Πέμπτη, Απριλίου 23, 2020

Δημήτρης Κανελλόπουλος Ο Παναγής κι ο δυναμίτης...

© Δημήτρης Κανελλόπουλος
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ο Παναγής κι ο δυναμίτης
Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Γεννηθήκαμε την ίδια μέρα. Εγώ πρώτος, λίγο πριν αρχίσει ο μεγάλος σεισμός. Αυτός, λίγη ώρα μετά, αφ’ ότου σταμάτησε. Ξεκινήσαμε τη ζωή μας ως σκηνίτες. Εννιά μήνες στη σκηνή. Μετά τις επισκευές γυρίσαμε στα σπίτια. Ήμασταν και γειτονόπουλα. Ένα μικρό πλάτωμα, σαν πλατεία μας χώριζε. Δίπατα, τα παλιά σπίτια πέτρινα.
            Η πρώτη μας συνάντηση χάνεται στα βάθη της πρώτης μνήμης. Στη γειτονιά είχαν να το λένε. Σαν αδέρφια ήμασταν. Έτσι μεγαλώναμε. Στην αρχή βγήκαμε μαζί, μέχρι την αριά, στην Πλάκα. Τότε η βλάστηση ήταν άγρια, έμπαινε μέσα στο χωριό. Αργότερα, καθώς ήμασταν πέντε έξι χρόνων, κατεβαίναμε πίσω από την Πλάκα, στη δημοσιά. Μέχρι του Μουστάκου. Εκεί στη μεγάλη κερασιά. Από την άλλη, έχασκε το ρέμα. Από το ρέμα αυτό ξεκινούσε ο δρόμος για τον Άμπουλα, όπου λίγο παρακάτω, στις Πέτρες χώριζε στα δύο. Από την μια μεριά, δεξιά, πήγαινε για την Παλιόβρυση και τον Άη Γιώρη. Λίγο χαμηλότερα, στις Πέτρες πήγαινε αριστερά κατά τον Άμπουλα, μέσα από το δάσος με τις τεράστιες αριές. Εκεί στήναμε τις πρώτες μας θηλιές και πιάναμε τσίχλες.
            Έβγαινα από το σπίτι μου και τον έβρισκα να με περιμένει, τρώγοντας μια φέτα ψωμί με άλλειμα· στεκόταν αμίλητος κάτω από τη κληματαριά. Όταν έβγαινα, μου έκοβε τη φέτα το ψωμί στη μέση και που το 'δινε. Μοιραζόμασταν το ψωμί κι ότι άλλο είχαμε. Όλη μέρα παίζαμε μπροστά στο σπίτι. Ήμασταν αδέρφια.
            Καθώς μεγαλώναμε, ο Παναγής, δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Τού έδειχνα εγώ το βράδυ, στο φως της λάμπας. Τον έπιανε όμως μια στεναχώρια και δάκρυζε. Ίδρωναν τα χέρια του. Οι παλάμες του έσταζαν νερό και δε μπορούσε να πιάσει το κοντύλι. Ύστερα, καθώς γίναμε δέκα χρονών, ο Παναγής τα παράτησε. Εγώ συνέχισα το σχολείο. Η φιλία μας όμως, δεν έλεγε να χαλάσει.

            Ο πατέρας μου είχε το μαγαζί στο χωριό. Γενικά εμπόρια. Τα καλοκαίρια τον βόηθαγα. Το μυαλό μου όμως, ήταν συνεχώς στα παιχνίδια.
     Ρε κερατά, μου έλεγε, ούλο στο παιχνίδι το χεις το μυαλό σου. Να ιδώ τί θ’     απογίνεις σαν θα με πάρουνε στα κυπαρίσσια, στην Αλησμόνα.
Αντιλαμβανόμουν, ότι τα «κυπαρίσσια» και η Αλησμόνα αργούσαν κι έτσι, απολάμβανα τα  παιχνίδια και τα πειράγματα που κάναμε στο χωριό.
Ήμουν ψηλό παιδί. Ο Παναγής υστερούσε στο ύψος. Ήταν κοντούλης και παχουλός. Όλη η αγάπη που μου είχε, φαινόταν στα μεγάλα πράσινα μάτια του. Δεν υπήρχε σκανταλιά που δεν είχαμε δοκιμάσει. Στο χωριό, τα άλλα παιδιά μας είχαν για αδέρφια.
            Ο πατέρας του Παναγή, ο γέρο Γκρίτζας, είχε φύγει λίγο μετά τη γέννα του στην Αμέρικα. Στο Κλήβελαντ, Οχάιο. Είχε ένα γιο μεγαλύτερο που τον πήρε μαζί του, και δυο κορίτσια μικρότερα, κι έβαλε σκοπό να κάνει κομπόδεμα, για να τις παντρέψει, σαν θα ερχόταν η ώρα.
Ο Παναγής εκμεταλλευόμενος την απουσία του πατέρα, δεν πολυάκουγε τη μάννα του. Είχε μια ελευθερία δεδομένη. Ενώ εγώ έπρεπε να αγωνιστώ για αυτήν.
            Η φαμελιά του Παναγή είχε χωράφια στον Κάμπο. Είχανε κι ένα δίπατο σπίτι εκεί. Το κύκλωναν τεράστια πλατάνια, κι είχε έναν ίσκιο ευεργετικό τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Συχνά, καβαλάγαμε τα άλογα και δίχως να δίνουμε καμιά αναφορά σε κανέναν, ροβολάγαμε στον Κάμπο, όπου καθόμασταν κάνα δυο τρεις μέρες. Δεν ήταν όπως σήμερα που έχουν λιγοστέψει τα νερά. Το ίδιο το ποτάμι, ερχόταν ορμητικό από πάνω, από τα βουνά. Έσερνε με δύναμη τα νερά του και μια ευχάριστη βουή σκαρφάλωνε στο βουνό και την ακούγαμε από ψηλά, από την Κοτρώνα, καθώς παίρναμε το περικοπό. Η βουή μας συνόδευε μέχρι να κατεβούμε στον Κάμπο.

Εκείνο το καλοκαίρι, είχαμε επεκτείνει τις δραστηριότητές μας προς του Χαρατσάρι το ρέμα. Είχαμε φτάσει ως κάτω χαμηλά, σ’ ένα πλάτωμα που βρισκόταν ο Αη Γιάννης ο Ρηγανάς. Και παρακάτω, που ήταν ένα μικρός κάμπος ολόισιος, όπου έπεφταν τα νερά της Σουβάλας. Κάποια από τα εύφορα ποτιστικά χωράφια της οικογένειας του Παναγή βρίσκονταν εκεί. Πηγαίνοντας στον Άη Γιάννη, δεν το χαμε σε τίποτα να κατέβουμε κάτι λαξευτά σκαλοπάτια, πάνω σ’ έναν μαρμάρινο βράχο και, πηγαίνοντας κατηφορικά όλο δεξιά, βγαίναμε στο πέτρινο γεφύρι, στη Ντοάνα.
Άλλες φορές κατεβαίναμε από την Κοτρώνα κατευθείαν στο Ποτάμι. Παίρναμε το μονοπάτι και βγαίναμε πάνω από τα Μαραίϊκα. Εκεί κόβαμε δεξιά κατά τον Άη Δημήτρη, περνούσαμε πέντε έξι αγροτόσπιτα του Ξεπαναγιώτη και πάρα πέρα του Λιά, και κατεβαίναμε στις εκβολές του Άμπουλα, που τότε κατέβαζε πολλά νερά με ορμή στο ποτάμι. Σαν σκαρφαλώναμε απέναντι,περπατώντας μετά, είχαμε από τα δεξιά μας, την άκρη του δάσους με τα θεόρατα πλατάνια, κι αριστερά την πρασινόμαυρη κοίτη του Ποταμιού. Πάρα πέρα, κατά τη Συκούλα κοντά στο μύλο του Ψαρρά, κατεβαίναμε στο Ποτάμι.
Γυρίζαμε όλη τη μέρα μέσα στις ιτιές και στα πλατάνια. Σε ένα σημείο γύρω στα τριακόσια μέτρα η κοίτη γινόταν φαρδιά. Το Ποτάμι σ’ αυτό το σημείο πλάτειαζε, κι ήταν ρηχά τα νερά. Εκεί το περνούσαμε. Περπατούσαμε πάνω στις λευκές ποταμόπετρες και πηγαίναμε πιο πέρα, όπου βρισκόταν ένας θεόρατος πλάτανος. Πάνω ψηλά στα κλαριά του κάποιοι ψαράδες είχανε φτιάξει μια κρεβάτα, να κοιμούνται τα μεσημέρια, όταν «έκοβαν» το Ποτάμι στη Ζάλη, και περίμεναν να μαζέψουν τα ψάρια που έμεναν στην άδεια κοίτη του. Ανεβαίναμε κι εμείς, πολλές φορές στην κρεβάτα. Από εκεί, έβλεπες κατά κάτω, ντουφέκι, μέχρι το πέτρινο γεφύρι, στη Μαυρολίμενα. Και από την άλλη, κατά τα βουνά και τις Παναγιές,  φαινόταν το άλλο τρίτοξο γεφύρι της Ντοάνας. Κατάλοιπα και τα δυο της τουρκοκρατίας, άντεχαν ως τις μέρες μας.

Μια μέρα, Ιούλιος προχωρημένος, θα ήτανε κοντά στου Άη Λιός, συνεννοηθήκαμε με τον Παναγή, να κατεβούμε την επομένη για ψάρεμα στο Ποτάμι.
            Μου είπε χαμηλόφωνα:
            «Πάρε ένα κομμάτι δυναμίτη από το μαγαζί του πατέρα σου». Τον κοίταξα έκπληκτος. «Τί με τηράς ρε; είπε. Με το δυναμίτη, θα καθαρίσουμε τάκα-τάκα. Δε θα περιμένουμε κάνα δυο μέρες να μάσουμε τα ψάρια με τα κοφίνια».
Μου πρότεινε κάτι τέτοιο για πρώτη φορά. Με τα πολλά με έπεισε. Έτσι, το γιόμα, σαν ξάπλωσε ο πατέρας μου να κοιμηθεί και μ’ άφησε στο πόδι του στον πάγκο, μπήκα με προφυλάξεις στο κατώι, στο πίσω μέρος του μαγαζιού, που ήταν σκοτεινό και είχε μια ψύχρα απίστευτη. Εκεί πλάι στα βαγένια με το κρασί, είχε μια κάσα με λίγα κομμάτια δυναμίτη. Πήρα ένα με προσοχή και το πάσαρα στα γρήγορα του Παναγή, που περίμενε απόξω. Δε νοιώθαμε από προφυλάξεις.
Την άλλη μέρα χαράματα, εξοπλισμένοι με τον δυναμίτη  και τα σύνεργά μας, κάτι κοφίνια δυο τράστα και κάτι φακιόλια, καβαλήσαμε τα άλογα μέσα στην άγρια νύχτα, και κινήσαμε κρυφά. Κατεβήκαμε στον Κάμπο. Μόνο κάτι τσοπαναρέοι ακούγονταν εδώ κι εκεί, να σφυρίζουν στα πρόβατα.
Δέσαμε τ’ άλογα στη Συκούλα, στο πατρικό χωράφι του πατέρα μου. Μετά, κατεβήκαμε κατευθείαν στη Ζάλη του Ποταμιού. Ψάξαμε όλους τους βούλιαγκες  να ιδούμε αν είχαν ψάρι. Δεν βλέπαμε τίποτα. Παραπάνω, στη Βέργα, είδαμε καπνό. Κάποιοι είχαν ανάψει φωτιά. Πήγαμε προσεχτικά μέχρις εκεί, να ιδούμε τί συμβαίνει. Εκεί ήταν μια ομάδα πέντε-έξι ανθρώπων. Κοιμούνταν ροχαλίζοντας γύρω από μια θράκα που είχε μισοσβήσει. Γνώρισα τον μπάρμπα Γιάννη, αδελφό του πατέρα μου και το μπάρμπα Σπήλιο. Τους άλλους δεν τους καλοέβλεπα. Ο μπάρμπα Γιάννης, σιγομουρμούριζε στον ύπνο του, κι αεριζόταν, ως συνήθως ασυστόλως. Φαίνεται πως είχαν φάει φασόλια αποβραδίς. Καταλάβαμε ότι αυτοί είχαν κόψει τα νερά, γυρίζοντας την κοίτη του Ποταμιού κατά το Νιχωρίτικο. Το πρωί, θα τα ξαναγύριζαν από την άλλη μεριά και θα μάζευαν τα ψάρια μπροστά στο φράγμα που είχαν υψώσει με τις πέτρες.
Πήγαμε από την άλλη μεριά. Στο Νιχωρίτικο, στις Αγριλιές, να μη μας ακούσουνε. Εκεί αράξαμε κάτω από ένα πλατάνι. Γωνιάσαμε. Στρώσαμε ένα απλάδι, που είχαμε φέρει μαζί μας και ξαπλώσαμε μέχρι να πάρει λιγάκι ο ήλιος. Κοιμηθήκαμε κάνα δυο ώρες.
Ύστερα, σηκωθήκαμε και βαδίσαμε λίγο πιο πάνω από τη Βέργα. Είχαν ξυπνήσει και οι άλλοι. Άκουγα καθαρά τη φωνή του μπάρμπα μου, του Γιάννη: 
«Αχά, δε βλέπω να πιάνουμε ψάρι ούτε του χρόνου, δεν έχει τίποτα μέσα στη περασιά που κόψαμε».
«Με ποιο μάτι κοιτάς ρε Πριοβολή; Με το καλό ή το άλλο;», είπε κάποιος.
«Άμα σε μουνουχίσω, θα ιδείς με ποιό μάτι κοιτάου, κοθώνι…». Κατάλαβα ότι τον είχε ρωτήσει ο μπάρμπα Σπήλιος.
Περπατώντας φτάσαμε κάτω από το χωράφι του Γιατρού. Απ’ αυτό έβγαινε ένας μεγάλος, μαρμάρινος βράχος κι έκοβε την ορμή του Ποταμιού. Έφτιαχνε έναν τεράστιο βούλιαγκα. Ο Παναγής που έψαχνε τους βούλιαγκες, σταμάτησε. Έπεσε σιωπή. Εγώ κοίταζα τον ουρανό που ρόδιζε κι έμπαινε στην ψυχή μου. Ξαφνικά τον ακούω να μου λέει: «Να εδώ. Εδώ θα ρίξουμε. Τήρα τί ψάρι έχει! Παναγία μου, τόσο πολύ ψάρι δεν έχω ξαναδεί. Κόψανε το Ποτάμι οι μεγάλοι και τα ψάρια ήρθανε από τούτη τη μεριά..». Κάνω κατά κει· ανασηκώνω μια μικρή ιτιά για να δω πιο καθαρά. Τί να ιδώ; Εκατοντάδες κιλά ψάρια ασήμιζαν, σαν έπεφταν πάνω τους οι πρωινές ακτίνες του ήλιου κι έκαναν διάφανα τα νερά του Ποταμιού.
Ο Παναγής πήρε απ’ το τράστο το δυναμίτη κι έψαχνε σε ποια μεριά να τον ρίξει. Εγώ κοίταζα κατά πάνω, κατά του Ρανταλιάνη την πευκόφυτη πλαγιά. Ο Παναγής έκανε αντίθετα από τον βράχο. Κρατούσε το δυναμίτη στο δεξί του χέρι. Βάδιζε άκρη-άκρη στο Ποτάμι. Τον άκουσα να λέει «Μήτσο φυλάξου…». Έπεσα κάτω. Ύστερα ένας εκκωφαντικός κρότος και μια τρομερή λάμψη διέτρεξαν κατά μήκος, την κοίτη του Ποταμιού. Ο ήχος κομμάτιασε τη γαλήνη του πρωινού, αλλά και την γαλήνη και την ομορφιά που μέχρι εκείνη την ώρα μαλάκωναν την ψυχή μου.
Μέσα σ’ αυτόν τον χαλασμό, άκουσα τον Παναγή να βγάζει άναρθρες κραυγές. Ούρλιαζε και κραυγές του υψώνονταν στον ουρανό. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική μου στήλη. Μετά την πρώτη αμηχανία, σηκώθηκα κι έτρεξα προς το μέρος του. Σφάδαζε πάνω στις ποταμόπετρες. Είχε ασπρίσει. Το δεξί του χέρι ήταν κομμένο μια σπιθαμή κάτω από τον αγκώνα. Έτρεχε το αίμα ποτάμι. Εκείνη τη στιγμή έφτασαν κι οι άλλοι χωριάτες, που είχαν αποβραδίς κατασκηνώσει στο Ποτάμι. Αρπάξανε τον Παναγή και του δέσανε το χέρι, με μια λουρίδα, λίγο πιο πάνω από το μέρος που είχε κοπεί.
«Να π’ ανάθεμα το κεφάλι σας..», είπε ο μπάρμπα Γιάννης. «Ρε τί συμφορά είναι ετούτη!».

Τον σηκώσανε και τρέχοντας τον πήγανε απέναντι, στο μύλο του μπάρμπα Γιώρη, του Ψαρρά. Εγώ έτρεχα πίσω τους κλαίγοντας. Δεν καταλάβαινα πού πάταγα και πού βρισκόμουνα. Όταν φτάσαμε εκεί, ο μπάρμπα Γιώρης και τα παραπαίδια του, που άλεθαν στον νερόμυλο, είχαν ακούσει την έκρηξη και κατάλαβαν από τις φωνές, ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Έβγαλαν σπίρτο και τσίπουρο κι έριχναν πάνω στην πληγή. Τη δέσανε με μια τριχιά, να σταματήσει το αίμα, και τον πήραν πάνω στ’ άλογα, για τη Νεμούτα. Στο σπίτι τους στον Κάμπο, δεν ήταν κανείς.
Τον ανέλαβε ο γιατρός ο Παπαϊωάννου και μετά από πολύ καιρό θεραπείας τον έκανε καλά. Η απώλεια όμως του χεριού, και μάλιστα του δεξιού, του κόστισε πολύ. Αργότερα που μεγάλωσε άρχισε να πίνει και να καπνίζει ασταμάτητα.

Συνεχίσαμε και μετά απ’ αυτό το γεγονός να είμαστε φίλοι, αδερφικοί. Όσο καιρό ήταν άρρωστος και αδύναμος, πήγαινα σπίτι του κάθε μέρα. Ήμουνα ο σύνδεσμος με τον έξω κόσμο. Τότες, κάπως περιοριστήκαμε. Σταματήσαμε τις τρέλες. 
         Όταν σηκώθηκε, ήταν αδύνατος και χλωμός. Σιγά-σιγά, πήρε τα πάνω του. Τώρα πια, είχε το χέρι τυλιγμένο χειμώνα καλοκαίρι, με μια κάλτσα μάλλινη, χακί χρώματος, όπως αυτές του στρατού.

Είχαμε γίνει πια άντρες. Ο Παναγής παντρεύτηκε την Αριστέα του Βαγενά κι έκανε δυο κόρες. Αυτήν αγαπούσε από παιδί. Πάντρεψε και τις δυο αδελφές του. Με την προίκα που ήρθε από την Αμέρικα.. Ο πατέρας του δε γύρισε ποτέ στο χωριό. Κάτι ακούστηκε ότι έκαμε άλλη φαμελιά στο Κλήβελαντ. Ο μεγάλος αδελφός του Παναγή, ήρθε το '65, γέρος  κι ανήμπορος πια, με ένα γερό κομπόδεμα. Δούλεψε κοντά πενήντα χρόνια. Έφυγε παλληκαράκι, λίγο μετά που έκοψε ο Παναγής το χέρι του, και γύρισε πολύ γέρος κι άκληρος. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Έμεινε με τη μεγαλύτερη αδελφή.

Εμείς, ψάχναμε ευκαιρίες για γλέντια. Κάθε δεκαπενταύγουστο μαζεύαμε τους φίλους μας και το στρώναμε στο γλέντι, κάτω από την κληματαριά. Κλείναμε το δρόμο και δεν πέρναγε κανείς.
Μια φορά, σ’ ένα γλέντι, μερακλώθηκα κι ενώ τα πόδια μου δεν μπορούσαν να συντονιστούν ποτέ με το μυαλό μου, έδωσα έναν σάλτο κι άρχισα να σέρνω πρώτος το χορό, που δεν γνώριζα. Ο Παναγής καθόταν στη μέση του τραπεζιού. Είχε  μια αμερικάνικη καραμπίνα ολοκαίνουργια κι έριχνε στον αέρα. Έφερα δυο βόλτες κι ενώ έφερνα την τρίτη, σήκωσα το δεξί μου χέρι φωνάζοντας ώπα! Τότε ακούστηκε μια ντουφεκιά κι εγώ ένιωσα τα σκάγια να μου τρυπούν το χέρι, σε όλο τον καρπό. Προς στιγμήν, τσίριξα από τον πόνο. Διπλώθηκα και δύο. Ο Παναγής τρομαγμένος, πέταξε το ντουφέκι και κλαίγοντας ήρθε και μ’ αγκάλιασε, λέγοντας:
«Όχι Παναγιά μου μεγαλόχαρη, μη μου το κάνεις αυτό, μη μου πάρεις και το άλλο χέρι».

Ύστερα λιποθύμησε στην αγκαλιά μου. Φέρανε σπίρτο και μου βάλανε στο χέρι. Ακόμη και σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, φαίνονται ολοκάθαρα, δεκατέσσερα σκάγια μαυρίζουν κάτω από το δέρμα μου και με τρυπάνε σα βελόνες άμα ο καιρός είναι υγρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: