Δημήτρης Κανελλόπουλος
Νἄμαστε καλὰ καὶ νὰ χειροκροτοῦμε
Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία
Εἰσαγωγικὸ κείμενο στὸ 5ο τεῦχος τοῦ
περιοδικοῦ Ὀροπέδιο, Καλοκαίρι τοῦ 2008, γιὰ τὸν ἕναν χρόνο ἀπὸ τὶς φονικὲς
πυρκαγιὲς στὴν Ἠλεία…
Ζωγραφιὰ ἐξωφύλλου καὶ σχέδια τοῦ τεύχους: Εὔη
Τσακνιᾶ
Ἕνα μεσημέρι, καλοκαίρι τοῦ 1964 στὴ
Νεμούτα, ἄρχισε νὰ
χτυπάει ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς
δαιμονισμένα, σπάζοντας τὴν ἀκινησία
τῆς μεσημβρινῆς ξεκούρασης. Φωτιὰ εἶπαν. Οἱ γυναῖκες
ἄρχισαν νὰ
σκούζουν, κακὸ πὄπαθα, ἐμεῖς
τὰ παιδιὰ τρέχαμε στὴν πλατεία γιομάτα περιέργεια, φωτιὰ ρὲ μαῦρε, φωτιά… Οἱ μεγάλοι ἄρχισαν νὰ μαζεύονται στὸ καφενεῖο τοῦ Τούλα, ποὺ νομίζω ὅτι ἦταν καὶ πρόεδρος τῆς κοινότητας. Σὲ λίγο κατέφθασαν καὶ οἱ ἀρχὲς μ’ ἕνα τζίπ: ὁ μοίραρχος ἀπὸ τὰ Ὀλύμπια κι ὁ ἐνωματάρχης
ἀπὸ τοῦ Λάλα, μερικοὶ χωροφύλακες, μερικοὶ στρατιωτικοί, ὁ κ. Καψῆς, Γραμματέας τοῦ χωριοῦ, οἱ παράγοντες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, κι ὁ κόσμος… Πυροσβεστικὴ δὲν ὑπῆρχε τότε γιὰ τὶς φωτιὲς τῆς ὑπαίθρου χώρας. Ἡ Χωροφυλακὴ ἔκανε κουμάντο, ὅπως καὶ στὸ κυνήγι
τῶν σκύλων ἢ στὶς
συλλήψεις τῶν ἀριστερῶν.
―Φωτιὰ ρέ,
λέγανε, κι ἄλλοι πήγαιναν κι ἄλλοι ἔρχονταν.
―Ποῦ ἔπιασε ρέ; Ποῦ; Στὰ Ὀλύμπια;
―Ὄχι κατὰ τοῦ Πόθου, κι ἀνεβαίνει κατὰ πάνου καὶ κατεβαίνει κατὰ κάτου…
Στὸ καφενεῖο στήθηκε
τὸ μικρὸ γραφεῖο γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς «ἐπιστράτευσης». Βγάλαν τὰ χαρτιά, εἶπαν ὅλοι ἀπὸ δεκαοχτὼ μέχρι σαράντα, πρέπει νὰ ἐπιστρατευτοῦν κι ἔγραφαν τοὺς ἱκανοὺς πρὸς ἐπιστράτευσιν ἄνδρες στὴν κατάσταση, τοὺς συμβούλευαν αὐστηρῶς γι’ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ πάρουν μαζί τους, μιὰ πετσέτα, ἕνα τσεκούρι ἢ κασσιάρι κι ἕνα παγούρι γιὰ νά ’χουν πόσιμο νερό. Οἱ «ἐπιστρατευμένοι» εἶχαν μισὴ ὥρα περίπου γιὰ νὰ μαζευτοῦν. Θὰ ’ρχόταν μέχρι τότε καὶ τὸ Τζαίημς ἀπὸ τὴν Ντάρδιζα καὶ θ’ ἀναχωροῦσαν γιὰ τὸ μέτωπο τῆς φωτιᾶς…
Ὁ κύριος μοίραρχος εἶπε ὅτι ἡ φωτιὰ εἶχε ξεκινήσει πίσω ἀπ’ τοῦ Πόθου κι ἔτσι τὴν πρώτη ἀναστάτωση τὴν διαδέχθηκε ἡ ψυχραιμία. Τότε, ἐκεῖ, σ’ ἐκείνη τὴν ἀναμπουμπούλα ἔπιασα κάτι
νεύματα, κάποιες συνεννοήσεις μὲ τὰ μάτια καὶ θυμᾶμαι πὼς μερικοὶ εἶχαν ἀρχίσει νὰ γλιστροῦν ἀπὸ τὸ πλῆθος
καὶ ν’ ἀποτραβιοῦνται. Ἄκουγα καὶ κάτι μισόλογα, ἔχει παιδιὰ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος ἤ, νά τὸ παιδὶ λείπει ἀδερφούλα μου, εἶναι τὴν πέρα μεριά. Ἡ φωτιὰ ἦταν μακριά μας· δὲν μᾶς ἀφοροῦσε καὶ τόσο…
Ἐπιστρατεύτηκαν, ὅσοι ἐπιστρατεύτηκαν, πῆγαν μαζὶ μὲ ἄλλους
ἀπὸ ἄλλα χωριὰ καὶ παρέα μὲ τοὺς φαντάρους, ἔσβησαν τὴ φωτιὰ καὶ νομίζω πὼς τὴν ἄλλη μέρα γύρισαν. Τὸ θέμα ἔκλεισε μετὰ ἀπὸ λίγο. Τὸ καλοκαίρι συνέχιζε τὴν πορεία του, ἐγὼ συνέχιζα τὶς ἀνδραγαθίες μὲ τοὺς φίλους μου, (ἐκείνους ποὺ ἀργότερα ἀνέλαβαν νὰ σώσουν τὸν κόσμο καὶ καταδίκασαν καὶ καταδικάζουν μετὰ βδελυγμίας τὴν δική μου «προδοσία»), ρημάζοντας τὶς ἀπιδιὲς τῆς θειᾶς μου τῆς Γιωργίτσας, προσπαθώντας νὰ πιάσουμε ὅσες σβουγκοῦνες (χρυσόμυγες) γίνεται
περισσότερες ἢ κάνοντας ἐξορμήσεις στὸν Ἄμπουλα, στὸ Ποτάμι ἢ στὸ ρέμα τοῦ Χαρατσάρι…
Ἔτσι ξεκίνησε ἡ ἱστορία. Σιγὰ-σιγά. Στὴν ἀρχὴ μικρὲς πυρκαγιές, ἀργότερα μεγάλες. Τότε, δὲν φαίνονταν τ’ ἀποτελέσματα. Ἦσαν μικρὲς οἱ πυρκαγιὲς καὶ τὸ δάσος ἐπούλωνε γρήγορα τὶς πληγές του.
Θυμᾶμαι, ὅταν
ἐρχόμασταν μὲ τὸ λεωφορεῖο καὶ μετὰ τὴν Ὀλυμπία παίρναμε τὴν ἀνηφόρα λοξά, ἀριστερά, ὅτι οἱ πεῦκες, κάτι θεόρατες πεῦκες ἔσμιγαν ἀπὸ τὴ μία μεριὰ τοῦ δρόμου καὶ τὴν ἄλλη καί, μέχρι τοῦ Λάλα, δὲν βλέπαμε οὐρανό.
Ἀργότερα, τὸ σκηνικὸ ἄλλαξε. Ἀνοίχτηκαν δρόμοι, εἰσέβαλε μὲ ταχύτητα ὁ πολιτισμὸς μὲ τὰ
παράγωγά του: πλαστικὴ σακούλα, λιπάσματα, «κοῦρσες»… Ἄλλαζαν τὰ χωριὰ ὄψη,
ἄλλαζαν καὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλαζαν καὶ οἱ τρόποι. Ἐκεῖ ποὺ δὲν τολμοῦσε κανεὶς νὰ
κόψει λίγα κλαριὰ κουμαριᾶς γιὰ τὰ «μαρτίνια» (τὸ μάτι τοῦ ἀγροφύλακα βρισκόταν παντοῦ καὶ ἡ μήνυση τοῦ χωροφύλακα ἀκολουθοῦσε), ἦρθε ἡ κακῶς ἐννοούμενη ἐλευθερία. Ἡ λαϊκὴ εὐγένεια ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν κακῶς ἐννοούμενη «ἰσότητα». Ἦρθε μὲ τὴ σειρά της καὶ ἡ «ἀλλαγή». Τρομερὸ πράγμα. Αὐτὴ κατήργησε καὶ τὸν ἀγροφύλακα καὶ τὸν χωροφύλακα! Καὶ σωστὰ ἔπραξε!
Ἀλλὰ ἡ ἱεραρχία ἦρθε «τούμπα». Πᾶσα ἱεραρχία! Στὸ ὄνομα τῆς ἰσότητας καὶ τῆς ἐλευθερίας. Κι ἐννοεῖται, ὅταν μιλᾶμε
γιὰ ἰσότητα καὶ ἐλευθερία, ἐννοοῦμε τὴν πλήρη ἀσυδοσία! Αὐτήν, ποὺ μετατρέπει
τοὺς ἀνθρώπους σὲ «στομάχι καὶ γεννητικὰ ὄργανα». Ποὺ τοὺς κλέβει τὴν κρίση,
τὴν ὅραση, τὴν αἴσθηση τῆς συνέχειας μέσα στὸ χῶρο, τὴν μεγαλοκαρδία καὶ τὴ σεμνότητα, καὶ στὴ θέση τους βάζει τὴν «μηχανορραφία», τὸ πῶς δηλαδὴ θὰ «ἀξιοποιήσουμε» τὴν ἀπορρόφηση τῶν πακέτων Ντελόρ, τὶς πολυθρύλητες
ἐπιδοτήσεις..! Ἕνα ὑπερφίαλο «ἐγὼ» ἀντικατέστησε τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπεινοσύνη.
Κάθε ἀλλαγὴ πιστεύει μὲ ἀπόλυτο τρόπο στὸν ἑαυτό της. Δὲν θέλει καμιὰ σχέση μὲ τὸ παρελθόν.
Ἔτσι μαζὶ μὲ τὰ «ξερὰ» καίει καὶ τὰ «χλωρά». Καταργεῖ ἢ παραδίδει στὴν ἀδράνεια
νόμους, συνήθειες, συμπεριφορές. Ἔτσι κατήργησε τὸ νόμο, ποὺ ὑποχρέωνε τὸν δημόσιο ὑπάλληλο νὰ μὴν διορίζεται στὸν τόπο καταγωγῆς του κι ἀκόμη, ἐπέτρεψε στοὺς δημοσίους ὑπαλλήλους νὰ πολιτεύονται ἀσυστόλως, καὶ ἐντὸς τοῦ τόπου στὸν ὁποῖο γεννήθηκαν. Τὴ συναλλαγὴ
ποὺ ἐμφιλοχωροῦσε σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, κανεὶς δὲν τὴν ἀντελήφθη ἢ ἔκαναν ὅλοι πὼς δὲν καταλάβαιναν. Μὲ τὸ νόμο πιά, μετετράπησαν ὅλοι σὲ «Γκρούεζες», σὲ
μικροκομματάρχες, σὰν τὸν «Γκρούεζα», τὸν κομματάρχη-συνεργάτη τοῦ Μαυρογιαλούρου, τῆς κλασικῆς πιὰ ἀσπρόμαυρης ἑλληνικῆς ταινίας, ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζει ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, τὰ χάλια τῆς πολιτικῆς μας ζωῆς.
Χειροκροτοῦμε, διαρκῶς χειροκροτοῦμε. Ποιά ὑγεία, ποιά παιδεία, ποιά ἀξιοκρατία
καὶ δικαιοσύνη..; Ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νἄχεις… Ἐμεῖς νἄμαστε
καλὰ καὶ νὰ χειροκροτοῦμε…
Οἱ μικρὲς
πυρκαγιὲς ἔγιναν μεγάλες. Τὰ δάση ἐξαφανίστηκαν μὲ τὶς γνωστὲς συνέπειες. Ὅταν τώρα ἀνεβαίνεις ἀπὸ τὴν Ὀλυμπία πρὸς τοῦ Λάλα, βλέπεις τὴ γύμνια τῶν βουνῶν. Βλέπεις τὸ ἔδαφος ποὺ ὑποχωρεῖ. Τὰ πεῦκα ἐλάχιστα, οἱ ἐλιὲς πολλές. Ἂς μὴν
συνεχίσουμε. Τἄχουμε ξαναπεῖ. Ὅλα κάηκαν. Καὶ τὸ κυριότερο: κάηκε ἡ μνήμη. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ συντοπίτη μας ποιητῆ Τάκη Σινόπουλου:
[…Στὴν ἐποχή μας ὅπως καὶ σὲ περασμένες ἐποχὲς
ἄλλοι εἶναι μέσα στὴ φωτιὰ κι ἄλλοι χειροκροτοῦνε…]
Τάκης
Σινόπουλος, «Ὁ Καιόμενος»,
Μεταίχμιο Β´,
Δίφρος, Ἀθήνα 1957.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου