Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2012

VASILE IGNA: Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ

Vasile Igna:
Ἡ κρίση τῆς μνήμης 
καὶ τὸ σύνδρομο τῆς ἀδιαφορίας.

Ἀπόδοση: Δημήτρης Κανελλόπουλος

ναδημοσίευση π τ περιοδικ Πλανόδιον

Σ' ἕνα πρόσφατο δοκίμιο, στὴν πιὸ ἐνδιαφέρουσα λογοτεχνικὴ ἐπιθεώρηση (Romania Literara), ἕνας συνάδελφος, ὁ Octavian Paler, ἔλεγε —ἐνθυμούμενος τὰ χρόνια πρὶν τὸ Δεκέμβρη τοῦ 1989— ὅτι κάποτε τὰ βιβλία ἀποτελοῦσαν ἕνα μέσο ἀντίστασης, ἐνῶ τὸ  “νὰ σταθεῖς στὴν οὐρὰ μπροστὰ σ' ἕνα βιβλιοπωλεῖο ἦταν λιγότερο ἐπικίνδυνο ἀπὸ τὸ νὰ μπεῖς σὲ μία ἐκκλησία”, ἐπειδὴ “τὸ βιβλίο ἦταν  μία δίοδος ὀξυγόνου σὲ μία ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα”.

Μπαίνοντας ἀπότομα σ' ἕνα μεταβατικὸ χάος, παλεύοντας καθημερινὰ μὲ τὶς ἀμέτρητες οἰκονομικές, πολιτικὲς καὶ νομοθετικὲς δυσκολίες, ξεχνᾶμε, σχεδὸν πάντοτε, τὸ ἑξῆς: τὸ ἐκπληκτικὸ χάος στὸ ὁποῖο μᾶς ὁδήγησαν τὰ πράγματα, δημιούργησε στὴ σύγχρονη ρουμανικὴ κοινωνία μιὰ ὀξύτατη κρίση ταυτότητας. Μιὰ κρίση ταυτότητας ποὺ ἐκδηλώνεται σ' ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς  κοινωνίας, καὶ τῆς ὁποίας τὰ συμπτώματα ἐντοπίζονται στὰ ἑξῆς: κούραση, ἀηδία, κατάπτωση, ἐκνευρισμό, σταδιακὸ ἀμοραλισμό, ἀδιαφορία. Ἡ εἰσβολὴ καὶ ἡ ἀναπαραγωγὴ τῆς κρίσης αὐτῆς στοὺς κύκλους τῆς διανόησης, στὸν κόσμο τῆς ρουμάνικης κουλτούρας καὶ τῆς λογοτεχνίας, εἶναι πλέον ἐμφανής.
Ταραγμένοι, προφανῶς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲ βρίσκονται πιὰ στὴν πρώτη γραμμὴ τῆς προσοχῆς τοῦ κοινοῦ, κι ἀκόμη γιατί τὴ θέση τους τὴν κατέλαβαν οἱ πολιτικοὶ καὶ οἱ δημοσιογράφοι, οἱ ρουμάνοι διανοούμενοι γενικὰ καί, εἰδικά, οἱ συγγραφεῖς ἄρχισαν νὰ ξεχνοῦν. Ἔτσι, ἡ κρίση ταυτότητας γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, ἔχει θεμελιωθεῖ πρὶν ἀπ' ὅλα σὲ μιὰ βαθιὰ κρίση τῆς μνήμης.
Ξεχνοῦν, πολὺ συχνά, ὅτι γιὰ νὰ βαδίσεις στὸ μέλλον καὶ γιὰ νὰ διαλέξεις τὸ σωστὸ δρόμο ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη πότε-πότε νὰ κοιτάζεις πίσω σου. Αὐτό, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἐξετάσουν μὲ διαύγεια καὶ νὰ ἀποστασιοποιηθοῦν ἀπ' αὐτὰ ποὺ ἔπραξαν, ὄχι μόνο γιὰ νὰ λογαριάσουν πιὸ καλὰ τὰ μελλοντικὰ τους βήματα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουν τὰ κίνητρα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ βαδίσουν στὸ μέλλον.
 Ὅμως τὸ νὰ ἀντικρίσεις τὸ μέλλον, δὲ σημαίνει τίποτα ἄλλο  ἀπὸ τὸ νὰ ἀνακαλέσεις ὑποχρεωτικὰ τὴ μνήμη. Τὴ μνήμη, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἕνας τρόπος ἐσωτερικῆς θεώρησης τοῦ κόσμου μας ποὺ τοῦ δίνει τὴν δυνατότητα νὰ σκέφτεται καὶ νὰ βρίσκει σύμφωνα μ' αὐτὸν τὶς ἀναγεννητικὲς  δυνάμεις τῆς φυσικῆς του ὕπαρξης, τὰ πνευματικὰ πρότυπα μὲ τὴ βοήθεια τῶν ὁποίων θὰ ἐπανακτήσει τὴν ταυτότητά του, τὸ μέτρο καὶ τὸ νόημα τῆς ἐξέλιξης. Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς μνήμη εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει χάσει τὰ θεμέλια καὶ τὶς ρίζες του, ἔτσι  ἀκριβῶς καὶ μία κοινωνία χωρὶς μνήμη, εἶναι κοινωνία χωρὶς ἐλπίδα.
Ἔχουν εἰπεῖ καὶ θὰ εἰποῦν,  μὲ βεβαιότητα, πολλὰ πράγματα ἀληθινὰ γιὰ τὸν ρουμάνικο κομμουνισμὸ καὶ τὴν κληρονομιά του. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ μὲ πίκρα ὅτι σὲ καμμιὰ ἀνατολικὴ χώρα, μὲ ἐξαίρεση τὴν Ἀλβανία πιθανῶς, ὁ κομμουνισμὸς δὲν πῆρε μορφὴ τόσο φανατική, τόσο παράλογη καὶ πρωτόγονη, ὅπως στὴ Ρουμανία. Αὐτὴ ἡ κατάσταση ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ παράδοξα τῆς ἱστορίας —ἕνα ἀπρόβλεπτο τῆς μοίρας— ὅπως εἶπε κάποιος: “ὁ πιὸ  ἀντικομμουνιστικὸς λαὸς τῆς  Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἔμελλε νὰ ὑπομείνει τὴν πιὸ σκληρὴ δικτατορία”.
Ἑκατοντάδες χιλιάδες θύματα (μπορεῖ καὶ τὰ πιὸ πολλὰ σὲ σχέση μὲ τὸ μέγεθος τοῦ πληθυσμοῦ), ἕνα ἑκατομμύριο φυλακισμένοι, αἰσθήματα κομματιασμένα, γενιὲς ὁλόκληρες στερημένες ἀπὸ τὴ δυνατότητα ἐπικοινωνίας μὲ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, μὲ ἠθικὸ ρημαγμένο, μὲ μιὰ οἰκονομία κατεστραμμένη —ἰδοὺ ἡ κληρονομιά!
Τὸ κομμουνιστικὸ κράτος, ποὺ ἱδρύθηκε μὲ τὴ δύναμη τῶν ὅπλων, ἦταν, ὅπως ἔχει ἐπανειλλημένως εἰπωθεῖ, μιὰ ὀργάνωση τρομοκρατική.
Αὐτὸ διαχειριζόταν τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὕπαρξή του —ἀτομικὴ καὶ συλλογική—  γιὰ ἕνα διάστημα, μιὰ περίοδο ἄνευ περιεχομένου καὶ οὐσίας, μὲ προμελετημένη καὶ παράλογη ἔνταση μετασχηματιζόμενη σ'  ἕνα διαιωνιζόμενο ἐφιάλτη. Κατὰ τὴν ἐγκαθίδρυσή του, τὰ προγράμματα μερικῶν κομμάτων (τοῦ φιλελεύθερου, τοῦ Ἐθνικοῦ-Ἀγροτικοῦ, τοῦ Σοσιαλδημοκρατικοῦ) προέβλεπαν μιὰ βαθμιαία ἐξέλιξη τῆς Ρουμανίας πρὸς ἕνα μοντέρνο βιομηχανικὸ πολιτισμό, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ κομμουνιστὲς ἀπαιτοῦσαν μιὰ ἄμεση, ἀπότομη καὶ ὁριστικὴ ρήξη μὲ τὸ παρελθόν.  Ἔτσι ἔκαναν τὴν ἕφοδο ἐναντίον τῆς μνήμης, ἐναντίον τοῦ παρελθόντος προβάλλοντας οἱ ἴδιοι ὡς ἀναγεννητικὴ δύναμη τοῦ παρόντος, μὲ σφοδρότητα καὶ φρίκη. Ἡ διατοπικὴ οὐτοπία ποὺ πρότειναν οἱ κομμουνιστὲς δὲ μποροῦσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ πάρει ὑπόψη της τοὺς πόθους καὶ τὶς ἀνησυχίες τῆς ψυχῆς τοῦ ρουμάνικου λαοῦ.
Ἡ ψυχολογικὴ τρομοκρατία, αὐτὸς ὁ “ο βιασμὸς τῶν μαζῶν”  γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦσε ἕνας γάλλος πολιτειολόγος, δὲν ὁδηγοῦσε παρὰ  σ'  ἕνα βέβαιο στόχο: τὴν ἐξουθένωση, τὴν ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγὴ τῆς κατακτημένης κοινωνίας, τὴ δημιουργία μερικῶν νέων ἀντανακλαστικῶν καθ'  ὑπόδειξη, τὴν ἀναίρεση τῆς συλλογικῆς μνήμης καὶ τὴ μεταβολὴ τῆς βαθύτερης ἀνθρώπινης οὐσίας σ' ἕνα ἄμορφο στοιχεῖο,  εὐκολόπλαστο, καταπνίγοντας τὴ φυσική της ἐξέλιξη, καὶ ὀδηγώντας την στὰ περιθώρια τοῦ ἀνθρώπινου, στὰ σύνορα τῆς ἀδυναμίας καὶ τοῦ ἀφόρητου.
Σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ κάθε ὀργανωμένη ἀντίσταση, ἐξουδετερωνόταν μὲ ἀσύλληπτη ὠμότητα, στὴν ὁποία κάθε αὐθεντικὸς κοινωνικὸς διάλογος ἦταν, ab initio, ἀπαγορευμένος καὶ κάθε ἐλεύθερη ἀντίθεση τῶν ἰδεῶν, ἐθεωρεῖτο ἐγκληματική, ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα γιὰ τὴ διατήρηση ἀνθρώπινων συνθηκῶν ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσαν νὰ ἐμπνευστοῦν, ἦταν ἡ ἀντίσταση μέσῳ τοῦ βιβλίου, μέσῳ τῆς κουλτούρας.
Στὴ μεγάλη κομμουνιστικὴ νύχτα, τὸ ρουμάνικο βιβλίο, ἕνα ἀντικείμενο περίπου ἱερό, μιὰ παρουσία προικισμένη μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ θαύματος, ἔφερνε,  μέσα στὸ στρόβιλο καὶ τὸν παραληρηματικὸ πανζουρλισμὸ τῆς προπαγάνδας,  τὴν ἐλπίδα τῆς συνάντησης μ'  ἕναν ἄλλο κόσμο, τὸν κόσμο τῆς ἐλευθερίας, τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀλήθειας.
Καὶ δὲν ἦταν ἄραγε τὸ βιβλίο καρπὸς τῆς ἀτομικῆς προσπάθειας τοῦ δημιουργοῦ (αὐτῆς ποὺ ἀποζητοῦσε τὸ διάλογο καὶ προκαλοῦσε τὸ στοχασμό) μέσα ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ ὁποίου δραπέτευε μιὰ παρουσία ποὺ συνέτριβε τὸ ψέμμα, τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀδυναμία νὰ ζήσεις σ' ἕνα κόσμο ἐχθρικὸ καὶ ξένο;
Μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλή του παρουσία, κι ἀκόμη περνώντας μέσα ἀπὸ τὰ κιγκλιδώματα τῆς λογοκρισίας, τὶς πιέσεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς κάθε εἴδους, τὸ βιβλίο συνέχιζε νὰ παραμένει ἕνα σύμβολο κάθε δυνατῆς ἀντίστασης, ἕνας καρπὸς τῆς ἐλπίδας, μιὰ βοήθεια στὶς στιγμὲς ἀμηχανίας, τῆς παραίτησης, τῶν ἀμέτρητων ἀποτυχιῶν.
Πόσοι ἀπὸ μᾶς δὲν ἀναζητήσαμε ἀνοίγοντας μὲ θέρμη ἕνα βιβλίο, τὰ σημεῖα ἀνυποταγῆς, κουράγιο ἠθικὸ καὶ πολιτικό;
Ἀλλὰ στὸ βιβλίο, καὶ πρὶν ἀπ' αὐτὸ —στὸν ἴδιο τὸ συγγραφέα— εἶχε ἐπιβληθεῖ κατὰ τὴν ἐκτίμηση ἑνὸς συναδέλφου “τὸ καθεστὼς τῆς ὁμηρίας σὲ μία ξένη πόλη”, πολιορκημένο καθὼς ἦταν ἀπὸ πιέσεις καὶ ἐκβιασμοὺς κάθε εἴδους, παραπλανημένο ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ παγίδες ποὺ τοὺς εἶχαν στήσει μὲ ἰδιαίτερη ἐπιδεξιότητα καὶ δολιότητα.
Καὶ μ' ὅλα αὐτά, σὲ πεῖσμα τῶν δυσκολιῶν καὶ τῶν γνωστῶν κινδύνων, τὸν καιρὸ τῆς ἀπατηλῆς ἐπανεμφάνισης τῆς ἐλπίδας ἀνάμεσα στὰ χρόνια 1965-1970, καθὼς καὶ κατὰ τὴ φοβερὴ σκοταδιστική, ἀντιπνευματικὴ καὶ ἀντιδυτικὴ ἐπίθεση μετὰ τὸ 1971, τὸ βιβλίο, πολλὲς φορὲς ἀξιοπρόσεχτο, ἔντιμο, θαρραλέο, συνέχιζε νὰ ἐμφανίζεται.
Θὰ τολμήσω νὰ ἰσχυριστῶ, σ' αὐτὸ τὸ κείμενο, τὸ ἑξῆς: ἂν τὸ ἠθικὸ στίγμα τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ ὅπως καὶ καθετὶ ἁγνὸ στὴ ρουμανικὴ ψυχή, δὲν καταστράφηκε καθ'  ὁλοκληρία —ἡ γενναιοδωρία, ἡ ἀνεκτικότητα καὶ ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς δὲ μποροῦσαν νὰ ἐξαφανιστοῦν πλήρως— αὐτὸ τὸ θαῦμα ὀφείλεται στὴν ἀδιάλειπτη παρουσία τοῦ βιβλίου.
Ἀλλὰ οἱ συγγραφεῖς;
Λένε γι’ αὐτοὺς ὅτι εἶναι ὑπάρξεις ἔξω ἀπὸ τὰ κοινά. Στὴν πραγματικότητα, ὅλο καὶ πιὸ συχνά, οἱ συγγραφεῖς εἶναι ἄνθρωποι συνηθισμένοι, ὑποταγμένοι, καθὼς πρέπει, κύριοι καὶ ταυτόχρονα ἀπόπαιδα τῆς μοίρας. Τῆς μοίρας, τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἐπωμιστοῦν ἀκόμη καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφάσιζαν ν' ἀφιερωθοῦν στὴ συγγραφικὴ ἀπασχόληση. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ προορισμένοι νὰ ποῦν τὴν ἀλήθεια, τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν δική τους ἐμπειρία καθὼς καὶ γιὰ τὸν κόσμο στὸν ὁποῖο ἔζησαν. Κατὰ τὴν ἐγκαθίδρυση τοῦ κομμουνισμοῦ στὴ Ρουμανία, τὰ ἤδη μεγάλα καὶ γνωστὰ ταλέντα, ἀλλὰ καὶ οἱ νέοι συγγραφεῖς βρέθηκαν μονομιᾶς στὴν κατάσταση ἐκείνη, ποὺ δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἐκφράζουν αὐτὴν τὴν ἀλήθεια. Ἀποκλείουμε τὴν κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἔκαναν  συμφωνία μὲ τὸ διάβολο·  ἐκείνων ποὺ ὑπέστησαν ἀφόρητες πιέσεις ἀπὸ τὴ δικτατορία γιὰ νὰ παραδοθοῦν καὶ ἐκείνων ποὺ θὰ τὴ βοηθήσουν, αὐτῶν ποὺ ἐπέλεγαν νὰ ζήσουν στὸ ψέμμα καὶ νὰ ὑπηρετήσουν τὸ ψέμμα καὶ ἐκείνων ποὺ ἤθελαν ν' ἀποφύγουν μιὰ τέτοια κατάσταση. Ποιὲς δυνατότητες θὰ εἶχαν οἱ ὑπόλοιποι γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν;
Ὑπάρχουν ὁρισμένες ἀναγκαῖες ἐρωτήσεις, ὁπωσδήποτε ρητορικές. Ἐπειδὴ μία ἀνάλυση, γιὰ τὰ τελευταῖα τρία χρόνια, δείχνει ὅτι γενικὰ δὲν ὑπῆρχαν παρὰ μόνο λύσεις ἀτομικές, ἐπειδὴ οἱ ἀντιδράσεις τῶν συγγραφέων δὲν ἦταν τόσο ἑνιαῖες, ὅπως ἤθελε καὶ ἡ  Ἐξουσία, ἐπειδὴ τελικὰ τὸ πνεῦμα τῆς μεγάλης εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει στὴ Ρουμανία.
Ὅπως καὶ νὰ 'χει τὸ πράγμα δὲν εἶναι ἡ διαδικασία αὐτὴ ποὺ μ' ἐνδιαφέρει νὰ δείξω τώρα, ἀλλὰ νὰ περιγράψω σὲ γενικὲς γραμμὲς μιὰ κατάσταση, καὶ νὰ ἀποκαταστήσω μιὰ ἐπαφὴ μαζί της. Μέσα σ' αὐτὰ τὰ συμφραζόμενα, πρέπει νὰ εἰπωθεῖ, ἡ ἀναδρομικὴ καταδίκη εἶναι τὸ ἴδιο δικαιολογημένη τόσο οἱ βίαιες ἐνοχοποιήσεις ὅσο καὶ οἱ ἀνεύθυνες ἀθωώσεις.
Ἡ ἀποσαφήνιση τῶν καταστάσεων καὶ ἡ ὁριστικὴ ρήξη ἤσαν καὶ τότε, ὅπως σὲ ὅλες τὶς ταραγμένες ἐποχές, μιὰ διαδικασία μακροχρόνια καὶ συχνὰ πολὺ ἐπώδυνη. Μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων, ὁ διχασμὸς τῆς προσωπικότητας τῶν δημιουργῶν, κατὰ κάποιο τρόπο ἡ διασπασμένη προσωπικότητα ποὺ εἶχε γίνει δεύτερη φύση, ἦταν ἕνα ὑποχρεωτικὸ καθαρτήριο. Ἀλλὰ ἂν ὁ διχασμὸς ἦταν ἐπώδυνος καὶ ταυτόχρονα ἀναπόφευκτος, ἡ νίκη ἢ ἡ ἥττα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐπιβίωση, ἀποτιμάτο μὲ τὸ ποσοστὸ τοῦ συμβιβασμοῦ σὲ κάθε δημόσια ἐνέργεια (ἔκδοση βιβλίου, δημοσίευση ἄρθρων κ.λπ.), ποὺ ἐπέτρεπε, παρ' ὅλα αὐτά, μιὰ δυνατότητα διάκρισης τῆς προσωπικότητας τοῦ δημιουργοῦ. Ὁποιεσδήποτε ἄλλες ἐπιλογὲς εἶχαν ὡς ἐπακόλουθο τὸ σπέρμα τῆς πιθανῆς ἀποτυχίας: τὸν ἀποκλεισμὸ ποὺ ἀφοροῦσε ἐξίσου τοὺς διανοούμενους ποὺ ἦταν ἤδη νεκροὶ καὶ ἐκείνους ποὺ εἶχαν πρὶν πέσει σὲ χειμέρια νάρκη, ἔχοντες υἱοθετήσει τὴ σιωπή.  Ἔμενε, σίγουρα,  μετὰ τὴν ἑδραίωση τῆς κομμουνιστικῆς ἐξουσίας ἡ πιὸ ριζοσπαστικὴ λύση, ποὺ παρεῖχε ἡ ἰσχυρὴ προσωπικότητα, κάτι ποὺ δὲν παρουσιαζόταν δυστυχῶς πολὺ συχνὰ τοὺς ρουμάνους συγγραφεῖς.
Οἱ στρατηγικὲς τῆς ἐπιβίωσης ἦταν κι αὐτὲς διαφορετικές: ἀπὸ τὰ ἀνεξάντλητα στρατηγήματα ἐξαπάτησης τῆς ἄγρυπνης λογοκρισίας, ἕως τὴν λογοτεχνικὴ μεταφορά, τὴν παραβολὴ καί, ὄχι σπάνια, στὸ “συμβόλαιο σιωπῆς” μὲ τὴν  Ἐξουσία, ποὺ ἡ ἴδια ἐνδιαφερόταν πολὺ συχνὰ γιὰ τὴ δημιουργία ἐντυπώσεων ἐλευθερίας στὸν τομέα τῆς δημιουργίας.
Πόσο δράμα κρυβόταν σ' αὐτὴ τὴν προσπάθεια, πόσο δύσβατος καὶ γεμάτος κινδύνους ἦταν ἕνας τέτοιος δρόμος, εἶναι δύσκολο νὰ τὸ φανταστεῖ κάποιος ποὺ δὲν τὸν ἔχει βαδίσει.
Ἀλλὰ τί χάθηκε, ἀλήθεια, σ' αὐτὸ τὸ δρόμο; Ἡ ἀπάντηση σ' αὐτὴν τὴν ἐρώτηση, ἡ ἀναφορὰ γιὰ παράδειγμα σὲ τέτοιες προσωπικὲς περιπτώσεις (μεγάλοι συγγραφεῖς ὅπως ὁ Blaga, ὁ Arghezi, ὁ Voiculescu κ.ἄ.) εἶναι ἐνδιαφέρουσα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἐξαιρέσεις: οἱ μεγάλες τραγικὲς ἑξαιρέσεις, αὐτὲς οἱ ὁποῖες πιστοποιοῦν μία κατάσταση ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τὸν γενικὸ κανόνα. Τὰ προσωπικὰ δράματα, ὅσο πολυάριθμα καὶ μεγάλα κι ἂν ἦταν (μερικὰ ἀπ' αὐτὰ ὁδήγησαν τόσα φωτεινὰ ὀνόματα  στὴ δειλία καὶ στὴν ἔκπτωση ἢ σὲ συμβιβασμοὺς τῆς ντροπῆς ποὺ τοὺς ἔκαναν ἀναπόφευκτους ἡ ἀποδοχὴ ὁρισμένων διευκολύνσεων ποὺ παρεῖχε τὸ καθεστώς), δὲν μποροῦν  δυστυχῶς νὰ μειώσουν τὴ σημασία  τοῦ κακοῦ ποὺ ἔκανε ὁ κομμουνισμὸς στὴν οὐσία τῆς ρουμανικῆς λογοτεχνίας, στὴ φυσιολογικὴ ἐξέλιξή της, στὴν ἀνάγκη της νὰ συντονιστεῖ  μὲ τὶς μεγάλες λογοτεχνίες τοῦ κόσμου.
Χωρὶς διάθεση νὰ ἱεραρχήσουμε καὶ χωρὶς νὰ εἰσέλθουμε σὲ λεπτομέρειες, αὐτὸ τὸ κακὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἐντοπιστεῖ σὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς πιὸ ἐνδιαφέρουσες κατευθύνσεις τους ὅπως:
α) Στὴν  ὑπεξαίρεση τῆς λογοτεχνικῆς  δημιουργίας στὴν πιὸ βαθιὰ ἔννοιά της —μιᾶς δημιουργίας ποὺ σημαίνει, πρὶν ἀπ'  ὅλα, νεωτερισμό, πρωτοτυπία καὶ βιώσιμη παρουσία— μὲ τὸν περιορισμό της σὲ σχήματα προκαθορισμένα, καὶ στὴν ἐπιβολὴ ὑποχρεωτικῆς ποσότητας παραγωγῆς ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑπηρετεῖ, νὰ φωτίζει καὶ νὰ προάγει μία ὁλόκληρη πομπὴ ἀπὸ χίμαιρες τῆς κομμουνιστικῆς οὐτοπίας.
Στὴν πρώτη φάση αὐτὴ τοῦ σταλινικοῦ, σοσιαλιστικοῦ ρεαλισμοῦ τὰ πλάνα ἐτίθεντο μὲ μεγάλη αὐστηρότητα καὶ ἀποφασιστικότητα. Ἡ μεταγενέστερη προπαγάνδα προσπάθησε ν' ἀφομοιώσει τὰ πάντα σὲ μία “αἰσθητική” πιὸ λεπτή, ἡ ὁποία τελικὰ στὴν πρακτική της ἔπρεπε νὰ εἶναι, ὅπως εἶχε ὀνομαστεῖ, διαδικασία τῆς δημιουργίας τοῦ “νέου ἀνθρώπου”.
β) Ἀπὸ τὴ διαδικασία αὐτὴ καὶ τὰ συμπληρώματά της ὁδηγούμαστε στὴν ἀφομοίωση τῆς λογοτεχνικῆς δημιουργίας τῆς ποίησης κυρίως, ἀλλὰ καὶ τῆς πεζογραφίας ἀπὸ τὴν προπαγάνδα, πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει, ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν καλύτερη περίπτωση, τὴν ἐκμηδένιση τῆς ἀδέσμευτης ἐπιλογῆς τοῦ συγγραφέα στὴν ἐκλογὴ τοῦ θέματος  καὶ τῶν μέσων, συνεπῶς μιὰ δολοφονικὴ ἀπόπειρα, ὡς πρώτη συνθήκη γέννησης ἑνὸς αὐθεντικοῦ ἔργου: μιὰ ἀπόπειρα, δηλαδή, ἐναντίον τῆς ἐλευθερίας  τοῦ πνεύματος καθὼς καὶ τῶν ὑπὸ δημιουργία προϊόντων του.
Ὑποκύπτοντας σ' αὐτὴ τὴ στρατηγική, ἡ ζωή, ἡ πραγματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἱστορία, δὲ μποροῦσαν νὰ διεισδύσουν στὴ λογοτεχνία, παρὰ μόνο προσεχτικὰ θεωρημένες καὶ φιλτραρισμένες —καὶ συχνὰ συνέβαινε νὰ προσαρμόζονται στὶς  συνθῆκες, νὰ ταυτίζονται μὲ τὴν ἀπάτη ἢ μὲ τὶς προοπτικὲς τῆς ἐξουσίας.
γ) Στὴν ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἔκπτωση τῆς ρουμανικῆς διανόησης καί, κυρίως, τῶν νέων, μέσῳ τῆς ἐπιβολῆς ἑνὸς μεγάλου ἀντιπερισπασμοῦ ποὺ συνίστατο στὴ μέθοδο τῶν βάναυσων ἀπαγορεύσεων (ὅπως στὴν περίοδο τοῦ σταλινισμοῦ), καθὼς καὶ μέσῳ τοῦ ἐμπαιγμοῦ τῆς ἐθνικῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, διὰ τῶν ἀποσπασματικῶν ἢ σημαντικὰ ἀκρωτηριασμένων ἔργων τοῦ παρελθόντος. Αὐτὸς ὁ μεγάλος ἀντιπερισπασμὸς τῆς κομμουνιστικῆς προπαγάνδας, πάσχιζε νὰ παρουσιάσει δημιουργικὴ ἐργασία διὰ τῶν ἀποσπασματικῶν ἐκδόσεων μερικῶν ἔργων, πράγματι λογοτεχνικῶν γεγονότων (ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο, παρέμεναν τέτοια ἀκόμη κι ὅταν ἔλλειπε τὸ ἀνάλογο πολιτιστικὸ κλίμα γιὰ τὴν ἐλεύθερη καὶ κατάλληλη πρόσληψή τους), μιὰ διαδικασία ποὺ στὴν πραγματικότητα, δὲν ἀποσκοποῦσε παρὰ στὴν κατάκτηση εἴτε ἄμεσα, εἴτε προοπτικά, τῆς συγκατάθεσης τῶν νέων γενεῶν διανοουμένων ἢ καὶ τῆς συνεργασίας τῶν πιὸ διστακτικῶν ὅπως αὐτούς.
δ) Στὴ συστηματικὴ παρεμπόδιση τοῦ δικαιώματος τῆς ἔκδοσης τῶν ἔργων νέων δημιουργῶν, παράλληλα μὲ τὴ γελοία ἀναπαραγωγὴ τοῦ ἐρασιτεχνισμοῦ. Ἡ στρατηγικὴ αὐτὴ —γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμη— ὑπῆρξε, διαβολική, ἐπειδὴ ταυτόχρονα μὲ τὸν αὐστηρὸ ἔλεγχο τῆς αὐθεντικῆς πολιτιστικῆς συνείδησης (ἡ ἐπιθυμία τῆς ὁποίας ἦταν νὰ εὐθυγραμμιστεῖ μὲ τὴν παγκόσμια λογοτεχνικὴ κίνηση, καὶ τὴν ὁμαλὴ ἐξέλιξη, ἀφομοιώνοντας τὸ ἴδιο τὸ μέλλον) ἐμπόδιζε, ἀκριβῶς, τὴν μοναδικὴ αἰχμὴ δόρατος ποὺ ἦταν ἱκανὴ νὰ διαπεράσει τὸ παραπέτασμα καπνοῦ ποὺ τύλιγε τὸ  ἰδεολογικὸ καὶ πολιτιστικὸ τεῖχος.
Ἀλλά, προφανῶς, ἡ πιὸ σημαντικὴ φθορὰ ποὺ ἐπέφερε ὁ κομμουνισμὸς στὸν τομέα τῆς λογοτεχνίας ἦταν ἐκείνη συνεπάγονταν ἡ παρεμπόδιση τῆς λειτουργίας τοῦ δημιουργικοῦ πνεύματος καθ' ἐαυτοῦ, αὐτοῦ ποὺ θεμελιώνεται στὴν προαγωγὴ τῶν αἰώνιων ἠθικῶν ἀξιῶν, τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψης τοῦ ἀτόμου, τῆς ἐλεύθερης ἔκφρασης, τῶν ἀρετῶν ποὺ γίνονταν, ἀλίμονο, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ὅλο καὶ πιὸ σπάνιες: τῆς φιλαλληλίας, τῆς γενναιοδωρίας, τοῦ πνεύματος, τῆς ἰσορροπίας καὶ τοῦ μέτρου, τοῦ πυρετοῦ ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας, τῆς πίστης σὲ μιὰ ἐνδόμυχα βιωμένη ἰδέα, τῆς ἴδιας της πίστης.
Ἡ παραπάνω φθορὰ συνδυάστηκε μὲ μιὰ γιγάντια προσπάθεια βιασμοῦ τῆς γλώσσας, καὶ μετατροπῆς της σὲ φορέα ἰδεολογικῶν ἀναθυμιάσεων. Ἡ ρουμανικὴ γλώσσα ἀντιστάθηκε μέχρι τέλους στὸ “ἔργο” τοῦ ρουμάνικου κομμουνισμοῦ, ποὺ ἄφησε ὡστόσο βαθιὰ ἴχνη ἐπάνω της, τῶν ὁποίων τ' ἀποτελέσματα φαίνονται καὶ θὰ φαίνονται ἀκόμη γιὰ πολὺ καιρό.
Ἡ ἐλπίδα τοῦ ρουμάνου συγγραφέα μετὰ τὸ 1989, μετατράπηκε σὲ ἀπελπισία. Στὴν πράξη αὐτὴ ἡ ἀπελπισία ἐκδηλώθηκε ὡς βίαιη ἀμφισβήτηση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ταυτόχρονα μὲ μιὰ πυρπόληση τῶν προσδοκιῶν τοὺς ἐκ μέρους τῶν κυβερνώντων καὶ μὲ μιὰ σιωπηλὴ παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση λύσεων. Δυστυχῶς, ἡ ἀπελπισία ἀντὶ νὰ ὁδηγήσει σὲ μιὰ σύμπλευση τῶν δημιουργικῶν δυνάμεων, ὁδήγησε τὸν κόσμο τῆς διανόησης σὲ ἕναν ἀκραῖο διαμελισμό, ἐπιτεινόμενο ἀφενὸς ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἑνιαίας στρατηγικῆς προτεινόμενης ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ ἐκτελεστικὴ ἐξουσία ἀφετέρου ἀπὸ τὴν ἀνικανότητα τῶν διανοουμένων νὰ κατανοήσουν αὐτὴ τὴν καινούργια πραγματικότητα.
Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ὡς τὴν ἀδιαφορία δὲν ὑπῆρχε παρὰ μόνο ἕνα βῆμα. Βῆμα ποὺ δυστυχῶς ἔγινε αὐτοὺς τοὺς τελευταίους μῆνες. Ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀπάθεια καταλαμβάνει τὴν πλειοψηφία περίπου τῆς ρουμάνικης διανόησης. Ὡς ὑπαρξιακὸ θέαμα αὐτὴ ἡ κατάσταση ἐκφράζεται σὰν μιὰ ἀτελείωτη θλίψη, ἐνῶ ὡς κοινωνικὴ κατάσταση ὁδηγεῖ τὴν προσπάθεια γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ἀληθινῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας σὲ μιὰ ἀπίστευτη ἐμπλοκή.
Ἀλλὰ ὁ δρόμος τοῦ ἐξορκισμοῦ τοῦ δαίμονα ποὺ ἐγκαταστάθηκε ἀνάμεσά μας καθὼς καὶ σ' ὁλόκληρο τὸ ρουμανικὸ λαό, μόλις ἄρχισε. Τί σημαίνει αὐτό; Μία via crucis, [ὁδὸς θυσίας] στὸ τέλος τῆς ὁποίας τί μᾶς περιμένει; Ἡ λύτρωση; Μιὰ νέα ἀρχή; Μία ἄλλη via crucis;
Αὐτὲς εἶναι ἐρωτήσεις στὶς ὁποῖες δὲν ἐπιχείρησα νὰ δώσω ἀπάντηση. Ὅπως καὶ νὰ 'χει τὸ πράγμα, χωρὶς τοποθετοῦμε σὲ παρενθέσεις τὸ κοινὸ παρελθόν μας, μακρινὸ ἢ πρόσφατο, πρέπει νὰ προχωρήσουμε.
Ἡ μνήμη, μᾶς ἔχει στήσει καρτέρι  καὶ μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι ἕνας κόσμος χωρὶς αὐτὴν εἶναι ἕνας κόσμος χωρὶς ἐλπίδα.


          Ἰούλιος 1993

Δεν υπάρχουν σχόλια: