Νίκος Μπελογιάννης
Στερνὲς Στιγμὲς
Ἄγωστο
διήγημα τοῦ Νίκου Μπελογιάννη, ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο, τῆς παληᾶς …ἀγαπημένης μου κ.
Σοφίας Λιλιμπάκη
Γκούχ..., γκούχ... Ὁ
βήχας του ξερός, ἀπαίσιος, ἀντηχοῦσε
κάπως παράξενα μεσ' τὸ μελαγχολικὸ δωμάτιο.
Γκούχ, Γκούχ..., ἔβηχε
ὁ ἄρρωστος νηὸς ξαπλωμένος στὸ
φτωχικό του κρεββάτι. Θλιμμένος κι’ ἀδύναμος σὰ
σκελετός, ἔμοιαζε μὲ φάντασμα, ποὺ
μόλις βγῆκε ἀπ’ τὸν τάφο του. Ἔρημος, ἀπόκληρος,
ἀφοῦ θαλασσοδάρθηκε στὰ πέλαγα τοῦ
πόνου, ηὗρε λιμάνι ἀπάνεμο τὸ
δωματιάκι ἐκεῖνο. Κι ἦρθε νὰ
σβήσει ’κεῖ μέσα, ἀφοῦ
πρῶτα ἔκλεισε γιὰ πάντα τὸ
βιβλίο τῆς ζήσης του, ποὺ μεσ’ στὶς
σελίδες του φάνταζαν παντοῦ μὲ
κεφαλαία μαῦρα γράμματα, ἡ δυστυχία κι’ ἡ
λύπη καὶ ὁ πόνος.
Καὶ
σήμερα νά! αἰστάνεται σιγά—σιγὰ τὴν ὕπαρξή
του νὰ φεύγει, νὰ γλυστράει ἀσυναίστητα
ἀπὸ μέσα του, νοιώθει πὼς πλησιάζει τὸ
μοιραῖο...
Πῶς
θέλει ὅμως ὁ φτωχὸς νηὸς
νὰ χαρεῖ τὶς
τελευταῖες του στιγμές... Δὲν εἶναι
μήπως ἄνθρωπος κι’ αὐτός; Ἀλήθεια,
πῶς τὸ ποθεῖ..! Μὰ
πῶς; μὲ ποιὸν τρόπο;...
Σὲ
μία στιγμὴ τ’ ἄτονο βλέμμα του πέφτει στὴν
κιθάρα, ποὺ κρεμόταν ἀντίκρυ του. Σηκώθηκε μὲ
κόπο, τὴν πῆρε στὰ χέρια του, κι’ ἄρχισε
νὰ παίζει... Κι ἔπαιζε τ’ ἀγαπημένο
του, τὸ δικό του τραγούδι.
Θεέ μου, τί παίξιμο ἦταν
ἐκεῖνο...! Ἡ κιθάρα του, λὲς
κι’ εἶχεν ἑνωθεῖ μὲ τὴν ψυχή του, πότε ἔκλαιγε ἀργά,
παραπονιάρικα, πότε θρηνοῦσε γρήγορα μὲ πόνο, φορές—φορὲς
γελοῦσε γέλιο πικρὸ κι’ ἄλλοτε
πάλι ξεσποῦσε σὲ λυγμούς. Σιγά—σιγὰ οἱ ἦχοι
ὅσο πήγαιναν καὶ ξεψυχοῦσαν,
κι’ ἐγινόνταν πιὸ παραπονιάρικοι, πιὸ
θλιβοί. Τώρα πιὰ δὲ γελοῦσε καθόλου ἡ
κιθάρα. Ἔκλαιγε ..., ἄδιακοπα, ἔκλαιγε
ἀδιάκοπα. Ὁ νηὸς
ὅμως πάντα χαμογελοῦσε.
Καὶ
τὰ κοκκαλιάρικα δάχτυλά του ζωντάνευαν ἀκόμα
τοὺς ἤχους τοὺς ἄψυχούς
τῆς κιθάρας, τῆς ἀγαπημένης του συντρόφισσας, τῆς
πιστῆς του ἀγάπης. Μαζὺ
πάντα πόνεσαν, μαζὺ κλάψανε πικρὰ μ’ ἀπελπισία.
Κι’ αὐτὴ τώρα σὰ νὰ
τὸν ἔνοιωθε, σὰ ν’ ἄκουγε
τὸν πόνο του, προσπαθοῦσε νὰ
γλυκάνει τὶς στερνές του στιγμές.
Σὲ
μία στιγμὴ ὅμως, ἀφήνοντας ἕνα
μακρυνὸν παραπονιάρικο ἦχο σὰν
ψυχορράγημα, ἔπαψε ἀπότομα...
Στὰ
χείλη τοῦ νέου ἄνθιζε ἀκόμα
τὸ πικρὸ τὸ
χαμογέλοιο του, ἐνῶ ἀπ’ τὰ κλειστὰ του
πιὰ μάτια εἶχαν κυλήσει δυὸ
δάκρυα κι εἶχαν σταθεῖ στὴν
ἄκρη τῶν χειλιῶν
του.
Πόσο ὄμορφα ὁ
φτωχὸς νηὸς χάρηκε τὶς τελευταῖες
του στιγμές!
Ὁ Νίκος Μπελογιάννης σιδεροδέσμιος μὲ τὸν μπάρμπα Στέργιο, φύλακα τῶν γραφείων τῆς Κομματικῆς Ὀργάνωσης Ἀθήνας τοῦ ΚΚΕ, κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια της μεταπολίτευσης… |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου