Δευτέρα, Αυγούστου 10, 2020

 Γιώργης Παυλόπουλος : Στοππάκιος Παπένγκους ἢ  τὸ ἄλλο πρόσωπο τοῦ Νίκου Καχτίτση

Κανεὶς δὲν ξέρει πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε στὴ φαντασία τοῦ Νίκου Καχτίτση ἡ Γάνδη, πόλη διηνεκῶς πολιορκημένη. Ἴσως στὰ χρόνια της Κατοχῆς, ἴσως λίγο μετά. Δὲν ἀποκλείεται ὅμως ἡ ὑπόθεση αυτή ν' ἀρχίζει ἀσυνειδήτως ἀπὸ κάπου βαθύτερα, στὰ παιδικά του χρόνια.

Τὰ πρῶτα μοναχικὰ βήματα ποὺ ἀκούγονται στὰ κράσπεδα τῆς Γάνδης, δισταχτικὰ κι ἀπόμακρα στὴν ἀρχή, ἔπειτα ἐντονότερα κι ὁλοένα πιὸ βιαστικά, εἶναι τὰ βήματα κάποιου ποὺ ἔχει ἀντιληφθεῖ πιὰ ὅτι τὸν παρακολουθοῦν, θέλει νὰ τρέξει, νὰ ξεφύγει ἀπὸ τοὺς διῶκτες του, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ συγκρατηθεῖ γιὰ νὰ μὴν τοὺς δώσει τὴν ὑποψία ὅτι φοβᾶται, πράγμα ποὺ θὰ φανέρωνε ὁπωσδήποτε κάποιαν ἐνοχή.

Αὐτὴ ἡ ἀμήχανη σκιὰ μὲ ψηλὸ καπέλο, μπαστούνι καὶ μαῦρο μανδύα, ποὺ περνάει γρήγορα καὶ χάνεται στὶς μισοφωτισμένες μὲ ἀεριόφως γωνιὲς τῶν δρόμων, ἀπὸ στοὰ σὲ στοὰ κι ἀπὸ ἀδιέξοδο σὲ ἀδιέξοδο, μέσα στὴν ὁμίχλη, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν διαβόητο Στοππάκιο Παπένγκους. Φοβερὸ ὄνομα ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ προφέρει χωρὶς ν’ ἀνατριχιάσει καὶ ποὺ τελικὰ ὁ Καχτίτσης τὸ υἱοθετεῖ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Σὲ μία ἐπιστολὴ του πρὸς τὸν Γιῶργο Σεφέρη ἀναφέρει ὅτι τὸ «κατασκεύασε» ἐπηρεασμένος ἀπὸ μία ἐπιγραφὴ σὲ γερμανικὸ ἀντιαεροπορικὸ πυροβόλο ποὺ ἀνίχνευσε ἕνα ἀπόγιομα σὲ κάτι ἐγκαταλειμμένες γερμανικὲς στρατιωτικὲς ἐγκαταστάσεις ἔξω ἀπὸ τὴν Πάτρα, πρὸς τὸν κολπίσκο τοῦ Ἅγιου Ἀνδρέου.

Τὰ ἴδια εἶχε ἀναφέρει καὶ σὲ μένα. Ἀλλὰ διατηροῦσα πάντα ἐπιφυλάξεις γιὰ τὴν ἀπόλυτη εἰλικρίνειά του. Ἀπὸ συζητήσεις μου ὅμως μὲ τὸν κοινό μας φίλο, ψυχίατρο C.D. Elliott (ἐξαμερικανισμὸς τοῦ «Κ.Δ. Ἠλιό­πουλος»), ὅταν τὸ φετεινὸ φθινόπωρο βρέθηκα στὸ Γουένσβορο τῆς Βιργινίας, βεβαιώθηκα ὅτι ὁ Καχτίτσης δὲν ἐπεχείρησε ἐνδεχομένως νὰ μᾶς ἐντυπωσιάσει –συνήθιζε νὰ κάνει κάτι τέτοια– ἐπινοώντας μία φανταστικὴ ἀφήγηση γιὰ τὴ φανταστικὴ κατασκευὴ ἑνὸς φανταστικοῦ ὀνόματος. Ὁ Ἠλιόπουλος μάλιστα μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Καχτίτση ὅταν βρήκανε τὴν ἐπιγραφή, ὄχι πάνω σὲ ἀντιαεροπορικὸ πυροβόλο, ἀλλὰ σταμπαρισμένη σὲ ἕνα κυλινδρικὸ ἀπὸ πεπιεσμένο χαρτόνι περικάλυμμα πυροβόλου.

Στὴ φαντασία τοῦ Καχτίτση τὰ ὀνόματα ἔπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο. Ἕνα ὄνομα ποὺ τὸν ἐρέθιζε ἰδιαίτερα, τὸ πρόφερε μὲ ἕναν ἐντελῶς δικό του τρόπο. Ἀνέβαζε, χαμήλωνε ἢ ἔσερνε τὴ φωνή του, τὴ βάθαινε, ἢ τὴν ἀραίωνε ἀνάλογα μὲ τὴ συναισθηματικὴ δόνηση ποὺ ἤθελε νὰ δώσει στὰ σύμφωνα καὶ στὰ φωνήεντα. Ἀπὸ ἕνα ὄνομα ἔβγαζε μία κατάσταση, ἕναν ἀνθρώπινο τύπο, τοὺς τρόπους, τὸ κλίμα ἢ τὶς παραδοξότητες μιᾶς ἐποχῆς. Καὶ ἦταν ἱκανὸς μέσα ἀπὸ τοὺς φθόγγους, θὰ ἔλεγα μέσα ἀπὸ τὸ ἠχητικὸ ἢ μουσικὸ νεφέλωμα κάποιων ὀνομάτων, πραγματικῶν ἢ φανταστικῶν – ἦταν ἱκανὸς νὰ στήσει θαυμαστὰ τὸ σκηνικό, νὰ διδάξει καὶ νὰ παίζει ὅλη τὴν παράσταση μόνος του.

Στὸ λογοτεχνικό του ἔργο τὸν βασάνιζε μέχρι ἀπελπισίας ἡ ἐπιλογὴ τῶν ὀνομάτων τῶν ἡρώων του καὶ τῶν τίτλων τῶν βιβλίων του. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς ἀρχὲς τοῦ 1967, ὅταν ἀρχίσαμε στὸν Πύργο, στὸ τυπογραφεῖο Φραγκίσκου Σορβατζώτη, τὴν ἐκτύπωση τοῦ μυθιστορήματός του Ὁ Αὐτουργός –στὸ ἴδιο τυπογραφεῖο βγῆκε καὶ Ἡ Περιπέτεια ἐνὸς Βιβλίου– μὲ δική μου ἐπιμέλεια, ὁ Καχτίτσης ἀπὸ τὸν Καναδᾶ μὲ ἐκλιπαρεῖ τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ διορθώσω τὸ δακτυλογράφο τοῦ βιβλίου, ἀλλάζοντας δυὸ γυναικεία ὀνόματα: Ἡ Ζερμαὶν νὰ γίνει Σολὰνζ καὶ ἡ Ἀσφόδελος νὰ γίνει Βεατρίκη. Παρὰ τὸν ἐκνευρισμό μου κάνω προσεχτικὰ αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητάει.

Ἔπειτα, ἐνῶ εἶχε τυπωθεῖ περίπου τὸ μισὸ βιβλίο, ἡ ἔκδοση διακόπηκε ἀπρόοπτα τὴν 21η Ἀπριλίου, γιὰ εὐνόητους λόγους. Ὁ Καχτίτσης ἀποφασίζει νὰ συνεχίσει τὴν ἐκτύπωση τοῦ ὑπολοίπου μισοῦ βιβλίου στὸ Μόντρεαλ, ἔστω καὶ μὲ διαφορετικὰ τυπογραφικὰ στοιχεῖα. Τοῦ στέλνω δεκατρία δεκαεξασέλιδα μέχρι τὴ σελίδα 208, τὰ ἀναπαράγει μὲ φωτογραφικὴ ἀνατύπωση καὶ ὁλοκληρώνει τὴν ἔκδοση. Ὅμως ἀλλάζει τελικὰ τὸν τίτλο τοῦ μυθιστορήματος. Ὁ Αὐτουργός θὰ γίνει Ὁ Ἥρωας τῆς Γάνδης. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ πρῶτος τίτλος, τυπωμένος στὸ πάνω μέρος κάθε σελίδας, ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸν δεύτερο τίτλο – ποιὸς ξέρει μὲ τί μόχθους καὶ κόπους καὶ τί ἀγωνίες τοῦ Καχτίτση.

Ξαναγυρίζω στὴ Γάνδη καὶ στὸν Στοππάκιο Παπένγκους. Ὑπάρχουν στὴ μυθολογία τῆς φανταστικῆς πόλης τοῦ Καχτίτση ἕνα πλῆθος ὀνόματα ποὺ ὁ ἴδιος κατασκεύαζε ἢ ψάρευε σὲ παλιὲς φυλλάδες κι ἐφημερίδες, σὲ λαθρόβια ἐπαρχιακὰ ἔντυπα, σὲ ξένες μυθιστορίες μεταφρασμένες μ’ ἕνα μιξοκαθαρευουσιάνικο ἰδίωμα ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴ «μορφωμένη τάξη» τῆς ἐποχῆς πρὸ τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου καὶ μέχρι τὸ Μεσοπόλεμο, σὲ περιπετειώδη ἢ αἰσθηματικὰ ἀναγνώσματα τῆς ἀνθούσης ἐσαεὶ παραλογοτεχνίας, σὲ φιλολογικὰ ἡμερολόγια ἐκδιδόμενα «τύποις» καλλιτεχνῶν τυπογράφων κ.λπ.-κ.λπ. Μποροῦσε νὰ χρησιμοποιεῖ αὐτὰ τὰ ὀνόματα σὲ κείμενα ποὺ σκάρωνε μὲ ἀνεξάντλητο χιοῦμορ, μιμούμενος στὴν ἐντέλεια τὸ «ὕφος» καὶ τὸν δημοσιογραφικὸ συρμὸ τοῦ καιροῦ. Μιμούμενος ἀκόμη κάθε εἴδους ἔντυπο σχετικὸ μὲ γεγονότα τῆς δημόσιας καὶ κοινωνικῆς ζωῆς, ἀπὸ προγράμματα κηδειῶν καὶ μνημοσυνῶν μέχρι διαφημίσεις θαυματουργῶν φαρμάκων γιὰ τὴν τριχόπτωση.

Τὸ 1950 ὁ Καχτίτσης πέρασε μία ἐξαιρετικὰ δύσκολη περίοδο καὶ ἡ ψυχική του ἰσορροπία, κινδύνεψε σοβαρά, καθὼς ἀντιμετώπιζε τὸ ἐνδεχόμενο νὰ τὸν στείλουν στὸν πόλεμο τῆς Κορέας, ἐνῶ ὑπηρετοῦσε ἀκόμη ὡς Ἀνθυπολοχαγός-Διερμηνέας στὸν Ἑλληνικὸ Στρατό. Θυμᾶμαι τώρα πόσες προσπάθειες κάναμε μαζὶ μὲ τὸν Τάκη Σινόπουλο γιὰ νὰ διασκεδάσουμε τοὺς φόβους καὶ τὴν κατάθλιψη τοῦ φίλου μας. Καὶ τότε τοῦ πρότεινα νὰ μείνουμε μαζὶ στὸ δωμάτιό μου, στὴ συνοικία Ζωγράφου. Δέχθηκε καὶ ὅλο τὸ διάστημα ποὺ συγκατοικήσαμε, ἡ ὑπόθεση, τῆς Γάνδης πῆρε τέτοιες διαστάσεις, ὥστε πολλὲς φορὲς οἱ φαντασιώσεις ξεπερνοῦσαν τὰ ὅρια καὶ ἄγγιζαν τὴν παραίσθηση. Τότε γράψαμε τὸ ἰδιωτικὸ περιοδικὸ Ἡ Οὐλή – Ὄργανο τῶν ἁπανταχοῦ πολιορκημένων. Ἦταν εἰκονογραφημένο, ἐκδιδόταν δῆθεν στὴν πολιορκημένη Γάνδη, ὑπὸ λογοκρισίαν, γραμμένο ὅμως ἐπίτηδες γιὰ τὸν Νίκο Γαβριὴλ Πεντζίκη, στὸν ὅποιο καὶ τὸ στείλαμε. Σ' αὐτὴ τὴν περίοδο ποὺ βρεθήκαμε τόσο κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, διαπίστωσα, πολλὲς φορὲς ὅτι τὰ καθημερινὰ πράγματα τροφοδοτοῦσαν τὴ φαντασία του μὲ κεῖνο τὸ ὑλικό, μὲ τὸ ὁποῖο ἔφτιαχνε συνεχῶς τὴν ἄλλη ζωή του, τὴ μαγική. Τὰ ἄγχη, οἱ κακοτυχίες, οἱ γελοιότητες, οἱ ἀνέφικτες ἐρωτικὲς σχέσεις, ὅ,τι τὸν ἀπέλπιζε καὶ τὸν πολιορκοῦσε, εὕρισκε συχνὰ τὴ βαθύτερη ἔκφρασή του σ’ αὐτὸ τὸ παιχνίδι ποὺ τὸν ἀπελευθέρωνε καὶ τὸν ὁδηγοῦσε ἀλάθητα στὴ Λογοτεχνία.

Τὸ παιγνίδι λοιπὸν εἶναι ἡ Γάνδη, πόλη φανταστική, διηνεκῶς πολιορκημένη, οὐδεμίαν σχέση ἔχουσα μὲ τὴ γνωστὴ ὁμώνυμη πόλη τοῦ Βελγίου, τὴν ὁποία ἄλλωστε ὁ Καχτίτσης οὐδέποτε θέλησε νὰ ἐπισκεφθεῖ. Κύριο πρόσωπο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πολιορκίας ὁ πολὺς Στοππάκιος Παπένγκους, συγγραφέας «ἠμιαπορροφητικός» (semi-absorbent), ἀρχαιοπώλης καὶ πρώην κατάσκοπος. Ἄτομο αἰνιγματικό, ἐν τούτοις ἀκίνδυνο καὶ ὀνειροπόλο, ποὺ συνεχῶς κατατρύχεται ἀπὸ τύψεις γιὰ κάποιο ἀνομολόγητο ἔγκλημα.

Γύρω ἀπὸ τὸν Παπένγκους κινοῦνται, ραχατεύουν ἢ βυσσοδομοῦν ἕνα πλῆθος ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἄτομα δραστήρια ἢ νωχελῆ, σοβαρὰ ἢ γελοία, αἰσθησιακὰ ἢ ψυχρά, νοσηρὰ ἢ μὲ ζωώδη ὑγεία, καθάρματα καὶ ἅγιοι, ποιητὲς καὶ ἐφευρέτες, μοιχοὶ καὶ πόρνες, νοσοκόμοι καὶ κουταλιανοί, κλέφτες καὶ καντηλανάφτες, στρατηγοὶ καὶ ὀπερέτες, τυμβωρύχοι, σπιοῦνοι, ναῦτες, νομισματοποιοί, παξιμάδες, δεσμοφύλακες κ.λπ. κ.λπ.

Ἡ χαρτογράφηση τῆς Γάνδης ἔχει γίνει νοητὰ μὲ τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια. Τὸ Δημαρχεῖο, τὸ Νοσοκομεῖο καὶ οἱ φυλακές, τὰ γραφεῖα καὶ τυπογραφεῖα τοῦ περιοδικοῦ Ἡ Οὐλή, τὰ γεφύρια, οἱ δρόμοι ὅλοι μὲ δεντροστοιχίες ποὺ συνήθως καταλήγουν σὲ ἀδιέξοδα, τὸ ἐργοστάσιο ἀεριόφωτος, τὸ κτίριο τῆς Στρατιωτικῆς Διοίκησης, τὸ νομισματοκοπεῖο τῆς Βασιλίσσης, οἱ πλατεῖες μὲ τ' ἀγάλματα, τὸ νεκροταφεῖο σκύλων, τὰ προάστεια μὲ τὶς ἐπαύλεις κ.λπ. κ.λπ. – ὅλα εἶναι σχεδιασμένα μέσα στὸ μυαλό του μὲ ἔξοχη πολεοδομικὴ ἀντίληψη. Στὸν οὐρανὸ τῆς Γάνδης ἀργοδιαβαίνουν πηδαλιοχούμενα καὶ ἀερόστατα τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ πολιορκία ἀποτελεῖ ἀδιάκοπη δοκιμασία γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑπόσταση τῶν πολιτῶν, ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς ὁποίας φαίνεται πόσο εὔκολο εἶναι νὰ ὑπονομευ­θοῦν οἱ πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες σ' ἕναν κακὸ καιρό.

Ἀνιχνεύονται συνειδήσεις σὲ βάθος καὶ ἀποκαλύπτονται τοῦ διαβόλου τὰ πάθη. Μικρότητες καὶ προδοσίες φίλων, θανάσιμες ἐρωτικὲς ἀντιζηλίες, πολιτικὲς πλεκτάνες, μοχθηρίες μεταξὺ συγγραφέων, μίση καὶ κουτσομπολιὰ μεταξὺ κενόδοξων Κυριῶν τῶν ὑψηλὰ ἱσταμένων, φαυλότητες ἀνωτέρων κρατικῶν ὑπαλλήλων, κατασκοπίες κάτω, ἀπὸ τὴ μύτη τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν, ἠττοπάθειες λεοντόθυμων στρατηγῶν ποὺ ἀποδεικνύονται χεζῆδες – ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ ποιητὲς γράφουν τὰ ἀθάνατα ποιήματά τους καὶ θάλλουν τὰ εὐγενέστερα, αἰσθήματα στὶς καρδιὲς ἄδολων νεανίδων, συνήθως νοσοκόμων, ποὺ περιποιοῦνται, τὰ τραύματα τῶν στρατιωτῶν. Τελικὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ ἐχθρὸς ποὺ πολιορκεῖ τὴ Γάνδη, ἀλλὰ ὑποβόσκει ἡ φοβερὴ ὑποψία ἀνάμεσα στοὺς πολίτες ὅτι ὁ ἕνας πολιορκεῖ τὸν ἄλλο καὶ ὁ καθένας χωριστὰ πολιορκεῖ τὸν ἑαυτό του.

Στὴ γοητευτικὴ αὐτὴ μυθολογία τῆς Γάνδης ποὺ ὁ Καχτίτσης τὴν καλλιέργησε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ πρὸς τέρψη δική του καὶ τῶν φίλων του, ὑπάρχει νομίζω καὶ ἡ βαθύτερη ἀναζήτησή του γιὰ ἕναν δικό του χῶρο μέσα στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Λογοτεχνίας, ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ δοκιμάσει πιὸ ἄνετα καὶ πιὸ ἐλεύθερα τὶς πεζογραφικές του δυνατότητες. Καὶ τοῦτο φαίνεται ἀμέσως στὰ μυθιστορήματά του Ὁ Ἐξώστης καὶ Ὁ Ἥρωας τῆς Γάνδης.

Ξέχασα βέβαια νὰ πῶ ὅτι ἤμουν κι ἐγὼ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Πολιορκίας, μὲ τὸ ἀπαίσιο ὄνομα Διαλεμὸς Ξεντάδιν. Μοῦ τὸ κόλλησε ὁ Καχτίτσης καὶ τὸ ἔφερα ἀδιαμαρτύρητα, αὐτοσχεδιάζοντας εὐσυνείδητα καὶ κάποτε ἐντυπωσιακά τοὺς ρόλους ποὺ μοῦ ἀνέθετε νὰ παίξω. Ἀλλὰ ἰδοὺ μία συνταρακτικὴ εἴδηση, ἡ ὁποία φωτίζει ἀρκετὰ τὶς σχέσεις Στοππάκιου Παπένγκους-Διαλεμοῦ Ξεντάδιν, δημοσιευμένη σὲ ἔκτακτη ἔκδοση τῆς ἐφημερίδας Ἡ πηγή –ἄλλο κι αὐτὸ «ὄργανο τῶν ἁπανταχοῦ πολιορκουμένων»– ποὺ μοῦ ἔστειλε ἀπὸ τὴ Μοντρεάλη τοῦ Καναδᾶ:

 

ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΗ ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΟΥ

ΔΙΑΛΕΜΟΥ ΞΕΝΤΑΔΙΝ

 

ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΟΝ ΦΗΜΙΣΜΕΝΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ STOPPAKIO ΡΑPENGUSS ΜΕ ΒΕΒΑΙΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΣΚΟΛΟΠΙΣΜΟΝ – ΕΚΤΡΑΧΥΝΟΝΤΑΙ ΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ – ΤΙ ΕΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕ

 

ΓΑΝΔΗ, Ἀπρίλιος. Ἐπείγοντα μηνύματα, μεταδοθέντα διὰ τῆς προσφάτου ἐφευρεθείσης μεθόδου τοῦ λεγομένου τηλεγράφου, ἐκ Πύργου, ἀναφέρουν ὅτι ὁ συμπαθὴς ποιητὴς κύριος Διαλεμὸς Ξεν­τάδιν, μὲ σχετικὴν ἔμμετρον ἐπιστολήν του, γέμουσαν ψευδολογιῶν, κατηγορεῖ τὸν φημισμένον συγγραφέα καὶ δημοσιογράφον τῆς πόλεώς μας, κ. Στοππάκιον Παπένγκους, ὅτι δῆθεν ἀμελεῖ νὰ τοῦ γράψη, καὶ ὅτι εἰς μάτην τὸν πυροβολεῖ ἐκ τοῦ μακρόθεν, ἐκδιώκων, κατὰ τὸν ἀνίερον αὐτὸν τρόπον, τοὺς ἑκάστοτε φεβρουαριανοὺς γάτους.

 

 

ΘΑ ΤΟΥ ΤΟ ΕΠΙΣΤΡΕΨΗ

 

ΓΑΝΔΗ, Ἀπρίλιος. Νεώτεραι πληροφορίαι ἀναφέρουν ὅτι ὁ κ. Στοππάκιος Παπένγκους, ἀπαυδήσας μὲ τὴν ἰταμότητα τοῦ ποητοῦ, τοῦ ἀπέστειλεν ἐμπνευσμένην ὅσο καὶ μακροσκελῆ ἐπιστολήν. Ἐλ­πίζεται, ὅθεν, ὅτι ὁ τελευταῖος θὰ τοῦ ἐπιστρέψη τὸ πιστόλι.

 

Καὶ ἕνα σχόλιο:

 

ΑΙΣΧΟΣ!

 

ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ. Μαζὶ μὲ τὴν κνίσσαν τῶν καιομένων νεκρῶν, τοὺς γόους, τοὺς κοπετούς, τοὺς ἀκατάπαυστους ὀρυμαγδοὺς τῶν τηλεβόλων, ἔχομεν τώρα καὶ τας γελοίας προσωπικας ἀντιπά­θειας. Σὰν δὲν ντρεπόμεθα...

 

Αὐτὰ συνέβαιναν στὴν πολιορκημένη Γάνδη μεταξὺ τοῦ Στοππάκιου Παπένγκους καὶ τοῦ Διαλεμοῦ Ξεντάδιν. Ἐνῶ οἱ ἄθλιοι, καὶ οἱ δύο, ἤξεραν καλά, πόσο βαθειὰ ἀγαποῦσαν καὶ τιμοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.