Κυριακή, Ιουλίου 28, 2013

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ....

Ὁ θάνατος τοῦ ἀστρίτη
τοῦ Δημήτρη Κανελλόπουλου


Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὰ περιοδικὸ ΕΣΤΙΑ, Νοέμβριος 2010

Μπονόρα σηκώθηκε. Εχε μεγάλη φαμελι κι πρεπε ν τν θρέψει. π μικρ κορίτσι στ βάσανα. Πρτα χασε τν πατέρα της πολ νέο, π σκουλικωηδίτη. Τ θυμόταν χν τ περιστατικό. Τν πόναγε κοιλιά του κα το βάνανε πάνου κεραμίδι ζεσταμένο στ θράκα. σπασε σκουλικωηδίτης κα σ τρες μέρες, σβησε νθρωπος στ παραγώνι. Ήτανε τριάντα τριῶν χρόνων. Κα στερα μάνα της, κορωμένη γι ντρα, μόλις περάσανε σαράντα μέρες, παντρεύτηκε ναν σουλατσαδρο, πο σ’ να χρόνο τν ξέκανε π’ τ ξύλο. Κι μεινε ατ κα οἱ δυό δερφές της. ταν μικρότερη. ννι χρον, σν χασε κα τ μάννα της. μεγάλη της δελφ δεκατέσσερα κα μεσαία δώδεκα.

Εχε μεγάλη περιουσία πατέρας της. Μ πόμεινε κάτι λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴν μισή. πατρης της, πρε τ καλύτερα χωράφια. Κι ατὰ, τρία κορίτσια νυπεράσπιστα, δν μπόρεσαν ν ντισταθονε. Ο συγγενες, βρίσκονταν στ λλο χωριό. Δν βόηθησαν. Τ’ φησαν στ μοίρα τους. κανε κουμάντο μεγάλη δερφή. τυχη. Πο εχε σύνεση. βαλε μπροστ κα τς πάντρεψε τς δυ μικρές. Παντρεύτηκε κι ατὴ, λλ εναι λλη στορία. μεσαία πρε τ Λη τν Χιονιάδη. ναν γαθό. Κι ατή, τν Καλατζάκο, δώδεκα χρόνια μεγαλύτερο. Κα ο δυ γαμπροί, τσοπάνηδες το πατέρα της, μετ πο γύρισε π τν μέρικα κα πγε στ Μισολόγγι κι φερε τρακόσια γελάδια κα χίλια πρόβατα. Λένε ὅτι τὰ τσιοκάνια τους, ἀκούγονταν ἀπὸ τὸ Νιχώρι, στὴ Νεμούτα. ντρας της ταν καλός. Λίγο ζωηρς κα νευρικός. Τὰ πρῶτα χρόνια δὲν τὴν ἄγγιξε, γιατὶ ἦταν μικρὸ κοριτσάκι. Ἀπὸ τὰ δεκαοχτώ καὶ μετά, κανε δέκα παιδι μαζί της. Ζήσανε τ χτ.
Μπονόρα σηκώθηκε. Σαμάρωσε τν Καρρά, τν καβάληκε κα κίνησε γι τς γριληές. Στὴν Ντοάνα. Πίσω φηκε τ μεγάλη ν προσέχει τ τρία μικρά, γιατὶ δόλια, δν εχε λλονε. ντρας της λλειπε στ Λαγκάδια. κείνη τν ποχή, μπορευότανε ζα. Χοιρινά.
λιος δν εχε βγε π τ Σιωματάκια. πρωϊν δροσι τς τρυποσε τ κόκκαλα. Πέρασε το Σιελέπη τ ρέμα, κατόπι στς Πετρις κοψε στν κατηφόρα, στ Γούβα. Πρε κα κατέβαινε. Μετ στο Καρτερίκα, πάνω π τ περιβόλι το κουνιάδου της το Φαρμάκη πῆρε τὸ περικοπὸ˙ πέρασε τ Λεκο τ μεγάλο ρέμα κι νηφόρισε κατ το Ρανταλιάνη πο εχανε τ’ μπέλι. στερα πγε λο σια, πάνω π τ Συφουραίϊκα κα κάνοντας ριστερ βγκε στς γριληές.
Τ χωράφι τὄχε γοράσει ντρας της π ναν Ντρίβα. Πνε ατοί, ξεσβολιαστήκανε. Δν πάρχει κανες πιά. δεσε τ’ λογο σαμαρωμένο κα ρίχτηκε στ δουλειά. Γύρω της, ἔσταζαν ὅλα δροσιά. πιασε ν κάνει γρήγορα. Μν τν πιάσει ζέστη. κοψε βλίτα, κολοκυθοκορφάδες, λίγες ντομάτες, κάνα δυ καστραβέτσια, ἕνα ντουβλούκι… τι μπόρεσε κι τι εχε ὡριμάσει, τέλος καλοκαιριο ἔπιανε. Γιόμισε τν κοφήνα. στερα, κοψε κορφάδες ραποσίτι γι τς γίδες. Σκάλισε κα πότισε τ περιβόλι κα κατ τς δέκα, κλεισε τ νερ π τ στέρνα˙ κατσε μιὰ στάλα ν ξεϊδρώσει κάτω π’ τν κληματαριά. Μπροστ στ χαμοκέλα. Σκούπισε στ’ πάνου χείλη της τν δρώτα. πιε μιὰ γουλιὰ νερ κι βαλε μιὰ μπουκι ξερ ψωμ στ στόμα της. Σκέφτηκε τ παιδάκια της. Εχε τέσσερα. Δυ κορίτσια κα δυ γόρια. Τί ν τος πάω ν τ φιλέψω, ἀναρωτήθηκε μασουλώντας. Τς πέρασε σν στραπ π’ τ μυαλό, ν τος πάη λίγο τσιμπίμπο. Τν περασμένη βδομάδα εχε πάρει ν ριμάζει.
Σηκώθηκε, μάζεψε τ πράματα, φόρτωσε τν κοφήνα στ’ λογο κι νηφόρισε γι τ’ μπέλι. Μι νάσα τανε. δεσε τ χαλινάρι στ φράχτη καὶ μπκε μέσα χαρούμενη. Πέρασε τ κλήματα μ τὰ κρασοστάφυλα, κατέβηκε ναν χτάκο στν κάτω μερι το μπελιοῦ, ἐκεῖ ποὺ βρίσκονταν τὰ φαγουλάρικα κλήματα καὶ μ τ χέρι της σιαζε τς βέργες ν δε τ τσαμπιά. Εχανε ριμάσει. σκυψε ν κόψει τ πρτο τσαμπ κα τότες τ χτύπησε στρίτης. Σν σακοράφα μπκε τ δηλητήριο κάτω π’ τ νύχι το δείκτη. Τ ορλιαχτ της σκισε τν συχία το λιόλουστου πρωινο. Τὸ φίδι, τινάχτηκε, κόρδωσε τὸ κορμί του ψηλὰ κοιτάζοντάς την ἵσια στὸ πρόσωπο καὶ μὲ μιὰ ἀπότομη κίνηση ἔπεσε ξερὸ μπροστὰ στὰ πόδια της. Μανούλα μου επε. Πετάχτηκε σν στραπ μέχρι τ φράχτη, πο εχε δέσει τ’ λογο. Ἅρπαξε π’ τ τράστο να μαχαίρι ποχε μαζί της˙ τὄμπηξε βαθει κάτω π’ τ νύχι. Πρε τν τριχι τ’ λόγου κι δεσε σφιχτ τ δάχτυλο στ ρίζα του. Καβάλησε τ’ λογο, τ βάρεσε κα κενο πρε τν νήφορο τρέχοντας. Ρούφαγε συνέχεια τ αμα πο τρεχε π’ τν πληγ κα τὄφτυνε. Καρρᾶς, σ ν ’νοιωθε τν κίνδυνο, βαλε φτερ στ πόδια του.  
ταν φτασε στο Καρτερίκα, κράτησε τ’ λογο, κατέβηκε κι πλυνε τν πληγ στν κάνταλο τς βρύσης. Ξανάδεσε τ δάχτυλο σφιχτ κα γρήγορα ξανακαβάλησε, κινώντας γι τ χωριό. Μι νάρκη ξεκινοσε π’ τ χέρι κι πλωνόταν σ’ λο της τ κορμ κι πόνος βάσταχτος. Τ’ λογο, σν νθρωπος πο καταλαβαίνει τν κίνδυνο, βγαζε φρος π τ στόμα του. Ο πλές του, σπίθιζαν πάνω στς πέτρες το μονοπατιο. Μπαίνοντας στ χωριό, στο γερο-ντωνάκη, φώναξε στν λένη:
λένη χάνουμαι, μ βάρεσε στρίτης στ δάχτυλο… βοήθεια, δν ἔχω λλη πινογά… Ατ επε κι γειρε πάνου στ κολιτσάκια τοῦ σαμαριοῦ χάνοντας τς ασθήσεις της. Τ λογο τν πγε στν αλή, κάτου π’ τ μπαλκόνι κι ρχισε ν χλημιντρίζει.
Μαζεύτηκε κόσμος. γερο-Λεωνίδης π δίπλα, γρι Γκάνα, δερφή της ννιώ, φροδίτη, Νικόλας κι Νικόλαινα… Τ παιδιά της εχαν βγε στ μπαλκόνι κι σκουζαν.
Τν κατέβασαν πτλογο κα τν νέβασαν λιπόθυμη στ σπίτι. Τν πόθεσαν ξερ πάνω σνα ντιβάνι στ σάλα κι καναν χρο στ γρηά-Γκάνα, πο πλωσε τ γιατρικ της στ πάτωμα κι ρχισε ν κάνει διάφορα γι ν τν παναφέρει. λο τ χωρι πλάκωσε στ σπίτι. Ο γυνακες κλαιγαν κι λεγαν:
—Πάει δόλια κι χει τέσσερα παιδιά… Πάει, δν χει νάσα…                
Παρ τς προσπάθειες τς γρης Γκάνας, δὲν συνερχότανε. γερο Λεωνίδης λεγε:
—Μὴ Δημήτρω, μή… Μ κι χεις τέσσερα παιδιά… Πάνω στν ρα πλακώσανε κι ο ντρες π’ τ καφενεο το Κόλλια. Βασίλης Μπακατσέλος, φίλος τοῦ ντρα της, σπρωξε τν κόσμο κα μπκε στν κάμαρη. Γι μιὰ στιγμ σταμάτησε φασαρία.
—Φέρτε σπίρτο, επε. Τ μεγάλο κορίτσι φερε να γυάλινο μπουκάλι μ φωτιστικ ονόπνευμα. Τ πρε Μπακατσέλος, βγαλε τ κότσαλο πο εχε γι πμα κι σκυψε πάνω της. Ατ κίνητη, χλωμὴ, πεθαμένη… Τς νοιξε τ στόμα κι ρχισε ν ρίχνει μέσα ονόπνευμα. Γύρω, σιωπή…
Τότε, Δημήτρω, τινάχτηκε πάνω στ ντιβάνι, βγαλε να βρυχηθμ κα ξέρασε τ ονόπνευμα. νοιξε τ μάτια της κα ψιθύρισε  ξέπνοα:
Πο εμαι…; δερφή της ννιώ, στ πλάϊ της επε, κάνοντας τ σταυρό της:
χ! δερφούλα μου κα γύρισες π τν λησμόνα… κα κάθε τόσο τς βανε μι βρεγμένη πετσέτα στ κεφάλι.
Μπακατσέλος βγαλε τ κόσμο στ μπαλκόνι,
ξω, τος επε θέλει συχία… ν δομε θ γιάνει..; Βγήκανε ο περισσότεροι στ μπαλκόνι κα στν αλή. Μέσα μείνανε, δυό-τρες γυνακες κα τ παιδιά της. Κάποιος λεγε:
ν σ φάει χίτσα,
πέντε μέρες στν πλαδίτσα…
ν σ φάει στρίτης
φέρτε φτυάρια κα ξινάρια
κα σαράντα παληκάρια…
    Περάσανε ο μέρες κα Δημήτρω πάλευε μ τ θάνατο. ρθε κι ντρας της. Τν καψε πυρετός. ταν φορς πο φτασε στ τέλος, μ μι νώτερη δύναμη τν φερνε πίσω. στειλε ντρας της κα φέρανε τ γιατρ τ Μπράμο, π τὴν Χώρα. Τν ξέτασε σκεφτικός, κα τς κανε μιὰ νεση.
—Θ ζήση επε κι φο πληρώθηκε κάτι δεκάρες κι να γουρουνόπουλο, καβάλληκε τ’ λογό του κι φυγε.
Δημήτρω, πάλεψε μ τ θάνατο σαράντα μέρες. Μετ πρε ν δυναμώνει. Σιγά-σιγά, ρχισε ν στέκεται στ πόδια της. Δν εχε ρθει ρα της. Εχε, ν κάνει ξι γένες κόμη. Ἀπέκτησε τριανταέξι ἐγγόνια καὶ δεκατέσσερα δισέγγονα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἔλεγαν στὸ χωριό:
—Τί δυνατή γυναίκα! Τὴν δάγκωσε ὁ ἀστρίτης και ψόφησε…!
Τ νύχι το δείκτη, κε πο τ βάρεσε στρίτης, στν ρχή, γινε σν σπρο πετράδι μ δυ μαρες βολες σν τ μάτια το φιδιοῦ. Μετ πρε ν κιτρινίζει κι ταν πι γέρασε, ρχισε ν γίνεται γκρίζο. Ἀργότερα μαύρισε καὶ μονάχα οἱ δυὸ βολες ἔγιναν λευκές. Ἴδιο μὲ τὸ κεφάλι τοῦ ἀστρίτη ποὺ τὴν βάρεσε πρὶν ἑβδομήντα χρόνια.
Τὴν κοίταζα μέσα στὸ ξύλινο φέρετρο, τὴν ὥρα ποὺ οἱ παππάδες, –τέσσερις τὸν ἀριθμόἔψελναν τὰ κατευώδια. Ἀκίνητη, μὲ τὸ πρόσωπό της σοβαρό, τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος. Ἱκανοποιημένη, πὼς ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε πάνω στὴ γῆ κι ἔφευγε ἥσυχη γιὰ τὸ μακρυνὸ ταξείδι. Μπροστά μου περνοῦσαν σκηνὲς ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια, τότες ποὺ μ’ ἔπαιρνε ζαλιὰ καὶ νἄτην, πότε στὴν Κάπελη, πότε στὶς Ἀγριλιὲς πότε στοῦ Ρανταλιάνη, πότε στὸν Ὄχτο, πότε στὰ Σιωματάκια, πότε στοῦ Ντελαλῆ… Ἢ ἄλλοτες ποὺ μοῦ ἔλεγε ἱστορίες στὸ παραγώνι, σὰν αὐτὲς μὲ τὸν ἀστρίτη. Ἡ ματιά μου σταμάτησε στὰ σταυρωμένα χέρια της. Τότε, εἶδα τὸν δείχτη τοῦ δεξιοῦ της χεριοῦ, ἐλαφρὰ ἀνσηκωμένο, νὰ δείχνει κατὰ πάνω, στὸν τροῦλλο. Ὕστερα τὴν σκέπασαν καὶ τὴν πῆραν στὸν ὦμο γιὰ τὸν Ἅη Γιώργη…
 Τὴν εἰκονογράφηση τοῦ διηγήματος ἔκανε ὁ ζωγράφος Ἀπόστολος Πλαχούρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: