Κυριακή, Απριλίου 19, 2020

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Ανάσταση

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Ανάσταση

— Μην κάθεστε κάτω από μπαλκόνια, είπε ο κυρ Μιχάλης. Θα στάξουν τα αποστάγματα του κηρού.
Πήγαμε και σταθήκαμε δίπλα από μία κολόνα της ΔΕΗ, στη γωνία της πλατείας. Τα λεωφορεία περνούσαν με θόρυβο, μαρσάριζαν δυνατά, άφηναν σύννεφα καπνού και εκείνη τη βαριά μυρουδιά του πετρελαίου. Από τα μεγάφωνα ακούγαμε μπερδεμένες ψαλμωδίες. Ο κυρ Μιχάλης κούνησε το κεφάλι.

— Εδώ ψέλνει και ο πατριώτης μας ο Μπελούσης. Tί ν’ ακούσεις όμως με αυτή τη βουή.

— Ε, κυρ Μιχάλη, τού λέω, δεν είναι βέβαια όπως στον τόπο μας, ζούμε όμως καλά. Όλοι μαζί οι παληοί γείτονες, τα παιδιά, τα κορίτσια, γεροί, ταχτοποιημένοι σε δουλειές.

— Ναι ναι, έκανε ο κυρ Μιχάλης, αλλά ο τόπος σου, άλλο πράμα. Έστειλα και εφέτος ευχάς μέσω της Πατρίδος στους συμπολίτας μας, δεν ξέρω αν θα δημοσιευθούν.
— Γιά θυμήσου, μου λέει σέ λίγο, την Ανάσταση στον τόπο μας. Τί ψαλμωδίες ήταν εκείνες, τί κατάνυξις, τί χορωδίες. Σαράντα μέρες πιο μπροστά τα παιδιά έρχονταν κάθε απόγευμα στο κουρείο καιτους δίδασκα το Χριστός Ανέστη. Άσε η άμιλλα περί τον στολισμόν των Επιταφίων.
— Ας πούμε δόξα τω Θεώ, κυρ Μιχάλη, του λέω, όλοι οι γείτονες μαζί, τα κορίτσια παντρεύτηκαν, ο Γιώργος απολύθηκε από τον Στρατό.
— Ναι ναι, συμφώνησε ο κυρ Μιχάλης. Πέρυσι, το παιδί υπηρετούσε σε μια στέπα εκεί πάνω κατά το Χέρσο, μου έστειλε τη Μεγάλη Βδομάδα ένα γράμμα, μου ράισε την καρδιά. Έτρεξα παντού, πήγα και στον Στέφανο, τί να σου κάνω, μου λέει, δεν είμαστε στα πράγματα.
Η πλατεία είχε γεμίσει, το πλήθος φαινόταν να ανήκει σε εκατοντάδες μικρές ομάδες τελείως άγνωστες μεταξύ τους, από τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ πηδούσαν βιαστικά οι καθυστερημένοι, μερικές οικογένειες έφθαναν με ταξί, πολύ λίγο μιλούσαν ανάμεσά τους.
— Να ο Μπελούσης, βγαίνει, έκανε ξαφνικά ο κυρ Μιχάλης και τεντώθηκε να
δει. Πώς γέρασε, ή φωνή δεν ακούγεται ευκρινώς, πού το παληό εκείνο μέταλλο,
έπρεπε τουλάχιστον να απαγορεύσουν τα λεωφορεία.
Οι ψαλμωδίες ζωήρεψαν, φάνηκαν τα πρώτα αναμμένα κεριά. Μέσα στο πανδαιμόνιο ο κυρ Μιχάλης πλησίασε τη γυναίκα του. Έσκυψε και τη φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα. Ύστερα φίλησε τα παιδιά του, κατόπιν εμάς. Μας φιλούσε και έλεγε:
— Χριστός Ανέστη.
Και μεις τον φιλούσαμε και λέγαμε:
— Αληθώς Ανέστη.
Σε δέκα λεπτά η πλατεία άδειασε. Βαδίζοντας με δυσκολία πάνω στα στενά πεζοδρόμια, επιστρέψαμε χωρίς κέφι στα σπίτια μας.

1962,
Από τη συλλογή Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη

Δεν υπάρχουν σχόλια: