Φράντς Κάφκα «Η ΔΙΚΗ»
Ἀπὸ τὴν στήλη τοῦ Θανάση
Γιαλκέτση στὸ Ὀροπέδιο,
ΑΡΧΕΙΟΘΗΚΗ
«Ἡ
μετάφραση –ἔλεγε ὁ Ὀρτέγκα ι Γκασέτ- δὲν εἶναι τὸ ἔργο, ἀλλὰ εἶναι ἕνας δρόμος
πρὸς τὸ ἔργο». Ὅταν ὁ Ἀρτὸ μεταφράζει στὰ γαλλικὰ τὸν Λιούις Κάρολ, ὅταν ὁ
Βαλερὶ μεταφράζει Βιργίλιο, ὅταν ὁ Πάουντ καταπιάνεται μὲ τὴ μετάφραση τῆς
κλασικῆς κινεζικῆς ποίησης, ὅταν ὁ Πεσόα μεταφράζει στὰ πορτογαλικὰ τὸν Πόε,
κάτι σημαντικὸ συμβαίνει. Οἱ μεταφράσεις συγγραφέων ἀπὸ συγγραφεῖς ἀντιπροσωπεύουν
ἀνεκτίμητες μαρτυρίες δημιουργικῶν συναντήσεων, ποὺ φωτίζουν τὸ δρόμο πρὸς τὸ ἔργο
τόσο τοῦ μεταφραζόμενου ὅσο καὶ τοῦ μεταφραστῆ. Σὲ μία σπουδαία σειρὰ τοῦ ἰταλικοῦ
ἐκδοτικοῦ οἴκου Einaudi, μὲ τίτλο
«Συγγραφεῖς μεταφρασμένοι ἀπὸ συγγραφεῖς», κυκλοφόρησε τὸ 1983 «Ἡ δίκη» τοῦ
Φραντς Κάφκα μεταφρασμένη ἀπὸ τὸν Πρίμο
Λέβι (Franz Kafka “Il processo”, Einaudi, 1983). Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Πρίμο
Λέβι (1919-1987) μοιράζεται μὲ τὸν Γιόζεφ
Κ., τὸν μυθιστορηματικὸ ἥρωα τοῦ Κάφκα, τὴ μοίρα τοῦ ἀθώου θύματος. Ὁ ἰταλοεβραῖος
χημικὸς συνελήφθη τὸ 1943 ὡς μέλος τῆς ἀντιφασιστικῆς ἀντίστασης καὶ στάλθηκε
στὸ Ἄουσβιτς. Ἔζησε ἔτσι μιὰ μοναδικὴ ἐμπειρία, ποὺ σφράγισε ὅλο τὸ κατοπινὸ
συγγραφικό του ἔργο. Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ὁ πρόλογος ποὺ ἔγραψε ὁ
Πρίμο Λέβι γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Φραντς Κάφκα «Ἡ δίκη».
Φράντς Κάφκα «Η ΔΙΚΗ»
τοῦ Πρίμο Λέβι
Ἡ
ἀνάγνωση τῆς «Δίκης», βιβλίου γεμάτου δυστυχία καὶ ποίηση, μᾶς ἀφήνει
διαφορετικούς: περισσότερο θλιμμένους καὶ πιὸ συνειδητοὺς ἀπὸ πρίν. Ἔτσι εἶναι
λοιπόν, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη μοίρα, μποροῦμε νὰ εἴμαστε διωκόμενοι καὶ νὰ
τιμωρούμαστε γιὰ ἕνα παράπτωμα ποὺ δὲν διαπράξαμε, ἄγνωστο, ποὺ «τὸ δικαστήριο»
ποτὲ δὲν θὰ μᾶς τὸ ἀποκαλύψει. Κι ὡστόσο, αὐτὸ τὸ παράπτωμα μπορεῖ νὰ μᾶς
προκαλεῖ ντροπή, ντροπὴ μέχρι θανάτου καὶ ἴσως ἀκόμα μεγαλύτερη. Τὸ νὰ
μεταφράζεις εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ διαβάζεις. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ μετάφραση
βγῆκα ὅπως βγαίνει κανεὶς ἀπὸ μίαν ἀρρώστια. Τὸ νὰ μεταφράζεις εἶναι σὰν νὰ
παρακολουθεῖς στὸ μικροσκόπιο τὸν ἱστὸ τοῦ βιβλίου: νὰ διεισδύεις μέσα του, νὰ
παραμένεις πιασμένος σὲ αὐτόν, μπλεγμένος μαζί του. Φορτώνεσαι τὸ βάρος αὐτοῦ
τοῦ ταραγμένου κόσμου, ὅπου ὅλες οἱ λογικὲς προσδοκίες διαψεύδονται. Ταξιδεύεις
μαζὶ μὲ τὸν Γιόζεφ Κ. μέσα ἀπὸ σκοτεινοὺς μαιάνδρους, μέσα ἀπὸ ἑλικοειδεῖς
δρόμους ποὺ δὲν ὁδηγοῦν ποτὲ ἐκεῖ ποὺ θὰ προσδοκοῦσες ὅτι θὰ ὁδηγοῦσαν. Ἤδη ἀπὸ
τὴν πρώτη φράση πέφτεις στὸν ἐφιάλτη τοῦ ἀδιανόητου καὶ σὲ κάθε σελίδα
σκοντάφτεις σὲ βασανιστικὰ ἀποσπάσματα: ὁ Κ. παρακολουθεῖται καὶ καταδιώκεται ἀπὸ
ξένα πρόσωπα, ἀπὸ ἐνοχλητικοὺς τύπους ποὺ χώνουν τὴ μύτη τους παντοῦ, ποὺ τὸν
κατασκοπεύουν ἀπὸ κοντὰ καὶ ἀπὸ μακριὰ καὶ ποὺ μπροστὰ τους αὐτὸς αἰσθάνεται
ξεγυμνωμένος. Ὑπάρχει μία διαρκὴς ἐντύπωση φυσικοῦ καταναγκασμοῦ: τὰ ταβάνια εἶναι
χαμηλά, τὰ δωμάτια εἶναι γεμάτα μὲ ἔπιπλα σὲ ἀταξία, ὁ ἀέρας εἶναι πάντοτε
θολός, ἀποπνικτικός, μολυσμένος, σκοτεινός. Παράδοξα, ἀλλὰ σημαδιακά, ὁ οὐρανὸς
εἶναι καθαρὸς μόνο στὴν σκληρὴ τελικὴ σκηνὴ τῆς ἐκτέλεσης. Ο Κ. παρενοχλεῖται ἀπὸ
αὐθαίρετες καὶ δυσάρεστες σωματικὲς ἐπαφές· ἀπὸ σωροὺς ἀσαφῶν λόγων ποὺ ὑποτίθεται
ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ φωτίζουν τὴ μοίρα του καὶ ἀντίθετα τὴν συσκοτίζουν· ἀπὸ ἀνούσιες
συμπεριφορές· ἀπὸ ἀπελπιστικὰ ἄθλιους χώρους. Ἡ ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπειά του
προσβάλλεται ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ ἔπειτα κατεδαφίζεται λυσσαλέα μέρα μὲ τὴ
μέρα. Μόνον ἀπὸ τὶς γυναῖκες μπορεῖ, θὰ μποροῦσε ἴσως, νὰ ἔρθει ἡ σωτηρία. Εἶναι
μητρικές, στοργικές, ἀλλὰ ἀπρόσιτες. Μόνον ἡ Λένι τὸν ἀφήνει νὰ τὴν
προσεγγίσει, ἀλλὰ ὁ Κ. τὴν περιφρονεῖ, θέλει νὰ τὴν κάνει νὰ πεῖ ὄχι· δὲν ἀναζητάει
τὴ σωτηρία. Φοβᾶται ὅτι θὰ τιμωρηθεῖ καὶ ταυτόχρονα ἐπιθυμεῖ νὰ τιμωρηθεῖ. Δὲν
νομίζω ὅτι μοιάζω πολὺ μὲ τὸν Κάφκα. Συχνὰ σὲ αὐτὴν τὴν ἐργασία τῆς μετάφρασης ἔνιωσα
τὸ αἴσθημα μιᾶς ἀντίθεσης, μιᾶς σύγκρουσης, ἔνιωσα τὸν ἀλαζονικὸ πειρασμὸ νὰ
λύσω μὲ τὸ δικό μου τρόπο τοὺς κόμπους τοῦ κειμένου: μὲ δυὸ λόγια, νὰ διορθώσω,
νὰ παρεκκλίνω στὶς ἐπιλογὲς τῶν λέξεων, νὰ ἐπιβάλω τὸ δικό μου τρόπο γραφῆς σὲ ἐκεῖνον
τοῦ Κάφκα. Σὲ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ προσπάθησα νὰ μὴν ἐνδώσω. Καθὼς γνωρίζω ὅτι δὲν
ὑπάρχει ὁ «ὀρθὸς τρόπος» μετάφρασης, ἐμπιστεύτηκα περισσότερο τὸ ἔνστικτο καὶ
λιγότερο τὴ λογικὴ καὶ ἀκολούθησα μιὰ γραμμὴ ἑρμηνευτικῆς ὀρθότητας ὅσο τὸ
δυνατὸ πιὸ ἔντιμη, ἂν καὶ ἴσως ὄχι πάντα συνεκτικὴ ἀπὸ σελίδα σὲ σελίδα, ἐπειδὴ
δὲν παρουσιάζουν τὰ ἴδια προβλήματα ὅλες οἱ σελίδες. Εἶχα μπροστά μου τὴ
μετάφραση τοῦ Ἀλμπέρτο Σπαΐνι, τοῦ 1933, καὶ μοῦ φάνηκε ὅτι διέκρινα σὲ αὐτὴν τὴν
εὔλογη τάση νὰ καταστήσει ἁπλὸ ὅ,τι ἦταν δυσνόητο, κατανοητὸ τὸ ἀκατανόητο. Ἡ
πιὸ πρόσφατη (1973), τοῦ Τζόρτζιο Τσάμπα, ἀκολουθεῖ τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση: εἶναι
φιλολογικὰ αὐστηρή, ὑπερβολικὰ πιστὴ ἀκόμα καὶ στὴ στίξη. Εἶναι μετάφραση καὶ
παρουσιάζεται εἰλικρινὰ ὡς τέτοια. Δὲν μεταμφιέζεται σὲ πρωτότυπο κείμενο. Δὲν
βοηθάει τὸν ἀναγνώστη, δὲν τοῦ ἰσιώνει τὸ δρόμο, διατηρεῖ τολμηρὰ τὴ συντακτικὴ
πυκνότητα τῆς γερμανικῆς γλώσσας. Νομίζω ὅτι ἀκολούθησα μιὰ μέση ὁδὸ μεταξὺ αὐτῶν
τῶν δυό. Παρ’ ὅλο ποὺ εἶχα ἀντιληφθεῖ, γιὰ παράδειγμα, τὴν (ἴσως ἠθελημένη)
ψυχαναγκαστικὴ ἐπίπτωση τοῦ λόγου τοῦ δικηγόρου Χούλτ, ποὺ παρατείνεται
μανιώδης ἐπὶ δέκα σελίδες χωρὶς νὰ ἀρχίζει νέα παράγραφος, λυπήθηκα τὸν ἰταλὸ ἀναγνώστη
καὶ μετέφρασα κάποιες διακοπές. Γιὰ νὰ διασώσω τὴν εὐλυγισία τῆς γλώσσας ἐξάλειψα
μερικὰ ἐπιρρήματα (περίπου, πολύ, λίγο, περί, ἴσως κ.ἄ.), τὰ ὁποία ἡ γερμανικὴ
γλώσσα ἀνέχεται καλύτερα ἀπὸ τὴν ἰταλική. Ἀντίθετα, δὲν ἔκανα καμία προσπάθεια
νὰ ἀραιώσω τὴ συσσώρευση ὅρων τῆς οἰκογένειας τοῦ φαίνεσθαι: ἀληθοφανής, εὐλογοφανής,
διαβλέπω, ἀντιλαμβάνομαι, ὡς ἐάν, φαινομενικά, ὅμοιος κ.ο.κ. Μοῦ φάνηκαν τυπικὰ καὶ μάλιστα ἀναγκαία σὲ αὐτὸ
τὸ ἀφήγημα ποὺ περιγράφει ἀκούραστα ὑποθέσεις στὶς ὁποῖες τίποτα δὲν εἶναι ὅπως
φαίνεται. Γιὰ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα κατέβαλα κάθε προσπάθεια γιὰ νὰ συνταιριάξω τὴν
πιστότητα στὸ κείμενο μὲ τὴ γλαφυρότητα τῆς γλώσσας. Ὅπου στὸ κείμενο, ποὺ εἶναι
πασίγνωστο ὅτι εἶναι κακοτράχαλο καὶ ἀμφίσημο, ὑπῆρχαν ἀντιφάσεις καὶ ἐπαναλήψεις,
τὶς διατήρησα.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ :
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου