Ἀλέξανδρος
Βαναργιώτης
Ὁ ἐπίτροπος
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ
Ὀροπέδιο, τεῦχος 3ο, Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 2007
Μοναχοπαίδι, γόνος ἑνὸς
μέθυσου ξεπεσμένου καραβοκύρη ποὺ δὲν
ἄφηνε στὸ παράπονο
χήρα καὶ ἐλεύθερη –ἄνθρωπος
τῆς «προσφορᾶς», ὅπως
σχολίαζαν χαμογελώντας οἱ χωριανοὶ–
καὶ ὁ ὁποῖος
πέθανε νωρὶς λόγω καταχρήσεων, μεγάλωσε μὲ
τὴ μητέρα του μὲ μεγάλη ἀνέχεια.
Ἡ μάνα, μιὰ καλοκάγαθη
γυναίκα λαϊκῆς καταγωγῆς, κουβαλοῦσε
μέσα της ὅλη τὴ θεοσέβεια, ἀλλὰ
καὶ τὴ θρησκοληψία
ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς ἀγράμματους,
ἁπλοὺς καὶ
ἀφελεῖς ἐν
πολλοῖς ἀνθρώπους τοῦ
λαοῦ. Ἡ ἀγάπη
πρὸς τὸν ἄνδρα
της τὴν ἐμπόδιζε
νὰ τοῦ ἀποδώσει εὐθύνες. Γιὰ
ὅλα ἔφταιγαν τὰ
παλιοθήλυκα, ἡ αἰτία ποὺ
ὁ ἄνθρωπος ἔχασε
τὸν παράδεισο καὶ ποὺ
ἡ κοινωνία πάει ἀπὸ
τὸ κακὸ στὸ
χειρότερο. Καὶ τὶς ἀπόψεις
αὐτές, ὅπως εἶναι
φυσικὸ, τὶς μετέδωσε καὶ
στὸ γιό της. Ὁ Μπασιᾶς
δὲν παντρεύτηκε ποτέ, γιατί δὲν τὶς
ἐμπιστευόταν τὶς γυναῖκες.
Ὅλες οἱ γυναῖκες
κάτω τῶν σαράντα δὲν ἄξιζαν
τὴν ἐμπιστοσύνη
του.
―«Σήμερα γουστάρουν ἐμένα,
αὔριο θὰ γουστάρουν ἄλλο.
Ἄπιστα ὄντα, ἄπιστα!»,
ἔλεγε στοὺς φίλους του,
μιὰ ὁμάδα
γεροντοπαλίκαρα, ὅταν
συζητοῦσαν
σχετικὰ τὰ ἀπογεύματα
στὰ καφενεῖα τοῦ
χωριοῦ. Καὶ οἱ
πιὸ πολλὲς πάνω ἀπὸ
τὰ σαράντα δὲν ἄξιζαν
τὸν κόπο ὡς γυναῖκες,
κατὰ τὴ γνώμη του. Μὲ
ἰδιαίτερο σεβασμὸ ἀντιμετώπιζε
τὶς ἡλικιωμένες, τὶς
ἀνήμπορες. Γι’ αὐτὲς
γινόταν θυσία. Ἔψαχνε νὰ τοὺς
βρεῖ θέση τὴν Κυριακὴ
στὴν ἐκκλησία.
Ὡς ἄντρας, ὅμως,
καὶ λόγω καταβολῶν, ἦταν
γλυκοαίματος. Ἔβραζε τὸ κορμί του. Ἐρχόταν
καθημερινὰ σὲ ἐπαφὴ
καὶ μὲ πολλὲς
γυναῖκες λόγω δουλειᾶς ‒ἦταν
ταμίας στὸ ὑποκατάστημα τῆς
Ἐθνικῆς. Εἶχε
γι᾿ αὐτὸ τὸ
λόγο ὀργανωθεῖ.
Χρησιμοποιοῦσε τὰ ἀγγλικά
του καὶ «ἔψηνε»
τουρίστριες. Γιὰ νὰ μὴν
ἐκτεθεῖ στὸ
χωριὸ ἔβγαζε εἰσιτήριο
μὲ καμπίνα δίκλινη γιὰ
Νάξο, δῆθεν γιὰ ψώνια καὶ
δουλειές, καὶ στὶς ἕξι
ὧρες ποὺ διαρκοῦσε
τὸ πήγαινε-ἔλα ἔκανε
τὶς «δουλειές» του χωρὶς
νὰ τὸν καταλάβει
κανείς.
Αὐτὸ τὸ
μεῖγμα
πουριτανισμοῦ, ἐπιθυμίας
πρὸς τὶς γυναῖκες
καὶ φόβου ταυτόχρονα καθὼς
καὶ μιὰ ἀγάπη
γιὰ τὰ χρήματα, ἔστω
κι ἂν δὲν εἶναι
δικά του, ποὺ τοῦ ἔμεινε
ἀπὸ τὴν
παιδικὴ στέρηση, τὸν ἔκαναν
νὰ θέτει ὑποψηφιότητα
καὶ νὰ ἐπανεκλέγεται
ἐπίτροπος στὴν Παναγία. Καὶ
οἱ ἴδιες ἐμμονὲς
συνέβαλαν στὴ γέννηση τῶν
προσωνυμίων. Τὸ «τάλιρος» προῆλθε ἀπὸ
τὴ συνήθειά του κατὰ
τὴν καταμέτρηση τοῦ ταμείου τῆς
ἐκκλησίας νὰ τυλίγει τὰ
χρήματα σὲ μασούρια. Ὡς τραπεζικὸς
ἤξερε ὅτι τὰ
καλύτερα ματσάκια γίνονταν μὲ τάλιρα.
Πήγαινε λοιπὸν στὰ μαγαζιὰ
καὶ ρωτοῦσε: «Μήπως ἔχετε
τάλιρα νὰ σᾶς δώσω ψιλά;»
Τὸ «εὐπρεπῶς»,
πάλι, προῆλθε ὡς ἑξῆς:
Κάθε Κυριακὴ στεκόταν πίσω ἀπὸ
τὸ παγκάρι, τὴν καλύτερη
θέση γιὰ νὰ ἐλέγχει
κανεὶς τὰ πάντα, ποιὸς
μπαίνει, ποιὰ μπαίνει, τί φοράει καὶ
ὅλα τὰ σχετικὰ
ποὺ προσέχονται ἀπ’ ὅσους
δὲν προσεύχονται. Κάθε φορὰ
λοιπὸν ποὺ ἔμπαινε
καμιὰ νοστιμούλα μὲ λίγο
χαμηλότερο τὸ ντεκολτὲ ἢ
κάπως κοντύτερη τὴ φούστα, τὴν
ὥρα ποὺ ἔπαιρνε
τὸ κερὶ τῆς
ἔκανε νόημα νὰ πλησιάσει καὶ
σκύβοντας πάνω της, ἀκουμπώντας
σχεδὸν τὸ πρόσωπο του
στὸ δικό της, τῆς ἔλεγε στὸ αὐτὶ
ψιθυριστά, γιὰ νὰ μὴν
διασαλευτεῖ ἡ ἐξέλιξη
τῆς ἀκολουθίας :
«νὰ ἔρχεσθε εὐπρεπῶς
ἐνδεδυμένη» καὶ ἔδειχνε
μὲ τὸ βλέμμα του
καὶ μιὰ κίνηση τοῦ
κεφαλιοῦ τὸ
ἐπίμαχο σημεῖο. Ἂν
κάποια κοπέλα ἀντιδροῦσε ἄσχημα
καὶ ἔκανε θέμα,
συμπλήρωνε ἐσπευσμένα : «Σᾶς ζητῶ
συγνώμην. Ὅ,τι κάμνω, τὸ κάμνω διὰ
τὴν ἐκκλησιαστικὴν
τάξιν καὶ διὰ νὰ
μὴν σκανδαλίζονται οἱ
πιστοί» καὶ τὸ πρόσωπό του ἔσταζε
ἁγιοσύνη.
Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ
τὸν συνάντησα στὸ νησὶ
ἦταν τὸ προηγούμενο
καλοκαίρι, στὴν ἐκκλησία, ὄχι
ὅμως καμαρωτὸ πίσω ἀπὸ
τὸ παγκάρι, ἀλλὰ
καταβεβλημένο, πίσω ἀπὸ
τὸ φέρετρο τῆς μητέρας
του. Φοροῦσε ἕνα
τσαλακωμένο μαῦρο κοστούμι κι ἔκλαιγε σὰν
μικρὸ παιδί. Πιὸ πίσω
στεκόταν ἡ κουστωδία τῶν γεροντοπαλίκαρων
ποὺ τὸν χτυποῦσαν
κάθε τόσο φιλικὰ στὴν πλάτη καὶ
τοῦ ἔλεγαν μὲ
τρόπο ἀδέξιο λόγια παρηγοριᾶς:«Μὴν
κάνεις ἔτσι», «τί κερδίζεις τώρα», «ἄντρας
εἶσαι, θὰ τὰ
καταφέρεις» καὶ ἄλλα ἄστοχα,
μὲ τὰ ὁποῖα
οἱ ἄντρες
δείχνουν τὴν ἀμηχανία τοὺς
ἀπέναντι στὸν πόνο.
Ἀπὸ αὐτοὺς
τοὺς φίλους πληροφορήθηκα τὰ
Χριστούγεννα τοῦ ἴδιου χρόνου ὅτι
ζήτησε μετάθεση γιὰ τὴν
Ἀθήνα. Ἀπὸ
τότε τὰ ἴχνη του
χάθηκαν ἀκόμα καὶ γιὰ
τοὺς φίλους του. Δὲν ἐπικοινωνοῦσε
μὲ κανέναν.
Τὸν
συνάντησα τυχαῖα στὸ
Μετρὸ στὰ μέσα Μαρτίου.
Τὰ μαλλιὰ του
ἦταν βαμμένα κατάμαυρα καὶ
στοὺς κροτάφους κιτρίνιζαν κάπως. Δίπλα του
στεκόταν μιὰ γυναίκα γύρω στὰ σαράντα καὶ
κουβέντιαζαν. Μόλις μὲ ἀντιλήφθηκε
φόρεσε τὰ γυαλιὰ ἡλίου
καὶ κοίταξε ἀλλοῦ.
Ἕνα χρόνο μετὰ ἔμαθα
στὸ χωριὸ ὅτι
συζοῦσε μὲ μιὰ
Οὐκρανὴ στὸ
Μενίδι. Ἀνέλαβε καὶ πάλι τὸ
ρόλο τοῦ ἐπιτρόπου, ἀλλὰ
μὲ τὶς πρῶτες
παρατηρήσεις στὶς γυναῖκες ὁ
παπὰς τὸν ἀποπῆρε,
τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ
τὸ παγκάρι καὶ τὸν
τοποθέτησε ἀποκλειστικὰ καὶ
μόνο στὴν
καταμέτρηση. Ἐκεῖ εἶχε
μπόλικη δουλειά, γιατί οἱ ἐκκλησίες
στὴν Ἀθήνα
κερδίζουν πολλά. Μετροῦσε ὧρες
ἀτέλειωτες εὐρὼ
καὶ τὰ ἔκανε
μασούρια, καθὼς εἶχε
πιὰ ἄφθονο χρόνο,
μιᾶς καὶ εἶχε ἤδη βγεῖ στὴ σύνταξη.
Στὸ νησὶ ταξίδευε
ἀραιὰ καὶ ποὺ μόνος, ἀλλὰ δὲν κυκλοφοροῦσε.
Πήγαινε μονάχα στὸ νεκροταφεῖο τὰ ἀπογεύματα καὶ ἄναβε τὸ καντήλι στὸν τάφο τῆς μητέρας του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου