Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2012

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΟΜΑΖΑΝΗ: ΜΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ... ΧΟΡΤΑΙΝΕΙΣ

Δέσποινα Τομαζάνη
Μ να βιβλίο…. χορταίνεις.

ναδημοσίευση π περιοδικ ροπέδιο, τεχος 9ο, Χειμώνας 2010.


Ξεχώρισε π τν παρέα, μόλις πρόφερε τ λέξη Τερέζα. Λς κα λέξη, μόλις τν πρόφερε, το πέδωσε τ πρόσωπό του. Μόνο τότε πρόσεξα, πς εχε μάτια θαλασσιά. Λάθος πληθυντικός. Τ να μάτι, τ δεξί, ταν πράγματι  θαλασσί. Τ λλο μως τ ριστερ ταν ξέθωρο γκρίζο κα μισόκλειστο.  Ατ διχρωμία, χρωματικ νομοιογένεια μαγνήτιζε τ βλέμμα κα σον φορ μένα κανα τ σκέψη πς κάνει λλο καιρό… σ κάθε του μάτι.
Τ μαλλι του ντονα μαρα, κουρεμένα μοντέρνα, ρθια, συνέβαλαν στ διατήρηση κάποιας νεότητας περασμένης, σκανταλιάρας, πο μως κυρωνόταν πότομα, μόλις πανερχόταν στ στόμα του λέξη Τερέζα.


            Ο λλοι τς συντροφις γνωρίζονταν μεταξύ τους κα κατάλαβα π τ χαμόγελα  κα τ κουνήματα το κεφαλιο τους, πς γι’ ατος λέξη Τερέζα σήμαινε κάτι παρ πάνω π’ τι γι μένα. Στν ρχή, μοιαζε ν εναι νας χαρακτηρισμς πο συνδέθηκε γρήγορα μ τ χήρα του μακαρίτη πρωθυπουργο τς χώρας,  κι πως ταν σ λους γνωστό, τι νν χήρα κα τότε ρωμένη του τν περιέλθαψε ς νοσοκόμα, πέθεσα τι τ Τερέζα πο τς πένειμε ς τίτλο ναφερόταν στν γία Τερέζα, τν γία της φιλανθρωπίας, ν δν κάνω λάθος, παρόλο πο στν χο τς προφορς του πέπλεε μία  κηλίδα ερωνείας, πο δν ξερες π πο προέρχεται κα πόσο σ πλησιάζει.
            Στ συνέχεια τς βραδις πρόσεξα τι τ Τερέζα εχε πάρει καθολικ διάσταση κα χαρακτήριζε λο κα περισσότερες γυνακες, στς ποες ναφερόταν συνδαιτυμόνας μας, λλες γνωστές, κι λλες ντελς γνωστές μας. Συνέλαβα τν αυτό μου ν διερωτται τί ν  ννοε ραγε  μ τ Τερέζα, λλ γι λόγους διακριτικότητας, μόλις τν εχα συναντήσει, δν κανα καμία ρώτηση.
«λως τυχαίως τ τρένο καθυστέρησε, κα ντ στς πέντε ρθε στς ξι, λέει Κούντερα»! Τόνισε μ σημασία τ «λως τυχαίως» κα σφιξε τ χείλη του πότομα, λλ πρόλαβα κα κουσα να μμμ πόκωφο, πο βγαινε συγχρόνως π κάποιο ντόσθιό του κι ναν βαθ στοχασμ π’ που ξέφευγε κενο τ μμμ σν ξέφτι. O διος χάθηκε σ μία κφραση χρόνιου προβληματισμο, πο μουν βέβαιη,  θελε πεισματικ ν μς μεταδώσει.
            Κατάλαβα λοιπν πς ατό, ταν νας πρόλογος γι κάτι, πο θ κολουθήσει γι’ ατ κα πάλι δν πέβαλα καμι ρώτηση, μάλιστα μ τ φος μου κα τ σιωπή μου πογράμμιζα, πόσο οδέτερη εμαι τάχα ς πρς τ θέμα κα ς πρς τ τομό του ν γένει.
Φαίνεται πς τέτοιου εδους σιωπς διαφορίες κεντρίζουν στ πακρον τν φίλο μας. Κατέβασε τ ποτήρι του μονορούφι, τ ξαναγέμισε μέσως κα νοιξε περισσότερο τ ποκάμισσό του, σν γι ν πάρει έρα.
ταν βράδυ κα δν θ πρόσεχα τ μεγάλη τομ σ λο τ μκος το στήθους του, ν διος δν τν δειχνε μ μία κίνηση.
ταν μ πήγανε στ νοσοκομεο…
Ἡ τομή, δειχνε γχείρηση νοιχτς καρδις. Μία τόσο σοβαρ γχείρηση κα μάλιστα αφνιδίως δηλωθεσα νασκευάζει ν μ τί λλο τ βλέμμα μας. Συνέλαβα τ δικό μου βλέμμα ν κοιτάζει μ  ποτροπιασμ τν κάθετη ολ στ στθος του. Διόρθωσα  μέσως τ βλέμμα μου. Μι γάζα συμπόνιας πλώθηκε νάμεσα σ μένα κα τν ολή του. Εδα τ γκρίζο του μάτι ν σημειώνει τν λλαγ κα δθεν νθαρρυμένος  συνέχισε:
—«O γιατρός μου μετ τν γχείρησή μου επε: H μεταλλικ βαλβίδα πού σοῦ βαλα εναι θάνατη. Δν παθαίνει τίποτα. Κα φορτηγ ν σ πατήσει, ν σ κάνει πίτα, ατ θ συνεχίζει ν χτυπάει ντάκα ντούκα σν ρολόι.
Τν εδα  ξαπλωμένο στν σφαλτο, πίτα, ν χτυπ λόκληρος ρυθμικ κι κκωφαντικ σν τέρμονο ρολόι.
—Εναι κα ξυπνητήρι;
—Ποιό;
—H βαλβίδα σας… επα εγενικ πομειδιώντας.
—Τν κος τν Τερέζα; γύρισε στν διπλανό του κι μέσως ασθάνθηκα τι μπκα στ πίκεντρο τν λογισμν του.
—Ξέρεις πάρχουν τριν εδν βαλβίδες: Ἡ μεταλλική, πως δικιά μου, χοιριν κα νθρώπινη. H χοιριν εναι μεγαλύτερης διάρκειας π τν νθρώπινη, λλ σ κρατάει σ χαμηλότερα πίπεδα πόδοσης. H νθρώπινη σ νεβάζει, λλ δν διαρκε. ν βάζανε τότε στν πρωθυπουργ χοιρινή, θ κρατοσε περισσότερο, λλ βλέπεις Τερέζα τουν θελε νεβασμένο κα μάλιστα πρωθυπουργ κι ποφάσισε ν το βάλουν νθρώπινη. Πάει ατός, τετέλεσται.
π τ στιγμ πο τ Τερέζα συνδέθηκε κα μ τ τομό μου ασθάνθηκα τν ποχρέωση ν ξεκαθαρίσω τν ρισμ κα νδόμυχα ν τν περασπιστ χωρς ν ξέρω γι ποιν κριβς λόγο.
π τέλους τί εναι ατ τ Τερέζα; κανα μ δημονία κα κάποια  χθρότητα.
Γύρισε τ κεφάλι του πρς τν παρέα τν φίλων του, πο συμφωνοσαν, κουνώντας μαδικ τ δικό τους κα χαμογελοσαν μ νόημα.

—Οτε κι γ δν τ εχα καταλάβει, μέχρι πο μι μέρα γυναίκα μου, ρχιτερέζα, μο κανε δρο τν Κούντερα. Μο βαλε στ χέρι «Τν βάσταχτη λαφρότητα το εναι» κι κε φωτίστηκα.
«λως τυχαίως, λέει μεγάλος, λως τυχαίως τ τρένο καθυστέρησε κι ντ στς πέντε ρθε στς ξι». Κα πάει γιατρός! κατάλαβες ; Πάει καλιά του. π κε κα πέρα τν κανε ,τι θελε Τερέζα.

Δν εχα διαβάσει τ βιβλίο, μλλον τ εχα ρχίσει κάποτε στ γαλλικά, λλ εχα δε τν ταινία μ τν γαπημένη μου θοποιό, τν Ζουλιτ Μπινς στ ρόλο τς Τερέζας. στε τσι τν λεγαν κα δν τ θυμμαι συλλογιζόμουν, κα ξαφνικά μοῦ ρθε στ νο μία φράση το Κούντερα π την «βάσταχτη λαφρότητα το εναι», πο φησε στ μνήμη μου μίαν νεξίτηλη εκόνα. «ρθε, πως τ πανέρι μ τν Μωϋσ βρέφος στν Νελο κα σταμάτησε στς χθες το κρεβατιο μου». Μπορε ν μν λέει κρεβατιο μου, λλ ζως μου, στόσο στν ταινία, Τερέζα δν εναι τ μοιραο γύναιο πο καταστρέφει τ ζω το ντικείμενου το πόθου της, συλλογιζόμουν.
Ατ οσιώδης διαφορ νάμεσα στ βιβλίο κα τν ταινία σν μμον μ τν ποία φώτιζε νας ναγνώστης τν ρωίδα το μυθιστορήματος μ κανε ν νδιαφερθ κα ν μάθω τν δικι του στορία, ρρητα συνδεδεμένη πι μ τ βιβλίο. H στορία του, ρχόταν ποσπασματικά, μ εκόνες κτοξευμένες πως τ σπέρμα μις πώδυνης κσπερμάτισης.
Μο λέει Τερέζα: 
πόψε θέλω ν φάω μ μεταξωτ τραπεζομάντιλα τ καλλίτερο ψάρι, στν κρη τς θάλασσας. Ο δυό μας. Στς ντεκα.
Πάω στ πι κριβ ρεστωράν, παραγγέλνω μεταξωτ τραπεζομάντιλα, στακό, τσιπούρα, κρασ γαλλικό, κλείνω τ καλλίτερο τραπέζι στν κρη τς θάλασσας, μακρι π τος λλους, κα περίμενα.
            δ κανε παύση. Περιμέναμε κι  μες ν συνεχίσει. O διος μως μοιαζε να ’χει ξεχαστε μόνος του στ τραπέζι μ τ μεταξωτ τραπεζομάντιλα, μάλιστα μοῦ φάνηκε τι φοροσε κι να πουκάμισο σορτ μ τ τραπεζομάντιλο, στ χρμα το κυκλάμινου.
—Καί; Δν ρθε Τερέζα; βιάστηκα ν τν παναφέρω  στν στορία.
—Σ λίγο… δ παιξε μ τν δικιά μου παρέμβαση, ρίχνοντας να ατάρεσκο βλέμμα στ παρελθόν του, καταφθάνει Τερέζα στολισμένη, ρωματισμένη, θεά. Κάθεται. Μόλις ρθανε τ δέσματα, κοιτάζει τ ρολόι της κα μο λέει:
«γ πρέπει ν φύγω, χω κάτι πεγον». Φύγανε κα τ μεταξωτ τραπεζομάντιλα κι στακς κα λα. Μμμ! κενο τ γνωστ μμμ! Κουνήθηκε τ τραπέζι σν π σεισμό, λλ ταν τ πόδι του πο εχε μπε στν πρίζα.» «Ἡ κατσαριδούλα μικρ Τερέζα», μουρμούριζε νευρικ κενο τ γνωστ τραγουδάκι, πο διαφήμιζε ντομοκτόνο.
—Ξέρεις σ τί διαφέρει στακς  π’ τν νθρωπο; Κούνησα ρνητικ τ κεφάλι μου. Ὁ στακς χει τν σκελετ του π’ ξω κα τ δέρμα του π μέσα, ν νθρωπος χει τν σκελετό του π μέσα κα τ δέρμα του π’ ξω.
Τεντώθηκα δθεν διάφορα κα βαλα τ χέρι πάνω π τ κεφάλι μου.
—Πόσα πράματα μαθαίνει κανες στς ταβέρνες.! κανα.
ταν δηγοσα μ κατν γδόντα Τερέζα καθότανε τσι! Τ να χέρι πάνω π τ κεφάλι της, ξαπλωμένη στ κάθισμα κα φώναζε: «Πι γρήγορα! Δν μπορες πι γρήγορα»; Τ τέρας!
Ξεχείλιζε θαυμασμς του συγχρόνως μ τ ποτήρι του πο χύνονταν π’ ξω. Πρε μία χαρτοπετσέτα κα σφούγγιζε τ κρασ μ νευρικς κινήσεις κα μο ριχνε γρήγορες ματις πο μόλις προλάβαινα ν συλλάβω.
—Ξαφνικ νέβαζε τν πυρετ της σαράντα!, τος σφυγμος της διακόσιους! τος ργασμος της μέτρητους! ,τι θελε κανε τ σμα της… μιλμε γι θοποι λκς, χι στεία.
Μι νύχτα, μόλις εχαμε κάνει ρωτα στ ατοκίνητο κα ξεφώνιζε σν τρελ « πάρε με πάρε με!», νοίγει ξαφνικ τν πόρτα το ατοκινήτου κα πέφτει ξω π τ κάθισμα μ τ κεφάλι της ν κρέμεται ξω στ δρόμο, ξερή, ναίσθητη. ρθε στυνομία, τ περιπολικ κα μ πγαν μέσα. Ατν τν πγαν στ νοσοκομεο. Μ ψαχναν γι ναρκωτικά, βρκαν κάτι χάπια, ζαντάκ, πο παιρνα γι τ στομάχι  κα μ τράβηξαν μέχρι τ πρωί.
Τί κανε νομίζεις;
Διάβαζε τν Κούντερα κα χτυποσε δέκα σελίδες τν μέρα. Τν φάρμοζε πάνω μου. Δάκρυα; ποτάμι τ δάκρυα. Ν κλαίει μ λυγμος ,τι ρα θελε κα γι ποιαδήποτε ατία. λεγχε τ πάντα στ σμα της, λα της τ συστήματα: Μυικό, νευρικό, κυκλοφορικό, τν ργασμό της, τ πάντα. Μέχρι πο σμπαράλιασαν λα μαζ τ δικά μου συστήματα  κα νά! Πγε πάλι ν’ νοίξει τ πουκάμισο, λλ  τν πρόλαβα σχεδν πιθετικ :
—Τ χουμε δε ατό, επα κα σταμάτησε τν κίνηση στ μέση.

Μο ρθε στ νο Κάρμεν το Προσπρ Μεριμ κα φήγησή μου θύμιζε λο κα πι πολ κενο τ ριστούργημα πο καμι ταινία π’ σες πιχειρήθηκαν στς μέρες μας κα καμι ρμηνεία δν κατάφερε ν ποδώσει τ μαγεία  τς συνάντησης το Γασκώνου ξιωματικο –Ναβάρρο τν λεγαν– μ τν δαίμονα —στοιχεο τς φύσης– πο ταν Κάρμεν, ταν το πέταξε τ γαζία στ μέτωπο κι ατς νιωσε σν ν τν χτύπησε βόλι!
Μπράβο Τερέζα! λεγα π μέσα μου ντυπωσιασμένη.
—Κα γιατί λς λες τς γυνακες Τερέζες;
—Ἒ, λίγο πολ λες εστε Τερέζες. Ετυχς ρχιτερέζα γυναίκα μου, μο χάρισε στ γιορτή μου τ βιβλίο κα φωτίστηκα.
, δν εναι λες ο γυνακες Τερέζες! πάρχουν κα ο ντιτερέζες δν νομίζεις; Τί λένε τ μαθηματικά; Γι ν πάρχουν ο Τερέζες πάρχει κα τ ντίθετό τους. Ατ ς πομε, το δειξα τ ξώφυλλο το τελευταίου βιβλίου μου, στν κορυφ τς καριέρας της κι ταν λοι κα λα ταν στ πόδια της, ποσύρθηκε. Σο μοιάζει ν ζησε βάσει σχεδίου; Κα κάτι λλο: πειδ σ πασχόλησε πολ κενο τ «λως τυχαίως» το Κούντερα. Τ σημεο συνάντησης, κε δηλαδ πο τ  τυχαο, σ πως νομίζεις, συλλαμβάνεται π τ μ τυχαο, τ δόκανο, τν Τερέζα δηλαδή, δν πρέπει ν μς πασχολήσει; στω χ κα ψ… ποιός εναι γνωστος χ στν προκειμένη περίπτωση σ Τερέζα;
Κοίταξε τ ξώφυλλο, που κυριαρχε τ βλέμμα τς Λουζ Μπρούκς, τς πρώτης ντιστρ το βωβο κινηματογράφου, διάβασε κα τν τίτλο «Θηλυκ Νόμισμα», μο ριξε δυ τρία δύσπιστα βλέμματα κα ποφάσισε.
—Μλλον χεις δίκιο. Ατ σ κοιτ κατάματα κι π τν πρώτη στιγμή σοῦ λέει: Κοίτα μάγκα μου δ δν προχωρς πως ξέρεις. λλαγ πλεύσης. δ τ πράγματα εναι ζόρικα. Θ τ πάρω τ βιβλίο.
Τν λλη μέρα χτύπησε τ τηλέφωνο. 
—Θέλω ν σο κάνω τ τραπέζι στ καλλίτερο στιατόριο τς παραλίας μ μεταξωτ τραπεζομάντιλα, στν κρη τς θάλασσας. Εσαι;
κλεισα τ τηλέφωνο κα κατέβασα π τ ράφια τν Κούντερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: