Δευτέρα, Αυγούστου 26, 2013

Ἠ.Χ. Ππαδημητρακόπουλος: Ἡ Λουκίσσα


Ἠ.Χ. Ππαδημητρακόπουλος
Ἡ Λουκίσσα

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1938, ἤτοι δύο (περίπου) χρόνια μετὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς δικτατορίας Μεταξᾶ, πήγαινα στὴν τρίτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ, σὲ ἕνα σχολεῖο ποὺ στεγαζόταν σὲ κάποιο ἄθλιο κτήριο μιᾶς κεντρικῆς γειτονιᾶς τοῦ Πύργου. Ἕνα πρωί, κι ἐνῶ παίζαμε ἀμέριμνοι στὸ προαύλιο, ἔγινε εἰσβολὴ ἐνστόλων της Νεολαίας Μεταξᾶ, οἱ ὁποῖοι (συνοδευόμενοι ἀπὸ τοὺς δασκάλους μας) διέταξαν νὰ συγκεντρωθοῦμε κατὰ ἑξάδες, προκειμένου νὰ μᾶς γράψουν μέλη αὐτῆς τῆς ὀργάνωσης.
 Αὐτὴ τὴ Νεολαία τὴ σιχαινόμουν ἐνστικτωδῶς, ὄχι (βέβαια) γιὰ λόγους ἰδεολογικούς, ἀλλὰ γιατί ὅλα τα τσογλάνια καὶ τὰ ὑποκείμενα τῆς γειτονιᾶς ἔσπευσαν νὰ γίνουν μέλη της, νὰ φορέσουν κάτι μπλὲ στολὲς μὲ ἕνα κωμικὸ δίκοχο στὸ κεφάλι, νὰ ἀποκτήσουν τὸν ἀέρα τῆς ἐξουσίας καὶ νὰ μᾶς καταπιέζουν.

Ἄρχισα νὰ σκέφτομαι πῶς νὰ τὴν κοπανήσω. Ἀπὸ τὴν τελευταία σειρὰ τῆς παράταξης (ἤμουν κοντὸς) κινήθηκα ἀργὰ πρὸς τὰ ἀποχωρητήρια (ποὺ ἔζεχναν μέχρις ἀηδίας), μὲ σκοπὸ νὰ φύγω ἀπὸ μία πλάγια πόρτα –ὅπου, ὅμως, εἶδα δύο γνωστὰ μοῦτρα νὰ τὴ φυλᾶνε σὰν κέρβεροι.
Μὴ ἔχοντας ἄλλη διέξοδο, ἀναρριχήθηκα προσεχτικὰ στὴ μάντρα τῆς αὐλῆς, ὑπολογίζοντας νὰ γλιστρήσω ἁπαλὰ πρὸς τὰ ἔξω καὶ νὰ πέσω σὲ ἕναν σωρὸ μὲ χώματα. Δὲν ὑπολόγισα, ὅμως, σωστὰ τὸ ὕψος καί, πέφτοντας, τραυμάτισα τὸ δεξί μου γόνατο -ὥστε παρέστη ἀνάγκη δύο περαστικοὶ νὰ μὲ μεταφέρουν στὸ παρακείμενο φαρμακεῖο Καχτίτση, ὅπου μὲ ἐπέδεσαν καὶ μοῦ ἔκαναν καὶ τὸν σχετικὸ ἀντιτετανικὸ ὀρό.
 Στὸ σπίτι ἔφθασα σὲ θλιβερὴ κατάσταση, καὶ μετὰ τὶς πρῶτες κατσάδες καὶ τὶς ἐπιτιμήσεις, ἄρχισαν νὰ σκέφτονται τί δέον γενέσθαι. Τότε, ὡς ἀπὸ μηχανῆς θεός, μιὰ γειτόνισσά μας εἶπε στὴ μάνα μου ὅτι πολλὲς οἰκογένειες, θέλοντας νὰ ἀποφύγουν αὐτὸ τὸ μασκαραλίκι (αὐτὴ τὴ λέξη χρησιμοποίησε), ἔγραψαν τὰ παιδιά τους στοὺς Προσκόπους, ὅπου λόγω βασιλικῆς εὐνοίας ποὺ ἀπολάμβανε τὸ Σῶμα, ὁ Μεταξᾶς δὲν τολμοῦσε νὰ ἐπέμβει.
 Ἔτσι σὲ λίγες ἡμέρες κυκλοφοροῦσα καὶ ἐγὼ μὲ τὴ σχετικὴ προσκοπικὴ στολή, κυττάζοντας ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ ἐμφανῶς εἰρωνικὰ τὰ κωλομοῦτρα τῆς Νεολαίας Μεταξᾶ.
*
 Στὶς ἀρχὲς ἐκείνου τοῦ καλοκαιριοῦ μᾶς ἀνακοίνωσαν στὴ Λέσχη ὅτι οἱ πρόσκοποι τῆς πόλης ὀργάνωναν μία μεγάλη Κατασκήνωση, στὸ πευκοδάσος δίπλα στὸ περίφημο ὀρεινὸ θέρετρο τοῦ Λάλα, πολὺ κοντὰ στὸ φημισμένο δάσος τῆς Φολόης, ὅπου στὰ ἀρχαῖα χρόνια ζοῦσαν Κένταυροι κ.λπ. κ.λπ. Ἡ πρώτη ἀντίδραση τῶν δικῶν μου ἦταν, ἐννοεῖται, ἀρνητικὴ –ἀλλὰ ἡ συμμετοχὴ πολλῶν παιδιῶν πλείστων γνωστῶν καὶ φίλων ἄρχισε νὰ κάμπτει τὶς ἀντιρρήσεις. Τὸ ὁριστικὸ ναὶ ἀποφασίστηκε, ὅταν μία φίλη τῆς μητέρας μου τὴν πληροφόρησε ὅτι καὶ αὐτοὶ θὰ παραθέριζαν οἰκογενειακῶς στοῦ Λάλα, ἐπιπλέον δὲ ἡ ὑπηρέτριά τους («ἡ ὑπηρεσία», ὅπως τὴν ἔλεγαν) καταγόταν ἀπὸ αὐτὸ τὸ χωριό, ὅπου εἶχαν σπίτι καὶ ἔμεναν οἱ δικοί της.
 Φθάσαμε στὴν Κατασκήνωση μετὰ ἀπὸ πολύωρο ταξίδι, μὲ ἕνα παμπάλαιο λεωφορεῖο, μέσα ἀπὸ κακοτράχαλους δρόμους πνιγμένους στὰ πεῦκα. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ ἔντονη μυρουδιὰ ρετσινιοῦ: σὲ κάθε πεῦκο ἔβλεπα μία τριγωνικὴ ἐγκοπὴ τοῦ κορμοῦ, στὴ βάση τῆς ὁποίας κρεμόταν ἕνα τενεκεδάκι, ὅπου συγκεντρωνόταν, δάκρυ δάκρυ, τὸ ρετσίνι τῶν δέντρων.
 Μᾶς ἀμόλησαν ἀμέσως νὰ κόψουμε φτέρες γιὰ τὰ κρεβάτια, ἐνῶ μία ὁμάδα, φορτωμένη μὲ κουβάδες, δοχεῖα, παγούρια κ.λπ. ξεκίνησε γιὰ τὴν πηγή, νὰ κουβαλήσει νερό. Πηγὴ δὲν εἶχα δεῖ ποτέ μου, δὲν ἤξερα πῶς νὰ τὴ φανταστῶ, ἄκουγα τοὺς βαθμοφόρους νὰ λένε μὲ κάποιο θαυμασμό: «Κατεβαίνουμε στὴ Λουκίσσα». Φορτώθηκα, λοιπόν, δύο-τρία παγούρια καὶ τοὺς ἀκολούθησα.
*
 Ἡ ἀπόσταση ἦταν ἀρκετή, ὁ δρόμος ἀνώμαλος καὶ δύσβατος. Φτέρες, σχίνα, ἀναρριχητικά, θάμνοι μὲ ἄγρια ἀγκάθια κ.ἄ. κατακλύζαν τὸ δάσος, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἄκουγα παράξενους θορύβους, ἔβλεπα χελῶνες καὶ σαῦρες. Κάθε τόσο διασταυρωνόμαστε μὲ ντόπιους ποὺ μὲ τὰ ζῶα τους, φορτωμένα μὲ μεγάλα ξύλινα βαρέλια, κουβαλοῦσαν νερό.
 Φθάσαμε στὴν πηγή. Ἀναστατωμένος, ἔβλεπα τὸ νερὸ νὰ βγαίνει ὁρμητικὰ ἀπὸ τὸν βράχο, γυναῖκες ποὺ γέμιζαν κάθε λογῆς δοχεῖα, ἄκουγα τὸν ἦχο τοῦ νεροῦ, τὴ βαβούρα τοῦ κόσμου, τὰ κελαδήματα πουλιῶν. Ὡς ἐν ἐκστάσει πλησίασα τσαλαβουτώντας κι ἄρχισα νὰ πίνω νερὸ μὲ τὶς χοῦφτες μου.
 Ἕνας βαθμοφόρος μὲ τράβηξε ἀπότομα.
 ―Εἶσαι ἱδρωμένος, μοῦ λέει, τὸ νερὸ εἶναι παγωμένο, θὰ κρυώσεις.
 Τὸ πρωὶ ὁ λαιμός μου εἶχε κλείσει, ψηνόμουν στὸν πυρετό. Ἀναγκάστηκα ἔτσι, τὸ ἀπογευματάκι, νὰ καταφύγω στὸ σπίτι τῆς γνωστῆς μας ὑπηρέτριας, γιὰ νὰ μὲ γιατροπορέψουν καὶ νὰ κοιμηθῶ ἐκεῖ τὴ νύχτα.
*
 Τὸ σπίτι ἦταν ἕνα χαμόγειο, μιὰ χαμοκέλα καθὼς λένε. Μέσα ὁ χῶρος ἦταν ἑνιαῖος, χωρὶς χωρίσματα. Στὸ δάπεδο, ἀπὸ πατημένο χῶμα, ὑπῆρχαν πέντε στρώματα γεμισμένα (ὅπως διαπίστωσα) μὲ φύλλα καλαμποκιοῦ, ἐνῶ ἕνα διπλὸ κρεβάτι καταλάμβανε τὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιά.
 Στὴν ἄλλη γωνία ἔφτιαξαν ἕνα κρεβατάκι γιὰ μένα, τοποθετώντας πάνω σε δύο τρίποδα σανίδες κι ἕνα στενὸ στρῶμα, γεμισμένο κι αὐτὸ μὲ φύλλα καλαμποκιοῦ, ποὺ ἔτριζαν φρικτὰ στὴν παραμικρὴ κίνηση.
 Ὅταν ἔσβησαν τὴ λάμπα καὶ ἔπεσαν ὅλοι γιὰ ὕπνο, διαπίστωσα ἔκπληκτος ὅτι στὸ διπλὸ κρεβάτι δὲν ξάπλωσε τὸ ἀντρόγυνο (ὅπως ὑπέθετα), ἀλλὰ ἡ μεγαλύτερη κόρη καὶ ὁ ἄντρας, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχε προσφάτως παντρευτεῖ.
 Σὲ λίγο, μέσα ἀπὸ τοὺς ἐφιάλτες καὶ τοὺς ἱδρῶτες τοῦ πυρετοῦ, ἄκουσα ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ διπλοῦ κρεβατιοῦ τριξίματα καὶ γοερὲς κραυγές, ποὺ κρατοῦσαν ἀρκετά, ὕστερα σταματοῦσαν, ἀλλὰ γρήγορα ξανάρχιζαν –κι αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ συνεχιζόταν ἐπὶ ὧρες.
 Δὲν εἶχε ἀκόμη ξημερώσει, ὅταν μὲ ξύπνησε ἡ ὑπηρέτρια ποὺ ἀνέφερα.
 ―Σήκω, μοῦ λέει, πρέπει νὰ γυρίσεις στὸν Πύργο. Ἔχει λεωφορεῖο στὶς ἐφτάμισι.
 Ντύθηκα βιαστικά, χαιρέτησα τὴ μάνα τῶν παιδιῶν (ὁ πατέρας εἶχε ἤδη φύγει, τὸ ζεῦγος κοιμόταν μακαρίως στὸ διπλὸ κρεβάτι) καὶ ἔφθασα στὴν Κατασκήνωση τὴν ὥρα τοῦ ἐγερτηρίου. Σὲ λίγο εἶδα τὴν πρώτη ὁμάδα, ἐφοδιασμένη μὲ παγούρια καὶ κουβάδες, νὰ ξεκινάει (μὲ τραγούδια καὶ κραυγὲς) γιὰ νερὸ ἀπὸ τὴ Λουκίσσα.
 
Δημοσιεύτηκε στὶς 25 Αὐγούστου 2013, στὴν Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν. Ἐπιμέλεια Μ. Φάϊς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: