Ὁ θάνατος τοῦ ἀστρίτη
τοῦ Δημήτρη Κανελλόπουλου
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὰ περιοδικὸ ΕΣΤΙΑ, Νοέμβριος 2010
Μπονόρα σηκώθηκε. Εἶχε μεγάλη φαμελιὰ κι ἔπρεπε νὰ τὴν
θρέψει. Ἀπὸ μικρὸ κορίτσι στὰ βάσανα. Πρῶτα ἔχασε τὸν πατέρα της πολὺ νέο, ἀπὸ
σκουλικωηδίτη. Τὸ θυμόταν ἀχνὰ τὸ
περιστατικό. Τὸν πόναγε ἡ κοιλιά του καὶ τοῦ βάνανε ἀπάνου κεραμίδι ζεσταμένο στὴ θράκα. Ἔσπασε ὁ σκουλικωηδίτης καὶ σὲ
τρεῖς μέρες, ἔσβησε ὁ ἄνθρωπος
στὸ παραγώνι. Ήτανε
τριάντα τριῶν χρόνων. Καὶ
ὕστερα ἡ μάνα της, κορωμένη γιὰ ἄντρα,
μόλις περάσανε σαράντα ἡμέρες,
παντρεύτηκε ἕναν σουλατσαδῶρο, ποὺ σ’ ἕνα χρόνο τὴν ξέκανε ἀπ’ τὸ ξύλο. Κι ἔμεινε αὐτὴ
καὶ οἱ δυό ἀδερφές της. Ἦταν ἡ μικρότερη. Ἐννιὰ χρονῶ, σὰν ἔχασε
καὶ τὴ μάννα της. Ἡ μεγάλη της ἀδελφὴ δεκατέσσερα καὶ ἡ
μεσαία δώδεκα.
Εἶχε
μεγάλη περιουσία ὁ
πατέρας της. Μὰ ἀπόμεινε κάτι λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴν
μισή. Ὁ πατρηὸς της, ἐπῆρε
τὰ καλύτερα χωράφια. Κι αὐτὰ,
τρία κορίτσια ἀνυπεράσπιστα, δὲν μπόρεσαν ν’ ἀντισταθοῦνε. Οἱ συγγενεῖς, βρίσκονταν στὸ ἄλλο
χωριό. Δὲν βόηθησαν. Τ’ ἄφησαν στὴ μοίρα τους. Ἔκανε κουμάντο ἡ μεγάλη ἀδερφή. Ἡ ἄτυχη.
Ποὺ εἶχε σύνεση. Ἔβαλε μπροστὰ καὶ τὶς
πάντρεψε τὶς δυὸ μικρές. Παντρεύτηκε κι αὐτὴ,
ἀλλὰ
εἶναι ἄλλη ἱστορία. Ἡ μεσαία πῆρε τὸ Ληᾶ τὸν
Χιονιάδη. Ἕναν ἀγαθό. Κι αὐτή, τὸν Καλατζάκο, δώδεκα χρόνια μεγαλύτερο.
Καὶ οἱ δυὸ γαμπροί, τσοπάνηδες τοῦ πατέρα της, μετὰ ποὺ γύρισε ἀπὸ
τὴν Ἀμέρικα
καὶ πῆγε στὸ Μισολόγγι κι ἔφερε τρακόσια γελάδια καὶ χίλια πρόβατα. Λένε ὅτι τὰ τσιοκάνια
τους, ἀκούγονταν ἀπὸ τὸ Νιχώρι, στὴ Νεμούτα. Ὁ ἄντρας
της ἦταν
καλός. Λίγο ζωηρὸς καὶ νευρικός. Τὰ πρῶτα χρόνια δὲν τὴν ἄγγιξε,
γιατὶ ἦταν μικρὸ κοριτσάκι. Ἀπὸ τὰ δεκαοχτώ καὶ μετά, ἔκανε δέκα παιδιὰ μαζί της. Ζήσανε τὰ ὀχτὼ.
Μπονόρα σηκώθηκε. Σαμάρωσε τὸν Καρρά, τὸν καβάληκε καὶ κίνησε γιὰ τὶς
Ἀγριληές. Στὴν Ντοάνα. Πίσω ἄφηκε τὴ μεγάλη νὰ προσέχει τὰ τρία μικρά, γιατὶ ἡ δόλια, δὲν εἶχε ἄλλονε. Ὁ ἄντρας
της ἔλλειπε
στὰ Λαγκάδια. Ἐκείνη τὴν ἐποχή,
ἐμπορευότανε ζῶα. Χοιρινά.
Ὁ ἥλιος
δὲν εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰ
Σιωματάκια. Ἡ πρωϊνὴ δροσιὰ τῆς
τρυποῦσε τὰ κόκκαλα. Πέρασε τοῦ Σιελέπη τὸ ρέμα, κατόπι στὶς Πετριὲς ἔκοψε
στὴν κατηφόρα, στὴ Γούβα. Πῆρε καὶ κατέβαινε. Μετὰ στοῦ Καρτερίκα, πάνω ἀπὸ
τὸ περιβόλι τοῦ κουνιάδου της τοῦ Φαρμάκη πῆρε τὸ περικοπὸ˙
πέρασε τὸ Λεῦκο τὸ μεγάλο ρέμα κι ἀνηφόρισε κατὰ τοῦ Ρανταλιάνη ποὺ εἴχανε
τ’ ἀμπέλι. Ὕστερα πῆγε ὅλο ἴσια, πάνω ἀπὸ
τὰ Συφουραίϊκα καὶ κάνοντας ἀριστερὰ βγῆκε στὶς Ἀγριληές.
Τὸ
χωράφι τὄχε ἀγοράσει ὁ ἄντρας
της ἀπὸ ἕναν
Ντρίβα. Πᾶνε αὐτοί, ξεσβολιαστήκανε. Δὲν ὑπάρχει
κανεὶς πιά. Ἔδεσε τ’ ἄλογο σαμαρωμένο καὶ ρίχτηκε στὴ δουλειά. Γύρω της,
ἔσταζαν ὅλα δροσιά. Ἔπιασε
νὰ κάνει γρήγορα. Μὴν τὴν πιάσει ἡ ζέστη. Ἔκοψε βλίτα, κολοκυθοκορφάδες, λίγες
ντομάτες, κάνα δυὸ
καστραβέτσια, ἕνα ντουβλούκι… Ὅτι
μπόρεσε κι ὅτι εἶχε ὡριμάσει, τέλος καλοκαιριοῦ ἔπιανε.
Γιόμισε τὴν κοφήνα. Ὕστερα, ἔκοψε κορφάδες ἀραποσίτι γιὰ τὶς
γίδες. Σκάλισε καὶ
πότισε τὸ περιβόλι καὶ κατὰ τὶς
δέκα, ἔκλεισε τὸ νερὸ ἀπὸ τὴ
στέρνα˙ ἔκατσε μιὰ στάλα νὰ ξεϊδρώσει κάτω ἀπ’ τὴν κληματαριά. Μπροστὰ στὴ χαμοκέλα. Σκούπισε στ’ ἀπάνου χείλη της τὸν ἱδρώτα.
Ἤπιε μιὰ γουλιὰ νερὸ κι ἔβαλε μιὰ μπουκιὰ ξερὸ ψωμὶ στὸ στόμα της. Σκέφτηκε τὰ παιδάκια της. Εἶχε τέσσερα. Δυὸ κορίτσια καὶ δυὸ ἀγόρια.
Τί νὰ τοὺς πάω νὰ τὰ
φιλέψω, ἀναρωτήθηκε μασουλώντας. Τῆς
πέρασε σὰν ἀστραπὴ ἀπ’
τὸ μυαλό, νὰ τοὺς πάη λίγο τσιμπίμπο. Τὴν περασμένη βδομάδα εἶχε πάρει νὰ ὡριμάζει.
Σηκώθηκε, μάζεψε τὰ πράματα, φόρτωσε τὴν κοφήνα στ’ ἄλογο κι ἀνηφόρισε γιὰ τ’ ἀμπέλι. Μιὰ ἀνάσα
ἤτανε. Ἔδεσε τὸ χαλινάρι στὸ φράχτη καὶ μπῆκε μέσα χαρούμενη. Πέρασε τὰ κλήματα μὲ τὰ κρασοστάφυλα, κατέβηκε ἕναν ὀχτάκο στὴν κάτω μεριὰ τοῦ ἀμπελιοῦ, ἐκεῖ ποὺ
βρίσκονταν τὰ φαγουλάρικα κλήματα
καὶ μὲ τὸ χέρι της ἔσιαζε
τὶς βέργες νὰ ἰδεῖ τὰ
τσαμπιά. Εἴχανε ὡριμάσει. Ἔσκυψε νὰ κόψει τὸ πρῶτο τσαμπὶ καὶ τότες τὴ χτύπησε ὁ ἀστρίτης.
Σὰν σακοράφα μπῆκε τὸ δηλητήριο κάτω ἀπ’ τὸ νύχι τοῦ δείκτη. Τὸ οὐρλιαχτὸ της
ἔσκισε τὴν ἡσυχία
τοῦ ἡλιόλουστου πρωινοῦ. Τὸ φίδι, τινάχτηκε, κόρδωσε τὸ κορμί
του ψηλὰ κοιτάζοντάς την ἵσια στὸ πρόσωπο καὶ μὲ μιὰ ἀπότομη κίνηση ἔπεσε ξερὸ
μπροστὰ στὰ πόδια της. Μανούλα μου εἶπε.
Πετάχτηκε σὰν ἀστραπὴ μέχρι τὸ φράχτη, ποὺ εἶχε
δέσει τ’ ἄλογο. Ἅρπαξε ἀπ’ τὸ τράστο ἕνα μαχαίρι ποὔχε μαζί της˙ τὄμπηξε βαθειὰ κάτω ἀπ’ τὸ νύχι. Πῆρε τὴν τριχιὰ τ’ ἀλόγου κι ἔδεσε σφιχτὰ τὸ
δάχτυλο στὴ ρίζα του.
Καβάλησε τ’ ἄλογο, τὸ βάρεσε καὶ κεῖνο πῆρε τὸν ἀνήφορο
τρέχοντας. Ρούφαγε συνέχεια τὸ
αἷμα ποὺ ἔτρεχε
ἀπ’ τὴν πληγὴ καὶ τὄφτυνε. Ὁ Καρρᾶς, σὰ νὰ
’νοιωθε τὸν κίνδυνο, ἔβαλε φτερὰ στὰ πόδια του.
Ὅταν ἔφτασε στοῦ Καρτερίκα, κράτησε τ’ ἄλογο, κατέβηκε κι ἔπλυνε τὴν πληγὴ στὸν κάνταλο τῆς βρύσης. Ξανάδεσε τὸ δάχτυλο σφιχτὰ καὶ γρήγορα ξανακαβάλησε, κινώντας γιὰ τὸ
χωριό. Μιὰ νάρκη ξεκινοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι κι ἁπλωνόταν σ’ ὅλο της τὸ κορμὶ κι ὁ πόνος ἀβάσταχτος. Τ’ ἄλογο, σὰν ἄνθρωπος
ποὺ καταλαβαίνει τὸν κίνδυνο, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ
στόμα του. Οἱ ὁπλές του, σπίθιζαν πάνω στὶς πέτρες τοῦ μονοπατιοῦ. Μπαίνοντας στὸ χωριό, στοῦ γερο-Ἀντωνάκη, φώναξε στὴν Ἑλένη:
—Ἑλένη
χάνουμαι, μὲ βάρεσε ἀστρίτης στὸ δάχτυλο… βοήθεια, δὲν ἔχω ἄλλη πινογά… Αὐτὰ εἶπε
κι ἔγειρε πάνου στὰ κολιτσάκια τοῦ σαμαριοῦ χάνοντας τὶς αἰσθήσεις της. Τὸ ἄλογο
τὴν πῆγε στὴν αὐλή, κάτου ἀπ’ τὸ μπαλκόνι κι ἄρχισε νὰ χλημιντρίζει.
Μαζεύτηκε κόσμος. Ὁ γερο-Λεωνίδης ἀπὸ
δίπλα, ἡ γριὰ Γκάνα, ἡ ἀδερφή
της ἡ Ἀννιώ, ἡ
Ἀφροδίτη, ὁ Νικόλας κι ἡ Νικόλαινα… Τὰ παιδιά της εἶχαν βγεῖ στὸ μπαλκόνι κι ἔσκουζαν.
Τὴν κατέβασαν ἀπ’ τ’ ἄλογο καὶ τὴν ἀνέβασαν λιπόθυμη στὸ σπίτι. Τὴν ἀπόθεσαν ξερὴ πάνω σ’ ἕνα ντιβάνι στὴ σάλα κι ἔκαναν χῶρο στὴ γρηά-Γκάνα, ποὺ ἅπλωσε τὰ γιατρικὰ της στὸ πάτωμα κι ἄρχισε νὰ κάνει διάφορα γιὰ νὰ τὴν ἐπαναφέρει. Ὅλο τὸ χωριὸ πλάκωσε στὸ σπίτι. Οἱ γυναῖκες ἔκλαιγαν κι ἔλεγαν:
—Πάει ἡ δόλια κι ἔχει τέσσερα παιδιά… Πάει, δὲν ἔχει
ἀνάσα…
Παρὰ τὶς
προσπάθειες τῆς γρηᾶς Γκάνας, δὲν συνερχότανε. Ὁ γερο Λεωνίδης ἔλεγε:
—Μὴ Δημήτρω, μή… Μὴ κι ἔχεις τέσσερα παιδιά… Πάνω στὴν ὥρα
πλακώσανε κι οἱ ἄντρες ἀπ’ τὸ καφενεῖο τοῦ Κόλλια. Ὁ Βασίλης ὁ Μπακατσέλος, φίλος τοῦ ἄντρα της, ἔσπρωξε τὸν κόσμο καὶ μπῆκε στὴν κάμαρη. Γιὰ μιὰ στιγμὴ σταμάτησε ἡ φασαρία.
—Φέρτε σπίρτο, εἶπε. Τὸ μεγάλο κορίτσι ἔφερε ἕνα γυάλινο μπουκάλι μὲ φωτιστικὸ οἰνόπνευμα.
Τὸ πῆρε
ὁ Μπακατσέλος, ἔβγαλε τὸ κότσαλο ποὺ εἶχε
γιὰ πῶμα κι ἔσκυψε πάνω της. Αὐτὴ
ἀκίνητη, χλωμὴ, πεθαμένη… Τῆς ἄνοιξε
τὸ στόμα κι ἄρχισε νὰ ρίχνει μέσα οἰνόπνευμα. Γύρω, σιωπή…
Τότε, ἡ Δημήτρω, τινάχτηκε πάνω στὸ ντιβάνι, ἔβγαλε ἕνα βρυχηθμὸ καὶ ξέρασε τὸ οἰνόπνευμα. Ἄνοιξε τὰ μάτια της καὶ ψιθύρισε ξέπνοα:
—Ποῦ εἶμαι…; Ἡ ἀδερφή της ἡ Ἀννιώ, στὸ πλάϊ της εἶπε, κάνοντας τὸ σταυρό της:
—Ὤχ! Ἀδερφούλα μου καὶ γύρισες ἀπὸ
τὴν Ἀλησμόνα…
καὶ κάθε τόσο τῆς ἔβανε
μιὰ βρεγμένη πετσέτα
στὸ κεφάλι.
Ὁ Μπακατσέλος ἔβγαλε τὸ κόσμο στὸ μπαλκόνι,
—Ὄξω,
τοὺς εἶπε θέλει ἡσυχία… νὰ ἰδοῦμε θὰ γιάνει..; Βγήκανε οἱ
περισσότεροι στὸ μπαλκόνι καὶ στὴν αὐλή. Μέσα μείνανε, δυό-τρεῖς γυναῖκες καὶ τὰ
παιδιά της. Κάποιος ἔλεγε:
Ἂν σὲ φάει ἡ ὀχίτσα,
πέντε μέρες στὴν ἁπλαδίτσα…
Ἂν σὲ φάει ὁ ἀστρίτης
φέρτε φτυάρια καὶ ξινάρια
καὶ σαράντα παληκάρια…
Περάσανε οἱ μέρες καὶ ἡ
Δημήτρω πάλευε μὲ τὸ θάνατο. Ἦρθε κι ὁ ἄντρας
της. Τὴν ἔκαψε ὁ πυρετός. Ἦταν φορὲς ποὺ ἔφτασε
στὸ τέλος, μὰ μιὰ ἀνώτερη
δύναμη τὴν ἔφερνε πίσω. Ἔστειλε ὁ ἄντρας
της καὶ φέρανε τὸ γιατρὸ τὸ
Μπράμο, ἀπὸ τὴν
Χώρα. Τὴν ἐξέτασε σκεφτικός, καὶ τῆς
ἔκανε μιὰ ἔνεση.
—Θὰ
ζήση εἶπε κι ἀφοῦ
πληρώθηκε κάτι δεκάρες κι ἕνα
γουρουνόπουλο, καβάλληκε τ’ ἄλογό
του κι ἔφυγε.
Ἡ Δημήτρω, πάλεψε μὲ τὸ
θάνατο σαράντα μέρες. Μετὰ
πῆρε νὰ δυναμώνει. Σιγά-σιγά, ἄρχισε νὰ στέκεται στὰ πόδια της. Δὲν εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα
της. Εἶχε, νὰ κάνει ἕξι γένες ἀκόμη. Ἀπέκτησε τριανταέξι ἐγγόνια καὶ
δεκατέσσερα δισέγγονα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἔλεγαν στὸ χωριό:
—Τί δυνατή γυναίκα! Τὴν δάγκωσε ὁ
ἀστρίτης και ψόφησε…!
Τὸ
νύχι τοῦ δείκτη, ἐκεῖ
ποὺ τὴ βάρεσε ὁ ἀστρίτης,
στὴν ἀρχή, ἔγινε σὰν ἄσπρο
πετράδι μὲ δυὸ μαῦρες βοῦλες σὰν τὰ μάτια τοῦ φιδιοῦ.
Μετὰ πῆρε νὰ κιτρινίζει κι ὅταν πιὰ γέρασε, ἄρχισε νὰ γίνεται γκρίζο. Ἀργότερα μαύρισε καὶ
μονάχα οἱ δυὸ βοῦλες ἔγιναν
λευκές. Ἴδιο μὲ τὸ κεφάλι τοῦ ἀστρίτη ποὺ τὴν βάρεσε πρὶν ἑβδομήντα χρόνια.
Τὴν κοίταζα μέσα στὸ ξύλινο φέρετρο, τὴν ὥρα ποὺ οἱ παππάδες, –τέσσερις τὸν ἀριθμό– ἔψελναν τὰ κατευώδια. Ἀκίνητη, μὲ τὸ πρόσωπό της σοβαρό, τὰ
χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος. Ἱκανοποιημένη, πὼς ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε πάνω στὴ
γῆ κι ἔφευγε ἥσυχη γιὰ τὸ μακρυνὸ ταξείδι. Μπροστά μου περνοῦσαν σκηνὲς ἀπὸ τὰ
παιδικά μου χρόνια, τότες ποὺ μ’ ἔπαιρνε ζαλιὰ καὶ νἄτην, πότε στὴν Κάπελη,
πότε στὶς Ἀγριλιὲς πότε στοῦ Ρανταλιάνη, πότε στὸν Ὄχτο, πότε στὰ Σιωματάκια,
πότε στοῦ Ντελαλῆ… Ἢ ἄλλοτες ποὺ μοῦ ἔλεγε ἱστορίες στὸ παραγώνι, σὰν αὐτὲς μὲ
τὸν ἀστρίτη. Ἡ ματιά μου σταμάτησε στὰ σταυρωμένα χέρια της. Τότε, εἶδα τὸν
δείχτη τοῦ δεξιοῦ της χεριοῦ, ἐλαφρὰ ἀνσηκωμένο, νὰ δείχνει κατὰ πάνω, στὸν
τροῦλλο. Ὕστερα τὴν σκέπασαν καὶ τὴν πῆραν στὸν ὦμο γιὰ τὸν Ἅη Γιώργη…
Τὴν εἰκονογράφηση τοῦ διηγήματος ἔκανε ὁ ζωγράφος Ἀπόστολος
Πλαχούρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου