Διάλογοι
μὲ τὸν Ὀβίδιο Μ.
Ὁ
Ρούντι Σούλλερ καὶ ἡ κατεύθυνση
ποὺ θὰ πάρει ἡ Ἱστορία…
τοῦ
Δημήτρη Κανελλόπουλου
Στὸν Σπύρο Παππᾶ
Εἶμαι
στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκδήλωσης αὐτῆς τῆς παράξενης ἀσθένειας ποὺ μὲ χτύπησε στὰ
πενῆντα ἐννιά μου χρόνια κι ἐκδηλώθηκε μὲ τὴν ἐκτὸς ὕπνου ὀνειροβλεψία. Ἔτσι
τὴν εἶπαν οἱ γιατροί. Εἶναι μιὰ καινούργια ἀσθένεια ποὺ ἐμφανίστηκε παράλληλα
μὲ τὴν ἐνεργητικὴ ἀνορεξία. Πῆρε χρόνο στὴν ἐπιστήμη νὰ τὴν ἑρμηνεύσει καὶ νὰ
τὴν κατατάξει. Εἶναι μιὰ ἀρρώστια ποὺ, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐντελῶς ξύπνιος,
ὀνειρεύεται πρόσωπα ποὺ ἔχει ἀγαπήσει κατὰ παρελθὸν καὶ συνομιλεῖ μαζί τους.
Λένε πὼς εἶναι μιὰ ἀρρώστια τοῦ ἀνοσοποιητικοῦ συστήματος.
Σὲ
μένα, τὰ συμπτώματά της ἐμφανίζονται ἀπροειδοποίητα ὅταν ὁδηγῶ. Ἐπὶ
παραδείγματι, ὅταν κατευθύνομαι στὸν οἰκισμὸ Καρελᾶ τοῦ Κορωπίου, σὲ κάποιο
σημεῖο τῆς διαδρομῆς συναντῶ ἕναν καταυλισμὸ τσιγγάνων. Ἐκεῖ, πάντοτε μὲ
τυλίγει ἕνα λευκὸ σύννεφο κι ἀρχίζω νὰ ὀνειρεύομαι… Βλέπω τὸν ἀγαπημένο μου
φίλο Ὀβίδιο Μ. πλάι μου, νὰ μοῦ μιλᾶ μὲ ἐκεῖνο τὸ στωικό του ὕφος. Ὁ Ὀβίδιος
Μ., εἶναι ὁ καλύτερός μου φίλος. Φίλος ζωῆς. Σὲ ἄλλες ἐποχές, ὅταν σπούδαζα στὸ
Cluj, δὲν ὑπῆρχε μέρα νὰ μὴν τὸν δῶ. Λέκτορας τότε, στὰ μαθήματα τῆς βυζαντινῆς
καὶ τῆς μοντέρνας ἱστορίας ποὺ μὲ ἐνδιέφεραν ἰδιαιτέρως. Ἀλλὰ καὶ τὰ
περισσότερα βράδια γλεντούσαμε μαζὶ πίνοντας πολωνέζικη βότκα Zytnia καὶ
καπνίζοντας, πότε βουλγάρικα τσιγάρα ΒΤ καὶ πότε ἑλληνικὰ Καρέλια….
Καταγράφω
λοιπὸν τὴ σημερινή μας συνομιλία. Μὲ ρωτᾶ ὁ Ὀβίδιος Μ.:
―Πῶς εἶναι ἡ κατάσταση στὴν Ἑλλάδα;
―Ἡ ἴδια καὶ χειρότερη… Ἡ ἀνεργία
καλπάζει, τὸ πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ τοπίο εἶναι νεφελῶδες. Ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ
ὑποχρεώσεις τῆς χώρας εἶναι πάνω ἀπὸ 600 δισεκατομμύρια εὐρώ. Ἡ καταστροφὴ
εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα μας. Γιατὶ ὅταν χρωστᾶς καὶ δὲν ἔχεις νὰ τὰ δώσεις, οἱ
πιστωτὲς μπορεῖ νὰ συμφωνήσουν μὲ τοὺς ἐχθρούς τῆς χώρας καὶ νὰ τοὺς προτρέψουν
νὰ ἁρπάξουν διάφορα τμήματά της… Φοβᾶμαι ὅτι μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ ἡ χώρα μου. Οἱ
πολιτικοί μας, ἢ δὲν ἔχουν μυριστεῖ τίποτε ἢ ὑποκρίνονται πὼς δὲν συμβαίνει
κάτι τὸ τραγικό. Λένε ὅτι θὰ τὰ καταφέρουμε καὶ κλείνοντας πονηρά το μάτι, μᾶς
ἀφήνουν νὰ ἐννοήσουμε, ὅτι σύντομα θὰ γυρίσουμε ἐκεῖ ποὺ ἤμασταν τὶς
προηγούμενες δεκαετίες. Κι ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ κυβερνοῦν. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ
ἀντιπολιτεύονται. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία μας, ἕνα ἀκραῖο ναζιστικὸ κόμμα
δείχνει νὰ ἀναδεικνύεται σὲ τρίτο κοινοβουλευτικὸ κόμμα. Στὴν πατρίδα μου, ποὺ
πολέμησε τὸ ναζισμό…
―Με
θλίβει ἀδελφέ το γεγονὸς ὅτι ἡ Ἑλλάδα διέρχεται μιὰ τόσο σκληρὴ οἰκονομικὴ
κρίση. Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι καὶ σὲ μᾶς τὰ πράγματα δὲν πᾶνε καλύτερα… Ἐμεῖς ὅμως
εἴμαστε συνηθισμένοι νὰ ζοῦμε μὲ ἀβησσυνιακοὺς μισθούς. Τρία ἑκατομμύρια
συμπατριῶτες μου ἔφυγαν γιὰ δουλειὰ στὸ ἐξωτερικό. Δηλαδή, ἡ μισὴ περίπου
ἐργατικὴ δύναμη τῆς χώρας… Δὲν μιλῶ γιὰ τοὺς νέους ποὺ τὴν ἐγκαταλείπουν
ὁριστικὰ. Ἐπὶ παραδείγματι, τὰ παιδιὰ τοῦ φίλου μας τοῦ Σάντου, θέλουν νὰ
μεταναστεύσουν στὸν Καναδᾶ, ὅταν τελειώσουν τὶς σπουδές τους. Ὁ μεγάλος ποὺ
σπουδάζει στὴν Γαλλία, γράφει, ὅτι ἀκόμη καὶ τὸ Παρίσι εἶναι μιὰ πόλη χωρὶς
μέλλον! Ἡ Πόλη τοῦ Φωτὸς εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀφρικανούς, ἀσιάτες καὶ τσιγγάνους
ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Ἕνας ἀπίθανος συφερτός. Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι
μεταναστεύουν πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις… Κι ὁ ἄλλος, ὁ μικρὸς ποὺ σπουδάζει
στὸ Λονδίνο, ἀφήνει ὑπονοούμενα στὰ γράμματά του, ὅτι δὲν θὰ γυρίσει πίσω τοῦ
χρόνου σὰν θὰ τελειώσει τὶς σπουδές του… Ὁ πατέρας τους βγῆκε τώρα κι ἕνα χρόνο
στὴν σύνταξη. Παίρνει 130 εὐρὼ. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὴ βράβευσή του μὲ τὸ Κρατικὸ
Βραβεῖο, ἔχει μιὰ χορηγία ἀπὸ τὴν πολιτεία, περίπου 400 εὐρὼ τὸ μήνα ἐφ’ ὄρου
ζωῆς… Καὶ μαζὶ μὲ τὸ μισθὸ τῆς Μαρίας μαζεύουν ἕνα ἱκανοποιητικὸ ποσό. Τοὺς
φτάνουν καὶ στέλνουν ἕνα βοήθημα στὸν μικρό τους στὸ Λονδίνο.
―Τὰ καταφέρνουν δηλαδή. Τὰ παιδιὰ ὅμως
πῶς σπουδάζουν, μόνο μὲ τὰ βοηθήματα ποὺ τοὺς στέλνουν οἱ γονεῖς;
―Ὂχι μόνο…. Ἔχουν πάρει κάποιας μορφῆς
ὑποτροφίες, λίγα χρήματα…
―Λένε πὼς κι ἐδῶ, οἱ συντάξεις θὰ
πέσουν στὰ 150 εὐρώ…
―Ναὶ τὸ διαβάζω συχνὰ στὶς ἐφημερίδες…
―Οἱ ἐφημερίδες γράφουν συχνὰ ὅτι τὸ
ἐπίπεδό μας πρέπει νὰ γίνει παρόμοιο μ’ αὐτὸ τῆς Βουλγαρίας καὶ τῆς Ρουμανίας…
―Τὸ γνωρίζω, τὰ διαβάζω κι ἐγώ, ὅτι
πρέπει νὰ πέσει τὸ ἐπίπεδο τῆς ζωῆς καὶ νὰ ἔλθει στὰ ἴσα μ’ αὐτὸ τῆς χώρας μου…
Τὸ κακὸ παράδειγμα σὲ ὅλα εἶναι ἡ Ρουμανία…
―Πῶς θὰ ζήσουμε δὲν ξέρω… Εἶχα τὴν
ἀτυχία νὰ γεννηθῶ ἀπὸ φτωχοὺς γονεῖς …
―Χμ, μοῦ τὄχεις ξαναπεῖ… Πολλὲς φορὲς
σὲ ἄκουσα νὰ τὸ λές… Θέλω ὅμως νὰ σοῦ πῶ κάτι ἐπ’ αὐτοῦ… Σὲ μιὰ μαύρη σελίδα
τῆς ἱστορίας τῆς πατρίδας μου, στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’40, τὴν εἶχες βάψει
ἂν οἱ γονεῖς σου ἤσαν σχετικὰ πλούσιοι ἢ μικροϊδιοκτῆτες… Τότε, στὸ
Πανεπιστήμιο τοῦ Cluj ἦταν ἕνας καθηγητὴς ποὺ τὸν ἔλεγαν Ρούντι Σούλλερ… Ὁ
τύπος αὐτὸς ζοῦσε ἀκόμη τότες ποὺ σπούδαζες στὸ Cluj… Ἦταν πολὺ γέρος. Δὲν
πιστεύω ὅτι τὸν γνώρισες, παρ’ ὅτι ἐρχόταν συχνὰ στὴν Ἀριζόνα γιὰ καφέ… Οἱ
γονεῖς του δὲν ἦσαν μικροαστοὶ ἢ μικροϊδιοκτῆτες. Ὁ πατέρας του ἦταν βαρόνος,
τὸ ἴδιο καὶ ἡ μάνα του. Μεγάλοι ἰδιοκτῆτες γῆς μὲ δυό, τρεῖς πύργους στὰ
περίχωρα τοῦ Κλούζ…
―Καί;
―Στὰ 1948, ὅταν οἱ κομμουνιστὲς ἔκαναν
τὴν Ἐκπαιδευτικὴ Μεταρρύθμιση, ὁ Ρούντυ Σούλλερ κλήθηκε ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία
προσωπικοῦ τοῦ Πανεπιστημίου, ὅπου τὸν ρώτησαν ποιᾶς κοινωνικῆς καταγωγῆς ἦσαν
οἱ γονεῖς του. Αὐτὸς ἀπάντησε εὐθέως: Εὐγενεῖς! Οἱ ὑπεύθυνοι τῆς ὑπηρεσίας
προσωπικοῦ τοῦ Πανεπιστημίου, διέθεταν κάποιον ἀνθρωπισμὸ ἀκόμη, καὶ τοῦ
ψιθύρισαν μὲ τρόπο:
―Κύριε καθηγητά, δὲν εἶναι καλὸ νὰ
γράψουμε κάτι τέτοιο στὸν φάκελό σας… Μήπως..;
Ὁ Ρούντι τοὺς διέκοψε μὲ τὸ αὐτάρεσκο
ὕφος ποὺ εἶχε κληρονομήσει ἀπὸ τὴν κοινωνική του καταγωγὴ :
―Δυστυχώς κύριοι, ἀπ’ ὅτι γνωρίζετε κι
ἐσεῖς, τοὺς γονεῖς δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς διαλέξουμε… Ἂν ἐγὼ εἶχα τὴν δυνατότητα
νὰ τοὺς διαλέξω, θὰ διάλεγα δύο ἐγγλέζους λόρδους γιὰ γονεῖς, καὶ τώρα, δὲν θὰ
καθόμουν ἐδῶ νὰ συζητῶ μαζί σας τέτοιες ἀνοησίες…
Μετὰ ἀπὸ δυὸ μέρες, ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸ
Πανεπιστήμιο… Τὴν γλίτωσε ὅμως φτηνά… Γιατί ἄλλοι, ἀπὸ τὸ γεγονὸς καὶ μόνο ὅτι ἦσαν
γόνοι εὐγενῶν, τὴν πλήρωσαν ἀκριβά… Ἔμειναν 15 καὶ 20 χρόνια στὴ φυλακή, γιατί
οἱ γονεῖς τους ἦσαν πλούσιοι… Ὅπως ὁ γνωστός σου, ὁ καθηγητὴς τῆς
Παθολογοανατομίας κύριος Παπιλλιάν… Κατὰ τὴν γνώμη μου, κανεὶς δὲν ξέρει πότε
εἶναι καλὸ ἢ πότε εἶναι κακό, νὰ ἔχει πλούσιους γονεῖς …
Ἔγινε μιὰ μικρὴ σιωπή. Ὕστερα ὁ Ὀβίδιος
Μ. συνέχισε:
―Δημητράκη, μυρίζομαι μπαρούτι στὸν
ἀέρα… Αἰσθάνομαι ὅτι, ἀκόμη καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο δὲν ὑποψιάζονται ὅτι ζοῦμε στὶς ἄκρες ἑνὸς ἡφαιστείου… Κανεὶς δὲν ξέρει
τὴν κατεύθυνση ποὺ θὰ πάρει ἡ Ἱστορία…
Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔστριψα δεξιά. Μετὰ
συνῆλθα. Ἡ μορφὴ τοῦ φίλου μου
ἐξαφανίστηκε ἀπότομα ὅπως εἶχε ἔλθει. Ἤμουν μόνος μπροστὰ στὴν πύλη τοῦ μεγάλου
τυπογραφείου ΙΡΙΣ. Ὁ σεκιουριτὰς ποὺ μὲ γνώριζε, σήκωσε τὴν μπάρα νὰ περάσω. Ἡ
Φωτούλα, ἕνα ἀδέσποτο σκυλὶ ποὺ ὅλη μέρα κοιμόταν σὲ μιὰ σκιά, ἄρχισε νὰ μὲ
γαυγίζει ὅταν κατάλαβε πὼς δὲν εἶχα φέρει κάτι γιὰ νὰ τὴν κεράσω. Πῆγα
κατευθείαν στὴν 6η εἴσοδο, στὸ βιβλιοδετεῖο γιὰ τὸν συνηθισμένο ποιοτικὸ ἔλεγχο
τῶν βιβλίων…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου