Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2012

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Η ΑΛΗΣΜΟΝΑ. ΑΠΟ ΤΑ ΜΝΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ..!

Φωτογραφία:Γιάννης Πατίλης
Ἀ­λη­σμό­να
Ἀ­πὸ τ μνή­μα­τα στ μνη­μεῖ­α
το Δη­μή­τρη Γ. Κα­νελ­λό­που­λου

Σχέ­διο γι ἕ­να ἐ­πι­τύμ­βιο

Τ λό­για τῆ­ς ἀ­γά­πης σας
πο ξέ­χα­σα
τ νύ­χτα  ου­ρα­νός
μο τ γυ­ρί­ζει σ’ ἄ­στρα
Βαγ­γέ­λη­ς Ἀ­πο­στο­λό­που­λος
Μι­κρὲ­ς Ἀ­λε­ξάν­δρει­ες,
σελ. 23, 1990, Ἀ­χα­ϊ­κὲ­ς Ἐκ­δό­σεις.


Τς κρύ­ες νύ­χτες το χει­μῶ­να, κα­θό­μουν μα­ζί του στ πα­ρα­γώ­νι. Στ δε­ξιὰ πλευ­ρά, π’­ ἀ­κουμ­ποῦ­σε στ μι­σάν­τρα. Τ κα­θι­στι­κό μας τ φώ­τι­ζε μί­α λάμ­πα πε­τρε­λαί­ου π’ ἄ­να­βε νω­ρὶ­ς  «γριά» —  για­γιά μου. Ἔ­τσι τὴ­ν ἀ­πο­κα­λοῦ­σα κι ἐ­γώ, μι­μού­με­νος τν γέ­ρο-πάπ­πο μου. Τ κού­τσου­ρα ἔ­και­γαν, κά­τι με­γά­λες πο­λύ­χρω­μες φλό­γες κι ἐ­μεῖς, κα­θό­μα­στα­ν ἐ­κεῖ ν ἀ­πο­φύ­γου­με τ κρύ­ο –δη­λη­τή­ριο, φαρ­μά­κι τ σκα­σμέ­νο– ἔ­λε­γε ἡ­ γριά, ν πε­ρά­σει  ὥ­ρα, μέ­χρι ν πᾶ­με γι­ὰ ὕ­πνο στν κά­μα­ρη. 
Ο ἱ­στο­ρί­ε­ς ἄρ­χι­ζαν συ­νή­θως με­τὰ τὸ ­φα­γη­τὸ – δι­α­δι­κα­σί­α το φα­γη­τοῦ εἶ­χε μιὰ ἱ­ε­ρο­τε­λε­στία, τί­πο­τα δν τν δι­έ­κο­πτε– καὶ­ συ­νε­χί­ζον­τα­ν ἕ­ω­ς ὅ­του ἔ­γερ­να τ κε­φά­λι μου πά­νω στ στῆ­θος του κι  γλυ­κὸ­ς ὕ­πνος, μοῦ ­βά­ραι­νε τ βλέ­φα­ρα.  
Πό­σε­ς ἐ­κμαι­εύ­σει­ς ὅρ­κων, πό­σε­ς ὑ­πο­σχέ­σεις μο ἔ­παιρ­νε ἐ­κεῖ­να τ βρά­δια, γιν τοῦ­ἀ­πο­δεί­ξω τε­λι­κά, ὅ­τι μο­νά­χα ἐ­κεῖ­νο­ν ἀ­γα­πῶ­πε­ρισ­σό­τε­ρο στν κό­σμο…  «γριά» δι­α­μαρ­τυ­ρό­ταν κα­μιὰ φο­ρὰ ἔν­το­να:
—Εἶ­ναι δι­κό μου ρ τ παι­δί… ἔ­λε­γε καὶ­ συ­νέ­χι­ζε τ δου­λειά της.
—Πο τ βρῆ­κε­ς ἐ­σὺ τ παι­δί; τῆ­ς ἀ­παν­τοῦ­σε ρω­τών­τας τη­ν   γέ­ρος. Κα­νέλ­λο τ λέ­νε  τὸ­ παι­δί… 
—Γι ρώ­τα το, ν ἰ­δεῖς τί θ σο πε, ἀ­παν­τοῦ­σε ἡ γριά… 
—Τί λέ­ει ἡ πα­λι­ό­γρια παι­δά­κι μου; μὲ ρω­τοῦ­σε ­ἔκ­πλη­κτος, σμί­γον­τας τὰ φρύ­δια του ὁ πάπ­πος.

Ἐ­γὼ θύ­μω­να κι ἔ­λε­γα:
—Τί λς μω­ρ’ δό­λια γριά, πο μ βρῆ­κε­ς ἐ­σύ; στ δρό­μο μ βρῆ­κες; Ἐ­γὼ εἶ­μαι Κα­νέλ­λος καὶ ­εἶ­μαι παι­δὶ το παπ­πού­λη μου…
—Τί λς ρ λω­βι­ά­ρι­κο; Για­τί λς ψέ­μα­τα ρὲμ­πά­σταρ­δε; Τί μοὔ­λε­γε­ς ἐ­ψὲς ποσ’ ἔ­φερ­να κού­τσια ἀ­π’ τὸ­ν Ἄ­η Γι­ω­ρη…;
—Χά, χ σ κο­ρό­ϊ­δε­ψα δό­λια γριά, τί νό­μι­σες; Ἐ­γὼ εἶ­μαι Κα­νέλ­λος! γι νμπά­ρεις κού­τσια στ εἶ­πα… ἀ­μή….
—Μπρά­βο που­λά­κι μου! ἔ­λε­γε ὁ γέ­ρος κι ἡ­ γριὰ ἔ­κα­νε πς θύ­μω­νε:
Ἄιν­τε ρ λε­βι­θι­ά­ρι­κο κι ἅ­μα σ πά­ρω ἐ­γὼ ­ξα­νὰ κού­τσια…. Ἄ­ϊν­τε κα θ ἰ­δῆς
Ἐ­κεῖ, σ’ αὐ­τὸ τ πα­ρα­γώ­νι, πέ­ρα­σα τ πι­ὸ ­ὄ­μορ­φα χρό­νια τς ζω­ῆς μου, μέ­σα σ μι­ὰ­ ἐ­λευ­θε­ρία πο πο­τὲ δὲ­ν ἔ­νι­ω­σα ξα­νά, πο­τὲ στὴ ­ζω­ή μου… Ἐ­κεῖ ἄ­κου­σα πολ­λὲς και­νούρ­γι­ες λέ­ξεις˙ ἐ­κεῖ ἄρ­χι­σαν ο λέ­ξεις ν γε­μί­ζουν τν ψυ­χή μου. Κι ὅ­τα­ν ἀρ­γό­τε­ρα, βρέ­θη­κα στὴ­ν Ἀ­θῆ­να κι  μά­να μου μ πί­ε­ζε ν μν τὶ­ς ἀ­να­φέ­ρω, για­τί θ μς λέ­νε «βλά­χους καὶ ­χω­ριά­τες», τ’ ἄλ­λα παι­διὰ τς γει­το­νιᾶς, ἐ­γὼ ­τὶ­ς ἔ­κρυ­βα μ προ­σο­χὴ βα­θειὰ μέ­σα  στν ψυ­χή μου, τὶ­ς ἕν­τυ­να μ τκα­λύ­τε­ρα αἰ­σθή­μα­τα καὶ­ νὰ πο ᾖρ­θε ἡ ὥ­ρα ν τς βγά­λω τώ­ρα στὴ­ν ἐ­πι­φά­νεια κα ν μι­λή­σω μ’ αὐ­τές, κα γι­ὰ ­αὐ­τές.
Ἕ­να τέ­τοι­ο βρά­δυ, πο μ πῆ­ρε  πάπ­πος μου στ πα­ρα­γώ­νι κα μοὔ­λε­γε ἱ­στο­ρί­ες γι τὴ ­Μι­κρα­σία, γυ­ρί­ζει ξαφ­νι­κὰ κα μ ρω­τά­ει:
—Βρ σύ, θ μο ἀ­νά­βεις κά­να κε­ρί, ὅ­ταν μὲ­πά­ρου­νε στὴ­ν Ἀ­λη­σμό­να;
—Πο εἶ­ναι  Ἀ­λη­σμό­να ρ παπ­πού­λη, στν Κα­σαμ­πά;
Ὄ­χι βρ, στ Κυ­πα­ρίσ­σια, μο λέ­ει ὁ­γέ­ρος… ἐ­κεῖ κά­του, πλά­ι στὴ­ν ἐκ­κλη­σιά
—Κά­θε μέ­ρα θ σο φέρ­νω κε­ρὶ παπ­πού­λη… το ἀ­πήν­τη­σα μ ἔ­χον­τας συ­ναί­σθη­ση για­τί νὰ ­τοῦ πη­γαί­νω κά­θε μέ­ρα κε­ρί.
Ἄ­ϊ ρ ψεύ­τη, μο λέ­ει, πο θ μο φέρ­νεις κά­θε μέ­ρα κε­ρί. Πς θ μοτφέρ­νεις, ἀ­φοῦ ­θὰ μέ­νεις στὴ­ν Ἀ­θή­να…;
Ἐ­γὼ δ θ μέ­νω στὴ­ν Ἀ­θῆ­ναἐ­δῶ θ μέ­νω.Ἐ­δῶ μα­ζί σου… το ἔ­λε­γα κι αὐ­τὸς γε­λοῦ­σε. Βλέ­πον­τα­ς ὅ­μωςὅ­τι στε­να­χω­ρι­έ­μαι, ἔ­κα­νε πς μ πι­στεύ­ει. Κι ἔ­παιρ­νε τέ­λο­ς  συ­ζή­τη­ση γι­ὰ­τὴ­ν Ἀ­λη­σμό­να.

Στ μυα­λό μου καρ­φώ­θη­καν ο λέ­ξεις αὐ­τὲς κι­ ὅ­τα­ν ἀρ­γό­τε­ρα με­γά­λω­σα κά­πως, μ τ’ ἄλ­λα παι­διὰ στ χω­ριό τ κα­λο­καί­ρια, ἔ­κα­να τὶ­ς ἐ­ξορ­μή­σεις μου στὴ­ν ἐκ­κλη­σιὰ πο μ μά­γευ­ε μέ­σα κι ἔ­ξω. Κα­τά­λα­βα σι­γά-σι­γὰ τί ἐν­νο­οῦ­σε­ ὁ παπ­πού­λης μου, ὅ­τα­ν ἔ­λε­γε στὴ­ν Ἀ­λη­σμό­να κα στ Κυ­πα­ρίσ­σια. Αὐ­τὸ­ς ἦ­ταν πού, με­ρι­κὰ χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, μοῦ ­ἐ­ξή­γη­σε ἁ­πλο­ϊ­κά, τί εἶ­ναι θά­να­τος. Δη­μι­ουρ­γή­θη­κε μέ­σα μου ἕ­να κε­νό. Κι ἕ­να με­γά­λο ἐ­ρω­τη­μα­τι­κό, στ ὁ­ποῖ­ο ἔ­κα­να χρό­νια ν βρ –ν βρή­κα– ἀ­πάν­τη­σηἘ­γὼ δὲ­ν ἤ­θε­λα ν πά­ει στ Κυ­πα­ρίσ­σια, οὔ­τε στὴ­ν Ἀ­λη­σμό­να.Ἤ­θε­λα ν μεί­νει γι πάν­τα στ σπί­τι μας κι­ ἐ­γὼ γι πάν­τα στ πλά­ι του.
*
 Ἀ­λη­σμό­να. Τ «Κυ­πα­ρίσ­σια». Ἐ­κεῖ ποὺ­πη­γαί­νου­ν ὅ­λοι. Πί­σω ἀ­πὸ τὴ­ν ἐκ­κλη­σιά. Κά­ποι­ες φο­ρές, βρε­θή­κα­με μα­ζὶ στὴ­ν ἐκ­κλη­σιά.Ὅ­σες φο­ρὲς πή­γα­με μα­ζί, ἔ­πια­νε τ πρῶ­το στα­σί­δι πλά­ϊ στ με­σια­νὴ πόρ­τα. Τρες τέσ­σε­ρις θέ­σεις πρν τ δε­ξὶ ψαλ­τῆ­ρι. Τό­τες, πα­πὰ­ς ἦ­τα­ν ὁ Πα­πα­τσά­κω­νας. Στε­νός του φί­λος κακα­τὰ  ἕ­να τρό­πο, συγ­γε­νὴ­ς ἐ­ξἀγ­χι­στεί­ας.
Θυ­μᾶ­μαι ἦ­ταν Κυ­ρια­κή. Μι λαμ­πε­ρή, ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κη μέ­ρα. Δὲ­ν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε ἕ­να τό­σο δ συν­νε­φά­κι στν οὐ­ρα­νό. Πή­γα­με μα­ζὶ στὴ­ν ἐκ­κλη­σιά, πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με τ λει­τουρ­γί­α καὶ ­με­τὰ εἶ­πε:
—Πᾶ­με τώ­ρα, ν βά­λου­με ἕ­να κε­ρά­κι στοὺ­ς ἀ­πο­θα­μέ­νους μας. Πή­ρα­με κε­ριά, μ’ ἔ­δω­κε κά­τι πεν­τα­ρο­δε­κά­ρες κα τὶ­ς ἔ­ρι­ξα ἐ­γὼ στ παγ­κά­ρι κα βγή­κα­με ἀ­πὸ τ με­σια­νὴ πόρ­τα. Κολ­λη­τὰ ­μὲ τ ἱ­ε­ρό, εἶ­ναι  ἁ­ψι­δω­τὴ εἴ­σο­δος ποὺ­ περ­νών­τας την, μπαί­νεις στὴ­ν Ἀ­λη­σμό­να. Μι­ὰ ­μα­γεία. Ψη­λὰ κυ­πα­ρίσ­σια τή­ν ἔ­φερ­ναν γύ­ρω κι ­ἀ­νά­με­σα στ μνή­μα­τα ὑ­πῆρ­χαν πα­λι­ὲ­ς ἐ­λη­ές, γέ­ρι­κες. Μι πα­σχα­λιά, σκορ­ποῦ­σε τν εὐ­ω­δί­α της. Κα κρί­να, σὰ­ν ἐ­κεῖ­να πο κρα­τά­ει ὁ­ ἄγ­γε­λος στχέ­ρι κα τ προ­σφέ­ρει στν Πα­να­γιά, στν με­γά­λη εἰ­κό­να, ἀ­ρι­στε­ρά τῆ­ς Ὡ­ραί­ας Πύ­λης, ὄ­χι σν τ ἄλ­λα τοῦ­ ἐμ­πο­ρίου. Κρί­να ὁ­λό­λευ­κα κα μώβ. Καὶ ἄ­γρια λου­λού­δια παν­τοῦ. Ζου­ζού­νι­ζα­ν ἔν­το­μα μέ­σα σ’ αὐ­τὸ τ ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κο θάμ­πος.
Μπῆ­ρε ἀ­π’ τ χέ­ρι κα εἶ­πε:
—Πρό­σε­χε, θ πα­τεῖ­ς ὅ­που πα­τῶ. Δν κά­νει νὰ ­πα­τᾶ­με πά­νω στος κοι­μι­σμέ­νους…
Πή­ρα­με λί­γο λο­ξὰ ἕ­να μι­κρὸ κα­τη­φο­ρά­κι. Οἱ­ τά­φοι χω­μά­τι­νοι, λου­λου­δι­α­σμέ­νοι, ξέ­σκε­ποι· που­θε­νὰ μάρ­μα­ρα κα μαρ­μα­ρί­νες. Μι γα­λή­νη παν­τοῦ. Ἐ­κεῖ ποὺ ἦ­ταν τ κε­φά­λι τν νε­κρῶν, μι γκρί­ζα πέ­τρα σκα­λι­στὴ κα μι ἐ­σω­χή σκαμ­μέ­νη πά­νω της, ἔ­τσι πο ν μπαί­νει τ κε­ρὶ μέ­σα της. Καὶ­ ξύ­λι­νοι σταυ­ροί. Ἔ­βλε­πα μ δέ­ος.
Ἐ­δῶ εἴ­μα­στε εἶ­πε· νά, ἐ­δῶ ἔ­χουν πλα­γιά­σει ὁ ­δό­λιο-πα­τέ­ρας μου,  για­γιά σου,  μαῦ­ρο-Νι­ό­νι­ο­ς  θεῖ­ος σου πο πῆ­γε ἄ­γου­ρος δε­κα­ο­χτὼ χρο­νῶν,  ἀ­δερ­φού­λα σου… οὖ­λοι ­ἐ­δῶ… Ἀ­νά­ψα­με τ κε­ριά, σταυ­ρο­κο­πη­θή­κα­με κα γυ­ρί­σα­με πί­σω.
*
Τ κα­λο­καί­ρια, ὅ­ταν γύ­ρι­ζα στος δρό­μους κα στ σο­κά­κια τῆς Νε­μού­τας,  Ἀ­λη­σμό­να, εἶ­χε τν προ­τί­μη­σή μου. Παί­ζα­με μπά­λα στν με­γά­λο πε­ρί­βο­λο τῆ­ς ἐκ­κλη­σιᾶς κα πολ­λὲς φο­ρὲς μ τν προ­τρο­πή μου, εἰ­σβά­λα­με στὸ­ κοι­μη­τῆ­ρι μέ­ρα, ἀ­πό­γι­ο­μαἀ­κό­μη κα βρά­δυ γι ν ἐ­λέγ­ξου­με ἂν κυ­κλο­φο­ροῦ­ν  ν μι­λᾶ­νε με­τα­ξὺ τους ο ἀ­πο­θᾳ­μέ­νοι. Πο­τὲ δν δι­α­πι­στώ­σα­με κά­τι τέ­τοι­ο. Ὑ­πῆρ­χε ὅ­μως μί­α φη­μο­λο­γί­α, πο δν μπο­ρού­σα­με ν τὴ­ν ἀ­πορ­ρί­ψου­με.
Τ «Κοι­μη­τῆ­ρι», τ «Κυ­πα­ρίσ­σια», «Ἀ­λη­σμό­να», ὅ­πως κι ν τ λέ­γα­με τὸ ­νε­κρο­τα­φεῖ­ο το χω­ριοῦ ἦ­ταν μέ­ρος, τοῦ ­σύμ­παν­τός μου, ἐ­κεῖ­να τ χρό­νια πο ἔ­κα­να τὰ­ πρῶ­τα μου βή­μα­τα στ ζω­ή. Ο ἱ­στο­ρί­ες ποὺ­ ἄ­κου­γα, κυ­ρί­ω­ς ἀ­πὸ τν για­γιά μου, κι ἀ­πὸ τὶ­ς ἄλ­λες γε­ρόν­τισ­σε­ς ἔ­κα­ναν τν φαν­τα­σί­α μου ἀ­χα­λί­νω­τη. Για­τί πέ­θαι­ναν οἱ­ἄν­θρω­ποι; Πο πή­γαι­ναν ο ψυ­χὲς τους;  
Ὅ­πως κα στος ζων­τα­νοὺς συν­το­πῖ­τες μου, (ἐ­κεί­νη τὴ­ν ἐ­πο­χὴ τν παι­δι­κῶν μου χρό­νων) ο δι­α­φο­ρές, ἔ­τσι κα στος πε­θα­μέ­νους δὲ­ν ἤ­σαν με­γά­λες. Ο τά­φοι ἁ­πλοίἀ­πέ­ριτ­τοι· οἱ­ σταυ­ροὶ ξύ­λι­νοι κα κα­νέ­νας σι­δε­ρέ­νι­ο­ς ἐ­δῶ ­κι ἐκε.
*
Ἔ­τυ­χα κα σ δυ­ὸ ἐκ­φο­ρέςἐ­κεῖ­να τ χρό­νια στ Νε­μού­τα. Στ μι, το πά­πα-Μι­χά­λη καὶ ­στὴ­ν ἄλ­λη το Λι­α­κου­ρο-Γι­ώ­ρη.  για­γιά μου μ πῆ­ρε μα­ζί της. Τν πα­πα-­Μι­χά­λη, τν σκό­τω­σε ἕ­νας κε­ραυ­νός, ἀ­νή­με­ρα τῶν Φῶ­των, κα­θὼς πή­γαι­νε ν’ ἁ­γιά­σει τ σπί­τια, στὸ χωριὸ ποὺ διάβαζε. Λέ­γα­νε ὅ­τι τ μι­κρὸ του παι­δί,  Πα­να­γι­ω­τά­κης, πή­γαι­νε λί­γο πι μπρο­στὰ κρα­τών­τας τν τέ­σα μ τὸ­ βα­σι­λι­κό, ὅ­που βού­τα­γε  πα­πὰς τ σταυ­ρὸ κι ­ἔ­βρε­χε μ’ ἁ­για­σμὸ τ σπί­τια, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ θαῦ­μα γλί­τω­σε. Τρά­βη­ξε λέ­γα­νε  πα­πὰ­ς ὅ­λο τν κε­ραυ­νὸ πά­νω του κι ἔ­τσι γλί­τω­σε τ παι­δί. Γι τὸ­ν ἔ­ρη­μο Γι­ώ­ρη, δν ξέ­ρω ἀ­πὸ τί πέ­θα­νε. Τ πα­γω­μέ­νο κου­φά­ρι του, μέ­σα στὴ­ν ἀ­πέ­ριτ­τη κά­σα, ἔ­μει­νε μιὰ νύ­χτα ὁ­λά­κε­ρη μέ­σα σ’ ἕ­να δω­μα­τιά­κι ποὺ ὑ­πῆρ­χε στ δε­ξιά, κα­θὼς μπαί­να­με στν αὐ­λὴ τῆ­ς ἐκ­κλη­σιᾶς. Θυ­μᾶ­μαι τὰ με­γα­λύ­τε­ρα παι­διά, τ Λάμ­προ, τν Μα­νι­κά­κια, τν Λά­κη τν Πέ­τσα, τν κι­τρι­νιά­ρη τν Μπο­για­τζὴ κι ἄλ­λα, σν κλεί­δω­σε  παπ­πᾶς τν πορ­το­πού­λα κι ἔ­φυ­γε, ἄρ­χι­σαν ν τν κλω­τσοῦν κα ν φω­νά­ζουν:
—Γι­ώ­ρη, ἔ­βγα ὄ­ξω ρέ….
*
 Ἡ κα­τα­στρο­φὴ (ἀ­νά­πτυ­ξη ὅ­πως λέ­νε σή­με­ρα), ᾖρ­θε ἀρ­γό­τε­ραἘ­κεῖ πρς ττέ­λος τς δε­κα­ε­τί­ας το ’60. Εἶ­ναι  ἐ­πο­χὴ πο ἄρ­χι­σαν ν ἔρ­χον­ται τ πρῶ­τα τσέ­κια ἀ­πὸ τ Γερ­μα­νί­α, λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ν δί­δον­ται τ πρῶ­τα δά­νει­α­ ἀ­πὸ τὴ­ν Ἐ­θνι­κὴν Κυ­βέρ­νη­σιν, «δι τὴ­ν ἐ­νί­σχυ­σιν τῆ­ς ἀ­γρο­τι­κῆς τά­ξε­ως» κα γε­νι­κῶς μέ­σα στ πνεῦ­μα «τῆ­ς Ἑλ­λά­δος τῶ­ν Ἑλ­λή­νων Χρι­στια­νῶν», ἐ­πῆλ­θε μί­α ξέ­φρε­νη «ἀ­νά­πτυ­ξις»,  ὁ­ποί­α συ­νε­χί­ζε­ται ἀ­δι­α­λεί­πτως, μέ­χρι κα σή­με­ρα.  «Ἀ­λη­σμό­να», δὲ­ν ἔ­μει­νε μα­κρὰ­ν  ἐ­κτὸς τς «Ἀ­να­πτύ­ξε­ως»! Στα­δι­α­κῶ­ς ἄρ­χι­σε  κο­πὴ τν κυ­πα­ρισ­σι­ῶν, τν αἰ­ω­νό­βι­ω­ν ἐ­λαι­ῶν κα τῶ­ν ἄλ­λων δέν­τρων ποὺ ­ὑ­πῆρ­χα­ν ἐν­τός της. Ξε­κο­λώ­θη­καν κα τ κρί­να. Ἀρ­γό­τε­ρα ᾖρ­θαν κα ο φω­τι­ές, ποὺ ἔ­γλει­ψαν τ σπί­τια το χω­ριοῦ κα ἀ­πο­τέ­λει­ω­σαν τὸ­ κοι­μη­τῆ­ρι. Τ μνή­μα­τα ἄρ­χι­σαν νὰ­ ἐ­πεν­δύ­ον­ται μ ὁ­λό­λευ­κα –πεν­τε­λι­κά(;)– μάρ­μα­ρα. Ἀ­πὸ μνή­μα­τα ἔ­γι­ναν μνη­μεῖ­α! Ὁ­ χῶ­ρος στέ­νε­ψε πο­λὺ κι ἄρ­χι­σαν κα οἱ­κα­τα­πα­τή­σεις. (Ἔ­χω ὑ­πό­ψιν μου κα­τα­πά­τη­ση τά­φου, γι ν μ νο­μί­ζου­με, ὅ­τι, κα­τα­πα­τή­σεις γί­νον­ται μό­νο ἐ­πὶ τῶ­ν ἀμ­μου­δε­ρῶν πα­ρα­λι­ῶν τς Σπιά­ντζας, μ τ δι­και­ο­λο­γί­α ν βά­λουν οἱ ­φτω­χοὶ ἕ­να «τσίγ­κο» πά­νω ἀ­π’ τ κε­φά­λι τους). Ἄρ­χι­σαν τό­τε κι ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν καὶ­ σή­με­ρα ν κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται συμ­πλεγ­μα­τι­κὲς κα­τα­σκευ­ές. Κα­ταρ­γή­θη­καν τ μο­νο­πα­τά­κια. Ἀ­φοῦ κό­πη­καν τ δέν­τρα, ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν οἱ­ἴ­σκιοι. Ψή­νον­ται ἀ­πὸ τ ζέ­στη ο τά­φοι τὸ ­κα­λο­καῖ­ρι. Βρά­ζουν τ ὀ­στὰ τν κε­κοι­μη­μέ­νων! Χά­θη­καν ο πα­λιοὶ πέ­τρι­νοι τά­φοι κα μέ­σα σ’ ἕ­να ἄ­δεν­τρο μέ­ρος, φύ­τρω­σαν μι­κρὲ­ς ἀν­τι­γρα­φὲς τν συ­νοι­κι­ῶν το Ἀ­θη­να­ϊ­κοῦ Λε­κα­νο­πε­δί­ου. Στέ­νε­ψε πο­λὺ ὁ­ τό­ποςἌλ­λα­ξε. Χά­θη­κε  σε­βα­σμός. Δν εἶ­ναι πι  δική μου «Ἀ­λη­σμό­να». Εἶ­ναι κά­τι ἄλ­λο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: