Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2012

GIB MIHAIESCU: Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

Gib Mihaiescu
Ἡ Ὑποχώρηση
 Ἀπόδοση στὰ ἑλληνικά*: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Κάτω ἀπὸ τὸν μουντὸ οὐρανὸ τοῦ Φθινοπώρου, καὶ γιὰ τρεῖς μέρες στὴ σειρὰ ὑποχωροῦσε  μία ἀτέλειωτη γκρίζα στρατιά. Μεγάλα, ἄτακτα τμήματα, ὁμάδες ἀπομονωμένες, σκόρπιοι φαντάροι, καβαλάρηδες καὶ πεζικάριοι πάνω σὲ καρότσες ἢ σὲ πάνω πυροβόλα περνοῦσαν κατὰ τμήματα σὲ μία ἀτέλειωτη ἀνακατωσούρα. Κοπάδια ἀνθρώπινα χωρὶς σχῆμα καὶ χωρὶς καθοδηγητές·  ἦταν μάταιο νὰ ψάξεις κάποιον μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀναμπουμπούλα. Μιὰ ἀόρατη δύναμη τοὺς ἔσπρωχνε ὅλους ἀνεξαιρέτως· ὁ ἴδιος σταθερὸς στόχος, ἕνα ἄστρο ὁδηγὸς χαμένο στὴν μόλις ὁρατὴ ἀνατολή, ποὺ μόνο τὰ μάτια τῶν φυγάδων θαρρεῖς πὼς ἔβλεπαν.
Ἀπὸ τὸ βρώμικο τζάμι της, τὸ καλυμμένο ἀπὸ τὴν πάχνη, ἡ Ἀντίτσα, τοὺς ἔβλεπε νὰ περνοῦν. Ἀλλὰ ὁ δικός της ἄνθρωπος φαίνεται πὼς τράβηξε σὲ ἄλλους δρόμους, ἂν δὲν ἄφησε τὰ κοκαλάκια του σὲ καμιὰ βουνοπλαγιά!
Τὴν τέταρτη μέρα δὲν πέρασε κανείς. Ὅταν ἔπεσε τὸ σούρουπο ἡ Ἀντίτσα σκέφτηκε, πὼς ἀπὸ τώρα κι ὕστερα, πρέπει νἄρχεται ἡ σειρὰ τῶν ἐχθρῶν. Ἔνοιωθε τὴν καρδιὰ της σφιγμένη ἀπὸ ἕναν παράξενο κι ἐνοχλητικό φόβο. Τί θὰ συμβεῖ ἄραγε τώρα; Ἐδῶ στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, τόσο μακριὰ ἀπ’ τ’ ἄλλα σπίτια, τῆς φαινόταν πὼς ὅλος ὁ κόσμος εἶχε ὑποχωρήσει μαζὶ μὲ τοὺς φαντάρους. Αἰσθάνεται τόσο μόνη καὶ μιὰ κρυάδα κοφτερὴ διαπερνᾶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός της. Ἡ ἀπέραντη σιγῆ τὴν καταβάλλει· αἰσθάνεται μιὰ κούραση στὰ πόδια καὶ ἀποκαμωμένη πέφτει πάνω στὰ στρωσίδια.

Τί θὰ γίνει ἀπὸ δῶ καὶ μπρός;
Μόλις καὶ μετὰ βίας, κάπως ἀργά, σκέφτηκε ν’ ἀνάψει τὴ λάμπα. Ἀλλὰ μέχρι νὰ τὸ κάνει στάθηκε κάμποση ὥρα, καρφωμένη στὴ θέση της. Ἔπρεπε νὰ πιεῖ ἕνα γιατρικὸ καὶ μετὰ —ποιός ξέρει— νὰ ξαγρυπνήσει. Τούτη τὴ νύχτα, χωρὶς ἀμφιβολία, θὰ ξαγρυπνήσει μόνη της, ἔτσι ὅπως εἶναι ντυμένη πάνω στὰ στρωσίδια πῶς νὰ κλείσει μάτι;
Ἄναψε τὴ λάμπα καὶ τὴν κρέμασε στὸ καρφί. Ἀλλὰ μόλις ἀπμακρύνθηκε μερικὰ βήματα, τὰ αὐτιὰ της ἔπιασαν ἕναν ἦχο ποὺ χανόταν μέσα στὴ νεροποντή. Ἀφουγκράστηκε μὲ μεγαλύτερη προσοχή. Δὲν ξεγελάστηκε. Ἦταν ἕνας ἦχος ἀπὸ πυκνὲς ὁπλὲς ἀλόγου. Στάθηκε ἀκίνητη ἀναποφάσιστη. Ὕστερα, κινήθηκε κατὰ τὴ λάμπα νὰ τὴν σβήσει.
«…Μπορεῖ νάναι καλύτερα ἔτσι! Σκέφτηκε καὶ στάθηκε ἀκίνητη. Μπορεῖ νὰ προσπεράσει!...»
Τὸ ποδοβολητὸ πλησίασε περισσότερο. Ἀκουγόταν σὰν τὸ χαλάζι ποὺ χτυποῦσε τὴν πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ. Μόλις ἔφτασε ἀρκετὰ κοντά, σταμάτησε ἀπότομα.
Ἀπ’ ἔξω ἀκούστηκε ἦχος ἀπὸ βαριὰ ἀνθρώπινα βήματα νὰ σέρνονται στὸ μονοπάτι, ἕνα ἄλογο νὰ σκοντάφτει καὶ στὴ συνέχεια δυνατοὶ χτύποι πάνω στὴν αὐλόπορτα. Ἡ Ἀντίτσα προσπαθοῦσε νὰ σκεφτεῖ. Ἀλλὰ τώρα τὰ χτυπήματα, ἔγιναν πιὸ συχνὰ κι ἐπιτακτικά.
Κινήθηκε γρήγορα πρὸς τὴν αὐλή, ἀφήνοντας τὴν πόρτα τοῦ καθιστικοῦ ἀνοιχτὴ γιὰ νὰ πέφτει φῶς στὸν αὐλόγυρο.
Ρώτησε μὲ μισὴ φωνή:
—Ποιός εἶναι ’κεῖ;
Ἀλλὰ τὰ βαριὰ γρονθοκοπήματα ἀπ’ ἔξω βάλθηκαν νὰ σπάσουν τὴν πόρτα. Μιὰ ἀπειλητικὴ φωνὴ ἀπαιτοῦσε μὲ τραχιὲς λέξεις κάτι, ποὺ, ἀπὸ τὴν τρομάρα της δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει.
Ἄδραξε τὸν μάνταλο καὶ τὸν τράβηξε. Κατόπιν ἔκανε μερικὰ βήματα πρὸς τὰ πίσω προσπαθώντας νὰ φυλαχτεῖ.
Στὸ κατώφλι παρουσιάστηκε ἡ ἐπιβλητικὴ σκιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου μεσαίου ἀναστήματος. Ἀπὸ τὴν καραμπίνα ποὺ ἡ κάννη της προεξεῖχε πίσω του, ἡ Ἀντίτσα κατάλαβε πὼς εἶναι φαντάρος. Τί θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ ἦταν;
—Ὥρα  σας καλή, φώναξε ἡ σκιά.
— Ὥρα καλή! Ψέλλισε ἡ γυναίκα μὲ μίαν ἔκπληξη στὴ φωνή της.
—Σᾶς παρακαλῶ μπορῶ νὰ ἔμπω; Ρώτησε ὁ φαντάρος. Σᾶς περισσεύει κάνα κομμάτι μπομπότα; Ἀπ’ τὸ πρωὶ τρέχω πεινασμένος, γιὰ νὰ προλάβω τὴν ἴλη μου…
—Γιατί ὄχι,  ὑπάρχει, εἶπε ἡ γυναίκα ἀναθαρρώντας. Περίμενε λιγάκι…
—Ἂν δὲν σᾶς ἐνοχλῶ, ἀφῆστε με νὰ μπῶ μέσα γιὰ λίγο, νὰ ζεσταθῶ! Ὅσο νὰ φάει κάτι καὶ τὸ ἄλογο…
—Γιατί ὄχι, περάστε παρακαλῶ…
Ὁ φαντάρος καθυστέρησε λίγο, ὅσο νὰ δέσει τὸ ἄλογο στὸ κάγκελο τοῦ
μπαλκονιοῦ καὶ νὰ κρεμάσει τὸν ντορβὰ μὲ τὴν τροφὴ πάνω ἀπ’ τ’ αὐτιά του. Μετὰ μπῆκε, ἀκολουθώντας τὴ γυναίκα.
—Ὥρα σας καλή, ξανάπε.
Ἡ Ἀντίτσα δυνάμωσε τὸ φῶς τῆς λάμπας καὶ ὕστερα σκάλισε τὰ
κάρβουνα τῆς σόμπας, νὰ δυναμώσει τὴ φωτιὰ ποὺ ἦταν μισοσβησμένη.
Ὁ φαντάρος ἄφησε ἕνα στεναγμὸ ἀνακούφισης κοιτάζοντας μ’ εὐχαρίστηση ἕνα γύρω. Στήριξε τ’ ὅπλο του σὲ μιὰ γωνιὰ κι ἔβγαλε χωρὶς βιάση τὴ χλαίνη του.
            —Πόσο καιρὸ ἔχω νὰ τὴν βγάλω ἀπὸ πάνω μου εἶπε ἀναστενάζοντας καὶ πάλι.
Μετὰ ἀφέθηκε στὸν πάγκο. Σκούπισε τὸ μέτωπό του μ’ ἕνα μαντήλι καὶ ζούληξε τοὺς κροτάφους του μὲ τὶς παλάμες του. Στὴ συνέχεια ἄρχισε δειλὰ νὰ ἐξετάζει τὸ περιβάλλον γύρω του μὲ τὸ βλέμμα του νὰ ἀφήνεται ἀναπαυτικά, πότε πάνω στὰ στρωσίδια τοῦ κρεβατιοῦ, πότε πάνω στὰ κιλίμια τοῦ τοίχου, πότε πάνω στὶς στεφανωμένες μὲ βασιλικὸ εἰκονίτσες καὶ πότε πάνω στὸ τρίποδο τραπέζι μὲ τὰ κοντὰ σκαμνάκια του στὸ κέντρο τοῦ καθιστικοῦ.
Ἡ Ἀντίτσα τὸν ἔπιασε νὰ σκουπίζει ἕνα δάκρυ στὰ κρυφὰ καὶ ἡ καχυποψία της διαλύθηκε ἀμέσως. Ἀκούμπησε πάνω στὸ τραπέζι ἕνα κομμάτι λαρδί, ἕνα ξεροκόμματο ψωμί καὶ δυὸ ἀγγουράκια τουρσί. Ὁ φαντάρος δὲν περίμενε νὰ τὸν προσκαλέσει δεύτερη φορά. Ἄρχισε νὰ καταβροχθίζει μὲ βουλιμία, μασώντας μὲ θόρυβο καὶ κόβοντας μὲ τὰ δάχτυλα μπουκιὲς ἀπὸ τὸ ψωμί. Ἡ Ἀντίτσα κάθισε σὲ μιὰ μεριὰ καὶ τὸν κοίταζε σωπαίνοντας. Ξαφνικά, αὐτὸς σηκώθηκε, πλησίασε τὴν κρεμάστρα ὅπου εἶχε κρεμάσει τὴ χλαίνη του, τὴν ἀνασκάλεψε λιγάκι κι ἔβγαλε ἕνα μπουκάλι. Τὸ ἔτεινε κατὰ τὴ γυναίκα.
—Θες νὰ δοκιμάσεις λίγο ρακί;
Αὐτὴ κούνησε τὸ κεφάλι της ἀρνητικά. Ὁ φαντάρος ξανακάθισε στὴ θέση του κι ἄρχισε νὰ πίνει φέρνοντας  πότε-πότε τὸ μουκάλι στὸ στόμα του.
Κάποια στιγμὴ τοῦ ἦρθε ἡ ὄρεξη γιὰ κουβέντα. Ἄρχισε νὰ τῆς διηγεῖται τὰ κατορθώματά του. Ἡ γυναίκα τὸν ἄκουγε ἀλλὰ θαρρεῖς ἡ σκέψη της ἦταν φευγάτη.
—Βάι συμφορά μας, γόγγυξε ὁ φαντάρος στὴ συνέχεια. Ἂχ δόλια πατρίδα! Μᾶς κατασπάραξαν οἱ λύκοι…
—Αχ Παναγιά μου… βρίσκονται μακριὰ αὐτοί; Τόλμησε νὰ ρωτήσει ἡ Ἀντίτσα.
—Χμ… μετὰ ἀπὸ δυὸ τρεῖς ἡμέρες θὰ τοὺς δεῖς κι αὐτούς.
—Ναι δὲν ἔρχονται τρέχοντας ὅπως ἐμεῖς· ἄλλωστε ἀκόμη ὑποχωροῦν οἱ δικοί μας…
Σώπασε γιὰ μία στιγμή. Ἀλλὰ τὸ ρακί, τὸν ἔσπρωξε πάλι στὴν πολυλογία.
Ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ τὸ χωριό του, γιὰ τὴ γυναίκα του. Τῆς ἔλεγε γιὰ τὸ χωρισμό τους καὶ τί συμβουλὲς τοῦ ἔδινε αὐτὴ ὅταν ἀναχώρησε γιὰ τὸ μέτωπο.
—Τώρα θἄχουν φτάσει ἐκεῖ οἱ ὀχτροί…
—Βάι τὴ δύστυχη τὴ γυναίκα εἶπε ταραγμένη αὐτή.
Ὁ φαντάρος κατσούφιασε γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ τὴν κοίταξε ἀγριωπά. Τὰ μάτια του βυθίστηκαν σὲ μιὰ γωνιὰ καθὼς ἀπ’ τὸ μυαλὸ του περνοῦσαν μαῦρες σκέψεις. Τὸ ’νοιωθες αὐτό, ἀπὸ τὰ τραβηγμένα χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου του ποὺ θαρρεῖς ὅτι εἶχαν πετρώσει.
Ρούφηξε ἄλλη μιὰ γουλιά. Ἁπλώθηκε πάνω στὶς καρέκλες μὲ νωχελιὲς κινήσεις κι ὕστερα καθὼς τὸ κεφάλι του ἔγειρε πάνω στὸ στῆθος του, ἀκούμπησε τὰ χέρια του πάνω στὸ τραπέζι.
—Μμμ, ναί… μούγκρισε μέσα ἀπ’ τὰ δόντια του.
Στάθηκε γιὰ λίγο ἀκίνητος. Στὴ συνέχεια, σήκωσε πάλι τὸ μπουκάλι φέρνοντας το στὸ στόμα, ρουφώντας ἀπανωτὰ πολλὲς γουλιές.
—Τι θὲς νὰ πεῖς; Τὴ ρώτησε. Καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ μικρὴ σιωπή: τῆς εἶπα νὰ μετακομίσει στὸν πατέρα της. Ἐκεῖ εἶναι πιὸ πολλοὶ στὸ σπίτι… Τοῦ λόγου σου, ἂν ἀγαπᾶς τόσο πολύ, ὅσο λὲς τὸν ἄντρα σου, γιατί κάθεσαι μόνη σου ἐδῶ στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ;
Ἡ Ἀντίτσα δὲν ἀπάντησε. Τὸ πρόσωπό της συνοφρυώθηκε πολὺ καὶ ζάρωσε τὰ χείλη της σφίγγοντας τα μὲ δύναμη, μὴ μπορώντας ν’ ἀρθρώσει λέξη, λὲς καὶ συνέβαινε κάτι τρομερό.
—Θα τὴ σκότωνα, ἂν μάθαινα ὅτι δὲ μ’ ἄκουσε… Τὸ πρόσωπό του φωτίστηκε ξαφνικά, κι ἄρχισε νὰ γελάει ἠλίθια. Ὅταν γυρίσω…
Χτύπησε τὴ γροθιὰ του πάνω στὸ τραπέζι, βγάζοντας ἀδιάφορα ἕνα στεναγμὸ ἀπ’ τὸ λαρύγγι του. Ὕστερα βούτηξε τὸ μπουκάλι, τὄφερε στὸ στόμα του καὶ τὸ ἄδειασε μὲ μιᾶς ὡς τὸν πάτο.
—Καλό ρακί… Τέτοιο δὲ βρίσκεις πιά.
Γύρισε τὸ βλέμμα του πάνω της κι ἄρχισε νὰ τὴν περιεργάζεται μὲ προσοχή. Ἡ Ἀντίτσα κοίταζε συνεχῶς πρὸς τὴν ἴδια γωνιά, κρατώντας μὲ τὴ μία παλάμη της τὸν ἀγκώνα τοῦ χεριοῦ της καὶ μὲ τὴν ἄλλη τὸ πηγούνι της. Ὁ φαντάρος στραβομουτσούνιασε, κούνησε τὸ κεφάλι του μερικὲς φορὲς κι ἀνασήκωσε τοὺς ὤμους του.
Στὴ συνέχεια βυθίστηκε κι αὐτὸς σὲ σκέψεις. Τὸ ρακὶ ἔκανε νὰ περνοῦν ἀπ’ τὰ μάτια του εἰκόνες μελαγχολικές. Ἡ σκέψη του ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀντίτσα καὶ πέταξε στὴν Κατινιώ του. Μ’ ἕνα τίναγμα τοῦ κεφαλιοῦ του τὴν ξανάφερε πίσω στεναχωρημένος, διώχνοντας τὴν γυναίκα του ἀπὸ τὸ μυαλὸ του καθὼς ἡ φαντασία του πυροδοτημένη ἀπὸ τὸ ἀλκοόλ, τὸν ἔκανε νὰ βλέπει πράγματα τρομακτικά. Ἔβλεπε μιὰ γυναίκα νὰ σφαδάζει ἀνάμεσα σὲ κάτι τσοπαναρέους.  Ἤσαν πολλοὶ καὶ ὁπλισμένοι, καὶ μούγκριζαν σὰν θεριά. Φριχτὲς εἰκόνες κατέκλυζαν ἀστραπιαία τὸ φτωχὸ μυαλό του ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη. Ἡ γυναὶκα του εἶχε παραδοθεῖ στὰ δυνατὰ μπράτσα ποὺ τὴν ξάπλωναν στὸ ἔδαφος.
Μούγκρισε ἀπὸ ἀγανάκτηση καὶ ὀργή. Τὰ μάτια του ἀναζήτησαν τὴν Ἀντίτσα ποὺ τὸν θωροῦσε τρομαγμένη. Ἡ γυναίκα ποὺ αὐτὸς ἔβλεπε μπροστὰ του νικημένη, βιασμένη ἀπὸ τόσα ἄπληστα θεριὰ ἦταν ἡ Κατινιώ του. Τὸ ἀχόρταγο βλέμμα του ἀγκάλιασε μὲ ἀπληστία τὰ πόδια, τὸ κεφάλι καὶ τὸ στῆθος τῆς Ἀντίτσας, θόλωσε ὁ νοῦς του καθὼς δὲν τὰ εἶχε προσέξει ἀπὸ πιὸ πρίν.
Ἡ Ἀντίτσα μάζεψε τὰ πόδια της ἀπὸ κάτω της, τραβήχτηκε πρὸς τὸν τοῖχο κοιτάζοντας μὲ μάτια γουρλωμένα ἀπὸ τρόμο, αὐτὸν ποὺ τὴν κάρφωνε μὲ τὸ λαίμαργο βλέμμα του.
Οἱ ἀπροσδόκητα γρήγορες κινήσεις της, ξύπνησαν στὸ ζεστὸ ἀπ’ τὸ ρακὶ αἷμα τοῦ φαντάρου ἁπαλὲς ἐξάψεις. Ξανακοιτάζοντας την, αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ κι ἀπὸ πιὸ κοντά, ἀνακάλυψε τὶς λάγνες λεπτομέρειες τοῦ κορμιοῦ της, τὸ φαντάστηκε νὰ σπαρταράει φλογίζοντας τὶς ἐπιθυμίες του, ἀναστενάζοντας βαθειὰ κι ἀπεγνωσμένα μεσ’ στὰ μπράτσα του, περνώντας ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, κουράζοντας τον, ξεθεώνοντας τον μέχρι τελικῆς πτώσεως. Αἰσθάνθηκε ἕναν χείμαρρο φωτιᾶς νὰ διατρέχει τὶς φλέβες του. Τὸ μυαλὸ του θόλωσε γιὰ μιὰ στιγμή, τὰ μάτια του ἄστραψαν.
—Δηλαδή, γιατί αὐτοὶ κι ὄχι ἐμεῖς;
Σηκώθηκε μὲ δυσκολία καὶ τὸ σκαμνάκι μὲ τὰ τρία πόδια ἔπεσε πίσω του. Τὴν πλησίασε μὲ τὴν λεπτότητα ἑνὸς χορευτὴ καὶ καγχάζοντας μὲ φιλοφρόνηση ἅπλωσε τὸ χέρι του κάτω ἀπ’ τὸ λαιμό της.
Ἡ Ἀντίτσα τοῦ ἀντιστάθηκε σθεναρά.
—Κι ἐσὺ καὶ ὅλοι σας παλιάνθρωποι, σκύλοι! Οὔρλιαξε χάνοντας τὸ μυαλό της.
—Στάσου περιστέρα μου, στάσου, κι ἐγὼ δὲν εἶμαι γερμανός.
Πετάχτηκε γρήγορα ἀπὸ τὴν κουρελοῦ στὸ κρεβάτι κι ἀπὸ κεῖ στὴν ἀπέναντι γωνία τοῦ καθιστικοῦ· ἅρπαξε ἕνα τσεκούρι καὶ τὸ σήκωσε μὲ τὰ δυό της χέρια ἀπειλώντας τον. Ὁ φαντάρος δίστασε. Τραβήχτηκε μερικὰ βήματα πίσω. Τὰ μάτια του ἄστραφταν γιομάτα ὀργή.
—Χά, μόνο ἀπ’ αὐτοὺς ἔ;
Τὸ βλέμμα του ἔφερε ἕνα γύρω ἀβυσσαλέο. Τὰ δάχτυλά του συσπάστηκαν σ’ ἀναζήτηση ἑνὸς ὅπλου, μιᾶς βοήθειας…
Καὶ κάποια στιγμή, ἡ σκοτεινὴ ματιὰ του φωτίστηκε. Κάτω ἀπ’ τὴ χλαίνη ἐξεῖχε ἡ κάννη τοῦ ὅπλου του ποὺ γυάλιζε λουσμένη ἀπ’ τὸ γλυκὸ φῶς τῆς λάμπας.
Πῆγε πρὸς τὰ κεῖ μὲ βαριὰ βήματα.
—Στάσου σκύλα…
Αὐτὴ ἀκολούθησε τὴν κίνησή του ἀλλοπαρμένη ἀπὸ τὴ φρίκη. Ἄκουσε τὸ μεταλλικὸ κρότο καθὼς ὅπλιζε. Τὸν εἶδε νὰ στρέφει τὴν κάννη κατ’ ἀπάνω της.
Παγωμένα ρίγη διαπέρασαν τὴ ραχοκοκαλιά της. Ἔνοιωθε τὰ χέρια της ποὺ κρατοῦσαν ψηλὰ τὸ τσεκούρι, νὰ τρέμουν ἀδύναμα.
Πρὶν σηκώσει τὸ ὅπλο νὰ σημαδέψει ἀπειλώντας την, τὸν κατέλαβε ἕνας δισταγμός. Γιὰ μιὰ στιγμὴ πέρασε ἀπὸ μπρὸς του ἡ μορφὴ τῆς Κατινιῶς, μὲ σηκωμένο ἕνα τσεκούρι, ἕτοιμη νὰ σκοτώσει, ὅσο βαρὺ κι ἂν ἦταν τὸ τίμημα. Ἄφησε τὸ χέρι του νὰ πέσει μαλακὰ πρὸς τὰ κάτω, ἐνῶ τὰ μάτια του κάρφωναν ἀναποφάσιστα, ἀλλὰ καὶ μ’ ἐπιφύλαξη τὴ γυναίκα ποὺ βρισκόταν ἀπέναντί του.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀντίτσα ζύγιασε ἀστραπιαία τὸν κίνδυνο, καὶ τότε ἄφησε ἀπ’ τὸ χέρι της τὸ τσεκούρι νὰ πέσει κάτω. Μετά, γλίστρησε στὸ κρεβάτι, κρύβοντας τὰ μάτια της μὲ τὶς παλάμες της, περιμένοντας τoν.
Ἡ μανία, εἶχε ἀρχίσει νὰ μετατρέπεται σὲ τυφλὴ βία στὸν ἔκπληκτο νοῦ τοῦ ἄντρα. Ἀλλὰ τότες, αὐτὴ ἔκανε μιὰ κίνηση ἀνυπομονησίας. Καὶ ἡ φούστα τῆς ἄφησε γυμνὸ τὸ ἕνα της πόδι ὡς τὸ γόνατο.
Ὁ φαντάρος ἔνοιωσε στὸ στῆθος μία ταραχή. Κύματα ζέστης τοῦ τύλιγαν τὴν ψυχή. Ἡ ματιὰ του ἔτρεχε ἀναποφάσιστη ἀπὸ τὸ ὅπλο, στὸν μηρὸ τῆς γυναίκας. Τὶς ἑπόμενες στιγμές, ξέσπασε σ’ ἕνα σπασμωδικὸ γέλιο, στὸ ὁποῖο δὲν ἔδωσε σημασία οὔτε αὐτός. Πέταξε τὸ ὅπλο καὶ ὅρμησε στὸ κρεβάτι, τρέμοντας ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, λαχανιάζοντας ὅλο καὶ πιὸ δυνατά, πιὸ ἄγρια.
Ἐνῶ τὰ χείλη του ψέλλιζαν ἀδιάκοπα:
—Κατινιώ, Κατινιώ… ξαναδώσε μου τὸ φῶς μου…

Gindirea, Cluj, Χρόνος πρῶτος, τεῦχος 4ο.
15 Ἰουνίου 1921

Ὁ Gib I. Mihaescu γεν­νή­θη­κε στι­ς 23 Ἀ­πρι­λί­ου το 1894 στ Δρα­γα­τσά­νι τς Ρου­μα­νί­ας κα ἀ­πε­βί­ω­σε σ ἡ­λι­κί­α μό­λις 41 ἐ­τῶν ἀ­πὸ φυ­μα­τί­ω­ση στ Βου­κου­ρέ­στι, στὶς 19 Ὀ­κτω­βρί­ου 1935. Ὑ­πῆρ­ξε σπου­δαῖ­ος δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, πε­ζο­γρά­φος γε­νι­κό­τε­ρα κα δρα­μα­τουρ­γός. Ἔ­γρα­ψε τς νου­βέ­λες Grandiflora το 1928, Vedenia το­1­9­29, τ πε­ρί­φη­μα μυ­θι­στό­ρη­μα­τά του Ρω­σί­δα, Τ μπρά­τσο τς Ἀν­δρο­μέ­δας, Γυ­ναί­κα ἀ­πὸ σο­κο­λά­τα, Ο μέ­ρες κα ο νύ­χτες ἐ­νὸς ἀρ­γο­πο­ρη­μέ­νου φοι­τη­τῆ, Donna Alba κ.. Ἐν­δι­α­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζουν τ θε­α­τρι­κὰ του ἔργα  πο συγ­κεν­τρώ­θη­καν σ ἕ­ναν τό­μο μ τν τίτ­λο Pavilionul cu umbre. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ πολ­λοὺς κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νος ἀ­πὸ τν Ντο­στο­γι­έφ­σκι, ρου­μά­νος συγ­γρα­φέ­ας.

*Δημοσιεύτηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Ἀφιέρωμα στὴ Ρουμανικὴ Λογοτεχνία, περιοδικὸ Πολιορκία, τεῦχος 16ο, Ἀπρίλιος 1982. Ἡ σημερινὴ ἀπόδοση στὰ ἑλληνικὰ εἶναι ἀναθεωρημένη, σὲ σχέση μὲ τὴν πρώτη δημοσίευση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: