Χρῆστος Μπόκορος, Παναγία |
Ἠλίας Παπαμόσχος, Τὰ χείλη
τῆς Παναγίας
ἀφιέρωμα Καθημερινή της Κυριακῆς, 11.8.2013
(“Μήτηρ Θεοῦ, Μητέρα τῶν
ἀνθρώπων‟)
Εἶναι πρωὶ κι οἱ καμπάνες
σημαίνουν λαγγεμένες τὰ μύρια της ὀνόματα. Ἡ γιαγιὰ Ἑλένη, τῆς μάνας μου ἡ
μάνα, τὴν Παναγία τὴν λάτρευε, τῆς ἔχτισε στὸν κῆπο ἐκκλησάκι, κάτω ἀπὸ τὴν
κερασιά. Τὴν θυμᾶμαι δεκαπενταύγουστο νὰ ἀνάβει τὸ καντήλι, νὰ σέρνει τὰ ἀκροδάχτυλα
στὰ φύλλα σὰν γιὰ νὰ λαδώσει νεοφώτιστο κλαρί, νὰ τὸ τραβάει ἁπαλά, ἀνάκουστη
καμπάνα λὲς σημαίνοντας. Σπίθιζαν ὁλόγυρά της καὶ τὴν ἕντυναν στὸ πορφυρὸ τοῦ
χιτώνα Της οἱ γλυκεροὶ καρποί, στόματα μυριάδες ποὺ γύρευαν λὲς νὰ τὴν
φιλήσουνε. Κι ὅταν ξαπόσταινε, ἀκούμπαγε τὸ χέρι τρυφερὰ στὸν τροῦλο, σὰν πάνω
στὸ κεφάλι μου. Θόλοι, ὁ ἕνας μὲς στὸν ἄλλον, τῆς ἐκκλησίτσας, τῶν κλαδιῶν, τοῦ
οὐρανοῦ, τὸ ἄκοπο γαλάζιο του μὲ τὸ τρελό τους πέταγμα μυριάδες χελιδόνια τὸ
ψαλίδιζαν, τὰ ράμφη ὅλο βυθίζοντας στo μέλι τῶν καρπῶν.
Τὴν ἔβλεπε στὸν ὕπνο της συχνά, γινόταν ἔτσι τὸ κορμὶ
της κινητὸς ναὸς καὶ Παναγία Φανερωμένη. Ἐκεῖ εἶχε θεμέλιο ἡ ἀγάπη μου, ἀγάπη
σωματική, γιατί κοιμόμασταν πλάι-πλάι τα βράδια, ἀφοῦ μ’ ἔβαζε πρῶτα νὰ
παρακαλέσω τὴν Θεοτόκο σὲ προσευχὴ μὲ θέμα ἐλεύθερο. Ἐκεῖνοι οἱ οὐρανοὶ τῶν
καλοκαιρινῶν ἀπογευμάτων μὲς στὴν κουζίνα της, μὲ φῶς διυλισμένο λὲς στὸ μέλι,
διάπλατοι, μὲ σύννεφων ἀπολειφάδια, αἱμάτινες παντιέρες, καὶ τὰ πουλιὰ μὲ
οἰκονόμες κινήσεις νὰ ἀποχαιρετᾶνε τὴν μέρα. Στητὸς μπρὸς στὸ μεγάλο παράθυρο, ἤμουν
τότε μὲ τὸν οὐρανὸ ἕνα, τίποτα δὲν μᾶς χώριζε, κεῖνα τὰ ἀπογεύματα βίωνα μίαν
αἴσθηση αἰώρησης, σὰν ἄγγελος. Αὐθαίρετα συνδέω τὴν ὀνειροπόλησή μου κοιτώντας
τους, μέσα ἀπὸ τὸ μεγάλο παράθυρο, μὲ τὴν παρουσία της πίσω μου.
Θυμᾶμαι καθαρὰ πὼς σὰν ἐπίτηδες νὰ ἀποσυρόταν τότε γιὰ
νὰ μὴν μὲ ἀποσπᾶ, σὰν πῶς ἀφήνεις μόνους τους ἐρωτευμένους, ὡστόσο γερὴ
ἐπιθυμία κάνει τὴν μνήμη μου νὰ τὴν τοποθετεῖ πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τραπέζι τῆς
κουζίνας, σιωπηλὴ κι ἀπορροφημένη στὸ ἔργο της, ἀνασκουμπωμένη, ζύμη νὰ πλάθει
γιὰ τὴν πίτα, νὰ σαβανώνει ψάρια καθὼς σιωπηλὸ λάδι ἔξω στὸ μαγειριὸ ζεματιστὸ
κυλᾶ ζαλιστικὰ στὸν πάτο τοῦ τηγανιοῦ, ἐνῶ τὸ ἀλεύρι σὰν σκόνη ἐξοχικοῦ δρόμου
ντύνει τὰ σταμπωτὰ ἄλικα ρόδα πάνω στὴν λευκὴ φορμάικα κι ὑγρὲς κλωστές του,
σὰν σκονισμένοι ἀραχνοϊστοί, πιάνουνε τὰ κοτσάνια τους. Διόλου αὐθαίρετα,
σκέφτομαι, γιατί θεωροῦσα ἐκείνους τοὺς οὐρανοὺς δῶρο δικό της, ποὺ μοῦ δινόταν
ἐπειδὴ μὲ ἔβαζε, προτοῦ κοιμηθῶ, προτοῦ φωλιάσω σ’ ἐκείνη τὴν κόγχη, στὴν
συμβολὴ τῶν ἐπιτοίχιων μαξιλαριῶν μὲ τὸ σκληρὸ στρῶμα, ὅπου, σὲ μιὰ μπουκιὰ
χῶρο ἀνοίγονταν τῶν ἄστρων ὁ μυχὸς καὶ τὰ ὄνειρα ἄλλους οὐρανοὺς ξετύλιγαν, νὰ
προσευχηθῶ, βυθισμένος νοερὰ στῆς Παναγίας τὸ στῆθος.
Κοιτώντας τώρα τὸν οὐρανὸ ἀναρωτιέμαι τί ἔμεινε ἀπὸ
ὅλα αὐτά. Ἂ, ναί, ἦταν τότε ὅλα μαγικά. «Πῶς ἔχασα τὸν δρόμο», λέω «γιὰ τὸ
σπίτι της, σκληρὸς γιατί στεκόμουν κι ἀδιάφορος μπρὸς στὶς ἱκεσίες της νὰ τὴν
ἐπισκεφτῶ;». Ἦταν ἐκείνη ἕνα νῆμα μὲς στὸν λαβύρινθο τῶν παιδικῶν μου χρόνων.
Τί γίναν ἐκεῖνα τὰ ὑποκίτρινα ψίχουλα, τὰ σκορπισμένα στὶς κόγχες τῆς τσάντας
της, ποιά σκληρὰ πουλιὰ τὰ φάγανε κι ἔχασα τὸν δρόμο; Ἐκείνη τὴν ὄξινη καὶ
διαπεραστικὴ ὀσμὴ τῆς ἀμμωνίας ποῦ ἀνάδινε τὸ ἀντίδωρο, νῆμα λεπτό, ποιᾶς λήθης
ψαλίδι τὸ ἔκοψε; Ἀστεία ποὺ ἦταν ἡ γιαγιά! Τῆς ἄρεσαν τὰ μικρὰ στόματα –τὸ
στόμα τῆς Παναγίας στὶς εἰκόνες, μισὸ κεράσι στεμένο ἀπὸ πυρωμένο σύννεφο–,
κουμπιὰ τὰ ἔλεγε, καὶ σούφρωνε τὰ δικά της μὲ ἀποδοκιμασία ὅταν ἐγὼ καὶ ἡ
ἀδερφή μου γελούσαμε, μὲ τὰ δικά μας, ποὺ τὰ ἔλεγε φαράσια. Τὸ δικό της
–κουμπότρυπα–, φαρσὶ τὰ μιλοῦσε τὰ τούρκικα μὲ τὸν παπποὺ κι οἱ σιωπὲς μετὰ
ἔμοιαζαν πιὸ παχιές, λὲς καὶ τὶς σάρκωνε τὸ ψαχνὸ τῆς ἀνατολίτικης γλώσσας.
Κάτι μαγικὸ θὰ ὑπῆρχε στὴν Πόλη κι ὅποτε πήγαιναν
ἀνανεώνονταν, σὰν νὰ ’καιγε μέσα τους καντήλι φέγγαν τὰ μάτια τους κι ἡ ὄψη,
ἰδίως τὴν στερνὴ φορά, τότε ποὺ ἔφεραν στὴν ἀδερφή μου κάτι πασουμάκια
κεντημένα μὲ χρυσὴ κλωστή, οἱ μύτες τους τυλίγονταν στὸν ἑαυτό τους σὰν γλῶσσες
χαμαιλέοντα, καὶ σὲ μένα ἕνα καραβάνι καμῆλες, μ’ ἕνα γαϊδουράκι γιὰ ὁδηγό.
Ἁλυσίδες τὰ ἕνωναν τὰ ζωντανά, ἄτεχνα σκαλισμένο κινούμενο εἰκονοστάσι, στὸ
κίτρινό τους μέταλλο ὄψεις τῆς Παναγίας. Τῆς μιᾶς καμήλας τὸ πόδι κόπηκε,
χάθηκαν οἱ ἁλυσίδες, τὸ καραβάνι σκόρπισε, χαμένο τὸ γαϊδουράκι, καὶ τῆς
μικρότερης καμήλας τὰ πίσω πόδια λυγισμένα, ἀπὸ τὴν ἀρχή, σὰν νὰ ἑτοιμαζόταν νὰ
κάτσει, ἀποκαμωμένη ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὰν νὰ ἤξερε…
Όταν ἀρρώστησε ἡ γιαγιά, τὴν πήγαμε στὸ
νοσοκομεῖο. Ἔπαθε θρόμβωση στὸ πόδι κι ἄρχισε νὰ βγάζει κάτι κραυγοῦλες σὰν
λαβωμένη χελώνα, ἀκουγόταν ἀστεία ἡ πρωτεϊκὴ φύση τοῦ πόνου, στὴν τρικυμισμένη
του θάλασσα μικρὰ νησάκια ἔκστασης ἀναδύονταν ὅταν μὲ κάποια ἀνακούφιση
ψιθύριζε Παναγία μου. Μικρός, ὅταν εἶχα χτυπήσει σοβαρὰ στὸ μάτι, πέρα ἀπὸ τὴν
λειτουργιὰ ποὺ ἡ μάνα μου κατέθετε στὴν παρακείμενη τῆς οἰκίας μᾶς ἐκκλησία τῆς
Ἁγίας Παρασκευῆς, τῆς προστάτιδας τῶν ματιῶν, κάθε χρόνο στὴν μέρα της, ἕνα
προσκυνηματικὸ ταξίδι στὴν Μεγαλόχαρη κρίθηκε ὀφειλόμενο καὶ ἐπιβεβλημένο, ἀπὸ
τὴν γιαγιά. Δωδεκαετὴς κι ἐγὼ εἰσῆλθα στὸν ναό, λίγα θυμᾶμαι, ἐκείνην
διπλωμένη, γροθίτσα σφιγμένη, τὴν εἰκόνα κάτω ἀπὸ τὴν αἰθάλη τοῦ ἀνθρώπινου
πλούτου. Δὲν πήγαινα νὰ τῆς ζητήσω κάτι, νὰ τὴν εὐχαριστήσω πῆγα, ποὺ ἔβλεπα.
Τὴν εἶδα τὴν γιαγιά, ἐδῶ καὶ δεκατέσσερα χρόνια τὴν
βλέπω μέσα σὲ ἕνα τοπίο χιονισμένο. Στέκεται στοὺς πρόποδες μιᾶς βουνοπλαγιᾶς
κι ἐγὼ στὴν βάση της. Κορμοὶ δέντρων ὑψώνονται γύρω της σὰν ἀντένες τοῦ κάτω
κόσμου, μιᾶς καὶ δὲν ἔχουν φύλλα, δὲν ἔχουν κλαριὰ· χιόνι πολύ, κι ἔχω τὴν
αἴσθηση, ἔτσι πὼς μὲ κοιτᾶ, πὼς μοῦ ζητᾶ νὰ πάω νὰ τὴν βοηθήσω νὰ κατέβει. Ὅλο
μετρῶ μὲ τὰ μάτια τὴν ἀπόσταση, τὸ χιόνι, καὶ δὲν ἀποφασίζω. Τίποτα δὲν τῆς
λέω, μὰ θὰ φαίνεται στὰ μάτια μου ὁ δισταγμός. Φοβοῦμαι μὴν μὲ πάρει μαζί της,
μὴν πάω ὡς ἐκεῖ καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἐπιστρέψω. Νιώθω πὼς τὸ πέρασμα τοῦ χιονιοῦ θὰ
ἦταν τὸ σβήσιμο τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας, πέρασμα σὲ ἕναν χρόνο ἀποκλειστικὰ τοῦ
θανάτου. Χιόνι δὲν πέφτει, ἀλλὰ φαίνεται πὼς ὅλα εἶναι σὲ ἀναμονὴ τοῦ
καινούργιου, γι’ αὐτὸ καὶ σιωποῦν. Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ τόπος; Ὑπάρχει; Ἔτσι
φαντάζεσαι τὴν συνύπαρξη τῶν δύο κόσμων; Αὐτὸ ποὺ τοὺς χωρίζει, χιόνι ἀδιάβατο;
Εἶσαι πάλι παιδί, ἀλλὰ δὲν σκύβεις νὰ τὸ πιάσεις, τὸ κοιτᾶς μόνο, κι ἡ γιαγιὰ
μὲ ἔγνοια σὲ ἐπιτηρεῖ, ὁ χρόνος εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει, χιόνι σεντόνι
πετρωμένο, μαρμαρένιο σύννεφο. Δεκατέσσερα χρόνια ἐκεῖ, στὰ μαῦρα ντυμένη, σὰν
ἕτοιμη νὰ ζυμώσει χιόνι ἀνασκουμπωμένη, μὲ κοιτάει ἤρεμη, μὲ τὰ μάτια μοῦ λέει
δὲν πειράζει, δὲν πειράζει, μὲ τὸ στόμα ψελλίζει ὀνόματα:
Κόχη,
Κόχη,
Κρυφή,
Χελιδονοῦ,
Κορυφινή,
Νεροχιονίτισσα.
Ὁ πολυτονισμὸς ἔγινε ἀπὸ τὸ Ὀρπέδιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου