Παρασκευή, Απριλίου 24, 2020

Sînziana Pop Βροχή

Sînziana Pop
Βροχή
Μετάφραση στην Ελληνική, για πρώτη φορά στην Ελληνική γλώσσα:
Δημήτρης Κανελλόπουλος

Δεν είναι Κυριακή ούτε μέρα γιορτής. Βρέχει. Καλοκαιρινή βροχή, μουρμουριστή βροχή. Στεκόμαστε στο παράθυρο και κοιτάζουμε έξω. Περιμένουμε.
—Δεν έρχεται εξαιτίας της βροχής, ή έχει ποιον άλλο λόγο; Ρώτησε η αδελφή μου.
Κοιτάζω το τζάμι του παραθύρου. Έχει καλυφθεί από έναν ασημένιο ατμό. Οι πρώτες σταγόνες κυλάνε κομμένες σαν ασύμμετρες αλυσίδες. Ανταγωνιζόμαστε. Η κάθε μια διαλέγει από μια σταγόνα και την ακολουθούμε, να δούμε ποιά θα φτάσει πιο γρήγορα στο κάτω μέρος του ξύλινου πλαίσιου του παραθύρου.
— Τί κάνεις, μαμά;
Η μαμά ποιος ξέρει τι κάνει. Χτενίζεται. Θέλω κι εγώ.
— Χτένισέ με κι εμένα.
            — Τί; Ρωτάει η μητέρα.
Μου αρέσει η βροχή. Υπάρχουν μερικές λούμπες που αφρίζουν. Οι καστανιές έξω απ’ την πόρτα σαν φίδια. Ο ουρανός είναι στην αυλή, ο γείτονάς μου.
— Μαμά, δεν θάρθει;
     Έρχεται μανούλα μου έρχεται, με καθησυχάζει.
Βγαίνουμε στην αυλή με την αδελφή μου. Η βροχή έγινε ψιλόβροχο. Οι τελευταίες ψιχάλες μου χτυπούν τα δόντια.
— Πώς το κάνεις ; με ρωτάει.
     Το κάνω!
Έχω μπροστά ένα νέο δόντι, μεγάλο. Η αδελφή μου έμεινε με ανοιχτό το στόμα της. Κακώς εκπλήσσεται.
     Πάρε κουρούνα το παλιό, και δώς μου το καινούργιο, της τραγουδούσα.
Ενώ η βροχή. Της τραγουδούσαμε της βροχής να σταματήσει, κι αυτή σταμάτησε.
— Πότε θα ‘ρθε; με ρωτούσε.
            — Έρχεται! Πού να καθίσει, θα καθίσει στην οικοδομή μέχρι αύριο;
            — Στο εργοτάξιο βρέχει;
     Βρέχει
Περιστρεφόμαστε στη βροχή και οι φούστες μας μουσκεύουν. Μετά
μπαίνουμε στο σπίτι· εγώ πήδηξα από το παράθυρο.
            — Τι ώρα είναι, μαμά;
            — Τι ώρα είναι; Ρωτά και η αδελφή μου από την πόρτα.
     Επτά.
Η μητέρα μου τελείωσε το χτένισμα. Ταχτοποίησε το τραπέζι και ήρθε πλάι μας στο τζάμι. Κοιτάζαμε και οι τρεις μας. Η βροχή σταμάτησε. Η πικρή μυρουδιά της γης. Οι καστανιές θροΐζουν στην βρεγμένη πόρτα. Έχουν μεγαλώσει.
Όταν ήλθε, εγώ εγώ θα τον δω πρώτη. Πηδάω από το παράθυρο στην αυλή και τρέχω. Η αδελφή μου ουρλιάζει καθώς τον φτάνω πρώτη. Ο μπαμπάς μου με αρπάζει και με φέρνει γύρω, πάνω από τους βάλτους. Κλίπ, κλαπ ηχούν οι μπότες του. Μπότες του εργοταξίου, οι μπότες του πατέρα.
Στην αυλή φωνάζει την αδελφή μου. Οι μπότες του κάνουν κλιπ, κλαπ. Και μερικές φορές κλιπ, κλιπ.
Την μητέρα την φιλά.
     Εεε!!! Ουρλιάζουμε εμείς και χτυπάμε με γροθιές την καρέκλα.
     Τί μάς έφερες;
      Πιάνω τον πατέρα από το ένα χέρι. Ο πατέρας έχει όμορφο χέρι. Ανοίγει με το άλλο του το σακκίδιο και βγάζει τα τρόφιμα που αγόρασε από το μπακάλικο του εργοταξίου. Η αδερφή μου δεν φτάνει να δει πάνω στο τραπέζι.
     Έβρεχε στο εργοτάξιο; Τον ρωτά.
     Έβρεχε.
     Αλλά ήρθες. Θα μείνεις; Έλεγε θαυμάζοντάς τον.
Η μαμά γέλασε.
      Πάω στο τζάμι. Πάλι βρέχει. Καλοκαιρινή βροχή, μουρμουριστή βροχή.
      Χαίρομαι.
     Ήρθες πατέρα;



Πέμπτη, Απριλίου 23, 2020

Δημήτρης Κανελλόπουλος Ο Παναγής κι ο δυναμίτης...

© Δημήτρης Κανελλόπουλος
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ο Παναγής κι ο δυναμίτης
Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Γεννηθήκαμε την ίδια μέρα. Εγώ πρώτος, λίγο πριν αρχίσει ο μεγάλος σεισμός. Αυτός, λίγη ώρα μετά, αφ’ ότου σταμάτησε. Ξεκινήσαμε τη ζωή μας ως σκηνίτες. Εννιά μήνες στη σκηνή. Μετά τις επισκευές γυρίσαμε στα σπίτια. Ήμασταν και γειτονόπουλα. Ένα μικρό πλάτωμα, σαν πλατεία μας χώριζε. Δίπατα, τα παλιά σπίτια πέτρινα.
            Η πρώτη μας συνάντηση χάνεται στα βάθη της πρώτης μνήμης. Στη γειτονιά είχαν να το λένε. Σαν αδέρφια ήμασταν. Έτσι μεγαλώναμε. Στην αρχή βγήκαμε μαζί, μέχρι την αριά, στην Πλάκα. Τότε η βλάστηση ήταν άγρια, έμπαινε μέσα στο χωριό. Αργότερα, καθώς ήμασταν πέντε έξι χρόνων, κατεβαίναμε πίσω από την Πλάκα, στη δημοσιά. Μέχρι του Μουστάκου. Εκεί στη μεγάλη κερασιά. Από την άλλη, έχασκε το ρέμα. Από το ρέμα αυτό ξεκινούσε ο δρόμος για τον Άμπουλα, όπου λίγο παρακάτω, στις Πέτρες χώριζε στα δύο. Από την μια μεριά, δεξιά, πήγαινε για την Παλιόβρυση και τον Άη Γιώρη. Λίγο χαμηλότερα, στις Πέτρες πήγαινε αριστερά κατά τον Άμπουλα, μέσα από το δάσος με τις τεράστιες αριές. Εκεί στήναμε τις πρώτες μας θηλιές και πιάναμε τσίχλες.
            Έβγαινα από το σπίτι μου και τον έβρισκα να με περιμένει, τρώγοντας μια φέτα ψωμί με άλλειμα· στεκόταν αμίλητος κάτω από τη κληματαριά. Όταν έβγαινα, μου έκοβε τη φέτα το ψωμί στη μέση και που το 'δινε. Μοιραζόμασταν το ψωμί κι ότι άλλο είχαμε. Όλη μέρα παίζαμε μπροστά στο σπίτι. Ήμασταν αδέρφια.
            Καθώς μεγαλώναμε, ο Παναγής, δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Τού έδειχνα εγώ το βράδυ, στο φως της λάμπας. Τον έπιανε όμως μια στεναχώρια και δάκρυζε. Ίδρωναν τα χέρια του. Οι παλάμες του έσταζαν νερό και δε μπορούσε να πιάσει το κοντύλι. Ύστερα, καθώς γίναμε δέκα χρονών, ο Παναγής τα παράτησε. Εγώ συνέχισα το σχολείο. Η φιλία μας όμως, δεν έλεγε να χαλάσει.

Κυριακή, Απριλίου 19, 2020

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Ανάσταση

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Ανάσταση

— Μην κάθεστε κάτω από μπαλκόνια, είπε ο κυρ Μιχάλης. Θα στάξουν τα αποστάγματα του κηρού.
Πήγαμε και σταθήκαμε δίπλα από μία κολόνα της ΔΕΗ, στη γωνία της πλατείας. Τα λεωφορεία περνούσαν με θόρυβο, μαρσάριζαν δυνατά, άφηναν σύννεφα καπνού και εκείνη τη βαριά μυρουδιά του πετρελαίου. Από τα μεγάφωνα ακούγαμε μπερδεμένες ψαλμωδίες. Ο κυρ Μιχάλης κούνησε το κεφάλι.

— Εδώ ψέλνει και ο πατριώτης μας ο Μπελούσης. Tί ν’ ακούσεις όμως με αυτή τη βουή.

— Ε, κυρ Μιχάλη, τού λέω, δεν είναι βέβαια όπως στον τόπο μας, ζούμε όμως καλά. Όλοι μαζί οι παληοί γείτονες, τα παιδιά, τα κορίτσια, γεροί, ταχτοποιημένοι σε δουλειές.

— Ναι ναι, έκανε ο κυρ Μιχάλης, αλλά ο τόπος σου, άλλο πράμα. Έστειλα και εφέτος ευχάς μέσω της Πατρίδος στους συμπολίτας μας, δεν ξέρω αν θα δημοσιευθούν.
— Γιά θυμήσου, μου λέει σέ λίγο, την Ανάσταση στον τόπο μας. Τί ψαλμωδίες ήταν εκείνες, τί κατάνυξις, τί χορωδίες. Σαράντα μέρες πιο μπροστά τα παιδιά έρχονταν κάθε απόγευμα στο κουρείο καιτους δίδασκα το Χριστός Ανέστη. Άσε η άμιλλα περί τον στολισμόν των Επιταφίων.
— Ας πούμε δόξα τω Θεώ, κυρ Μιχάλη, του λέω, όλοι οι γείτονες μαζί, τα κορίτσια παντρεύτηκαν, ο Γιώργος απολύθηκε από τον Στρατό.
— Ναι ναι, συμφώνησε ο κυρ Μιχάλης. Πέρυσι, το παιδί υπηρετούσε σε μια στέπα εκεί πάνω κατά το Χέρσο, μου έστειλε τη Μεγάλη Βδομάδα ένα γράμμα, μου ράισε την καρδιά. Έτρεξα παντού, πήγα και στον Στέφανο, τί να σου κάνω, μου λέει, δεν είμαστε στα πράγματα.
Η πλατεία είχε γεμίσει, το πλήθος φαινόταν να ανήκει σε εκατοντάδες μικρές ομάδες τελείως άγνωστες μεταξύ τους, από τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ πηδούσαν βιαστικά οι καθυστερημένοι, μερικές οικογένειες έφθαναν με ταξί, πολύ λίγο μιλούσαν ανάμεσά τους.
— Να ο Μπελούσης, βγαίνει, έκανε ξαφνικά ο κυρ Μιχάλης και τεντώθηκε να
δει. Πώς γέρασε, ή φωνή δεν ακούγεται ευκρινώς, πού το παληό εκείνο μέταλλο,
έπρεπε τουλάχιστον να απαγορεύσουν τα λεωφορεία.
Οι ψαλμωδίες ζωήρεψαν, φάνηκαν τα πρώτα αναμμένα κεριά. Μέσα στο πανδαιμόνιο ο κυρ Μιχάλης πλησίασε τη γυναίκα του. Έσκυψε και τη φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα. Ύστερα φίλησε τα παιδιά του, κατόπιν εμάς. Μας φιλούσε και έλεγε:
— Χριστός Ανέστη.
Και μεις τον φιλούσαμε και λέγαμε:
— Αληθώς Ανέστη.
Σε δέκα λεπτά η πλατεία άδειασε. Βαδίζοντας με δυσκολία πάνω στα στενά πεζοδρόμια, επιστρέψαμε χωρίς κέφι στα σπίτια μας.

1962,
Από τη συλλογή Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη

Παρασκευή, Απριλίου 17, 2020

Δημήτρης Κανελλόπουλος Πασχαλινή Ιστορία

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Πασχαλινή Ιστορία
στον Θανάση Χασιακή
Πρώτη δημοσίευση 17 Απριλίου 2020

Πλησίαζε Πάσχα κι είχαν αρχίσει να έρχονται από τον Πύργο στο χωριό, οι χοντρέμποροι για ν’ αγοράσουν αρνιά.
Όταν αυτοί κινούσαν για τα ορεινά, με κάτι γκρανκάσες, έφερναν μαζί τους και μπουλούκια· χαλκιάδες και πρώην τσαμπάσηδες από την Μπαρμπάσαινα, φορτωμένους με κάτι μαυρομάνικα χασαπομάχαιρα. ήταν οι "μακελλάρηδες" και τους έφερναν μαζί τους για να σφάξουν τα αρνιά, που ήθελαν να τα στείλουν έτοιμα στον Πύργο.
Φτάνοντας στο χωριό, έσφαζαν όλη τη μέρα. Βέλαζε το χωριό ολόκληρο , καθώς η λεπίδα του μαχαιριού, άγγιζε το λαιμό τον αθώων ζώων. 
Αυτή η αναστάτωση άρχιζε τη Μεγάλη Δευτέρα και τέλειωνε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου.
Εκείνη τη χρονιά ήταν μια Άνοιξη ανεπανάληπτη. Η εκτροφή αμνών, είχε ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη. Τώρα περίμεναν με αγωνία να ακούσουν τις τιμές που θα έδινε ο έμπορας.
Μπήκε η Μεγάλη Δευτέρα και στην Ντρόκλα, ακούστηκε ο παρατεταμένος ήχος μιας κόρνας, σημάδι ότι έφτανε η πρώτη γκρανκάσα με τον κρεατέμπορα. Πάντοτε ερχόταν πρώτος, ένας Νικολόπουλος. Όσο μπόι του έλειπε, άλλο τόσο ήταν ικανός στα παζάρια. Μπήκε στο χωριό, κατέβηκε από το παλιό φορτηγό και πίσω του πήδηξαν από την καρότσα οι "χαλκιάδες" φορτωμένοι με τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες, σαν πεχλιβάνηδες. Όλοι μαζί πήγαν στου Μπάμπη και παράγγειλαν τσίπουρα..
Ο Νικολόπουλος, πήγε στην Κάτω Ρούγα, να προλάβει τους άλλους εμπόρους κι άρχισε να κάνει τα παζάρια του. Οι συμφωνίες που έκανε αυτός δεν άλλαζαν. Ήταν το «χρηματιστήριο» των αγοραπωλησιών. Μετά την πρώτη αγορά, άρχιζε η σφαγή.
Στην Κάτω Ρούγα, εκεί που τέλειωνε το χωριό, πάνω στο τελευταίο πλάτωμα πριν το ρέμα του Χαρατσάρι, ήταν μια μεγάλη βελανιδιά. Στον ίσκιο της άρχιζε ο θρήνος! Ένα κλάμα. Σαν τα ζωάκια, αντιλαμβάνονταν την τύχη τους, το άγχος του θανάτου εισέβαλε χωρίς καμιά λύπη, στην ψυχούλα τους. Ύστερα, το κλάμα αυτό, απλωνόταν στη λαμπερή ατμόσφαιρα πάνω απ’ όλο το χωριό, καθώς το λεπίδι άγγιζε το λαιμό των αθώων και τρυφερών αυτών ψυχών. Το αίμα που έτρεχε σαν ρύακας, γινόταν μαύρο και ξεραινόταν εκεί στο πλάι. Γύρω του μαζεύονταν ένα σωρό έντομα κι επί μήνες, εκεί, όλος ο τόπος μύριζε θάνατο, μέχρι να ’ρθουν οι φθινοπωρινές μπόρες και να τον ξεπλύνουν.

Οι χαλκιάδες είχαν πιάσει δουλειά. Πλάι τους, μπουκάλες με τσίπουρο. Πίνοντας, μαλάκωναν την αγριάδα, από το αθώο αίμα, που φόρτωνε μέσα στο μάτι τους. Σφάζοντας αγρίευαν χωρίς να το καταλαβαίνουν. Έσφαζαν ασταμάτητα, χωρίς λύπηση. Ένας από δαύτους, ο περίφημος Γιδόχαρος, ήταν ο πιο δεξιοτέχνης. Ψηλός, λεπτός, με δέρμα σταρένιο, ξανθά μαλλιά και μάτια τσακίρικα. πάντοτε σοβαρός κι αγέλαστος. Αυτός, με μεγάλη επιδεξιότητα, έκανε στον ίδιο χρόνο διπλάσια δουλειά. Σιγοσφύριζε έναν απροσδιόριστο σκοπό, κι όταν η λάμα του μαχαιριού, ακουμπούσε το λαιμό του ζώου, τότε, μισόκλεινε τα μάτια μ’ αποστροφή. 
Από δίπλα, ντάνιαζαν τα τομάρια. Το βράδυ τα φόρτωναν  στη γκρανκάσα και μαζί με τ’ αρνιά και τα έστελναν στον Πύργο. Εκεί, ξεφόρτωναν τα αρνιά και τα τομάρια τα έστελναν  στα βυρσοδεψεία, στα Ταμπάχανα της Πάτρας.
Μόλις η μέρα σωνόταν και έμπαινε στη θέση της στο σκοτάδι, μαζεύονταν όλοι στο μαγαζί του Μπάμπη. Εκεί έβαναν στην τσόχα, τον κάματό τους, τον οποίο, ο Νικολόπουλος τους κατέβαλε αυθημερόν. Στο χαρτί ήταν άσσοι! Άρχισαν να παίζουν «Θανάση» ή 21, κι όπως ήταν μανούλες στα χαρτιά, έγδυναν στην κυριολεξία, εκείνους τους χωρικούς, που είχαν την απρονοησία να εμπιστευτούν τις ικανότητες και την τύχη τους στα χαρτιά.
Μια τέτοια επική χαρτοπαιξία έγινε κι εκείνη τη χρονιά.Το παιχνίδι άρχισε όταν στο καφενείο μπήκε στον καφενέ ο Γιδόχαρος αμίλητος, μ’ ένα τσιγάρο να κρέμεται απ’ τα χείλη του. Μια παρέα, πέντε έξι γύφτοι και χωρικοί είχαν πάρει θέσεις γύρω από ένα τραπέζι. Ο μπάρμπα Κώτσος Πατζούρης, Ο Ντίνος Περαμερίτης, ο Σταύρος Μιχαλόπουλος και τρεις γύφτοι. Πλησίασε ο Γιδόχαρος αμίλητος και πήρε θέση.
Στο τέλος έμειναν δύο. Ο Γιδόχαρος και ο μπάρμπα Κώτσος Πατζούρης. Χτυπήθηκαν άγρια. Η τύχη όμως ευνόησε τον Γιδόχαρο. Μάζεψε όλο το χαρτί. Ο μπάρμπα Κώτσος με δυσκολία έκρυβε τον εκνευρισμό του. Σα να φάνηκε ένα υγρό παράπονο στις άκριες των ματιών του. Δανείστηκε χρήματα δύο φορές από τον Μπάμπη κι όταν τα έχασε κι αυτά, είπε ατάραχος:
     Συνεχίζουμε.
     Τα λεφτά σου μπάρμπα Κώτσο, είπε ψυχρά ο Γιδόχαρος.
     Τελευταία γύρα απάντησε εκείνος, τελευταία γύρα. Παίζω το αρνί...

Ο Γιδόχαρος, τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του, ήπιε μια γουλιά μέντα κι αμίλητος έκανε χαρτί. Ο μπάρμπα Κώτσος πόνταρε το αρνί. Η τύχη δε γύρισε. Το έχασε κι αυτό!
Για μερικά λεπτά έπεσε σιωπή στο μαγαζί. Ο Γιδόχαρος μετρούσε τα χρήματα τάχα μου αδιάφορος. Ύστερα σηκώθηκαν. Ο μπάρμπα Κώτσος, είπε εκνευρισμένος:
     Έλα. Πάμε στο μύλο να το πάρεις.
Διέσχισαν όλη τη σιωπή του καφενέ. Οι θαμώνες κοίταζαν στο πάτωμα. Βγήκαν έξω. Ο μύλος του μπάρμπα Κώτσου σκοτεινός, στεκόταν λίγο πιο πέρα. Στο δρόμο, κανείς. Στάθηκαν ανάμεσα στη μάντρα του Παμεινώντα και τον μύλο. Ο μπάρμπα Κώτσος άνοιξε. Ξεκρέμασε το σφαχτάρι από το τσιγκέλι. Το έδωσε του Γιδόχαρου και είπε:
     Πάρτο. Καλή Ανάσταση... Ύστερα του γύρισε την πλάτη, και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του μύλου. Ο Γιδόχαρος φορτώθηκε στην πλάτη το αρνί και τον κατάπιε η νύχτα.

Ο μπάρμπα Κώτσος πήγε πίσω, στη μηχανή του μύλου· άναψε τσιγάρο, κάθισε σ’ ένα σκαμνί και σκέφτηκε τα παιδιά του. Κοίταζε συνέχεια κατά το τσιγκέλι που το φώτιζε μια φέτα φως του φεγγαριού. Άψυχο πλάι στην πόρτα. Σκεφτόταν, τι  δικαιολογία να πει στη γυναίκα του. Δεν  χωρούσε στο μυαλό του η αποκοτιά που έκανε. Κάπνισε το τσιγάρο του κι ύστερα, το πήρε απόφαση να πάει στο σπίτι. Βρήκε μια προσωρινή δικαιολογία. Ότι ξέχασε ξεκλείδωτο το μύλο και κάποιος μπήκε μέσα κι έκλεψε το αρνί.
Ανέβηκε τη σκάλα. Άνοιξε την πορτοπούλα και μπήκε μέσα με το κεφάλι. Στη μέση του μαγερειού, είδε με έκπληξη τη γυναίκα του, να προετοιμάζει το αρνί για την αυριανή και τα δυο μεγάλα παιδιά να την βοηθάνε. Η γυναίκα, χωρίς να τον κοιτάξει, είπε:
     Είναι λίγο παχύ φέτο το αρνί, άντρα μου. Έδωκα μια κουλούρα στον μαύρο Γιδόχαρο, που το ’φερε από το μύλο. Είπε ότι ο πατέρας του απόθανε. Ο Θεός να τον αναπάψει. Τον παρακάλεσα, να κάτσει, να κάνουμε Ανάσταση μαζί. Μου είπε «ευχαριστώ θειά, αλλά φεύγω· η νύχτα είναι αφέγγαρη. Θα πάω με τα πόδια μέχρι τη Μπαρμπάσαινα χωρίς αποκοπή, τι με καρτεράει η φαμελιά μου, για να κάνουμε παρέα Λαμπρή».