Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2012

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Μιὰ ἐκδρομὴ στὸ Maramureş. Ὁ Moşu στὸ Bogdan Vodă καὶ τὸ κοιμητῆρι στὸ χωριὸ Ieud.

© φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος.
Ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ ἡ ἀναδημοσίευση χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Δ.Γ.Κ.

Μι κδρομ στ Maramureş…
ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ ΤΟΥ 1984, ναν περίπου χρόνο μετ τ τέλος τν σπουδν μου, πέστρεψα στ Κλούζ. ταν νοιξη, δν βρεχε κα εχε ποχωρήσει τ πολ κρύο. Τ Πάσχα πεφτε στς 22 πριλίου. Τν Μεγάλη Παρασκευή, ναχωρήσαμε π τ Cluj μ τ τρανο γι τ Viseu de Şus στ Maramureş, μι ρειν περιοχ στν  βόρεια Τρανσυλβανία. νομς Maramureş συνορεύει μ τν Οκρανία σήμερα, μ τν Σοβιετικ νωση τότε. Προσκαλεσμένοι το Gheorghe Ţiplea, το καλο φίλου Gicu, πο λίγα χρόνια πριν, φυγε π τ ζωή.
Ξεκινήσαμε μ τ τρανο στς μία τ μεσημέρι. μασταν τρες. Δ., Vasile κι γώ. να ταξίδι περίγραπτο. να τρανο παλιό, μ μεγάλα βαγόνια. νθρωποι κα ζα, νακατεμένοι. Τ καθίσματα, ξύλινα κι βολα. ταν accelerat, πολ ργό. Σταματοσε σχεδν σ λους τοὺς σταθμούς. Θυμμαι τι στν ρχ ταξιδέψαμε νότια, μετ νατολικά, μέσα στς πέραντες τρανσυλβανικς πεδιάδες. Περάσαμε τ Dej, κατόπιν τ Beclean, μετ τ τρανο ρχισε ν πηγαίνει βόρεια, ν’ νεβαίνει. Μπήκαμε στ σκοτειν δάση, μ τ μεγάλα σκουρόχρωμα λατα: Coşbu, Telciu, Romuli, Bistriţa Nasăud, Sacel… τ νόματα τν πόλεων κα τν κωμοπόλεων.
Τ τρανο σταδιακ ρχισε ννηφορίζει σ μιὰ ρειν περιοχ κα κατ διαστήματα νέβαινε πως κριβς τ τραινάκι το δοντωτο στ Καλάβρυτα. κπληξή μας ταν μεγάλη. Δν τ περιμέναμε. Ο Vasile γελοσε μ τν παιδική μας κπληξη. ντύπωση μᾶς καναν, τ μικρά, πανέμορφα χωριουδάκια, μ τ ξύλινα σπιτάκια τους, πο φήναμε ργ πίσω μας χωμένα μέσα στ λατα. Τ σπίτια, λα φτιαγμένα π ξύλο. π κορμος δέντρων π μεγάλες, χοντρς σανίδες. Πολλς προσόψεις σαν ζωγραφισμένες μ ντονα χρώματα. Σν ζωγραφις περνοσαν τ χωριά, ξω π τ λερωμένο τζάμι. Ο Vasile συνέχισε λέγοντας, τι τσι φτιάχνουν κόμη κα σήμερα τ σπίτια στ χωρι το Maramureş κι τι ν μπορέσουμε θ πμε στ Bogdan Vodă, ν δομε μιὰ κκλησι 400 τν, φτιαγμένη π ξύλο κι να τέτοιο παμπάλαιο σπίτι. Τ σπίτι το Moşu.
Κατ τς φτ τ βράδυ φτάσαμε στ Viseu de Şus. ταν ρα πο ποφασιστικ τ σκοτάδι ρχιζε ν κτοπίζει τ φς. Στν ποφωτισμένο κα βρώμικο σταθμ το Vişeu μς περίμενε Gicu. Εχε φέρει κα «φιλέλληνες», παδούς. Μόλις νοιξε σιδερένια πόρτα κι κανα ν κατέβω τ σκαλιά, κουσα τν τσιριχτ φωνή του: Hercules! Hercules…! Κι μέσως, λοι φώναζαν Hercules! Hercules…! Κα μόλις Δ. πρόβαλλε στ σκαλί, Gicu βγαλε μιὰ κραυγή: Afrodeta, Afrodeta… Bine aţi venit…. Τ κοιν παναλάμβανε. Μς προσέφεραν λουλούδια κα μς πνιξαν στς γκαλιές. Μ δυσκολία περάσαμε νάμεσα στ πολύχρωμο πλθος κα κατευθυνθήκαμε στν ξοδο το παλιο σταθμο. ξω βρισκόταν maşina, τ ατοκίνητο του Gicu, να παλι ρουμάνικο τζπ ARO. Κάτι χαμάληδες, φέρανε τς ποσκευές. Τς τοποθετήσαμε στ πρτ μπαγκζ κα ξεκινήσαμε γι τ σπίτι του. κε, μς περίμενε γυνακα του κα τ παιδιά του. λλες χαρές. Κεράσματα κα  διάφορα λλα.
Δν μείναμε στ σπίτι του. ργότερα, μᾶς μετέφεραν σ’ να ξενοδοχεο. Τ κτίριο ταν μεσοπολεμικ κα ο συνθκες περίγραπτες, δν πρχε ζεστ νερ κα καλοριφέρ. Τ ρουμπινέτα μᾶς μειναν στ χέρι, ταν πιχειρήσαμε ν πλυθομε. Διαπιστώσαμε τι δν εχε λλους πελάτες κα σως μετ τνδοξο πέρασμα στν σοσιαλισμό”, δν εχε πατήσει κανες τ πόδι του κε. Τ πόμενο πρωί, Μεγάλο Σάββατο, λθε Gicu κα μς πρε πάλι στ σπίτι του, που πήραμε πρωϊν κα πιαμε καφέ. Κατόπιν μπήκαμε στ ατοκίνητο κα ξεκινήσαμε ν πισκεφθομε τ ξιοθέατα, σ διάφορα χωρι τς περιοχς.
Πρτα πήγαμε στ χωρι Dragomireşti, που μᾶς δήγησε σ’ να παραδοσιακ φαντουργεο, μ πανάρχαιους ργαλειούς. π’ ξω, γραφε Coperativă a femeilor Dragomireşti… κα δν θυμμαι τί λλο. Δηλαδ Γυναικεος Συνεταιρισμς τοῦ Dragomireşti ταν ργία. νας χοντρός, ξανθός, γραφειοκράτης μᾶς ξενάγησε νάμεσα στος παλιος ργαλειούς. Μς δειξε καταπληκτικς φαντουργικς συνθέσεις, μ λαϊκ μοτίβα. Μς χάρισε κα δυ ταγάρια. νταλλάξαμε διάφορες εχές.
Ν μς ξανάρθετε, χαρά μας θ εναι, επε τύπος κι ναχωρήσαμε γι τ Bogdan Vodă.
Στὴν παμπάλαιη ξύλινη ἐκκλησιὰ τοῦ χωριοῦ Bogdan Vodă.
  Vasile Igna,  Moşu καὶ νεωκόρος.
© φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Στὴν ξυλόγλυπτη πόρτα τῆς παληᾶς ἐκκλησιᾶς, ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά: 
 Gheorghe Tiplea (Gicu),  Vasile Igna,  Δημήτρης Κανελλόπουλος,  Mosu καὶ ἱερέας. 
©
φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος.
Στ Bogdan Vodă, πο παλι νομαζόταν Cuhea κα στ μαγυάρικα Izakonyha  φτάσαμε κατ τς 12 τ μεσημέρι. Βρήκαμε τν Moşu, ποος μᾶς περίμενε στν πλατεα το χωριο, ντυμένος μ τὴν παραδοσιακή του φορεσιά. Καφτάνι, μι λευκ κεντημένη, μ πολύχρωμα σχέδια πουκαμίσα κι να δερμάτινο γιλέκο π πάνω. Φοροσε να μάλλινο, νοιχτόχρωμο παντελόνι κα μαρες δερμάτινες μπότες. νοιχτόκαρδος κα πολυλογάς. Μς δήγησε στν κκλησι πο εχε ναφέρει κατ τ ταξίδι Vasile. Μο φάνηκε σν κκλησι γερμανική, σν ατς πο πρχαν στ κρτ ποστλ ποὺ μοῦ στελναν οἱ θεῖοι μου, τ δέλφια τς μάνας μου π τν Γερμανία, κατὰ τν δεκαετία το ’60. Ο μεγάλοι ξύλινοι δοκοί της, ψώνονταν, νας πάνω στν λλο. σαν κατάμαυροι π τν πολυκαιρία.

Ὁ νεωκόρος, ἕνας ρυπαρὸς ἀργοκίνητος γέροντας μὲ κατακόκκινη, ἀπὸ τὸ πιοτὸ μύτη, ντυμένος κι αὐτὸς παραδοσιακά, μᾶς ἄνοιξε καὶ μπήκαμε μὲ κατάνυξη μέσα. Ἕνας ἄλλος κόσμος…! Ὁ φωτισμὸς χαμηλὸς καὶ τὰ κεράκια ποὺ ἀνάψαμε, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ νικήσουν τὸ σκοτάδι. Οἱ εἰκόνες, ἄλλες δυτικότροπες καὶ ἄλλες μὲ ἔντονες σλαβικὲς ἐπιρροές. Πολλές, ἤσαν ζωγραφισμένες πάνω σὲ γυαλί. Μιὰ τεχνοτροπία ποὺ συναντᾶται στὴν Τρανσυλβανία. Ἀφοῦ προσκυνήσαμε, βγήκαμε στὸν περίβολο. Ὁ Gicu ἀπὸ δίπλα καμάρωνε γιὰ τοὺς ὑψηλοὺς προσκαλεσμένους του. Ὁ καλόκαρδος καὶ σεμνὸς Vasile, βγῆκε τελευταῖος, ἀφοῦ προσευχήθηκε πολλὲς φορές.



 Vasile Igna καὶ  Δημήτρης Κανελλόπουλος ἔξω ἀπὸ τὴν  βαρειά
ξυλόγλυπτη ἐξώθυρα,τοῦ παμπάλαιου σπιτιοῦ τὸῦ  Moşu
© φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Τὸ ἄγαλμα τοῦ Bogdan Voda τοῦ 1ου, ποὺ στήθηκε τελικὰ 
στὸ ὁμώνυμο χωριὸ μετὰ ἀπὸ τοὺς ἀγῶνεςτοῦ Moşu.


Πήγαμε στ σπίτι το Moşu. να μεγάλο τετράγωνο σπίτι, φτιαγμένο μ βαρες κορμος λάτων. Σ’ ατ τ σπίτι κατοικοσαν τέσσερις γενιές. πατέρας το Moşu, Moşu, τ παιδιά του κα τ γγόνια του. παππούς, bătrin Moşu νας αωνόβιος ρουμάνος μ μακρι σπρη γενειάδα ταν ξαπλωμένος πλάϊ στ τζάκι. Ατς ταν πατέρας το Moşu. Τν χαιρετήσαμε μ σεβασμό, μς χαιρέτησε κι ατς μ’ να φαρδ χαμόγελο. ταν 102 τν. Δν κατάλαβα, ν εχε κα πόσο, ντίληψη τν πραγμάτων. στερα καθίσαμε σ’ να μεγάλο χρο, πο κτεινόταν μπροστ π τ παραγνι που ταν ξαπλωμένος bătrin Moşu. σύζυγος το νοικοκύρη μᾶς τράταρε τσούϊκα, σλανίνα, icre κα φρέσκα κρεμμυδάκια. πιαμε στν γειά μας, στν γει τν νοικοκυρέων κα στν αώνια λληνορουμανικ φιλία!  
Moşu, ρχισε ν μιλάει γι τ μεγαλεπήβολα σχέδιά του, ν φτιάξει ναν μεγάλο μπρούτζινο δριάντα το Bogdan Vodă το 1ου, τς Μολδαβίας, ποος γινε γεμόνας τς περιοχς νάμεσα στ 1359 κα 1365 κα εχε γεννηθε σ’ ατ τ χωριουδάκι. ραματιζόταν μιὰ σύνθεση ψους ως κα τριάντα μέτρων πο θ κοιτάει κατ τ Σοβιετικ νωση…
—Γι ν πενθυμίζει στος ρώσους, τι ποτ δν θ περάσουν, στ δάφη τς μητέρας πατρίδας…
Στ νο μου ρθαν μελαγχολικς σκέψεις. Δν ζον ο νθρωποι χωρς χθρούς….

...περάσαμε ἕναν ὁρμητικὸ ρύακα ποὺ ἔκοβε τὸν δρόμο...
Φύγαμε κατόπιν κα πήγαμε στ μικρ καταπράσινο χωριουδάκι, Ieud. Προφανς Gicu, θελε ν μς δείξει τν λοκαίνουργια κκλησιὰ το χωριο, πο εχε χτιστε μ μύριες τόσες δυσκολίες. κε φήσαμε τ ατοκίνητο στν μικρ πλατεα κα ξεκινήσαμε ναν περίπατο πρς στν λλη κρη το χωριο, που βρισκόταν κκλησιά. Μς κανε ντύπωση, τι κανες δν κυκλοφοροσε στν κεντρικ δρόμο. Ψυχ ζσα, πουθενά.  Gicu, ρχισε ν μς ξηγε, τν τυμολογία τς λέξεως Ieud.

—Προέρχεται επε, π τν γρασία το τόπου, πειδ δ χει πολλ νερά. Κάποιος π τος πρώτους οκιστς επε ie ud, δηλαδή, εναι γρά, δ Κι τσι μεινε τ νομα.



Ξαφνικά, ἕνα πλῆθος μαυροφορεμένων γυναικῶν κατέβαινε ἀπὸ μιὰ κατηφόρα.
© φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος.

Βαδίζαμε στὸν φαρδὺ καὶ μακρὺ κεντρικὸ δρόμο, ἴσως τὸν μόνο δρόμο τοῦ χωριοῦ, ἀνάμεσα στὰ χαρακτηριστικὰ ξύλινα σπίτια. Παντοῦ ἐρημιά. Στὸ τέλος τοῦ ἀσφαλτοστρωμένου δρόμου, περάσαμε ἕναν ὁρμητικὸ ρύακα ποὺ ἔκοβε τὸν δρόμο καὶ τὸ χωριὸ στὰ δυὸ καὶ πήραμε τὸν ἀνηφορικὸ χωματόδρομο. Ἐκεῖ μᾶς περίμενε ἡ ἔκπληξη: Ξαφνικά, ἕνα πλῆθος μαυροφορεμένων γυναικῶν κατέβαινε ἀπὸ μιὰ κατηφόρα. Ὅλες ξανθές, ντυμένες στὰ μαῦρα καὶ πάνω ἀπ’ τὴν φοῦστα τους ὅλες φοροῦσαν μιὰ ποδιὰ μὲ κόκκινες ὁριζόντιες ρίγες. Πρέπει νὰ ἤσαν ὅλες οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. Ἄντρας κανείς. Ἐμεῖς ἀνεβαίναμε πρὸς τὸ μέρος τους.

Ὁ Νεκρόδειπνος…
© φωτογραφίας: Δημήτρης Κανελλόπουλος. Ἀπαγορεύεται 
αὐστηρὰ ἡ ἀναδημοσίευση χωρὶς τὴν γραπτὴ ἄδεια τοῦ Δ.Γ.Κ.
Καθς προχωρούσαμε, κούσαμε χλαγωγία στ ριστερά μας. Στν μεγάλη αλ νς σπιτιο, σ τρες σειρς τραπεζιν, να πλθος νθρώπων συζητοσε μεγαλοφώνως. Ο φίλοι μας, μς επαν τι κάποιος εχε πεθάνει, γι’ ατ δν πρχε ψυχ στος δρόμους το χωριο. Κα νά, λοι μαζεύονται τώρα γι τν Νεκρόδειπνο. βγαλα τ φωτογραφικ μηχαν κι ρχισα ν τραβ φωτογραφίες. Σ λίγο, κενο τ λεφοσι τν γυναικν, πο ρχονταν μίλητες μ τ χέρια σταυρωμένα μπροστ στς μαυροκόκκινες ποδιές τους, πέρασε μίλητο πλάι μας κι ρχισε ν μπαίνει στν αλή…
Vasile, εχε προσπεράσει τν ρα πο βγαζα τς φωτογραφίες. Ρώτησα τν Gicu:
—Τ κοιμητρι εναι μακριά;
χι, μο πάντησε. Λίγο πι πάνω, δεξι κι πέναντι π τν καινούργια κκλησιά.. Θ πμε κε, ξίζει ν τ δετε, εναι πολ παλι καθς κι κκλησιά του.

Οὔτε τὰ μάρμαρα, οὔτε οἱ πολυτελεῖς κατασκευές, οὔτε πλαστικὰ διακοσμητικά.
Φτάνοντας κε, ρθε δεύτερη ποκάλυψη. Μι παλι λησμόνα, να παλι χορταριασμένο κοιμητρι, περιστοιχισμένο π ναν σοβαντισμένον μαντρότοιχο. Μι παμπάλαιη ξύλινη κκλησι στ κέντρο του, μ κωνοειδ σκεπ κι ναν ξύλινο πύργο, τ καμπαναριό της. Γύρω π τν κκλησι πλωνόταν τ Κοιμητρι. Χορταριασμένο, περιποίητο. Λς κι ρχόταν κατευθείαν π’ τν Μεσαίωνα. Φωτογράφιζα σχεδν μ μανία. Δν πρόσεχα τί μο λεγαν ο φίλοι μου. Μο καναν μεγάλη ντύπωση ο πέριττοι τάφοι. Ο παλαιότεροι εχαν σιδερένιους σταυρος κα πάνω τους σκαλισμένον τν σταυρωμένο. Σ’ ατούς, τ πλθος νομάτων σαν γερμανικ κα μαγυάρικα. Στος κάπως νεότερους, πο σαν ξύλινοι, μ σκαλιστος σταυρωμένους, περτεροσαν τ ρουμανικ νόματα. Γύρισα λο τ κοιμητρι, φωτογραφίζοντας. Στν δυτικ πλευρά του, κατ μκος το μαντρότοιχου, βρίσκονταν πολλ χτιστ εκονοστάσια, μ ξύλινες σκεπές. κε μοῦ κανε ντύπωση μιὰ μεσόκοπη γυνακα γονατισμένη, μπροστ σ’ να εκονοστάσι. Μ τ χέρια της ψωμένα στ στθος της κα τς δυ παλάμες της νωμένες, προσευχόταν κατανυκτικά, γνοώντας πιδεικτικ τν παρουσία μου. Μο κανε ντύπωση ελαβική της προσήλωση. Τν φωτογράφισα σο πι διακριτικ μποροσα, χωρς ν διακόψω τν ερότητα τς στιγμς κα ποχώρησα.
δ, σ’ ατν τν γαλήνιο χρο, δν πρχε κανένας θόρυβος. Δν εχε φτάσει κόμη ξέλιξη. Οτε τ μάρμαρα, οτε ο πολυτελες κατασκευές, οτε πλαστικ διακοσμητικά. Τίποτα π’ ατά. Τν γαλήνια συχία, διέκοπτε τ πέταγμα τν ντόμων, τ κελάιδισμα τν πουλιν κα ο δικοί μας ψίθυροι. χρος, χωρς πλαστικς πολυτέλειες. κανα τς συγκρίσεις μου. Στ μυαλό μου, λθε δόλιο παππούλης μου πο εχε φύγει λίγους μνες πρίν. Μπκα μέσα στν κκλησι κι ναψα να κεράκι στ μνήμη του.
Στν καινούργια κκλησιά, τν τσιμεντοχτισμένη, δν καθυστερήσαμε. Μπήκαμε μέσα στν ντυπωσικ ψυχρ χρο της. Λίγες εκόνες, να διάφορο χτιστ τέμπλο. Τίποτε τ σπουδαο. Ο Gicu, π δίπλα, κάτι λεγε γι τς δυσκολίες πο περέβησαν ο κάτοικοι, μέχρι ν τν χτίσουν. ταν μιὰ μεγάλη νίκη ναντι το καθεσττος πο δν πέτρεπε σχεδν ποτέ, ν χτιστον καινούργιες κκλησιές…

Πήραμε τν δρόμο το γυρισμο. Ξανατράβηξα μερικς φωτογραφίες τος χωρικος πο συνέχιζαν τν δεπνο τους στν μνήμη το συντοπίτη τους, τν ποο λίγες ρες πρίν, εχαν συνοδεύσει στν τελευταία του κατοικία.
Γυρίσαμε ργ τ μεσημέρι στ Viseu, ξεθεωμένοι π τν κούραση. Φάγαμε στν αλή, στ πίσω μέρος το σπιτιο το Gicu. Καμι δεκαρι μέτρα, παράλληλα μ τ σπίτι, περνοσε να μικρό, ρμητικ ποτάμι. ργ τ’ πόγιομα, γυρίσαμε στ παλι ξενοδοχεο γι ξεκούραση. Τ βράδυ, πρεπε ν πμε στν νάσταση.
Κατ τς 10:30, φήσαμε κα πάλι τ θλιο ξενοδοχεο κι πιστρέψαμε μόνοι μας, πεζῇ στ σπίτι το Gicu. Στς 11:30, λοι μαζ ξεκινήσαμε γι τν κκλησιά. ντύπωση μοῦ κανε παρουσία μεγάλου κοινο, σ σχέση μ λλες φορς πο εχα παρακολουθήσει τν λειτουργία τς ναστάσεως στ Cluj. δ, μασταν σ’ να μεγάλο χωριό, λλ κόσμος ψηφοσε φαίνεται τ καθεστώς. Στν σκεπασμένη αλ τς κκλησις, πρχε μιὰ μικρή, ταπεινή, στολισμένη μ μικρ γρια τριαντάφυλλα, ξέδρα. Γύρω της, πάνω σ τραπέζια σαν τοποθετημένα διάφορα καλούδια μέσα σ καλάθια. Γι ν τ ελογήσει ερέας, μᾶς επαν.
Πρν ο ερες, δυ σεβάσμιοι γέροντες, ξέλθουν στν αλ κι νέβουν στν ξέδρα, κούστηκε νας φοβερς χτύπος. νας διάκος, χτυποσε τν πόρτα τς κκλησις, δυνατ μ τν σταυρ στ δεξί του χέρι, λέγοντας μ φων γεμάτη πάθος:
—Deschideţi porţile răiului, că să intră Imparatul Mariri… (ρατε Πύλας…). Ατ πανελήφθη τρες φορές. σβησαν τ φτα τς κκλησις. κούστηκε τ Δετε λάβετε φς. νάποδη μέτρηση εχε ρχίσει. Ο ερες ξλθαν κι νέβηκαν στν ξέδρα. Ξαφνικά, ο ερες κα ο ψάλτες σταμάτησαν. Τότες, κούστηκε τ Hristos a Inviat… (Χριστς νέστη). νάσταση γινε χωρς πολλς κωδωνοκρουσίες. Χωρς θορυβώδεις τρακατροκες. Ο νθρωποι φιλιονταν κι ντάλλαζαν εχές.
Γυρίσαμε στ σπίτι. Καθίσαμε στ γιορτιν τραπέζι κα τσουγκρίσαμε τ πολύχρωμα πασχαλιάτικα αγά. Πραγματικ στολίδια. σαν περίτεχνα ζωγραφισμένα μ διάφορα φανταχτερ χρώματα. Δν πρχε μαγειρίτσα. Δν πρχε καμι διαφορ π να πλούσιο ορταστικ δεπνο, μις ποιασδήποτε ορτς. Στν ρχ σέρβιραν τ platou rece. Τ κρύα πιάτα μ τν σλανίνα, τ icre, τ σαλάμια, τ τυριά, τ ζαμπν κα τς σαλάτες, κατόπιν ο σοπες κα τέλος ο μοσχαρίσιες μπριζόλες. Τ κρασι σαν Cotnări λευκ κι να Cabernet, π τν Tulcea…
Τν πομένη, νας ναιμικς λιος πρόβαλλε. Περάσαμε εχάριστα προσπαθώντας ν ψήσουμε να ρνί. Ο ρουμάνοι δν σουβλίζουν. ταν τος ναφέραμε τ θιμό μας, τ ταύτισαν μ τν νασκολοπισμό. Gicu μάλιστα νέφερε τν βο ντριτς, πο γράφει γι τν νασκολοπισμό, στ βιβλίο του Τ γεφύρι το Δρίνα.
Τ πόγευμα κάναμε μιὰ νδιαφέρουσα πίσκεψη στ μοναστρι Moişei, πο εναι φιερωμένο στν Κοίμηση τς Θεοτόκου (Adormireă Măicii Domnului). Τ μοναστρι βρίσκεται στ ροπέδιο το Maramures, σ μι καταπράσινη κοιλάδα πάνω στ βουν Rodnei, το Viseu. π δ πηγάζει ποταμς Dragoş κι π’ τ γύρω βουν ναβλύζει Izvorului Negru (Μαύρη Πηγή) πο μετεξελίσσεται στν ποταμ Viseu. τόπος εναι μαγικός. κε καθίσαμε ς ργ τ βράδυ, συζητώντας μ τν πατέρα Horea, ναν πονηρ γούμενο κα μοναδικ καλόγερο τς Μονς.
Τ μοναστρι βρισκόταν π νακαίνιση κα δν μπορέσαμε ν πισκεφθομε λους τους χώρους. Σ’ να σωρ π σπασμένες πλάκες, λίγο πι πέρα π τν κκλησιά, διέκρινα πάνω στ μαρμάρινα σπαράγματα το σωρο, κάποια λληνικ πιγραφή: ...ωνίτης, γραφε. Προφανς θωνίτης. πονηρς γούμενος, μ πρε π τ μπράτσο κα μ πομάκρυνε λέγοντας:
—Δὲν εναι κάτι σοβαρό, πλάκες π τος παλιος τάφους εναι… πι παλι πρξαν κα κάποιοι μοναχο π τ γιον ρος… θ σς δείξω τ ρχεα, ταν μ τ καλό μᾶς ξανάρθετε…


Τὴν Δευτέρα τοῦ Πάσχα, πρωί-πρωὶ ἀναχωρήσαμε γιὰ τὸ Cluj. Ὁ γυρισμός, ἦταν πιὸ κουραστικός. Τὸ τραῖνο ἦταν ἀκόμη πιὸ παλιὸ κι ἀγκομαχοῦσε νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ Ὀροπέδιο. Φτάσαμε στὸ Cluj καὶ ξεθεωμένοι γυρίσαμε μ’ ἕνα ταξὶ στὶς φοιτητικὲς ἑστίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: