κριθάρι για τα ζώα. Όταν τα πράματα έπαιρναν τη σειρά τους, χαλάρωνε κι έπιανε το τραγούδι. Έπιανε το τραγούδι και συνόδευε με τη γλυκιά φωνή του, τα λιθάρια π’ άλεθαν τα γεννήματα. Ο Τζίμης είχε μια φωνή αηδονιού. Έλεγε πως ήξερε πάνω από πεντακόσια τραγούδια. Σαν έπιανε το τραγούδι δεν έλεγε να σταματήσει. Και χορευταράς, ο πρώτος του χωριού!

Τα κορίτσια του χωριού, ήταν αναστατωμένα από την ομορφιά του. Αλλά κι από την καλοσύνη του. Σαν έφταναν έξω από το μύλο, έκοβαν ταχύτητα κι έκαναν πως κάτι ψάχνουν στις τσέπες τους, ρίχνοντας, αδιάφορα κλεφτές ματιές στο εσωτερικό του. Ήτανε βλέπεις της παντρειάς ο Τζίμης κι αυτό δεν περνούσε απαρατήρητο. Όμως όταν ο μύλος μπήκε στον δεύτερο χρόνο, ο Τζίμης ερωτοχτυπήθηκε σφόδρα από μια ξένη, απογοητεύοντας όλα τα κορίτσια του χωριού.

Ήταν  σε μια από τις μεγάλες γιορτές του χωριού ήταν του Αγίου Πνεύματος. Γινόταν μεγάλο πανηγύρι στην ομώνυμη τοποθεσία, μέσα στο δάσος κάνα μισάωρο με τα πόδια έξω από το χωριό. Ανήμερα του Αγίου Πνεύματος, όλο το χωριό μεταφερόταν στο μικρό εκκλησάκι, που ήταν χτισμένο σ’ ένα ξέφωτο μέσα στο πευκοδάσος. Εκεί, μαζί με τους κατοίκους από τα γειτονικά χωριά, του Λάλα, το Ξερό, την Ντάρδιζα, το Αμπάρι, το Νιχώρι, έστηναν ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της περιοχής. Όταν τέλειωνε η λειτουργεία, εκατοντάδες άνθρωποι έπιαναν θέσεις κάτω από τα θεόρατα πεύκα και γλεντούσαν ως αργά το βράδυ. Έρχονταν και κομπανίες και το γλέντι άναβε.

Εκείνη τη χρονιά του Αγίου Πνεύματος, ο γέρο Μάρκος Καντήλας, φιλοξένησε την αδελφή του την Παναγιώτα που ήταν παντρεμένη στο Ξερό μαζί και τα παιδιά της κι ανήψια του τον Γιάννη και τη Μηλιά.

Ο ανεψιός του ο Αριστείδης, που είχε ξενιτευτεί στην Αθήνα, προσκάλεσε στο πανηγύρι και τον φίλο του τον Τάση του Μήτσου Μπότσα, μαζί με την αδερφή του την Αντιγόνη. Τα παιδιά αυτά από μικρά ήταν αδελφικοί φίλοι. Μαζί έφυγαν στην Αθήνα σε διάφορες δουλειές. Εκεί κατοικούσαν μαζί σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Δουργούτι. Ο Αριστείδης της Παναγιώτας δούλευε σ’ ένα τυπογραφείο στην Πλατεία Κουμουνδούρου, όπου είχε πάρει και την αδερφή του φίλου του, την Αντιγόνη, στο βιβλιοδετείο. Ο Τάσης είχε πιάσει δουλειά σ’ ένα μικρό εμπορικό, που είχε ανοίξει ο Ηρακλής Βασκαντήρας το 1935, στην Πλατεία Δημοπρατηρίου.

Οι φιλοξενούμενοι έφτασαν την παραμονή του Αγίου Πνεύματος και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι του γέρο Μάρκου. Ο Τζίμης τα ’χασε όταν είδε την Αντιγόνη, μια πανέμορφη, καλοσυνάτη και χαρούμενη κοπέλα. Έχασε τη μιλιά του και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Αλλά κι εκείνη του έσφιξε το χέρι περισσότερο από όσο έπρεπε. Από εκείνη τη στιγμή ο Τζίμης αρρώστησε. Δεν θα γινόταν καλά αν δεν παντρευόταν την Αντιγόνη.

Ύστερα από μια βδομάδα, και μετά από πολλές συζητήσεις, κι αφού ο Τζίμης έδωκε τον λόγο του κι ορκίστηκε στο εικόνισμα της Παναγίας, ότι δεν θα απομακρυνθεί από την οικογένεια, κι ότι αναλαμβάνει να παντρέψει και να προικίσει τις δύο ανύπαντρες αδελφές του, σε περίπτωση, που, ο μοι γένοιτο, πάθει κάτι ο γέρο Μάρκος, κάμφθηκε η αντίσταση του πατέρα του και της μάνας του.  Η μάνα του ήταν αυτή που έκοβε την άλυσο. Δεν ήθελε με τίποτα να παντρευτεί ο Τζίμης. Έτσι, αφού είδαν κι απόειδαν ότι ο Τζίμης δεν αλλάζει, ο γέρο Μάρκος έστειλε το προξενιό στον Μήτσο Μπότσα. Αυτός απάντησε στέλνοντας πεσκέσι έναν λαγό, μια νταμιτζάνα κρασί κι ένα ταψί μπακλαβά, φτιαγμένο από τα χέρια της νύφης.

Ο γάμος έγινε με όλο το τυπικό. Τριάντα ιππείς, όλοι παλληκάρια από το χωριό, φίλοι και υποστηριχτές του Τζίμη, κίνησαν για την «προσκεφάλα». Πρώτος ήρθε ο Παναγής, μ’ ένα τσίλικο άλογο. Οι ντουφεκιές πήγαιναν σύννεφο. Ο γάμος έγινε στο Ξερό, κι ύστερα, τριακόσιοι νοματέοι, ήρθαν τραγουδώντας, άλλοι καβάλα στ’ άλογα, κι άλλοι πεζή, από το Ξερό, έχοντας μπροστά τη νύφη και το γαμπρό. Το γλέντι κράτησε τρεις μέρες. Ο Τζίμης άστραφτε ευτυχισμένος. Η Αντιγόνη κι αυτή έδειχνε από τη μεριά της μια μεγάλη αγάπη για τον άντρα της, έναν σεβασμό και μια ευγένεια πρωτόγνωρη για τα πεθερικά της και τις κουνιάδες της.

 

Τα προβλήματα ξεκίνησαν λίγο καιρό μετά, όταν οι αδελφές του Τζίμη υποστηριζόμενες και από τη μάννα τους και τον μεγάλο τους αδελφό τον δασοκόμο, άρχισαν να τρώγονται για την Αντιγόνη, ότι τάχα μου δεν συμμετέχει στις βαριές δουλειές του σπιτιού, κι ότι ο Τζίμης πήρε γυναίκα ακαμάτρα και παστρικιά…

Στην αρχή ο γερο Μάρκος με πυγμή επέβαλε την σιωπή. Απείλησε τη γυναίκα του ότι, αν δεν σταματήσει αυτό, θα την σαπίσει στο ξύλο κι αυτήν και τις τσούπες. Όμως η γκρίνια υπέβοσκε. Έβγαλαν της Αντιγόνης παρατσούκλι και μ’ αυτό την κουτσομπόλευαν σε συγγενείς και φίλους και σε όλο το χωριό. Την έλεγαν «Πριγκηπέσσα» υποτιμητικά. Στην ομάδα προστέθηκε κι ο δασοκόμος, σαν ήρθε το καλοκαίρι για τις διακοπές του. Έδειχνε κι αυτός μια δυσαρέσκεια, σε ότι είχε σχέση με την Αντιγόνη. Αυτό έκανε να αλλάξει και η γνώμη του γέρο Μάρκου, που μέχρι εκείνη την ώρα, γινόταν με την παρουσία και το λόγο του, το εμπόδιο που πάνω του σταματούσαν οι μηχανορραφίες των γυναικών εναντίον της Αντιγόνης. Σε λίγο καιρό, όλο το χωριό την σχολίαζε ειρωνικά. Ήταν και τα κορίτσια του χωριού που είχαν χολωθεί, που μια ξένη τους έκλεψε τον γαμπρό.

Η Αντιγόνη στην αρχή δεν έδινε σημασία σε τίποτε απ’ αυτά. Ήταν πρόσχαρη κι υπομονετική και έκανε πως δεν καταλαβαίνει τις παραξενιές της πεθεράς της. Έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού με μεράκι. Έφερνε νερό από τη βρύση κάθε δεύτερη μέρα. Έπλενε, μαγείρευε και σκούπιζε. Φρόντιζε τα ζώα. Το άλογο και τα μουλάρια, τις κότες, τις πάπιες τις χήνες και τα φαραόνια. Τα τάιζε, άλλαζε το νερό τους στις κορήτες. Ύστερα, συγύριζε το σπίτι, και το έκανε ν’ αστράφτει από την καθαριότητα. Ανέλαβε τον ανεφοδιασμό και την μαγειρική και ετοίμαζε μια πλούσια ποικιλία φαγητών που είχε μάθει στην Αθήνα. Έπλενε και σιδέρωνε τα ρούχα και ο γέρο Μάρκος με τον Τζίμη ήταν πάντοτε ντυμένοι με ολοκάθαρα ρούχα. Τίποτα όμως δεν στάθηκε δυνατό να αλλάξει την άποψη της πεθεράς και των κοριτσιών του γέρο Μάρκου. Αυτές το χαβά τους. Συνεχώς την κακολογούσαν πίσω της και μπροστά της.

Η Αντιγόνη κουβέντιαζε κρυφά με τον άντρα της. Του έλεγε τα παράπονά της κι αυτός την άκουγε με καλοσύνη κι αγάπη. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο που του το επισήμαινε πάντοτε σε όλες τις συζητήσεις.

—     Δεν είναι αυτά που κάνουν σε βάρος μου Τζίμη. Είναι και το άλλο: εσύ δουλεύεις δίχως αναπαμό κι εμείς, δεν έχουμε μια δραχμή στην τσέπη. Αύριο θα κάνουμε παιδιά. Θα θέλουνε ρούχα και παπούτσια. Θα πάνε σχολείο. Θα ’χουνε έξοδα. Πώς θα τα ντύσουμε και πώς θα τα ποδέσουμε; Θα γυρεύουμε από τον πατέρα σου κάθε λίγο και λιγάκι λεφτά; Εμείς θα κάνουμε δική μας φαμελιά. Δε λέω, ανύπαντρες αδελφές έχεις. Μα κι εμείς άνθρωποι είμαστε. Πρέπει να κάνουμε το κουμάντα μας για τη δική μας φαμελιά…

Εκείνος πάλι της θύμιζε πως είχε δώσει το λόγο του κι είχε ορκιστεί στο εικόνισμα της Παναγίας να μην φύγει από το σπίτι, μέχρι να παντρέψει και να προικίσει τις αδελφές του. Της συνιστούσε να κάνει υπομονή και θα μιλούσε στον πατέρα του. Πάντα την άκουγε σκεφτικός. Μια μέρα της είπε:

—     Εγώ γυναίκα μου δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Όλα αυτά με στεναχωρούν και με πικραίνουν. Θα μιλήσω του πατέρα μου όταν έρθει η ώρα. Να φύγουμε από το σπίτι και να πάμε στο πατρικό μας, πιο πέρα από το μύλο. Να ζήσουμε μόνοι μας και με τα παιδιά μας όταν με το καλό θα έρθουνε. Δε θέλω όμως να μας μάθει το χωριό…

Η Αντιγόνη τον άκουγε κι έκανε υπομονή. Κάποια στιγμή όμως άρχισε να στεναχωριέται πολύ. Δεν ήθελε να πικραίνει τον άντρα της και δεν του έλεγε τίποτα απ’ όσα γίνονταν στο σπίτι. Της άλλαζαν θέση στα πράγματα και όταν ρωτούσε που είναι τα σεντόνια ας πούμε, της απαντούσαν “εκεί που τα ’βαλες προκομμένη. Δεν θυμάσαι; Άρχισες και ξεχνάς;”

Η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει όταν χάθηκε ένα μαντήλι της κυρά Αντιόπης, της πεθεράς της. Στο μαντήλι είχε κομπόδεμα τις οικονομίες της, όσα της έμεναν από παλιά, που ο άντρας της της έδινε λεφτά για να ψωνίζει. Έγινε σαματάς για το μαντήλι με τiς οικονομίες της. Έλεγαν, μάνα και κόρες ότι το πήρε η Αντιγόνη. Η πιο σκληρή ήταν η μικρή, η Αριστέα. Αυτή διαρκώς ενοχλούσε την Αντιγόνη. Της έλεγε:

—     Να πας από κει που ήρθες. Άλλες είχαν σειρά πριν από σένα.

Μετά από κάμποσο καιρό η  Αντιγόνη γέννησε το πρώτο παιδί τους, ένα όμορφο κοριτσάκι. Για λίγο σταμάτησαν οι φασαρίες, αν και οι αδελφές του Τζίμη υπογείως συνέχιζαν να δημιουργούν προβλήματα στην Αντιγόνη για το κομπόδεμα της μάνας τους. Μια μέρα κόντεψαν να πιαστούν στα χέρια, όταν η Αντιγόνη μπήκε στην κάμαρη που κοιμόταν το μωρό και βρήκε εκεί και τις δυο αδελφές του Τζίμη να έχουν κάνει τα πράγματα της άνω κάτω, ψάχνοντας να βρουν το κομπόδεμα με τις οικονομίες της μάνας τους. Η μεγάλη, η Λούλα, είχε πλησιάσει το μπεσίκι που βρισκόταν το μωρό το οποίο έκλαιγε, και το απειλούσε:

—     Σκάσε μούλικο, ειδεμή θα σε σκάσω εγώ.

Η Αντιγόνη, ακούγοντας τις απειλές προς το κοριτσάκι της, μπήκε στην κάμαρη ουρλιάζοντας και άρχισε να τις σπρώχνει για να τις βγάλει έξω. Αυτές βγήκαν βρίζοντάς την και ρωτώντας την αν τις διώχνει από το σπίτι τους.

Το περιστατικό αυτό τής στοίχησε την ψυχική της ηρεμία. Άρχισε να έχει φοβίες, ότι κακό θα κάνουν στο παιδί της. Τις νύχτες πεταγόταν στον ύπνο της φωνάζοντας “το παιδί μου, Παναγία μου, το παιδί μου..”. Άλλες φορές πάλι την έπιανε ένα νευρικό γέλιο που δεν έλεγε να σταματήσει. Ο Τζίμης δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Άρχισαν να την λένε τρελή, ώσπου μια μέρα η μάνα του του είπε:

—     Βιάστηκες να παντρευτείς παιδάκι μου. Πού την ήξερες; Ποιόν ρώτησες για δαύτηνε; Μας έφερες μια τρελή μέσα στο σπίτι. Να την πάρεις και να τήνε πας στην Παλιομπαρμπάσενα να την ιδεί μια γριά γύφτισσα η Χουζού, να τήνε κάνει καλά. Αυτό μας έλειπε τώρα, ο Θεός να με συγχωρέσει…

Ο Τζίμης το κουβέντιασε με τον πατέρα του και τον έπεισε να του δώσει λίγα χρήματα, για να πάει με την Αντιγόνη στον Πύργο. Στον γιατρό, τον γερο Χρηστιά. Πάλι καλά που ο πατέρας του συμφώνησε. Γιατί αν του έλεγε όχι, ο Τζίμης δεν ήξερε τι να κάνει. Τα κουμάντα τα κράταγε αυστηρά ο γέρος. Κανείς άλλος δεν διαχειριζότανε χρήματα στην οικογένεια. Μόνο ο πατέρας του. Κι ο γέρος ήταν μεν πολύ εντάξει στους λογαριασμούς του με τους ξένους, ωστόσο με την οικογένειά του ήταν πολύ σφιχτός. Ο τρόπος του δημιουργούσε πρόβλημα στον Τζίμη. Ενώ ο Τζίμης ήταν που δεν είχε σταματημό με τις δουλειές, στο μύλο στα χωράφια, στο ρετσίνι, δεν είχε δραχμή ποτές στην τσέπη του. Μια φορά, καθώς ετοιμαζόταν να πάει στον Πύργο, να ψωνίσει για τη μηχανή, ο πατέρας του του έδωσε ακριβώς όσα χρήματα έπρεπε να πληρώσει για τα ανταλλακτικά.. Τότε, πήρε θάρρος και του είπε:

—     Πατέρα δώσε μου να ’χω πέντε δραχμές παραπάνω… Ντρέπομαι, θέλω κι εγώ να κεράσω τους ανθρώπους που με φιλεύουν σαν περνώ από τα μαγαζιά τους…

Ο γερο Μάρκος σκέφτηκε λίγο, κι ύστερα απάντησε:

—     Πάρε ένα τάληρο παραπάνω. Δεν έχει άλλα. Πρέπει να κάνουμε οικονομίες. Έχουμε ακόμη δυο κορίτσια ακόμη να παντρέψουμε…

Ο Τζίμης φαρμακώθηκε, αλλά δεν είπε τίποτε. Μονάχα σαν πήγαινε στον Πύργο ή στα χωριά, έκανε πως βιαζόταν και δεν δεχόταν πια, κέρασμα, από κανέναν. Άσε τα ρούχα του που ήταν παλιά και μπαλωμένα. Δούλευε σκληρά κι είχε την αναγνώριση όλου του κόσμου. Πολλές φορές όμως τον έπιανε απελπισία. Και πριν, αλλά και μετά που παντρεύτηκε, το σκεφτόταν να ζητήσει του πατέρα του χρήματα για να καλύψει τις ανάγκες του σε παπούτσια και ρούχα γι’ αυτόν και τη γυναίκα του. Φοβόταν την αντίδρασή του. Τώρα όμως, ήταν πρόβλημα υγείας. Κι ο γέρος περιέργως δεν αντέδρασε. Έτσι την άλλη μέρα χαράματα, κίνησαν με το άλογο για του Λάλα. Όταν έφτασαν εκεί το άφησαν στον κήπο του Λιά του Δημητρόπουλου, επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο και πήγαν στον Πύργο.

            Ο γιατρός εξέτασε την Αντιγόνη προσεχτικά και δεν διαπίστωσε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Της είπε, να μην στεναχωριέται χωρίς λόγο, και της συνέστησε να ξεκουραστεί από τις δουλειές του σπιτιού για λίγο καιρό. Χρήματα δεν δέχτηκε να πάρει. Έτσι, το απόγευμα, μπήκαν στο λεωφορείο και γύρισαν στου Λάλα.  Κι από εκεί με το άλογο πάλι, στο χωριό.

            Η πρώτη δουλειά του Τζίμη, μόλις έφτασαν στο χωριό, ήταν να επιστρέψει τα χρήματα στον πατέρα του. Ο γέρος δεν ξαφνιάστηκε γιατί ήξερε πως ο γιατρός ήταν φιλάνθρωπος και δημοκράτης και δεν περίμενε να συμπεριφερθεί αλλιώς. Βάζοντας τα λεφτά στο ζωνάρι του, είπε στον Τζίμη:

—     Βλέπεις που τζάμπα έχασες τη μέρα σου, κι έχουμε τόσες δουλειές…

Ο Τζίμης δεν αντέδρασε. Άρχισε όμως σταδιακά να εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του απέναντι στον πατέρα του, που δεν εκτιμούσε την προσφορά του στην οικογένεια. Τον πίκραινε που δεν έκανε ποτέ μια παρατήρηση στη μάνα και τις αδελφές του, για την αδικαιολόγητη κακία που εκδήλωναν στο πρόσωπο της γυναίκας του. Άρχισε σιγά σιγά να μην υπακούει τον γέρο Μάρκο και να του δηλώνει ευθαρσώς τις διαφωνίες του.

Ένα βράδυ έπαιζε χαρτιά στο καφενείο του Αφέρτη. Η ώρα πέρασε και ο Τζίμης δεν φαινόταν, για να κάτσει η φαμελιά στο τραπέζι για το δείπνο. Ο γερο Μάρκος έστειλε τη μικρή του κόρη να τον φωνάξει.

—     Φύγε, είπε ο Τζίμης στην αδερφή του, όταν τελειώσω θάρθω. Θα φάω μονάχος μου…

Όταν η τσούπα γύρισε στο σπίτι και μολόγησε τί της είπε ο Τζίμης, ο γέρος το θεώρησε μεγάλη προσβολή. Μελάνιασε από τον θυμό του και είπε:

—     Μη σώσει να ’ρθει ποτέ του. Τσουρούλια να τον φέρουνε…

—     Θεός φυλάξοι μαύρε γέρο! Δάγκω τη γλώσσα σου, είπε η κυρά Αντιόπη.

—     Δε σκέβεσαι μπίτι τί λες; Κούφια να ναι η ώρα που τ’ ακούει, κι η κατάρα του γονιού πιάνει ρε μαύρε. Δε ντρέπεσαι καθόλου. Τι θ’ απογίνουμε ούλοι μας, άμα στον φέρουνε τσουρούλια..;

Η Αντιγόνη ακούγοντας την κατάρα του πεθερού της, τραβήχτηκε κλαίγοντας

στην κάμαρη και περίμενε τον Τζίμη μέχρι τα μεσάνυχτα. Όταν ήρθε και ξάπλωσε πλάι της, τρανταζόταν από το κλάμα. Την ρώτησε ο Τζίμης επίμονα γιατί κλαίει. Κι αυτή του είπε τι έγινε. Έγειρε τότε αυτός και την πήρε αγκαλιά. Ύστερα έπεσε σε μαύρες σκέψεις. Μονάχα τώρα, έβαλε στο μυαλό του πιο εντατικά να εγκαταλείψει το σπίτι όπου έμεναν όλοι μαζί και να εγκατασταθεί στο πατρικό τού πατέρα του. Το είπε πάλι ως λύση της Αντιγόνης. Εκείνη, απάντησε πως πρέπει να είναι προσεκτικός και να μην κάνει κάτι χωρίς να το σκεφτεί καλά.

—     Κι τι θα γίνει Τζίμη μου; Πάλε εδώ δεν θα δουλεύεις; Πάλε με τον πατέρα σου θα είσαι. Ούτε ο μύλος είναι δικός σου, ούτε οι πεύκες, μήτε τα χωράφια. Μήπως πρέπει να φύγουμε για την Αθήνα; Να πιάσω κι εγώ μια δουλειά; Εγώ την ξέρω κιόλας τη δουλειά, τρία χρόνια δούλεψα στο βιβλιοδετείο. Εκεί θα μπορέσεις να βρεις και συ μια δουλειά και θα μπορέσουμε, να ζήσουμε μονάχοι μας με το παιδί μας.

—     Θα ιδούμε της απάντησε ο Τζίμης…

—     Μην το σκέβεσαι, καλύτερα να πάμε στην Αθήνα. Έτσι λέω εγώ, είπε η Αντιγόνη, και λούφαξε στην αγκαλιά του…

 Εκείνο τον χειμώνα ο δασοκόμος έβαλε να χτίσει σπίτι, σ’ ένα οικόπεδο που είχε αγοράσει στην Ολυμπία, όταν υπηρετούσε ως προϊστάμενος εκεί, στην Δασική Υπηρεσία. Τα κανόνισε ο γέρο Μάρκος, να βοηθήσει και να παρακολουθήσει ο Τζίμης ένα διάστημα τις εργασίες. Έτσι, χωρίς αντίρρηση, μετά τις γιορτές εκείνης της χρονιάς, ο Τζίμης κατέβηκε στην Ολυμπία. Κοιμόταν μέσα στο γιαπί, στο πάτωμα, μ’ ένα αναμμένο μαγκάλι προσπαθούσε να κοροϊδέψει το κρύο και την υγρασία που του τρύπαγαν τα κόκκαλα. Κατά το τέλος Γενάρη, τον έπιασε υψηλός πυρετός. Παρακάλεσε έναν φίλο του να τον γυρίσει στο χωριό. Αυτό ήταν το λάθος! Έπρεπε να πάει κατευθείαν στον Πύργο. Στο νοσοκομείο.

Όταν τον είδε ο γιατρός ο Παπαιωάννου, δεν μπορούσε να γίνει τίποτε πια. Μετά από τρεις μέρες ο Τζίμης ξεψύχησε, αφήνοντας πίσω απροστάτευτες τη γυναίκα του και την κορούλα του που δεν είχε κλείσει ακόμη χρόνο. Όλα τα σχέδια για την φυγή, έμειναν απραγματοποίητα. Λίγες μέρες μετά την κηδεία, η Αντιγόνη, χωρίς να μιλήσει με κανέναν, μάζεψε όσες αλλαξιές ρούχα είχε, τα ζαλώθηκε, πήρε και το παιδί στην αγκαλιά και γύρισε στους δικούς της. Στο Ξερό. Ύστερα από λίγο καιρό, έφυγε με το κοριτσάκι της στην Αθήνα. Μετά από χρόνια, ακούστηκε ότι παντρεύτηκε ξανά τον Τάκη τον Βένδρα από τον Κάμπο, κι έκανε μαζί του άλλα δύο αγόρια. Όλα της τα παιδιά σπούδασαν. Τα δύο αγόρια μηχανικοί. Το κορίτσι του Τζίμη έγινε γιατρός.

     Στο Καντηλαίικο έπεσε θανατικό. Πρώτος έφυγε ο γέρο Μάρκος. Είπαν στο χωριό, από το πιοτό που άρχισε να πίνει μετά τον θάνατο του Τζίμη. Η  γυναίκα του, η κυρά Αντιόπη, δεν άντεξε τον πόνο για τον μικρό της γιο και φουρκίστηκε στη μεγάλη συκιά που είχαν πίσω στον κήπο. Ο δασοκόμος χάθηκε στην Μακεδονία και κανείς δεν άκουσε για αυτόν κάτι ποτέ. Το σπίτι του, στην Ολυμπία, έμεινε ημιτελές και έγινε αχούρι όπου οι γείτονες έβαζαν μέσα τα ζα. Οι δυο μικρές κόρες του γέρο Μάρκου, δεν μιλούσαν πια σε κανέναν. Κλείστηκαν μέσα στο μεγάλο σπίτι κι ο κόσμος έλεγε πως τρελάθηκαν.

Ο Μύλος, βουβάθηκε μετά τον θάνατο του γέρο Μάρκου. Ερείπωσε κι άγρια βάτα και συκιές, άρχισαν να τον καταπίνουν σιγά σιγά. Όταν περνούσαν από κει οι χωριανοί, έστριβαν αλλού το κεφάλι. Ο Δαμιανός μονάχα, κρατούσε τη μνήμη του Τζίμη ζωντανή στο χωριό. Όταν έπινε κάνα ούζο, άρχιζε το κλάμα για τον Τζίμη. Πολλές φορές, έπαιρνε μια πεντακοσάρα γιομάτη κρασί και πήγαινε στον τάφο του Τζίμη, τον καθάριζε, έβαζε λουλούδια και πίνοντας, του μιλούσε, τον μάλωνε, που διάλεξε από τη ζωή, την Αλησμόνα.

Κυριακή, Αυγούστου 27, 2023

 


Δημήτρης Κανελλόπουλος

ΟΙ ΔΥΟ ΓΚΡΟΣ

Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

ΘΕΛΑΜΕ από καιρό να επισκεφθούμε το σύμπλεγμα των Δυτικών Καρπαθίων, μια περιοχή για την οποία ακούγαμε τα πιο γοητευτικά πράγματα. Στη λαϊκή γλώσσα τα έλεγαν Μούντσι Απουσένι, δηλαδή Δυτικά Βουνά. Βρεθήκαμε μια μέρα με τον Μπίκο για να συζητήσουμε για την Μιχαέλα, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, από τότε που πέθανε η αδελφή της σε μια κρίση επιληψίας. Αφού μιλήσαμε χωρίς να καταλήξουμε κάπου, του ζήτησα να βρεθούμε την επόμενη Πέμπτη για να το ξανασυζητήσουμε. Τότε ο  Μπίκο μου είπε:

— Την Τετάρτη πηγαίνω για επιθεώρηση σ’ ένα Λύκειο στα Μούντσι Απουσένι, στο χωριό Αμπρούντ. Μού είχες πει κάποτε ότι θα ήθελες, σε περίπτωση που ξαναπάω, να έλθεις μαζί μου εκεί. Οπότε αν έλθεις, θα έχουμε απεριόριστο χρόνο να συζητήσουμε.

— Α, ωραία! Θα έλθω οπωσδήποτε…

— Να ξέρεις ωστόσο ότι αυτή την εποχή το κρύο εκεί είναι τρομερό και δεν υπάρχουν ούτε κατά διάνοια οι συνθήκες που υπάρχουν εδώ.

— Θα είναι όμως μια μοναδική εμπειρία. Θα προετοιμαστούμε καλά και δεν θα υπάρξει πρόβλημα.

— Εκεί, στο Αμπρούντ, είναι κι ο τύπος εκείνος που πουλάει τα βιβλία του θείου του, του γιατρού, και πρέπει να τον επισκεφτούμε. Πρέπει να πάρουμε μαζί μας αρκετά χρήματα και δύο μεγάλους σάκους, για την περίπτωση που βρούμε βιβλία που μας ενδιαφέρουν.

— Ωραία. Πόσα λεφτά να πάρω μαζί μου; Χίλια πεντακόσια φτάνουν;

— Ναι, νομίζω πως φτάνουν. Πάρε και «δύο πράσινα», δυο πενηντάρικα δηλαδή, μήπως μας συμφέρει να αγοράσουμε βιβλία με δολάρια.

Την Τετάρτη το πρωί στις δέκα βρεθήκαμε στην Γκάρα.[1] Το τρένο ξεκίνησε στην ώρα του και φτάσαμε χωρίς καθυστέρηση στο Κιμπένι, όπου κατεβήκαμε και κατευθυνθήκαμε προς τη γραμμή δύο, για να πάρουμε στην ξακουστή Μοκανίτσα, τον Οδοντωτό που θα μας ανέβαζε στο Οροπέδιο.

Μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια ξεκινούσε. Στο κουπέ μπήκαν και άλλοι επιβάτες. Δύο νεαρά ζευγάρια που πήγαιναν στο Αμπρούντ να επισκεφτούν συγγενείς τους. Δεν είχαν διάθεση για συζήτηση και μετά τις πρώτες χαιρετούρες επικράτησε σιωπή.

Το τρένο ήταν παλιό και οι βρόμικοι σιδηροδρομικοί συνεννοούνταν στην αποβάθρα φωνάζοντας. Πίσω από την παμπάλαιη μηχανή, που έκανε τρομερό θόρυβο, υπήρχε ένα ανοιχτό βαγόνι γεμάτο κάρβουνα και ξύλα, τα καύσιμά της, και πιο πίσω ένα άλλο βαγόνι με εμπορεύματα και προμήθειες για τα απρόσιτα ορεινά χωριά. Ακολουθούσαν τα βαγόνια των επιβατών χωρισμένα σε Α, Β και Γ θέσεις, καθεμία για άτομα διαφορετικής κοινωνικής κατηγορίας. Η πρώτη θέση για υψηλούς κρατικούς αξιωματούχους, αξιωματικούς του στρατού, ανώτερους κομματικούς και κρατικούς υπαλλήλους. Η δεύτερη, στην οποία ταξιδεύαμε κι εμείς, για ανθρώπους της μεσαίας κοινωνικής τάξης του καθεστώτος και η τρίτη για τους χωρικούς, που μετέφεραν σάκους όλων των μεγεθών με προμήθειες, καλάθια με πουλερικά και άλλα ζώα, και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς. Στο βαγόνι αυτό περίμεναν να ανεβούν και δυο τρία ζευγάρι «Γκάμπορ», Μαγυάροι τσιγγάνοι με τα αξιοπρόσεχτα όμορφα κεντητά κοζόκ [2] και πιο μέσα τα λευκά δερμάτινα σακάκια ή γιλέκα τους, τα φαρδιά καφετιά και μαύρα παντελόνια τους και τα ανάλογου χρώματος όμορφα καπέλα. Αντίστοιχα ήταν ντυμένες και οι όμορφες γυναίκες τους. Ένας νεαρός απ’ αυτούς κρατούσε την αγαπημένη του αγκαλιά με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο υποβάσταζε πάνω στον ώμο του ένα κασετόφωνο, το οποίο έπαιζε ένα τραγούδι των Abba στη διαπασών.

Τα βαγόνια αυτά ήταν λίγο πιο φαρδιά από τα αντίστοιχα των συνηθισμένων τρένων που ταξιδεύαμε, και το καθένα ήταν ένας ενιαίος χώρος, στον οποίο χωρούσαν καθιστοί τριάντα περίπου άνθρωποι. Ένα ακόμη μικρότερο βαγόνι, στο τέλος του συρμού, χρησίμευε ως ρεστοράν κι εκεί επιτρεπόταν το κάπνισμα και η πώληση αλκοολούχων – κάτι κρασιά τελευταίας ποιότητας, συνθετικά, και, φυσικά, το ρεβυθόζουμο, που αντικαθιστούσε τον καφέ.

Βολευτήκαμε σε έναν διθέσιο ξύλινο πάγκο για δύο άτομα στη μέση του βαγονιού. Ως εκ θαύματος, δεν υπήρξε ούτε εδώ καθυστέρηση και το τρένο άρχισε να κυλάει απαλά πάνω στις ράγες  και σιγά-σιγά ανέπτυσσε όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα.

Αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε. Ο Μπίκο μου είπε:

— Αδελφέ, ανεβαίνουμε στην Τσάρα Μότσιλορ.[3] Εδώ θα δεις ένα απίστευτα όμορφο και άγριο τοπίο.

Καθώς μου μιλούσε, τρόμαξα ακούγοντας έναν θόρυβο εκκωφαντικό. Έναν θόρυβο ο οποίος ερχόταν κάτω από τα πόδια μας. Θυμήθηκα όμως τον οδοντωτό, που μερικά χρόνια πριν μας ανέβασε στο Βισέου ντε Σους και ηρέμησα.

Ο Μπίκο με κοίταξε χαμογελώντας:

— Τα δόντια του τρένου είναι! Δεν πιστεύω να φοβάσαι;

— Καθόλου, απάντησα, κοιτάζοντας έξω το χιονισμένο τοπίο.

Το τοπίο έξω ήταν μαγευτικό: δάση γεμάτα έλατα και γκρεμοί που κατέβαιναν από ψηλά και χάνονταν σε τεράστια βάθη. Τεράστιες γκρίζες φέτες τα βράχια, κομμένα με απίθανη συμμετρία, λες από υπερφυσικό χέρι, έσκιζαν με απίστευτη αγριάδα το κενό. Μεριές-μεριές κολλούσε πάνω τους το χιόνι, καθώς φυσούσαν άγριοι άνεμοι,  και ήταν κατάλευκα σε αντίθεση υπόλοιπα, που λες κι είχαν μελανιάσει από το κρύο..

Οι συνταξιδιώτες μας γύρω, άνθρωποι που πήγαιναν για δουλειές στο Αμπρούντ, κοίταζαν με δέος αυτή την ασύλληπτη σε μέγεθος ομορφιά, καθώς το τρένο σκαρφάλωνε στο βουνό με μονότονο, επιβλητικό θόρυβο.

Καθώς ανεβαίναμε αναδυόταν η ήσυχη, κατάλευκη, σκληρή κι επιβλητική η ψηλότερη κορυφή των Δυτικών Βουνών, η οποία εκτεινόταν αριστερά και δεξιά κρύβοντας τον ορίζοντα.

    Πουθενά, όπου κι αν πήγα, δεν είδα μια τέτοια σαγηνευτική θέα, όπως αυτή στα Δυτικά Καρπάθια. Μεγάλα και μικρά φαράγγια εναλλάσσονταν σ’ όλη τη διαδρομή κι έχασκαν βαθιά κάτω, σε μέρη σκοτεινά κι απάτητα. Στις απότομες κατάλευκες πλαγιές έχασκαν σε διάφορα σημεία, σαν στόματα ανοιχτά, σπηλιές – κατοικίες των άγριων πουλιών.

Βρισκόμασταν πάνω από τα σύννεφα κι ο ήλιος πλημμύριζε με το φως του το απέραντο τοπίο. Στο βαγόνι επικρατούσε κατανυκτική σιωπή. Οι περισσότεροι κοίταζαν καθηλωμένοι το άγριο τοπίο, ενώ λίγοι ήταν εκείνοι που διάβαζαν αδιάφοροι την εφημερίδα τους – προφανώς οι ντόπιοι που γύριζαν στο σπίτι τους και είχαν συνηθίσει  το θέαμα.

Αισθανόμουν τόσο μικρός και ασήμαντος μπροστά στο μεγαλείο αυτών των βράχων που κρέμονταν από τον ουρανό. Εκατομμύρια χρόνια τους σμίλευαν τα στοιχεία της φύσης, ο άνεμος, η βροχή και το χιόνι, για να αιχμαλωτίσουν τώρα το βλέμμα μου. Απορροφημένος από την ομορφιά και την επιβλητική μεγαλοσύνη του τοπίου δεν κατάλαβα πώς ανεβήκαμε στο κατάλευκο Οροπέδιο. Βγήκα από το όνειρο λίγα λεπτά πριν σταματήσουμε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αμπρούντ, ενώ τα αυτιά μου βούιζαν από το μεγάλο υψόμετρο

Ο Μπίκο σηκώθηκε χαμογελώντας και είπε:

— Φτάσαμε. Ντύσου καλά. Κάνει πολύ κρύο έξω.

— Ναι, απάντησα αδημονώντας να κατεβούμε.

Στον παλιό και κακοδιατηρημένο Σιδηροδρομικό Σταθμό μάς περίμενε ο κύριος Γκεόργκε Μολντοβάν, ο λυκειάρχης. Μας οδήγησε στο αυτοκίνητό του. Ένας τύπος κοντός, χοντρός, με κατακόκκινη μύτη και μάτια μικρά και πονηρά. Δεν έμοιαζε με λυκειάρχη και φορούσε ένα κοζόκ που του ήταν στενό.

— Καλωσορίσατε, κύριε καθηγητά, είπε απευθυνόμενος στον Μπίκο, τον οποίο γνώριζε αρκετά καλά από προηγούμενες επισκέψεις. Ύστερα χαιρέτησε εμένα με μεγάλη εγκαρδιότητα και ξεκινήσαμε για το Λύκειο.

Καθώς μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ο Μπίκο είπε:

— Κύριε συνάδελφε, δεν είναι ανάγκη να πάρουμε και τον φίλο μου μαζί μας. Καλύτερα να τον αφήσουμε στο ξενοδοχείο, να τακτοποιηθεί, και μπορούμε αργότερα να συναντηθούμε.

— Ναι συμφώνησα εγώ, θα είναι καλύτερα. Να κάνω και μια βόλτα στην πόλη.

— Όπως νομίζετε, είπε ο κ. Μολντοβάν. Εμείς σήμερα δεν θα αργήσουμε. Σε λίγο ξεκινώ με την Τετάρτη τάξη το μάθημα, κύριε Καθηγητά, για ένα συνεχόμενο δίωρο. Μετά θα σας κάνω το τραπέζι στο «Κράμα».

— Πολύ ωραία, αγαπητέ κύριε συνάδελφε, είπε ο Καμίλ. Έτσι θα κάνουμε.

Τρία λεπτά αφότου αφήσαμε την οχλοβοή του σταθμού, ο κύριος Μολντοβάν στάθμευσε στην Πλατεία του χωριού, απέναντι από τα γραφεία της Κοινότητας, μπροστά από το ξενοδοχείο «Γκαΐνα». Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και ο κ. Μολντοβάν έσπευσε να πάρει το μεγάλο σακβουαγιάζ από τα χέρια μου, λέγοντας:

— Αφήστε, αφήστε, κύριε συνάδελφε. Εσείς είστε κουρασμένος.

Άνοιξα την παλιά ξύλινη πόρτα, η οποία έκανε ένα περίεργο τρίξιμο, και αφού πέρασαν οι δυο τους μέσα μπήκα κι εγώ. Ο χώρος ήταν ρυπαρός και υποφωτισμένος. Στη ρεσεψιόν μας υποδέχτηκε μια κυρία λίγο πάνω από τα πενήντα, με κατάξανθα μαλλιά και βαμμένη με τρόπο που είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα απ’ αυτό που επιδίωκε. Απευθυνόμενη σε μένα όλο γλύκα είπε:

— Είστε Έλληνας; Τι ωραία… Από μικρή ήθελα να πάω στην Ελλάδα, αλλά η τύχη μου με έσπρωξε σε αυτά τα βουνά… Ξέρω όμως καλά την Ιστορία της Ελλάδας.

— Ποτέ δεν είναι αργά, της απάντησα, χαίρομαι, που γνωρίζετε την ιστορία μας.

Υπογράψαμε τα χαρτιά με τα στοιχεία μας, κράτησε το δικό μου διαβατήριο και μας έδωσε τα κλειδιά δύο δωματίων που έβλεπαν στην πλατεία. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και πήραμε μια γεύση για τη διαμονή μας: Τα δωμάτια, ευρύχωρα, με ένα κρεβάτι το καθένα και απίστευτη σκόνη, μύριζαν από την κλεισούρα. Και βέβαια δεν υπήρχε καλοριφέρ σ’ αυτό το προπολεμικό ερείπιο, που προφανώς ήταν σπίτι και το είχαν μετατρέψει σε ξενοδοχείο με το όνομα «Γκαΐνα», δηλαδή Κότα, προς τιμήν μιας ψηλής βουνοκορφής των Δυτικών Καρπαθίων.

— Αδελφέ, είπε ο Μπίκο, απευθυνόμενος σε μένα, εσύ τώρα κάνε καμιά βόλτα, πιες καφέ, αν βρεις καμιά καφετέρια, και ρίξε μια ματιά στην πόλη. Κατά τις δύο θα συναντηθούμε εδώ.

Έφυγε κι εγώ συνέχισα την επιθεώρηση του δωματίου. Δεν υπήρχε νερό και η τουαλέτα ήταν σε άθλια κατάσταση. Τα ρουμπινέ της βρύσης του νιπτήρα βρίσκονταν απιθωμένα πάνω στην καταπράσινη μπανιέρα. Μόνο το παμπάλαιο καζανάκι «Νιαγάρας» λειτουργούσε. Έβγαλα ένα σαπούνι lux από τον σάκο μου, τον κλείδωσα καλού κακού με το λουκέτο που πάντα έπαιρνα μαζί μου και κατέβηκα στη ρεσεψιόν. Πλησίασα την αγαπητή κυρία και της άφησα με τρόπο το σαπούνι πάνω στον πάγκο, μπροστά της. Το εξαφάνισε με μία ταχυδακτυλουργική κίνηση κι έσκασε ένα πλατύ, γεμάτο ευτυχία χαμόγελο ψιθυρίζοντας διάφορες ευχαριστίες.

— Βγαίνω για έναν περίπατο στην πόλη, της είπα χαμογελώντας κι εγώ.

Έξω είχε λιακάδα. Πέρασα απέναντι, στο άλλο μέρος της πλατείας Ελιζαμπέτα, εκεί που βρισκόταν το γκρίζο Δημαρχείο. Παντού τα ίδια συνθήματα για τον ηγέτη, το Κόμμα και την πατρίδα. Τα πορτρέτα του. Οι ίδιες παροτρύνσεις: «Να είσαι κομμουνιστής»… κι από κάτω με καλλιγραφικά γράμματα εξηγούσε το γιατί.

Πριν ξεκινήσουμε είχα συγκεντρώσει κάποιες πληροφορίες για την πόλη, που εμένα μου φαινόταν σαν κεφαλοχώρι. Είχα ενημερωθεί ότι υπήρχε ρωμαϊκός οικισμός στην περιοχή, ότι το χωριό αναφερόταν σε κάποιες μεσαιωνικές πηγές και ότι, μετά το Κιμπένι, ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο κέντρο της περιοχής. Στο Κιμπένι είχα δει μια πινακίδα που έγραφε προς Ρόσια Μοντάνα. Γνώριζα ότι σ’ αυτή την περιοχή βρίσκονταν τα ορυχεία χρυσού της Αρχαίας Δακίας. Το χωριό αυτό καθώς και το Αμπρούντ είχαν γνωρίσει μεγάλες δόξες τον δέκατο ένατο αιώνα, και στις αρχές του εικοστού, όταν συνέρρεαν στην ευρύτερη περιοχή, χιλιάδες χρυσοθήρες απ’ όλο τον κόσμο.

Κατευθύνθηκα προς το Δημαρχείο και ακολούθησα ένα λασπωμένο ανηφορικό δρόμο πίσω απ’ αυτό. Γρήγορα διαπίστωσα πως σ’ αυτό το μικρό χωριό δεν είχα και πολλά πράγματα να δω. Τα πάντα γκρίζα και σε παρακμή. Κάτι μαρμάρινες πλάκες, εντοιχισμένες σε προσόψεις κάποιων ετοιμόρροπων σπιτιών, υπενθύμιζαν τη διέλευση του επαναστάτη για τα δίκαια των Ρουμάνων Αβράμ Γιάνκου, [4] το 1848. Άλλες, εντοιχισμένες σε προσόψεις κτιρίων εδώ κι εκεί, υπενθύμιζαν ηρωικά κατορθώματα των παιδιών του Λαού, την ίδρυση κάποιων σχολείων και κάποιων πολιτιστικών σωματείων, όπως το ASTRA, από τα αρχικά (Τρανσυλβανική Ένωση για την τη Λογοτεχνία και την Κουλτούρα του Ρουμανικού Λαού). Μια πλάκα εντοιχισμένη σε μισοερειπωμένο νεοκλασικό με πληροφόρησε ότι εκεί, το 1905, είχε κατοικήσει για κάμποσο καιρό ο Ούγγρος μουσικοσυνθέτης Μπέλα Μπάρτοκ, όταν γύριζε σε διάφορες περιοχές της Τρανσυλβανίας να μαζέψει υλικό για τα τραγούδια του.

Επιστρέφοντας προς το κέντρο, είδα τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και με παραξένεψε που ήταν χτισμένη σε γοτθικό ρυθμό. Ο Μπίκο μου εξήγησε ότι την είχαν χτίσει Γερμανοί κάτοικοι του Αμπρούντ. Μου έκανε εντύπωση η φροντίδα που έδειχναν για τα μνημεία τους, όχι μόνο εδώ στο Αμπρούντ αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Όπου κι αν πήγα, διαπίστωσα μια σχολαστικότητα και επιμονή να φανεί πως από χιλιάδες χρόνια βρίσκονταν εδώ, σε αυτά τα μέρη.

Πέρασα πλάι από το Λύκειο. Ήταν ένα παμπάλαιο κτίριο μέσα στο οποίο ο Μπίκο πρέπει αυτή τη στιγμή να επιθεωρούσε τους μαθητές και τους καθηγητές. Προσπέρασα. Λάσπη παντού, ανακατεμένη με παγωμένο χιόνι. Και κρύο τσουχτερό.

Ενδιαφέρον παρουσίαζε η καθολική εκκλησία του Αγίου Νικολάου καθώς και η μισοκατεστραμμένη από την επανάσταση του 1848 εκκλησία των Καλβινιστών στο κέντρο της πόλης, απέναντι από το Δημαρχείο. Αναζήτησα επίμονα το Κοιμητήρι της πόλης. Ρώτησα μια κυρία ηλικιωμένη, η οποία μου απάντησε κάτι ακαταλαβίστικα και έφυγε βιαστικά κρατώντας μια δυο τσάντες με κρεμμύδια και λάχανα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω την τρομάρα της. Ίσως φοβήθηκε γιατί φαινόμουν ότι είμαι ξένος! Μπήκα σε ένα μπακάλικο αλλά δεν βρήκα κάτι να ψωνίσω.

Επέστρεψα στο ξενοδοχείο, σκεπτόμενος πως ο χρόνος δεν περνάει γρήγορα εδώ. Μετά από κάμποση ώρα εμφανίστηκε ο Μπίκο με τον κ. Μολντοβάν. Καπνίσαμε ένα τσιγάρο στη ρεσεψιόν πριν πάμε να γευματίσουμε στο «Κράμα.

Το «Κράμα», το μοναδικό ρεστοράν χωριό, απείχε δυο στενά από το ξενοδοχείο. και ήταν ένας παμπάλαιος ημιυπόγειος χώρος με τόξα και πανάρχαιο εξοπλισμό.. Συμπαθητικό μαγαζί, όπου η σόμπα με περίτεχνα κεραμικά σκόρπιζε μια αποχαυνωτική ζέστη στον χώρο. Το μενού, παρά τα αναμενόμενα, δεν ήταν ευκαταφρόνητο. Παραγγείλαμε από μια τσιόρμπα ντε μπούρτα, δηλαδή πατσά, περίπου ψιλοκομμένο, μια σαλάτα με μουρατούρι, όπως έλεγαν τα τουρσιά και μια χοιρινή μπριζόλα που θύμιζε σόλα παπουτσιού. Το «πλατό ρέτσε», το κρύο πιάτο δηλαδή, ήταν εξαιρετικό και περιλάμβανε διάφορα τυριά, σαλάμι Σιμπίου, καπνιστό χοιρινό και μπέικον. Το τιμήσαμε ιδιαιτέρως. Περιέργως είχαν και ένα ωραίο ουγγρικό κρασί «Πινό νουάρ». Ήπιαμε δυο μπουκάλια.

Συζητήσαμε διάφορα πράγματα με τον αγαθό κύριο Μολντοβάν. Για την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, που είχε όνειρο από μικρός να επισκεφτεί, για τις δυσκολίες που είχε η ζωή σ’ ένα απομονωμένο χωριό όπως το Αμπρούντ και, τέλος, μιλήσαμε λίγο για τον Νέλλου τον Άγριο, τον ανεψιό του Καλαράσου, ο οποίος εκποιούσε τη βιβλιοθήκη που κληρονόμησε από τον θείο του. Ο κ. Μολντοβάν μας είπε αρκετά πράγματα γι’ αυτόν. Το συμπέρασμα ήταν ότι πρόκειται για μονόχνοτο και απρόσιτο άνθρωπο.

Όταν τελειώσαμε, κι αφού είχαμε καπνίσει ενάμισι πακέτο τσιγάρα μέσα σε ψυχική ευφορία, λόγω του εξαιρετικού «Πινό Νουάρ», πληρώσαμε και βγήκαμε στον δρόμο.

Είχε πλέον σκοτεινιάσει, το χωριό ήταν υποφωτισμένο και έδειχνε να το σκεπάζει μια απέραντη θλίψη. Στην πλατεία, απέναντι από το ξενοδοχείο και μπροστά στο Δημαρχείο, στεκόταν μια αστυνομική περίπολος τριών φαντάρων της πολιτοφυλακής με έναν αξιωματικό. Οι φαντάροι κρατούσαν τα καλάσνικοφ και δυο λυκόσκυλα. Ο αξιωματικός, χωμένος στο βαρύ και μακρύ, σοβιετικού τύπου, παλτό του στεκόταν μισό βήμα μπροστά τους. Κανείς δεν κυκλοφορούσε στον δρόμο.

Χωρίσαμε από τον κ. Μπλντοβάν, ο οποίος προχώρησε λίγο πιο κάτω για να πάρει το αυτοκίνητό του και να πάει στο σπίτι του. Είχε μεγάλη παγωνιά και πυκνή ομίχλη είχε αρχίσει να τυλίγει όλο τον τόπο.

Μπήκαμε στο ξενοδοχείο. Η κυρία Νόρα έλειπε και στη θέση της ήταν μια νεαρή ξανθιά. Κι αυτή εγκάρδια μαζί μας:

— Καλωσορίσατε. Θα θέλατε ένα τσάι; Κάνει πολύ κρύο έξω.

Καλησπερίσαμε τη δεσποινίδα Μαριοάρα, έτσι ήταν το όνομά της, και την παρακαλέσαμε να φέρει τρεις κούπες, ένα κουταλάκι και ζεστό νερό, για να φτιάξουμε νεσκαφέ και να την κεράσουμε κι αυτήν μια κούπα.

— Γιόι είπε, σας ευχαριστώ πολύ και χάθηκε πίσω από μια κόκκινη κουρτίνα.

Εγώ ανέβηκα να φέρω τον καφέ και σε δυο λεπτά καθόμουν στην παμπάλαιη πολυθρόνα πλάι στη σόμπα. Έπρεπε να κάνουμε τον στρατηγικό μας σχεδιασμό. Οι πληροφορίες για τον κυνηγό ήταν ασαφείς. Το μόνο σίγουρο ήταν το γεγονός ότι ήταν άγριος κι απρόσιτος.

Ήρθε η δεσποινίς Μαριοάρα με τις κούπες, το νερό και το κουταλάκι. Έφτιαξα πρώτα γι’ αυτήν καφέ και της τον πρόσφερα στη ρεσεψιόν. Αφού χαζέψαμε καμιά ώρα, μέχρι να επιδράσει ο καφές και να υποχωρήσει η γλυκιά ζάλη από το «Πινό Νουάρ», ανεβήκαμε στα δωμάτιά μας.

 Την άλλη μέρα, ο Μπίκο τέλειωσε κατά τις δέκα και μισή το πρωί. Ο κ. Μολντοβάν, οι υπόλοιποι καθηγητές και οι μαθητές του «Λυκείου Χόρεα, Κλόσκα, και Κρισάν», ευχαριστημένοι, του έκαναν δώρο μια αναμνηστική πλακέτα για το πέρασμά του από τη χρυσοφόρο περιοχή του Αμπρούντ και το ιστορικό Λύκειό τους. Κατόπιν, ήρθε στο ξενοδοχείο και προετοιμαστήκαμε δεόντως για την επίσκεψή μας στον κυνηγό Νέλλου, ο οποίος είχε το προσωνύμιο Τσελ Γκροζάβ, που σήμαινε Νέλλου ο Άγριος.

Κατεβήκαμε στη ρεσεψιόν, χαιρετήσαμε ευγενικά την κυρία Νόρα, που είχε σχεδόν καθίσει πάνω σε μια ηλεκτρική θερμάστρα, για να μη μεταφερθεί στο νοσοκομείο με κρυοπαγήματα, όπως μας είχε πει την προηγουμένη.

Πήραμε τον δρόμο για το σπίτι του γιατρού. Στη στράντα Σερμπίνα, επειδή σπάνια περνούσαν οχήματα, το χιόνι ανακατεμένο με τη λάσπη είχε παγώσει και μας δυσκόλευε, καθώς όταν βγήκαμε από το χωριό δεν υπήρχαν πεζοδρόμια και είμαστε αναγκασμένοι να βαδίζουμε πάνω σ’ αυτό το κράμα λάσπης και χιονιού. Η αναπνοή μας πάγωνε στον αγέρα, αλλά δεν μας ενοχλούσε, βαδίζαμε χαρούμενοι, γιατί πιστεύαμε ότι θα πέσουμε πάνω σε κάτι πολύ ενδιαφέρον: σ’ έναν θησαυρό σπάνιων βιβλίων!

Κάναμε υποθέσεις για τον Νέλλου τον Άγριο. Άνθρωπος των βουνών, αγρίμι σωστό, μας είχε πει ο κ. Μολντοβάν. Δεν μιλά με κανέναν στο χωριό. Τώρα και κάμποσο καιρό δεν βγαίνει για κυνήγι απέναντι, στις ψηλές κορφές των Μούντσι Απουσένι. Εκεί είχε για πολλά χρόνια υπό τον έλεγχό του μια τεράστια περιοχή με μεγάλες και σκοτεινές χαράδρες. Η θέλησή του σ’ αυτά τα μέρη ήταν νόμος! Κανένας δεν μπορούσε να του φέρει αντίρρηση. Ένα τσακάλι σωστό! Ιδιοκτήτης των Μούντσι Απουσένι! Το Κόμμα, λόγω του θείου του, τον χρησιμοποιεί για να εφοδιάζει το Μπρασόβ και την Ποϊάνα με κυνήγια, αγριόχοιρους, αρκούδες και πουλιά. Πολλοί λένε ότι είναι ο φύλακας άγγελος των δασών της περιοχής, ως πέρα στο Μπιχόρ.

Τέτοιες συζητήσεις κάναμε κι αδημονούσαμε να φτάσουμε εκεί, όπου θα ανακαλύπταμε ξεχασμένους θησαυρούς στα ράφια της βιβλιοθήκης του γιατρού Καλαράσου.

Πήραμε μια στροφή και μείναμε έκπληκτοι αντικρίζοντας ένα τεράστιο οροπέδιο. Εκεί που έφτανε το μάτι μας, στην άκρη του, ένας τεράστιος, συμπαγής χιονισμένος ορεινός όγκος έφραζε όλον τον ορίζοντα. Μακριά φαίνονταν διάφοροι οικισμοί. Ο δρόμος απλωνόταν σαν μαύρο φίδι. Σε απόσταση μισού περίπου χιλιομέτρου πρόβαλε η Βίλα Καλαράσου, χτισμένη με νεορουμανικό αρχιτεκτονικό ρυθμό και πολλά βυζαντινά στοιχεία.

Φτάνοντας, μας περίμενε μια άλλη έκπληξη: η κεντρική είσοδος ήταν ανοιχτή. Στον περίβολο του σπιτιού, στον υποτιθέμενο κήπο, υπήρχαν μικρά σπιτάκια για διάφορα ζώα, με τις πόρτες τους ανοιχτές. Κάποιοι χοίροι, που έμοιαζαν με αγριογούρουνα, διασταύρωση μας είπε αργότερα ο Νέλλου ο Άγριος, μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Κότες, χήνες, πάπιες κι άλλα ορνίθια πήγαιναν πέρα δώθε στις λάσπες, μπαινόβγαιναν στα κοτέτσια τους ή έμπαιναν μέσα στο σπίτι.

Στην είσοδο φωνάξαμε τον ιδιοκτήτη. Καμιά απάντηση. Αίφνης, παρουσιάστηκε πίσω μας. Μας τρόμαξε.

— Καλώς ήρθατε, κύριοι, είπε, περάστε μέσα.

— Χαίρετε, κύριε Καλαράς, απαντήσαμε σαστισμένοι.

Η εμφάνισή του μας τάραξε είναι αλήθεια, ανταποκρινόταν όμως σε ό,τι είχαμε πλάσει στο μυαλό μας γι’ αυτόν. Ήταν γύρω στα πενήντα, ψηλός, ξερακιανός, σαν τον τύπο από τη διαφήμιση της μάρκας τσιγάρων «Κάμελ». Ξανθοκάστανος που είχε αρχίσει να γκριζάρει. Αγριωπός στην όψη, με καλοσχηματισμένο τετράγωνο πρόσωπο και μάτια γαλανά που σε κοίταζαν μ’ έναν περίεργο τρόπο, λες κι έβλεπαν μέσα στο μυαλό σου κατευθείαν! Φορούσε μπλουτζίν παντελόνι και καφετί δερμάτινο σακάκι με γούνινο γιακά. Το βλέμμα του, σκληρό κι αδιάφορο, δεν έδειχνε την παραμικρή έκπληξη ή περιέργεια. Μας έβλεπε σαν πελάτες και αδιαφόρησε παντελώς για μένα, που ήμουν ξένος κι όσο να ’ναι, σ’ αυτά τα άγρια μέρη της Βαλκανικής και στις δύσκολες συνθήκες απομόνωσης, θα μπορούσε να γίνω «αντικείμενο» περιέργειας.

Μπαίνοντας στο σπίτι, δυο κυνηγόσκυλα ήρθαν καταπάνω μας κι άρχισαν να μας μυρίζουν νευρικά.

— Μη φοβάστε, είπε, είναι υπάκουα και δεν πειράζουν κανέναν.

Μπήκαμε σε μια μεγάλη σάλα με μεγάλες βιβλιοθήκες, που υψώνονταν μέχρι το ταβάνι. Μια βαριά παλιά ξύλινη τραπεζαρία με δώδεκα καρέκλες βρισκόταν τη μέση του σαλονιού. Πάνω της άπειρα βιβλία βαλμένα σε ντάνες δίχως τάξη. Τι τάξη, πλήρης αναρχία θα έλεγα. Λάσπες παντού! Στους τοίχους υπήρχαν πολλοί πίνακες και πορτρέτα διαφόρων γυναικών. Βλέποντας στο δάπεδο τις καταπληκτικές μπουχάρες, τα υπέροχα αυτά χαλιά, μέσα στις λάσπες, μελαγχόλησα. Κλασική περίπτωση κληρονόμου, σκέφτηκα.

Προχωρήσαμε στο βάθος και περάσαμε σ’ ένα μεγάλο καθιστικό. Η βαριά σόμπα από κεραμικά δέσποζε στη μέση, ενώ οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από πιάτα ζωγραφισμένα με λαϊκά μοτίβα. Ο τύπος μας προειδοποίησε ότι δεν αντέχει τη μυρωδιά του καπνού, και καταλάβουμε ότι δεν ήθελε να ανάψουμε τσιγάρο.

— Καθίστε, είπε ψυχρά. Θέλω να σας πω δυο λόγια. Βιάζομαι να πουλήσω αυτό το σπίτι. Αν έχετε τη δυνατότητα να με πληρώσετε σε δολάρια θα σας κάνω καλύτερη τιμή. Ειδικώς, αν μπορείτε να τα αγοράσετε όλα: βιβλία, έπιπλα και πίνακες.

— Κύριε Καλαράσου, είπε ο Μπίκο, προφανώς δεν μπορούμε να τα αγοράσουμε όλα, διότι, χωρίς να μειώνω την αξία τους, πολλά απ’ αυτά πρέπει να είναι εκτός τού ενδιαφέροντός μας. Κι ακόμη, η αξία τους πρέπει να ξεπερνά το ποσόν που εμείς προτιθέμεθα να σας προσφέρουμε.

— Όπως καταλαβαίνετε, εγώ το λέω αυτό γιατί με εξυπηρετεί απολύτως να φύγουν τα βιβλία από το σπίτι μία κι έξω. Αν δεν μπορείτε, δείτε σήμερα τι σας ενδιαφέρει, ξεχωρίστε το και θα κάνετε έναν κόπο να ξανάρθετε, γιατί την επόμενη Κυριακή περιμένω έναν Ιταλό συλλέκτη και δυο μέρες αργότερα θα έλθουν δυο Γερμανοί, που μου έχουν μηνύσει ότι ενδιαφέρονται να αδειάσουν όλο το σπίτι. Αν αυτοί δεν τα αγοράσουν όλα, τότε θα ξεκινήσω να τα πουλώ λίγα-λίγα. Και έτσι, λίγο πιο ακριβά, θα μπορείτε να διαλέξετε ό,τι θέλετε.

Μας διαπέρασε κρύος ιδρώτας. Ήταν αδύνατον να έλθουμε πάλι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, πάνω σ’ αυτά τα άγρια βουνά.

— Κι αν επιτρέπετε, πόσα χρήματα θέλετε για όλα τα βιβλία; ρώτησε ο Μπίκο.

— Δεκαπέντε χιλιάδες δολάρια.

— Είναι εκτός των δυνατοτήτων μας, απάντησε ο Μπίκο με όση σοβαρότητα διέθετε.

Ένα παρδαλό γουρουνόπουλο ήταν ξαπλωμένο πάνω σε μια μπουχάρα γεμάτη λάσπες κι απολάμβανε γρυλίζοντας τη θαλπωρή της ζεστασιάς από τα κούτσουρα που έκαιγαν στο τζάκι. Έβγαλα από τον σάκο ένα μπουκάλι κονιάκ Μεταξά και του το πρόσφερα. Έμεινε ασυγκίνητος.

— Σας ευχαριστώ, αλλά τώρα δεν πίνω. Έπινα πιο παλιά όταν έβγαινα πέρα στο βουνό, κι έστηνα τις παγίδες μου στα ζώα. Όταν ήμουν υποχρεωμένος να μένω ακίνητος επί ώρες μέχρι να πλησιάσει το θήραμα σε απόσταση βολής.

— Καλώς, αλλά εμείς για πρώτη φορά ερχόμαστε στο σπίτι σας. Το συνηθίζουμε να φέρνουμε ένα δώρο.

— Σας ευχαριστώ που με σκεφτήκατε. Θα σας τιμήσω. Μου αρέσει αυτό το ελληνικό κονιάκ. Θα σας πρότεινα, παρ’ όλα αυτά, να επιλέξετε τα βιβλία που σας ενδιαφέρουν και αν οι Ιταλοί δεν τα αγοράσουν όλα μαζί, να γυρίσετε και να τα πάρετε.

— Αυτό είναι αδύνατο, κύριε Καλαράσου, είπε ο Μπίκο, εκμεταλλευόμενος προς στιγμήν τη μικρή αυτή παραχώρησή του… Και είναι αδύνατο γιατί, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούμε να ξανάρθουμε εδώ σε μια εβδομάδα. Ειδικά ο κ. Ντέμους θα κινήσει υποψίες αν έλθει, σε τόσο σύντομο διάστημα.

— Ναι, το αντιλαμβάνομαι αυτό, αλλά διαλέξτε παρ’ όλα αυτά ότι σας ενδιαφέρει και θα το συζητήσουμε πάλι. Εγώ πρέπει να κάνω κάποιες δουλειές. Πρέπει να σας αφήσω. Εσείς δείτε τα βιβλία. Μπορείτε ελεύθερα να δείτε τι υπάρχει σε όλες τις βιβλιοθήκες. Όταν τελειώσετε, φωνάξτε με και θα έλθω αμέσως. Έχω πολλή δουλειά να κάνω στο πάνω πάτωμα.

Μας φάνηκε πως άφηνε μια χαραμάδα.

Μείναμε στο ισόγειο κι αυτός με βήμα σταθερό ανέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στο επάνω πάτωμα, ακολουθούμενος από τα δυο μεγαλόσωμα σκυλιά. Αλληλοκοιταχτήκαμε με απογοήτευση, ωστόσο συνεννοηθήκαμε σιωπηρά να αρχίσουμε το ψάξιμο σ’ αυτό το χάος. Αναρωτιόμασταν για ποιο λόγο αυτός άνθρωπος είχε συμπεριφερθεί έτσι σ’ ένα τόσο πλούσιο σπίτι. Κατευθυνθήκαμε στο άλλο δωμάτιο, αριστερά της τραπεζαρίας, όπου βρισκόταν το μεγάλο σαλόνι. Αμέτρητος αριθμός βιβλίων στα ράφια αλλά και κάτω στο πάτωμα, στοιβαγμένα σε ντάνες. Κατευθυνθήκαμε στην τύχη προς την αριστερή πλευρά, όπου οι στοίβες έφταναν περίπου ως τη μέση μας, κι αρχίσαμε να ψάχνουμε με βουλιμία.

Κάποια στιγμή, καθώς κοίταζα αδιάφορα κάποια βιβλία στη γαλλική γλώσσα, ανασηκώθηκα. Με τον αριστερό μου αγκώνα ακούμπησα έναν πίνακα και με φόβο ότι μπορεί να προκαλούσα κάποια ζημιά τραβήχτηκα απότομα, γκρεμίζοντας μια ντάνα βιβλίων. Ο Μπίκο ήταν απορροφημένος μένα βιβλίο λίγο πιο πέρα. Κοίταξα τον πίνακα. Το θέμα του με τάραξε. Μια ανακατωσούρα  διαφόρων ανθρώπων σ’ ένα βουλεβάρτο και στη μέση μια γυναίκα με τα στήθη γυμνά περπατούσε ανάμεσα στους διαβάτες. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Γύρισα και κοίταξα προς την τραπεζαρία. Ο κύριος Καλαράσου δεν φαινόταν πουθενά. Έσκυψα να δω την υπογραφή στο κάτω μέρος του πίνακα και έκπληκτος διάβασα Grosz. Για μερικά δευτερόλεπτα μου κόπηκε η αναπνοή. Σφύριξα απαλά στον απορροφημένο Μπίκο. Γύρισε και του έκανα νόημα να πλησιάσει. Ήλθε και του έδειξα τον πίνακα. Έσκυψε, είδε την υπογραφή και με γουρλωμένα μάτια με κοίταζε σαν χαζός μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα είπε:

— Πάμε έξω για τσιγάρο…

Βγήκαμε. Είχε λιακάδα, αλλά έκανε πολύ κρύο. Είχα ένα ακόμη μπουκάλι με κονιάκ. Το άνοιξα και του πρόσφερα. Αφού ήπιαμε από κάνα δυο γουλιές κοιταχτήκαμε.

— Αν είναι αυτό που πιστεύω, κάναμε την τύχη μας! Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Θα τον ρωτήσω εγώ αν πουλάει πίνακες, είπε ο Μπίκο.

— Εντάξει. Αν είναι αυτό που φαίνεται, πράγματι κάναμε την τύχη μας.

— Ναι, αλλά να μη φανερωθούμε, ότι μας ενδιαφέρει κάποιος συγκεκριμένα.

— Εντάξει.

Επιστρέψαμε στη μεγάλη σάλα. Ύστερα από αρκετή ώρα, είχαμε επιλέξει αρκετά βιβλία, κυρίως εκδόσεις Ρουμάνων συγγραφέων του Μεσοπολέμου, όλα με αφιερώσεις. Ύστερα ο Μπίκο πλησίασε την ξύλινη σκάλα και φώναξε:

— Κύριε Καλαράσου…

— Ναι, αποκρίθηκε αυτός με ξερή φωνή, κατεβαίνω.

— Βρήκατε κάτι που σας ενδιαφέρει; ρώτησε.

— Ναι, είναι πολλά αυτά που μας ενδιαφέρουν, αλλά όχι όλα. Διαλέξαμε κάποια βιβλία. Να, αυτά εδώ, είπε ο Μπίκο.

Ο κύριος Καλαράσου μας κάλεσε στο καθιστικό

— Καθίστε, κύριοι, είπε.

Καταλάβαμε ότι τον χώρο αυτό τον χρησιμοποιούσε και για κρεβατοκάμαρα ο κ. Καλαράσου. Βολευτήκαμε σε κάτι τεράστιες πολυθρόνες και έβγαλε ένα μπουκάλι τσούικα και δύο ποτήρια, τα γέμισε και μας προσέφερε.

Αφού ανταλλάχθηκαν οι σχετικές ευχές, ο κύριος Καλαράσου μας είπε:

— Θέλω να καταλάβετε ότι η απόφασή μου να πουλήσω τα βιβλία με τη μία έχει σχέση με την πώληση του σπιτιού. Εγώ δεν μπορώ πια να κατοικήσω εδώ. Έχω λόγους να κατεβώ στο Μπρασόβ, όπου θέλω να αγοράσω ένα σπίτι στο Σχέι, πιο μικρό βέβαια από αυτό. Αλλά τι να το κάνω και μεγαλύτερο. Επίσης θέλω να αγοράσω και μια καραμπίνα Ρέμιγκτον, που μου χρειάζεται για τη δουλειά μου. Δεν έχω τον χρόνο να τα πουλήσω λίγα-λίγα. Ωστόσο, ό,τι διαλέξατε σήμερα θα το πάρετε. Γιατί καταλαβαίνω ότι είναι πράγματι πολύ δύσκολο να ξανάρθετε εδώ χωρίς δικαιολογία.

Ξαφνιαστήκαμε, μιας και δεν περιμέναμε μια τέτοια κίνηση εκ μέρους του. Ο Μπίκο τον ευχαρίστησε και τάχα μου αδιάφορα τον ρώτησε:

— Εμάς δεν μας ενδιαφέρει, αλλά, να, μήπως κάποιος φίλος που συλλέγει πίνακες ενδιαφερθεί, θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε, τους πίνακες τους πουλάτε;

— Τους πουλάω, αλλά κι αυτούς όλους μαζί. Ωστόσο αυτόν που κοιτάξατε, του Γκρος, δεν μπορώ να τον πουλήσω, είναι πολύ ακριβός. Θα τον κρατήσω για τα γεράματά μου. Ίσως στο Μπρασόβ να βρω κάποιον Γερμανό συλλέκτη, αργότερα…

Αντιληφθήκαμε ότι ο Καλαράσου είχε κατά κάποιον τρόπο εποπτεία όλου του χώρου κι ότι γνώριζε την αξία των πινάκων που διακοσμούσαν αυτή την περίφημη αγροικία. Είχε δει τις κινήσεις μας και τώρα μας έδειχνε ότι είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος ο οποίος δεν είχε σκοπό να χάσει.

 Ο Μπίκο πήρε το θάρρος και τον ρώτησε:

— Και πόσα χρήματα θα ζητούσατε ενδεχομένως για τον πίνακα αυτόν;

— Τριάντα χιλιάδες δολάρια. Στη Γερμανία μπορεί να πουληθεί κάτι περισσότερο από εκατό χιλιάδες.

Δεν μας έπαιρνε. Τον ρωτήσαμε πόσα χρήματα θέλει για τα βιβλία και μας απάντησε: «Διακόσια δολάρια».

Μου έκανε εντύπωση που ο Μπίκο είπε εντάξει, χωρίς να κάνει παζάρια. Γύρισε σε μένα, έγνεψε καταφατικά κι εγώ τον πλήρωσα. Ο Καλαράσου πήρε τα χρήματα, τα έβαλε στην τσέπη του και μας ευχαρίστησε. Καθώς δεν υπήρχε λόγος να παραμείνουμε άλλο εκεί, σηκωθήκαμε, τον χαιρετήσαμε και κινήσαμε να γυρίσουμε πίσω. Τότε ο κ. Καλαράσου είπε:

— Αν την επόμενη εβδομάδα δείτε στην Εφημερίδα Φακλία καινούργια αγγελία μου, ότι πουλώ βιβλία, ξαναελάτε, αν μπορείτε, να πάρετε ότι θέλετε. Αν όχι, σημαίνει ότι τα πούλησα όλα στους Ιταλούς.

— Σας ευχαριστούμε, είπαμε και οι δύο ταυτόχρονα και πικραμένοι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.

Ήταν αργά το απόγευμα κι έπρεπε να επιταχύνουμε το βήμα μας για να προλάβουμε, να φάμε καμιά σούπα στο «Κράμα». Σε όλο το δρόμο καταριόμασταν την τύχη μας, που ήμασταν άφραγκοι. Σκεφτήκαμε να κάνουμε έρανο μεταξύ μας για να συγκεντρώσουμε το ποσόν και να αγοράσουμε τον πίνακα. Το ενδιαφέρον μας στράφηκε τώρα στη ζωγραφική. Μιλούσαμε για τον Γκρος και εξαντλήσαμε όλες τις πιθανότητες, για να βάλουμε τον πίνακα στο χέρι και να πλουτίσουμε. Δεν υπήρχε καμιά να τον αγοράσουμε εμείς!

Φτάσαμε στο Αμπρούντ την ώρα που το σκοτάδι άρχισε να νικάει το φως. Οι κακοφωτισμένοι και έρημοι δρόμοι της μικρής πολιτείας, που κάποτε, έπρεπε να έσφυζαν από ζωή, καθώς πολλοί χρυσοθήρες κατέληγαν εδώ αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στα ορυχεία της Ρόσια Μοντάνα, επέτειναν τη μελαγχολία μας.

Μπήκαμε στο ξενοδοχείο, καλησπερίσαμε βιαστικά την κυρία Νόρα στη ρεσεψιόν κι ανεβήκαμε στα δωμάτιά μας. Φρεσκαριστήκαμε και κατεβήκαμε οδεύοντας προς το «Κράμα». Μπήκαμε μέσα αμίλητοι και καθίσαμε σ’ ένα γωνιακό τραπέζι. Ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες του καταστήματος. Παραγγείλαμε σούπες κι ένα μπουκάλι κρασί, το ίδιο που είχαμε παραγγείλει και την προηγούμενη μέρα. Φάγαμε σχεδόν αμίλητοι. Ανάψαμε τσιγάρο.

— Ο τύπος ξέρει πολύ καλά τι έχει μέσα το σπίτι. Δεν είναι έτσι όπως μας είπαν. Δεν τον έκανα για αγριάνθρωπο… είπε ο Μπίκο.

— Κι εγώ έτσι πιστεύω. Γι’ αυτό είναι και αποφασιστικός και δεν κάνει παζάρια.

— Ναι, αλλά για να δούμε. Νομίζω ότι κάποιος τον έχει ενημερώσει για τον Γκρος Το κακό είναι ότι δεν είδαμε τι άλλους πίνακες έχει.

— Είμαι σίγουρος ότι από κάπου μας έβλεπε διαρκώς την ώρα που κοιτάζαμε τον πίνακα.

Ναι, έχεις δίκιο… Για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν με ενδιαφέρουν τα βιβλία αλλά ένας πίνακας. Ξέρεις, αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, που δεν καταφέραμε να κάνουμε μια καλή και να βγάλουμε πολλά χρήματα…

— Έτσι γίνεται τις περισσότερες φορές. Σπάνια κάποιος πιάνει μια ευκαιρία.

— Για μας αυτή είναι η ευκαιρία, δεν πρέπει να τη χάσουμε!

— Πώς; Δεν βλέπεις, ο τύπος είναι ενημερωμένος. Τον πίνακα τον έχει δει και κάποιος άλλος που τον ξύπνησε τον Καλαράσου.

— Πώς βρέθηκε αυτός ο πίνακας εδώ; Λες να τον είχε αγοράσει ο γιατρός στο Βερολίνο;

— Ο Γκρος, πάντως, ήταν ντανταϊστής. Μπορεί να τον γνώρισε ο γιατρός στο Βερολίνο; Αν σκεφτείς ότι ο Καλαράσου ήταν φίλος με τον Τριστάν Τζαρά, μπορεί…

Ήπιαμε το πρώτο μπουκάλι κρασί και παραγγείλαμε άλλο ένα, μαζί με μια τάβα [4] με σαλάμια και τυριά. Πίναμε, καπνίζαμε συνεχώς και από το μυαλό μας δεν έφευγε ο Γκρος.

Κάποια στιγμή είπαμε να κάνουμε μια βόλτα, να μας πάρει λίγο το αεράκι και να ξεζαλιστούμε. Πληρώσαμε και βγήκαμε στον δρόμο. Ένα μολυβένιο σκοτάδι είχε αγκαλιάσει τη μικρή πόλη ξεκινώντας από τις σκεπές. Εδώ κι εκεί ένα φως προσπαθούσε να αντισταθεί, αλλά η ισχύς του ήταν πολύ χαμηλή και δεν κατάφερνε παρά να φωτίσει μερικά μέτρα γύρω του. Έκανε πολύ κρύο και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Είπαμε να κοιμηθούμε γιατί το στις οκτώ πρωί έπρεπε να πάρουμε τον δρόμο του γυρισμού.

 

 

Το πρωί ξεκινήσαμε το ταξίδι για το Κλουζ αμίλητοι. Στην κάθοδο με τον οδοντωτό δεν είχαμε όρεξη να κοιτάξουμε έξω, τις αιχμηρές σαν λόγχες κορυφές των βουνών ή τις βαθιές και σκοτεινές χαράδρες που έχασκαν από τη μια και την άλλη μεριά του τρένου. Λαγοκοιμόμασταν ακούγοντας το μονότονο γκαπα-γκουπ που έκαναν τα τεράστια ολοστρόγγυλα γρανάζια του, κατεβαίνοντας από τις απότομες πλαγιές του Αμπρούντ προς τη Ρόσιε Μοντάνα. Φτάσαμε στην πόλη Τούρντα και περιμέναμε για τη μετεπιβίβασή μας στο τρένο που ερχόταν από το Βουκουρέστι. Το μεσημέρι, κατά τη μία και μισή, ήμασταν πάλι πίσω στη βάση μας. Πήραμε ένα ταξί· ο Μπίκο κατέβηκε στην οδό Ουνιβερσιτάτσι, πριν από τη φοιτητική εστία «Αβράμ Γιάνκου», κι εγώ συνέχισα για την εστία 12, όπου βρισκόταν το δωμάτιό μου. Θα συναντιόμασταν την άλλη μέρα στο Ινστιτούτο.

Καθώς ερχόταν η Άνοιξη, άρχισαν να λιώνουν τα χιόνια. Η λάσπη ήταν ανυπόφορη σε όλη την πόλη. Είχε προχωρήσει αρκετά η ανοικοδόμηση. Στο Μαναστούρ από τη μια και στο Γκεοργκένι από την άλλη ξεφύτρωναν συνεχώς καινούργιες τσιμεντένιες πολυκατοικίες. Τα βαριά μηχανήματα και τα καμιόνια, που μετέφεραν τα υλικά από το ένα μέρος στο άλλο, μετέφεραν τόνους λάσπης στους δρόμους της πόλης. Παρ’ όλα αυτά, οι περίπατοι στο κέντρο ήταν απολαυστικοί, ειδικά όταν είχε λιακάδα. Έτσι, μια λαμπερή μέρα που αποφάσισα να την κοινωνικοποιήσω υπέρ του εαυτού μου, κατεβαίνοντας την οδό Νάποκα, προσπέρασα το Ινστιτούτο, στο οποίο είχα πρόθεση να πάω, και φτάνοντας στην Πλατεία Ελευθερίας προχώρησα δεξιά και μπήκα στην Γκαλερία ντε Άρτα. Κατόπιν επισκέφθηκα το παλαιοβιβλιοπωλείο, μερικά μέτρα πιο πέρα, και ύστερα με σταθερό βήμα κατευθύνθηκα στην «Κοσιγκνάτσια», όπως έλεγαν το παλαιοπωλείο της οδού Εμίλ Ζολά.

Στο μυαλό μου στριφογύριζε η εικόνα του κυρίου Καλαράσου και ο εξαίσιος πίνακας του Γκρος. Περπάτησα από το ρεστοράν «Ούρσους» μέχρι το Μουσείο Φαρμακευτικής, έστριψα δεξιά στη Λεωφόρο Γκεόργκε Ντόζα ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στο κατάστημα που πουλούσε καπέλα και φτάνοντας στην Εμίλ Ζολά μπήκα αριστερά, όπου μόλις δυο βήματα βρισκόταν το παλαιοπωλείο.

Η κυρία Μόρικο με ρώτησε έκπληκτη:

— Πού χαθήκατε, κύριε Ντέμους; Έχω καιρό να σας δω.

— Σας φιλώ το χέρι, αγαπητή μου κυρία Μόρικο, απάντησα, κάνοντάς της διάφορες φιλοφρονήσεις.

Προχωρώντας προς τις βιτρίνες με τα παλιά ρολόγια, τις ταμπακιέρες και διάφορα άλλα αντικείμενα, παρατήρησα ότι το εκθετήριο ήταν γεμάτο από καινούργια εμπορεύματα: σαμοβάρια του 19ου αιώνα, πολλά παλιά φωτιστικά και πολλοί επίσης πίνακες.

— Κοπιάστε, κύριε Ντέμους, έχουμε πολλά πράγματα που μπορεί να σας ενδιαφέρουν.

Πλησίασα την πρώτη βιτρίνα από αριστερά και σηκώνοντας το βλέμμα μου πίσω από την κυρία Μόρικο, πλάι και δεξιά της, στην πόρτα που οδηγούσε στην αποθήκη, τι να δω; Ο πανέμορφος πίνακας του Γκρος, ιδιοκτησίας του κυρίου Καλαράσου, βρισκόταν εκτεθειμένος προς πώληση.

Συγκρατήθηκα. Προσποιήθηκα πως ήθελα να αγοράσω ένα ρολόι τσέπης για τον πατέρα μου, ωστόσο, έριχνα κλεφτές ματιές στον πίνακα. Σοκαρισμένος, δεν άντεξα και ρώτησα την κυρία Μόρικο:

— Αυτός ο πίνακας ποιανού ζωγράφου είναι, κ. Μόρικο;

— Του Γκρος, ενός Γερμανού…

— Α, μάλιστα. Και πόσο κάνει;

— Πέντε χιλιάδες λέι, πολύ ακριβός…

— Πέντε χιλιάδες λέι, ψέλλισα, πανάκριβος…

Τον περιεργάστηκα λίγο ακόμη και αφού την καλημέρισα, λέγοντας πως έχω μάθημα κι έπρεπε να βιαστώ, αποχώρησα από το παλαιοπωλείο και κατευθύνθηκα γρήγορα προς το Πανεπιστήμιο. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Πριν κάμποσο καιρό μας ζητούσε τριάντα χιλιάδες δολάρια και τώρα είχε δώσει τον πίνακα στο παλαιοπωλείο, το οποίο τον πουλούσε εκατόν ογδόντα δολάρια περίπου. Απίστευτο!

Έπρεπε να βρω τον Μπίκο. Ανέβηκα στη Γραμματεία και ρώτησα την κυρία Σεβαστή, πού έχει μάθημα.

— Κάτω, στην αίθουσα της Λογικής, μου είπε.

Έφυγα σαν αστραπή. Κατέβηκα τις σκάλες και βρέθηκα στο ισόγειο του Πανεπιστημίου. Ύστερα από πέντε λεπτά χτύπησε το κουδούνι. Ο Μπίκο βγήκε από την αίθουσα και με ρώτησε έκπληκτος:

— Πώς κι από δω;

— Έλα. Έχω να σου πω ένα νέο που με έχει σοκάρει.

— Τι;

— Στην «Κοσιγκνάτσια» της Εμίλ Ζολά…

— Τι έγινε εκεί;

— Ο πίνακας…

— Ποιος πίνακας;

— Ο πίνακας του Καλαράσου, του Γκρος! Πάμε γρήγορα…

— Τι ο πίνακας του Γκρος;

— Είναι εκεί! Τον πουλάνε πέντε χιλιάδες λέι.

— Τι; Αυτός μας γύρευε τριάντα χιλιάδες δολάρια…

— Ναι, πάμε.

Ξεκινήσαμε για το παλαιοπωλείο. Βγήκαμε στον δρόμο και πηγαίναμε γρήγορα προς την Πλατεία Ελευθερίας. Αίφνης ο Μπίκο με πιάνει από το μπράτσο και μου λέει:

— Όχι, δεν πρέπει να πάμε μαζί εκεί. Πάμε να πιούμε καφέ στη «Μόκα». Για λέγε…

 Του διηγήθηκα το συμβάν. Φτάσαμε στη «Μόκα», παραγγείλαμε καφέ και καθίσαμε στον καναπέ που βρισκόταν πλάι στη βιτρίνα. Ο Μπίκο έπεσε σε περισυλλογή. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.

— Αυτοί στην κεντρική παραλαβή των αντικειμένων έχουν εκτιμητές, οι οποίοι αποκλείεται να έκαναν λάθος. Αν ο πίνακας είναι αυθεντικός, ποτέ δεν θα έβγαινε προς πώληση. Ή θα τον προωθούσαν σε κάποιο Μουσείο ή θα κανόνιζαν να τον πουλήσουν σε κάποιον ξένο και θα έβγαζαν χοντρά λεφτά, είπε ο Μπίκο.

Ήλθε το ρεβιθόζουμο που πουλούσαν ως καφέ. Εμείς συνεχίσαμε την κουβέντα. Κάποια στιγμή ο Μπίκο είπε με ξαφνική χαρά:

— Πώς δεν το σκεφτήκαμε;

— Ποιο πράγμα;

— Την κυρία Μαρίκα Υγκ…

— Τι να την κάνουμε;

— Να τη ρωτήσουμε τι ξέρει. Σαράντα χρόνια καθηγήτρια των Εικαστικών Τεχνών ήταν στο Πανεπιστήμιο. Αυτή θα μας πει τι συμβαίνει; Πρέπει να γνώριζε τον γιατρό Καλαράσου… Πρέπει να πάμε σπίτι της. Σήμερα κιόλας!

— Τί να μας πει η κυρία Μαρίκα;

— Θα μας πει τί συμβαίνει. Αυτή θα ξέρει. Πάμε στην Πόστα να την πάρω τηλέφωνο. Δίπλα είναι.

Πήγαμε στο Κεντρικό Τηλεφωνείο κι ο Μπίκο πήρε τηλέφωνο την κυρία Υγκ, την οποία είχαμε και οι δύο καθηγήτρια στην Ιστορία της Τέχνης. Αυτή δέχτηκε με χαρά να την επισκεφθούμε το απόγευμα της ίδιας μέρας. Το σπίτι της ήταν σε μια καινούργια, αρκετά όμορφη πολυκατοικία, απέναντι από τη Νομαρχιακή Επιτροπή του Κόμματος.

Περάσαμε από το ζαχαροπλαστείο «Καρπάτσι» κι αγοράσαμε ένα κουτί ντόμπος,[6] ακολουθήσαμε την οδό Πέτρου Γκρόζα κατηφορίζοντας προς την Ορθόδοξη Μητρόπολη, τον Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και τα γραφεία της Περιφερειακής Οργάνωσης του Κόμματος. Σταθήκαμε στο φανάρι. Έσταζε υγρασία όλη η πόλη. Περάσαμε απέναντι στη γωνία της οδού Κούζα Βόντα και πλησιάσαμε στην είσοδο. Χτυπήσαμε το κουδούνι. Ακούστηκε μια αυταρχική γυναικεία φωνή:

— Ναι, ποιος είναι;

— Εμείς, κυρία Μαρίκα, ο Μπίκο κι ο Ντέμους.

Ανεβήκαμε στον τέταρτο όροφο όπου η κατοικούσε η κυρία Μαρίκα με αθώο ύφος και αγγελική διάθεση. Μόλις άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η ανοικονόμητη σε ύψος και βάρος κυρία Μαρίκα, αρχίσαμε τις υποκλίσεις, τα χειροφιλήματα και τα κομπλιμέντα: «φαίνεστε κατά δέκα χρόνια νεότερη», και «τί καλό σας έκανε που πήρατε τη σύνταξη»… Και η κυρία Μαρίκα να κάνει πως δεν θέλει τάχα μου. Συνεχίσαμε έτσι μέχρι το σαλόνι όπου μας είπε:

— Καθίστε, κατεργάρηδες. Πρώτοι είστε στις κολακείες. Για πείτε μου πώς τα πάτε με τη Σχολή;

— Καλά, κυρία Μαρίκα μου, απαντήσαμε ταυτόχρονα, πολύ καλά…

— Εσύ, γλυκέ μου Ντέμους, πώς τα πας, είσαι ακόμη με την Ελληνίδα;

— Μάλιστα, είπα εγώ, κοιτάζοντας πλαγίως τον Μπίκο.

— Καλά, ε; Θα την παντρευτείς στην Ελλάδα;

— Πού να ξέρω, κυρία Μαρίκα μου!

— Τι πού να ξέρεις; Θα σταματήσεις μ’ αυτήν τη Μαγυάρα που γυρνάς και θα παντρευτείς την Ελληνίδα… Μη νομίζεις ότι δεν τα μαθαίνω. Όλα τα μαθαίνω εγώ. Άσε που σε είδα στην Πλατεία Τσιπάριου να την έχεις αγκαλιά τη Μαγυάρα.

Ο Μπίκο κόντευε να πνιγεί από τα γέλια. Μετά βίας κρατιόταν. Εγώ ξεροκατάπινα, προσπαθώντας να της εξηγήσω, αλλά εκείνη δεν μου άφηνε περιθώρια. Αισθανόμουν ως σάκος του μποξ, έβλεπα την κυρία Μαρίκα σαν την Τσίσοβα με γάντια του μποξ να με σφυροκοπά. Γλίτωσα, όταν ξαφνικά γύρισε στον Μπίκο και τον ρώτησε με σοβαρό ύφος:

— Ο πατέρας σου τι κάνει; Δεν θα πάρει σύνταξη; Είναι μεγαλύτερος από μένα…

— Καλά είναι, κυρία Μαρίκα. Δεν το σκέφτεται ακόμα.

— Να του πεις τα χαιρετίσματά μου.

Ακολούθησε ανάκριση γύρω από τα μαθήματα και τους καθηγητές. Κατέληξε να μας πει εμπιστευτικά ότι η αντικαταστάτριά της τα είχε με τον υφυπουργό Παιδείας όταν ήταν στην Κομμουνιστική Νεολαία και γι’ αυτό πήρε την έδρα. Ύστερα, ήπιε ένα ποτηράκι λικέρ μονορούφι και είπε με σοβαρό ύφος:

— Λοιπόν, τι σας έφερε από δω; Καιρό είχατε να φανείτε. Κάτι σκαρώνετε εσείς.

Ο Μπίκο με κοίταξε με νόημα και κατάλαβα πώς αυτός θα κάνει την εισαγωγή.

— Να, αγαπητή μας κυρία Μαρίκα, ο Ντέμους έχει μια εργασία για τη Σχολή της Μπάια Μάρε [7].

— Α, αυτοί ήταν όλοι Μαγυάροι.

— Ναι, είπε ο Μπίκο, το γνωρίζω αλλά ήταν και κάποιος Ρουμάνος. Γι’ αυτόν δεν μπορεί να βρει στοιχεία ο Ντέμους και είπαμε να σας ρωτήσουμε.

— Και ποιος είναι αυτός;

— Ο Πασκ Ζένο…

— Ναι, ο Εουτζέν Πάσκου ψιθύρισε και πριν προλάβει ο Μπίκο να συνεχίσει, η κυρία Μαρίκα άρχισε να μας λέει πακτωλό πληροφοριών…

Κοιταχτήκαμε αλλά δεν τη διακόψαμε. Εκείνη συνέχισε και μετά σηκώθηκε, λέγοντας:

— Τι να σε κάνουμε; Έναν σε έχουμε. Θα σου δώσω ένα λεύκωμα με πολλά στοιχεία γι’ αυτόν. Πρόσεχε μην το χάσεις… Θα χαθείς από τον κόσμο των ζωντανών. Δεν θα δεχτώ καμιά δικαιολογία. Το αγόρασα το 1962 από το βιβλιοπωλείο «Coșbuc/Κοσμπούκ», στην Πιάτσα Λιμπερτάτσι. Τότε που πραγματικά δεν είχαμε να φάμε…

Ανέσυρε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, την οποία εμείς κοιτάζαμε με βουλιμία.

— Να, αυτό είναι, είπε. Πάρε το και κάνε την εργασία σου. Σε δεκαπέντε μέρες το θέλω πίσω.

Πήρα το λεύκωμα στα χέρια μου και κάθισα πάλι στον καναπέ. Τότε ο Μπίκο άλλαξε κουβέντα.

— Κυρία Μαρίκα, το γνωρίζω, σας καθυστερούμε, αλλά θέλω κι εγώ να σας ρωτήσω κάτι. Έχετε γνωρίσει κάποιον Καλαράσου;

— Τον γιατρό; Αυτός ήταν ήρωας από την παρανομία του Κόμματος. Πέθανε. Τον είχα γνωρίσει από τη δεκαετία του 1950, όταν ήμουν στο πρώτο έτος του «Ινστιτούτου Αντρεέσκου»[8]. Ξέρεις, άφησε την περιουσία σ’ έναν ανεψιό του. Ένα αγρίμι, που ζει με τις αρκούδες στα Δυτικά Καρπάθια… Το σπίτι του στο Μπρασόβ είναι γεμάτο πίνακες ζωγραφικής. Εσύ πού τον έμαθες;

— Μήπως είχε κάποιον πίνακα του Γκέοργκ Γκρος; Κάτι τέτοιο μου είπε ένας φίλος μου.

— Αλήτες, το είπα εγώ! Κάτι σκαρώνετε με αυτόν τον βάρβαρο!

Αφού μας μάλωσε και μας προειδοποίησε να μην κάνουμε καμιά βλακεία, είπε:

— Ναι, καλέ, υπήρχε ένας Γκέοργκ Γκρος της Σχολής της Μπάια Μάρε, από εδώ, αλλά δεν είχε καμιά σχέση με τον Βερολινέζο. Πρόκειται για τον Γκρος από το Σιμπίου…

Όταν το ακούσαμε αυτό καταρρεύσαμε. Κοιταχτήκαμε και δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας. Όλον αυτόν τον καιρό, μας είχε εγκλωβίσει η ιδέα ότι βρισκόμασταν πολύ κοντά σε μια ασύλληπτη επιτυχία. Και τώρα, όλα κατέρρεαν. Ξεροκαταπίναμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Προφασιστήκαμε ότι έχουμε μάθημα. Αμήχανοι σηκωθήκαμε, χαιρετήσαμε την κ. Μαρίκα και κατεβήκαμε αμίλητοι στον δρόμο. Προχωρήσαμε προς το Λύκειο Μπράσσαϊ. Ξαφνικά σταματήσαμε. Γυρίσαμε ο ένας προς τον άλλον και κοιταχτήκαμε. Για μια στιγμή φάνηκε πως θα κλάψουμε από τη στενοχώρια μας. Και τότε σκάσαμε κάτι απίθανα γέλια. Οι διαβάτες που περνούσαν μας κοίταζαν με περιέργεια. Ο Μπίκο, είπε:

— Άντε, πάμε απέναντι στο «Ουμπέρτους» να φάμε και να πιούμε μια μπίρα «Ούρσους» στην υγειά της κυρίας Μαρίκας και του Καλαράσου. Εμείς λεφτά δεν πρόκειται να κονομήσουμε ποτέ…

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Γκάρα: σιδηροδρομικός σταθμός.

2. κοζόκ: δερμάτινα ημίπαλτα με επένδυση προβιάς, αδιαπέραστα από το κρύο.

3. Τσάρα Μότσιλορ: εθνογραφική περιοχή της Ρουμανίας, γνωστή και ως Χώρα της Πέτρας. Βρίσκεται στα Δυτικά Καρπάθια, στη λεκάνη των ποταμών Άριες και Κρίσουλ Άλμπ. Περιλαμβάνει τμήματα από τις σημερινές κομητείες Άλμπα, Αράντ, Μπιχόρ, Κλουζ και Χουνεντοάρα. Ένα τμήμα της περιοχής είναι μέρος του φυσικού πάρκου των Δυτικών Βουνών.

4. Αβράμ Γιάνκου (1824-1872): δικηγόρος και επαναστάτης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Τρανσυλβανική Επανάσταση του 1848. Ήταν επικεφαλής της επανάστασης στην Τσάρα Μότσιλορ το 1849, και υποστήριξε τη συμμαχία των Ρουμάνων με τον αυστριακό στρατό εναντίον των ουγγρικών επαναστατικών στρατευμάτων του Λάγιος Κόσσουτ.

5. τάβα (τάβλα): Αντικείμενο επίπεδο από μέταλλο, πλαστικό ή ξύλο, με διαφορετικά σχήματα και μεγέθη και ελαφρώς ανυψωμένες άκρες, που χρησιμοποιούν στο τραπέζι για το σερβίρισμα.

6. ντόμπος: σοκολατένια γλυκά σαν τα «αραπάκια» αλλά με σκληρή σοκολάτα και καρύδια.

7. Σχολή της Μπάια Μάρε: καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Belle Époque γύρω από τον Ούγγρο ζωγράφο Σίμων Χόλλοσι.

8. Ιόν Αντρεέσκου (1850-1882): Ρουμάνος ζωγράφος και παιδαγωγός, που μετά θάνατον ανακηρύχτηκε μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας (1948). Προς τιμήν του το Ινστιτούτο της Σχολής Καλών Τεχνών του Κλουζ ονομάστηκε «Ινστιτούτο Ιόν Αντρεέσκου».