Χρῖστος Ρουμελιωτάκης
Τοπικὸς
Τύπος
Σκέφτομαι
πολλὲς φορὲς ὅτι κατὰ βάθος θὰ ἤθελα νὰ ἔχω γίνει δημοσιογράφος καὶ ὄχι
δικηγόρος, ὅπως ἔγινα, καὶ μάλιστα νὰ εἶχα γίνει συντάκτης τοῦ ἐπαρχιακοῦ
τύπου. Αὐτὸ τὸ διαπιστώνω συχνά, ὅταν βρίσκομαι στὸν προθάλαμο ἑνὸς ὀδοντιατρείου
ἀναμένοντας τὴ σειρά μου γιὰ νὰ περάσω στὴν ὀδοντιατρικὴ καρέκλα.
Ὁ
ὀδοντίατρος, ὁ ὁποῖος τὶς περισσότερες φορὲς ἕλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὴν Ἀρκαδία
—τὸ γιατὶ ἡ Ἀρκαδία βγάζει ὀδοντοϊάτρους καὶ ὄχι παθολόγους ὅπως ἡ Ἠλεία, ὁμολογῶ
ὅτι δὲν τὸ ἔχω διερευνήσει ἐπαρκῶς— ἔχει πάντοτε στὸν προθάλαμο τὴν ἐφημερίδα
τοῦ χωριοῦ του ἢ τὴν ἐφημερίδα τῆς ἐπαρχίας τοῦ χωριοῦ του ἢ καὶ τὶς δυό, τὶς ὁποῖες
ὅμως, πάντοτε, δὲν ἐκδίδουν οἱ συγχωριανοί του ποὺ κατοικοῦν στὸ χωριὸ, ἀλλὰ οἱ
συγχωριανοί του ποὺ ἔχουν φύγει πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ κατοικοῦν
μονίμως στὴν Ἀθήνα. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ συγχωριανοὶ ἔχουν συμπήξει κάποιο σύλλογο
ποὺ συνήθως ἔχει μιὰ ἐπωνυμία ποὺ ἀρχίζει μὲ τὶς λέξεις «Σύλλογος τῶν ἁπανταχοῦ»
καὶ συνεχίζεται μὲ τὴν ὀνομασία τοῦ χωριοῦ ἤ τῆς ἐπαρχίας τῆς καταγωγῆς τους.
Ἡ
λέξη «ἁπανταχοῦ» ὅπως καὶ ἡ λέξη «ἀλλαχοῦ» ἀσκοῦσαν πάντοτε μία μαγεία ἐπάνω
μου, ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν παιδί. Δὲν ἤξερα τί μποροῦσαν νὰ σημαίνουν ἀλλά μοῦ ἄρεσαν.
Κάποτε μάλιστα ὅταν σ’ ἕνα βιβλίο τοῦ δημοτικοῦ εἶχα διαβάσει τὴν πρόταση «Ἡ Ἁλιεία
ἐν Ἑλλάδι καὶ ἀλλαχοῦ» καὶ ἐν συνεχείᾳ εἶχα ρωτήσει τὸν πατέρα μου γιὰ τὴ
σημασία της καὶ εἶχα διαπιστώσει, κατάπληκτος, ὅτι οὔτε καὶ αὐτὸς τὴν ἤξερε, ἡ
μαγεία ἔγινε δέος ποὺ μὲ ἀκολουθοῦσε ἐπὶ ἔτη. Μάλιστα δὲ τὸ δέος ἐμπεδώθηκε καὶ
ἔγινε μεγαλύτερο ὅταν μία γειτόνισσά μας, ἡ κ. Κασσιανὴ Τσομπανάκη, ποὺ ἦταν
πρόσφυγας ἀπὸ τὴ Σμύρνη, πετάχτηκε καὶ ἐδήλωσε ὅτι τὴ λέξη «Ἀλλαχοῦ» δὲν τὴν ἤξερε
μέν, ἤξερε ὅμως τὴ λέξη Ἀλλάχ, τὴν ὁποία στὴ Σμύρνη τὴν ἔλεγαν γιὰ τὸν Θεό.
Ἀλλὰ
ἄς ἐπανέλθω στὸ θέμα μου καὶ στὶς ἐφημερίδες ποὺ ἐκδίδουν οἱ Ἁπανταχοῦ καὶ ποὺ ὁ
ὀδοντίατρός μου ἔχει πάντοτε στὸν προθάλαμο, θέλοντας, προφανῶς, νὰ καταδείξει
πὼς ἂν καὶ ξεκίνησε ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριό, ποὺ τὸ ἀγνοεῖ ἀκόμη καὶ ὁ γεωπολιτικὸς
χάρτης τῆς Ἑλλάδος, αὐτὸς χάρις στὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν φιλομάθειά του ἔχει
γίνει ἐπιστήμων καὶ μάλιστα ὀδοντίατρος.
Αὐτὲς
λοιπὸν τὶς τοπικὲς ἐφημερίδες ἐγὼ τὶς διαβάζω πάντοτε ἀπὸ τὴν πρώτη ὥς τὴν
τελευταία γραμμή. Τὰ διαβάζω ὅλα, ποιὸς δηλαδὴ ἐξελέγη πρόεδρος τῆς Κοινότητος
καὶ ποιοὶ ἐξελέγησαν μέλη τοῦ Κοινοτικοῦ Συμβουλίου, πόσες ψήφους πῆρε ὁ ἕνας
καὶ πόσες ὁ ἄλλος, ποιοὶ συγχωριανοὶ ἐτελεύτησαν τὸν βίο τους καὶ ποιοὶ ἀπέκτησαν
τέκνα ἄρρενα ἢ θήλεα καὶ ποιοὶ ἀφίχθησαν στὸ χωριὸ γιὰ μόνιμη ἐγκατάσταση ἀπὸ τὴν
Ἀμερικὴ καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ ἀναφέρονται στοὺς ἐν
Ἀθήναις ἐγκατεστημένους συγχωριανούς, τοὺς Ἁπανταχοῦ
δηλαδή, ποὺ ἐκδίδουν καὶ τὶς περὶ ὧν ὁ λόγος ἐφημερίδες, καὶ οἱ ὁποῖοι ὅλοι
προοδεύουν πάντοτε, χάρις βέβαια στὴν ἐργατικότητά τους καὶ τὸ ρηξικέλευθο πνεῦμα
τους —ἀρετὲς ποὺ ὁ συντάκτης ἀφήνει νὰ ἐννοήσουμε ὅτι εἶναι σύμφυτες μὲ τὴν
καταγωγή τους.
Ἰδιαίτερα
ἐπίσης προσελκύουν τὸ ἐνδιαφέρον μου οἱ πολιτιστικὲς εἰδήσεις, τὰ «πολιτιστικά»
ὅπως τὰ γράφουν. Ἴσως γιατὶ κατὰ βάθος θὰ ἤθελα καὶ ἐγὼ νὰ γίνω ἕνας ἐργάτης τοῦ
πολιτισμοῦ καὶ νὰ ἐργασθῶ γιὰ τὴ δόξα τῆς πατρίδος μου, τῆς ὁποίας ὁ πανάρχαιος
πολιτισμὸς εἶναι γνωστὸς σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἴσως αὐτὸς νὰ εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ
τὸν ὁποῖο εἶχα θαυμάσει πολὺ τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία τοῦ συντάκτη τῆς
«Πανγκορτσουλιακῆς», ὁ ὁποῖος κατηγοροῦσε τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ —τὰ ἔβαζε
μάλιστα μὲ τὸν ἴδιο τὸν Ὑπουργὸ Πολιτισμοῦ—διότι δὲν διέθετε τὰ ἀναγκαῖα κονδύλια
γιὰ νὰ γίνουν ἀνασκαφὲς στὸ χωριό τους, ἀπὸ τὶς ὁποῖες θὰ ἀνεδύοντο (αὐτὸ ἦταν
βέβαιο) τὰ περίλαμπρα ἐρείπια τοῦ παναρχαίου πολιτισμοῦ μας. Ὑπεδείκνυε μάλιστα
καὶ τὸν κωδικὸ ἀντλήσεως τῶν κονδυλίων καὶ τὴ συγκεκριμένη τοποθεσία ὅπου θὰ ἔπρεπε
νὰ γίνουν οἱ ἀνασκαφές, ἕνα χωμάτινο λόφο δηλαδὴ κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο
διαβεβαίωνε, ἐπικαλούμενος καὶ τὸν Παυσανία, ὅτι εὑρίσκονται τὰ ὀστὰ τῶν μαχητῶν
τοῦ Ἱεροῦ λόχου τοῦ Ἐπαμεινώνδα καὶ τοῦ Πελοπίδα. Βεβαίως καὶ ὁ ὁπλισμός τους.
Αὐτά, ἔγραφε ὁ συντάκτης, θὰ τὰ ἀντιτάξουμε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ ἔθνους μας γιὰ νὰ ἀποδείξουμε ὅτι ὄντως εἴμεθα γνήσιοι ἀπόγονοι
ἐνδόξων προγόνων. Ἀλλὰ ὁ Ὑπουργός, κατέληγε, καθεύδει. Καὶ οἱ πολιτευτὲς τοῦ
νομοῦ μας ποῦ βρίσκονται; Τὸ ἱστορικὸ Γκορτσούλι δὲν μπορεῖ νὰ περιμένει ἄλλο.
Εἶναι ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου.
Ἕνας
ἄλλος συντάκτης ἄλλης τοπικῆς ἐφημερίδος,
τὰ ἔβαζε μὲ τοὺς συγχωριανούς του. Δὲν πηγαίνουν πλέον στὶς διαλέξεις οἱ
συμπατριῶτες μας, ἔγραφε, ἀκόμη καὶ ὅταν ὁμιλητὴς εἶναι ἕνας Πρόδρομος Ἰωάννου.
Τὸ ὄνομα βέβαια Πρόδρομος Ἰωάννου ἦταν τὸ δικό του ἀλλὰ τὸ δημοσίευμα τὸ ὑπέγραφε
μὲ τὸ ψευδώνυμο ΜΙΔΑΣ, λησμονώντας ἴσως ὅτι ὅλοι οἱ συγχωριανοί του ἤξεραν ποιὸς
κρύπτεται ὑπὸ τὸ ψευδώνυμο αὐτό.
Ἄλλος
συντάκτης ἄλλης τοπικῆς ἐφημερίδος χρησιμοποιώντας καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴ μέθοδο τοῦ
ψευδωνύμου, πληροφοροῦσε τοὺς συμπατριῶτες του ὅτι ἀποτελεῖ ὑψίστη τιμὴ γιὰ τὸ
χωριὸ τους τὸ γεγονὸς ὅτι «ὁ συμπατριώτης μας —γνωστὸς λόγιος, συγγραφέας καὶ
ποιητὴς (ἐδῶ ἀνέγραφε τὸ πραγματικό του ὄνομα) εἶχε διορισθεῖ μέλος– εἰσηγητὴς
τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀποκαταστάσεως Ἠθικῶν Ἀξιῶν καὶ Ἀπονομῆς Ὑψίστων λογοτεχνικῶν
Διακρίσεων τῆς Ἐπαρχίας». Αὐτὴ μάλιστα τὴν εἴδηση τὴν εἶχε ἀποστείλει σὲ ὅλες τὶς
ἐφημερίδες τοῦ Νομοῦ διὰ τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου (e-mail) οἱ ὁποῖες, ὅλες,
τὴν εἶχαν δημοσιεύσει αὐτολεξεί.
Μία
ἄλλη κατηγορία συνεργατῶν —δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τοὺς ὀνομάσω ἁπλοὺς συντάκτες— τῶν
τοπικῶν ἐφημερίδων, τὶς ὁποῖες, ὅπως προανέφερα ἐκδίδουν πάντοτε οἱ Ἁπανταχοῦ, εἶναι οἱ ἐπιστήμονες, ποιητὲς
καὶ λόγιοι, οἱ ὁποῖοι τιμοῦν μὲ τὶς συνεργασίες τους τὴν ἐφημερίδα τοῦ χωριοῦ
τους, δημοσιεύοντας σ’ αὐτὴν ποιήματά τους, φιλολογικὲς μελέτες ἢ ὁλόκληρες ἐπιστημονικὲς
διατριβές, ἐκλαϊκεύοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴ Γνώση χάριν τῶν συγχωριανῶν τους.
Ἕνας
συνεργάτης αὐτῆς τῆς κατηγορίας, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἦταν ἰατρὸς νευρολόγος-ψυχίατρος
καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκδώσει πολλά, ἐκτὸς τῆς εἰδικότητός του, βιβλία, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχε
μάλιστα πολλάκις τιμηθεῖ μὲ τιμητικὲς πλακέτες καὶ ἄλλα βραβεῖα ἀπὸ συλλόγους ἀλλὰ
καὶ δημόσιες ἀρχές, δημοσίευσε σὲ συνέχειες μία περισπούδαστη μελέτη γιὰ τὴν τοπικὴ
ἱστορία. Στὴν ἱστορία του αὐτὴ ἄρχιζε τὴν ἀφήγηση ἀπὸ κτίσεως κόσμου καὶ
κατέληγε στὰ σημερινὰ γεγονότα τοῦ χωριοῦ του, ἀποτιμώντας πρόσωπα καὶ πράγματα
καὶ ἀποδίδοντας στὸν καθ’ ἕνα, κατὰ τὰ ἔργα του, τὸν κατάλληλο ἔπαινο ἢ τὸν
προσήκοντα ψόγον. Ἡ ἱστορία του λοιπὸν αὐτὴ ἄρχιζε μὲ τὴ διαβεβαίωση ὅτι «Κάθε
κίνηση στὸ Σύμπαν γίνεται γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῆς Εὐτυχίας».
Ἡ
διατύπωση αὐτὴ ὁμολογῶ ὅτι μὲ εἶχε προβληματίσει. Προσπαθοῦσα νὰ φανταστῶ τοὺς
πλανῆτες κινουμένους «γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῆς
Εὐτυχίας» ἀλλὰ δὲν τὸ κατάφερνα. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ ἡφαίστεια καὶ τὶς τροπικὲς
καταιγίδες. Ἄραγε ἡ διατύπωση αὐτὴ ὑπέκρυπτε μία μεγάλη ἀποκάλυψη ἢ ἦταν μία
μεγάλη πομφόλυγα; Δὲν μποροῦσα νὰ καταλήξω οὔτε ὑπὲρ τῆς μιᾶς ἐκδοχῆς οὔτε ὑπὲρ
τῆς ἄλλης. Μᾶλλον ὅμως κατέληγα ὑπὲρ τῆς ἀπόψεως ὅτι γιὰ νὰ μὴν μπορῶ νὰ
συλλάβω τὴ σημασία της, κάτι πολὺ σπουδαῖο θὰ ἐσήμαινε. Τὸ ἴδιο ἄλλωστε μοῦ εἶχε
συμβεῖ καὶ ὅταν εἶχα ἐπιχειρήσει νὰ διαβάσω τὸ ἔργο «Tractatus Logico
Philosophicus” τοῦ Ludwig Wittgenstein
καὶ πολλὰ ἄλλα φιλοσοφικὰ ἔργα.
Ἡ ἀγωνία
μου πάντως ἦταν μεγάλη καὶ ἱδρώτας ζεστὸς μὲ περιέλουε, ὅταν, ξαφνικά, ἄστραψε
φῶς καὶ κάτι σὰν σεισμὸς μὲ ταρακούνησε. Ἡ γυναίκα μου εἶχε ἀνάψει τὸ φῶς καὶ ὠρύετο:
«Ξύπνα ἐπιτέλους, τὸ ἔχεις παραχέσει. Κοιμᾶσαι ἀπὸ τὶς τέσσερις καὶ τώρα εἶναι ὀκτώ.
Κι ὅλο παραμιλᾶς καὶ δὲν ξέρεις τί λές. Ἔλεος. Στὸ κάτω κάτω δὲν σοῦ φταίει
κανεὶς ποὺ δὲν ἔγινες συγγραφέας. Ἐκτὸς αὐτοῦ δέ, καὶ σοῦ τὸ λέω κατάμουτρα, δὲν
ἔχεις συλλάβει οὖτε τὸ γράμμα, οὖτε τὴν οὐσία τοῦ Ἠλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου,
στὸν ὁποῖο θέλεις νὰ μοιάσεις. Ὁ Ἦτα Χὶ Πί, ἀγαπητέ μου, ποτὲ δὲν θὰ ἔγραφε
τόσο σχοινοτενὴ κείμενα, ὅπως ἐσύ. Εἶναι πάντοτε εὐσύνοπτος καὶ εὐθύβολος, ἄν
καὶ κινεῖται ὑποδορείως. Καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀγαπάει. Κάτω ἀπὸ κάθε φράση
του ὑπονοεῖται ἡ πρόταση «οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι». Ὅπως στὸν Τσέχωφ. Γι’ αὐτὸ
εἶναι καὶ μεγάλος συγγραφέας... Γκέγκε;»
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο,
Σελίδες γιὰ τὸν Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο, τεῦχος 3ο, Ἀθήνα, Ἄνοιξη
2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου