Τετάρτη, Αυγούστου 11, 2021


Ανδρέας Καρκαβίτσας

Το σύγνεφο

— Σαν καλός ο Αύγουστος εφέτος· ε;

— Ναι· μακάρι πάντα μας!

— Εγώ φοβόμουνα την αυγή.

— Και ’γω. Μα δεν άκουσες τα κοκόρια; Άμα λαλούν τα κοκόρια παράωρα ο καιρός αλλάζει.

— Και μαζί κι η τύχη μας.

— Βέβαια, στην τρίχα κρέμεται.

Ο Δημάκης και ο Βρανάς στολισμένοι όπως οι χασάπηδες τις νηστίσιμες ημέρες, εκάθηντο ήσυχοι εις τον πάγκον ενός κρασοπουλειού και συνομίλουν για τον καιρό. Είχαν και αυτοί απλωμένη εις τ’ αλώνι την σταφίδα των κάτω από τας φλογεράς του ηλίου ακτίνας ως αι χωρικαί τας θυγατέρας των εις τα περιπαθή βλέμματα των λεβέντηδων, και μετρώντες τις ημέρες εις τα δάκτυλα επερίμεναν ανυπομόνως να ξεραθεί. Φυσικά λοιπόν αι συζητήσεις της ημέρας και της νυκτός τα όνειρα δεν έχουν άλλον σκοπόν παρά την κατάσταση του καιρού και τις τιμές της σταφίδας.

— Άκου που σου λέω· μου το είπε ο κουμπάρος του κυρ-Γιάννη· είχε γράμμα από την Πάτρα! έλεγεν ο Δημάκης εις τον σύντροφόν του εμπιστευτικά.

— Λες;

— Λέω βέβαια! Περσυνό πράμα δεν έμεινε ρόγα· τ’ αμπέλια στη Γαλλία χάλασαν. Στην Πάτρα έβρεξε· στη Βοστίτσα παλιόπραμα.

— Α! πασά μου! εφώναξε ενθουσιασμένος ο Βρανάς· Σαράντα κι αμάν αμάν!

— Τι σαράντα; Εξήντα δε λες! Και ο Δημάκης άρχισε πάλι το τραγούδι που είχε διακόψει:

Κι άλλος θέλει τον Άγουστο που ’ναι τα ταλαράκια.

— Ταλαράκια· ψυχή μου φρούτο!… είπε ο Βρανάς ξερογλείφων τα χείλη του σαν να πιπίλιζε καραμέλα. Ο Μάης βγάνει τα κεράσια, ο θεριστής τ’ αγγούρια, ο Αλωνάρης τα καρπούζια και ο Άγουστος τα τάλαρα. Αν παραφάς από τ’ άλλα θερμαίνεσαι. Αν παραφάς τάλαρα, γίνεσαι κυρ-Λινάρδος. Λέω γω ο φτωχός πως μου ’φαγε ο ποντικός το τυρί, κανείς δεν το πιστεύει. Λέει ο κυρ-Λινάρδος πως του ’φαγε το σίδερο, το πιστεύουν όλοι. Καλά το λέει κι ο λόγος: Άγουστέ μου καλέ μήνα, να ήσουν δυο φορές το χρόνο.

—Μωρέ καλός να είναι κι ας είναι και μια φορά. Μου φτάνει· είπε ο Δημάκης.

*

Αλλά την ίδια στιγμή έκοψε την κουβέντα τους μία φωνή. Πίσω τους άλλος χωρικός ψηλός και αδύνατος, που κρατούσε εις το ένα χέρι βουρλιά ψάρια και εις την μασχάλην ένα ζευγάρι τρυπημένα παπούτσια, έστεκε ακίνητος με μάτια ολάνοικτα, στυλωμένα πέρα εις τον δυτικόν ορίζοντα.

— Τ’ είναι Χαραλάμπη; ερώτησεν ο Βρανάς.

— Δε βλέπετε: Ένα σύγνεφο.

— Σύγνεφο!…

Επετάχθηκαν και οι δύο ορθοί.

— Αμ το είπα από την αυγή εγώ! είπε ο Βρανάς με κλαψάρικο ύφος. Άκουσα τις χήνες που γύρευαν νερό.

— Κι εγώ είδα δίπλα το σκυλί.

— Είδα και γω τη γάτα της νύφης μου που νιβόταν στην άστρια.

Εκείνην την στιγμήν εφάνη εις τον δρόμον ο δήμαρχος με την άσπρη λινή φορεσιά του, τον παναμά εις το ξουρισμένο κεφάλι, γελαστός, αξιοπρεπής, ποζάτος — αληθινός άρχοντας του τόπου. Εις τα δάχτυλα της δεξιάς εκρατούσε μια πρέζα ταμπάκου και εις το αριστερόν δέμα από εφημερίδες που ήρθαν εκείνη την ώρα με το ταχυδρομείο. Επήγαινε αργά διαβάζοντας την εφημερίδα. Και κάθε τόσο εγέμιζε τα ρουθούνια του ταμπάκο και ταυτοχρόνως ένα τρανταχτό φτάρνισμα εξάγνιζε το κοιμισμένο Σταυροπάζαρο. Ηκούοντο τότε από τα μαγαζιά γύρω οι ευχές των φίλων:

— Με τις υγείες!

— Γεια σου!

— Γεια σου, κυρ-Δήμαρχε!

— Ευχαριστώ!.. ευχαριστώ!… απαντούσε ο Δήμαρχος δυνατά, ευτυχισμένος για τη δημοτικότητά του, χαμογελώντας και μη σηκώνοντας μάτια από την εφημερίδα. Όταν όμως επλησίασε τους χωρικούς και άκουσε τις φωνές τους εσήκωσε τα μάτια του και ρώτησε:

— Τι είναι; τι τρέχει; Γιατί κάνετ’ έτσι;

— Ένα σύγνεφο…

— Σύγνεφο!..

Αληθινά εις τον δυτικόν ορίζοντα εφαίνετο μικρόν μαύρο σύγνεφο που είχε σχήμα και μέγεθος ενός κριαριού. Η παρουσία του έγινε σε λιγάκι γνωστή εις όλην την αγοράν. Αμέσως οι έμποροι άφηκαν τις πήχες των, οι χασάπηδες τις μαχαίρες των, οι παπουτσήδες τα τσαγκαρόσουβλά των, οι καφενόβιοι απάνω εις τα τραπέζια την τράπουλα και όλοι έσπευδαν εις το μέρος όπου έστεκε ο κυρ-Δήμαρχος. Εκοίταζαν όλοι εις σημείον του ουρανού με αγωνίαν. Οι Καμπίσοι είναι όλοι, όπως οι παλαιοί Χαλδαίοι, δόκιμοι μετεωροσκόποι. Ιδίως κατά τους μήνας Ιούλιον και Άγουστον, αδιακόπως έχουν γυρισμένα τα μάτια εις τον ουρανόν, και από τας σπασμωδικάς κινήσεις του προσώπου των, ημπορεί κανείς ασφαλώς να μάθει τα σημεία των καιρών.

Ωστόσο το συγνεφάκι όλο κι εμεγάλωνε. Τώρα είχε σκεπάσει όλον το από Κεφαλληνίας μέχρι Χλομούτσι διάστημα. Οι χωρικοί εκοίταζαν εις εκείνο το μέρος ακίνητοι ως να διετέλουν υπό βασκανίαν. Από πολυχρονίους παρατηρήσεις, ήξευραν ότι η βροχή είναι άφευκτος εις τον Κάμπον, όταν το μέρος εκείνο, το Στενό, συννεφιάσει. Με τα χέρια σταυρωτά εις το στήθος, κατακίτρινοι, εκοίταζαν εκεί και κάποτε εγύριζαν ένας εις τον άλλον και άλλαζαν δειλά ολίγας λέξεις,

— Βρέχει στην Πάτρα!.. είπε κάποιος και έδειξε προς ανατολάς.

— Και στον Πύργο!.. επρόσθεσεν άλλος.

Όλων τα πρόσωπα εχαροποιήθησαν αμέσως· τα χείλη των σχεδόν εγέλασαν. Άρχισαν να ελπίζουν. Και λησμονούντες την θέσιν των εσκέπτοντο ευχαρίστως την ωφέλειαν, που θα έχουν αυτοί από την καταστροφήν των άλλων.

— Κλωνί δε θα μείνει στην Πάτρα!

— Ούτε τσάμπουρο δε θα γλυτώσει στον Πύργο!

— Μωρέ δεν τη δίνω αν δε τα σκάσουν τα εξήντα.

— Εξήντα! Τι λες ξάδερφε!.. Εκατό και αμακινάριστη!

— Όχι δα, καημένε…

— Άκου που σου λέω! θα την πάρει από το αλώνι. Και — πού είσαι — τον παρά στο χέρι. Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν…

Ήσαν αχόρταστοι, απαιτητικοί, ασυγκίνητοι. Η καταστροφή της σταφίδας των άλλων, τους έκανε να πιστεύουν ότι έπλεαν ήδη εις ωκεανόν ταλήρων. Έβλεπαν τους σταφιδεμπόρους ταπεινούς, ικετευτικούς μπροστά τους και φιλέκδικος διάθεσις τους εκυρίευσε να σταθούν ανένδοτοι, για να τους εξευτελίσουν. Ακόμη έφθαναν και εις την χαροποιάν διάθεσιν να λυπήσουν, να τιμωρήσουν τους καταναλωτάς της σταφίδος, τους Εγγλέζους με τις λίρες, τις στερλίνες των. Άλλες χρονιές ήσαν δύσκολοι· επλήρωναν με κατεβασμένες εξηυτελισμένες τιμές. Ή την άφηναν να σήπεται εις τας αποθήκας απώλητη. Εφέτος θα ιδείς Εγγλέζε με το ξουρισμένο μουστάκι!…

— Σκύβαλα θα φάνε! σκύβαλα!.. είπε με αγανάκτηση ο Δημάκης.

— Ακούστε! είπε ξαφνικά δείχνοντας με το δάχτυλό του ο Βρανάς.

Μια δυνατή βροντή ακούστηκε πέρα ως κανονιά

— Δεν είναι τίποτα. Είναι βαθιά· είπε ο Δημάκης.

— Βαθιά βροντή γοργό νερό! εσυμπέρανε κάποιος.

— Γοργό για την Πάτρα, για τον Πύργο. Τώρα το νερό στρατεύει.

— Άμποτε!..

— Τι άμποτε; είπε θυμωμένος ο Βρανάς. Δεν βλέπεις που τους έπνιξε;

Αληθινά το σύγνεφο είχε απλώσει γύρω και είχε κατασκεπάσει όλον τον ουρανόν, πυκνό και μαύρο σαν γιγάντια αράχνη. Το Κάστρο δεν εφαίνετο πλέον ούτε τα βουνά του Μεσολογγιού· ούτε ο Ωλονός των Πατρών· ούτε τα χαμοβούνια του Πύργου που κρεμνίζονται μέχρι του Κατακώλου εις την θάλασσαν. Μόνον απάνω από το δικό τους χωριό ο ουρανός εφαίνετο ακόμη ασκέπαστος, αλλά σταχτής και ο ήλιος καθώς έπεφτε εχρωμάτιζε τα πάντα, ανθρώπους και πράγματα μ’ ένα κοκκινωπόν σκούρο χρώμα, σαν να περνούσε από καπνισμένο γυαλί. Αυτό όμως δεν εφαίνετο ν’ ανησυχεί τους χωρικούς και εξακολούθησαν την ομιλία τους, τις μεγάλες ελπίδες και τ’ αμέτρητα κέρδη των.

— Ναι· μα σαν να το κρέμασε κι εδώ, λέω! ετόλμησε να είπει κάποιος κοιτάζοντας ανήσυχα τον ουρανό.

— Να φας τη γλώσσα σου! είπε ο Βρανάς

— Μωρέ δώσ’ του μια με το βουνό της Κεφαλλονιάς!… είπε ο Δημάκης.

— Το κρέμασε… σε λίγο θα βρέξει· επέμενε ο χωρικός.

Όλοι εσήκωσαν διά μιας πάλι τα μάτια εις τον ουρανό και τώρα ανατρίχιασαν· το καπνισμένο γυαλί είχε γίνει κατάμαυρο. Η αντηλιά έπαιζε απάνω στο Σταυροπάζαρο σαν ανατριχίλα. Μια σιγή εβασίλευε ολούθε σαν εκείνη που προηγείται αφεύκτως της καταιγίδας. Έξαφνα μια φωτεινή καδένα εράγισε τον ουρανό προς το μέρος του Στενού, έδειξε μια τις κοκκινόμαυρες τάπιες του Κάστρου, τις σκοτεινές πλαγιές του βουνού, λακκώματα, τούφες, δένδρα, ξερολιθιές, βοσκοτόπια, χωριά και τα ’κλεισε πάλι στο σκοτάδι και την ασάφεια. Οι χωρικοί εστραβώθηκαν από το ξαφνικό φως και έκλεισαν τα μάτια τους. Σύγκαιρα άκουσαν να κυλίονται στον ουρανό χιλιάδες άδεια βαρέλια. Και πριν ανοίξουν τα μάτια τους ένοιωσαν στα μέτωπά τους μεγάλες πλατιές σταγόνες νερού σαν ρώγες σταφυλιού: πλατς! πλουτς!

— Θεέ και κύριε!.. είπε έτοιμος να βλαστημήσει ο Βρανάς.

— Δε λυπάσαι τους χριστιανούς, Θε μου!

— Τι διάβολο μας κυνηγάς έτσι;

— Βάλθηκες να μας καταστρέψεις φέτος;

Διά μιας η συγκέντρωσις εσκόρπισε.

Το Σταυροπάζαρο έμεινε έρημο. Ένας με τον άλλον οι χωρικοί έτρεξαν εις τα σπίτια τους και σε λιγάκι απ’ όλους τους δρόμους του χωριού, δεν άκουες παρά κροταλισμούς άλογων, κάρων τροχούς, μαστιγώσεις, φωνές, θρήνους και αλαλαγμούς ανδρών, γυναικών και παιδιών. Όλοι μετέφεραν, ότι είχαν ρουχικά εις το σπίτι τους, παλαιά ή καινούργια, φόρεμα, σκέπασμα ή στολίδι· το μετέφεραν εις τ’ αλώνι για να σκεπάσουν την σταφίδα, να την φυλάξουν από την βροχήν. Τα περισσότερα μαγαζιά έκλεισαν, τα καφενεία ερήμαξαν. Το Σταυροπάζαρο έμεινε γυμνό, σιωπηλό. Κι ενώ όλοι έτρεχαν εις την εξοχήν εφάνη ένας κύριος να σπεύδει εις το κεντρικότερον μέρος της αγοράς ξεσκούφωτος, ξεκούμπωτος και καταϊδρωμένος.

— Κύριε τηλεγραφητά! κύριε τηλεγραφητά! του λέγει ο δήμαρχος ερωτηματικώς.

— Έχω ανοικτή τη μηχανή·απήντησε χωρίς να σταθεί φοβισμένος.

— Α ντε! να μας πετάξεις στον αέρα… εψιθύρισε ο Δήμαρχος. Μου φαίνεται πως πρέπει να ζητήσω την μετάθεσίν του.