Μέλπως Ἀξιώτη,
Ἡ Κάδμω (ἀπόσπασμα)
Κι ἐγὼ τώρα σὲ ποιὸν θ’ ἀφήσω τὴν κληρονομιά μου;...Ὄχι
τὴν ὑλικὴ κληρονομιὰ
- δὲν ἔχω ἐγὼ παρόμοια, κι ἔτσι δὲν εἶμαι τώρα πιὰ παρὰ
ἕνα ἄγαλμα μαρμάρινο
πάνω σ" ἕνα μικρὸ σταυροδρόμι...".
(Ἡ Κάδμω, 1972).
Κάθεσαι τώρα στὸ
τραπέζι τὸ τρίκλινο ποὺ εἶναι κόντρα στὸν τοῖχο, μπροστὰ σ’ ἕνα παράθυρο. Καὶ
γράφεις. Πάντα κόντρα στὸν τοῖχο. Ὁδὸς Ἀριστοτέλους, ὅταν δοκίμασες γιὰ πρώτη
φορὰ τὴ γραφή, ὁδὸς Τιμολέοντος, ἐκεῖ ποὺ σὲ βρῆκε ὁ θάνατος τῆς καλύτερης
φίλης σου, ὁδὸς Κεφαλληνίας ποὺ σὲ βρῆκε ὁ πόλεμος, ὁδὸς Γκουφιέ, ὅπου ἔμενες ἐσὺ
στὸ κάτω μέρος τοῦ σπιτιοῦ καὶ πάνω κατοικοῦσε ἡ ἄλλη φίλη σου, ἡ Μάρω — ποὺ ἔμεινε
στὴ μνήμη σου, καὶ στὴν Ἱστορία, τουφεκισμένη μὲ τὸ πολυβόλο ἀπὸ τὸν ξένο ἐχθρό,
μέσα στὴν Κατοχή. Στὸ χῶρο τοῦ Θυσιαστηρίου τῆς Καισαριανῆς.
Ἐκεῖνο τὸ τραπέζι τὸ
τρίκλινο τὸ εἶχες πάρει τότε ἀπ’ τὸ Μοναστηράκι — τί χρόνος ἦταν, τρέχα γύρευε.
Τότε ἦταν ποὺ καθόσουν σ’ ἕνα ψηλὸ σπίτι, κι ὁ κῆπος ἀπὸ κάτω μὲ τὴν πασχαλιὰ
ποὺ ἄνθιζε καὶ φούντωνε κανονικὰ κάθε χρόνο. Ἐκείνη τὴ μέρα ποὺ κάθησες τὸ πρῶτο
πρωινό, γιὰ πρώτη φορὰ στὸ τραπέζι, ἤξερες τί θὰ γινόταν; Ἤξερες ὅτι θὰ μποροῦσες
νὰ γράψεις βιβλία δικά σου; Τὸ συλλογιζόσουνα, τὸ ’λεγες, μὰ δὲν τὸ ’βαζε ὁ νοῦς
σου στὰ σίγουρα. Κάθεσαι τώρα, εἶναι νύχτα, κι ἀντίκρυ ἀπ’ τὸ κρεβάτι σου ἦρθαν
ἀραδιασμένα ὅλα σου τὰ βιβλία, καὶ σὲ κοιτάζουν μὲ μάτια κατάπληκτα. Ἐλάχιστα
κατασκευάσματα ποὺ εἴχανε τὴ χάρη νὰ εἶναι ἀκόμα ζωντανά. Ἐλάχιστα εἶναι τὰ
πράγματα ποὺ τοὺς κάνει ὁ χρόνος τὸ χατίρι νὰ τὰ διατηρεῖ. Ἡ κοντέσα Ἰωάννα ντὺ
Μπαρρύ, εὐνοούμενη τοῦ βασιλέα Λουδοβίκου ΙΕ΄, ὅταν τὴν ἀνέβαζαν στὴ λαιμητόμο,
«Κύριε δήμιε, —ἐφώναξε μὲ μιὰ γλυκιὰ φωνὴ— ἀφῆστε με ἀκόμα μιὰ στιγμούλα!».
Μὰ τί νὰ ἔγινε ἀλήθεια,
ὅλο ἐκεῖνο τὸ τυπωμένο χαρτί, ἀφησμένο μέσα σὲ μιὰ ἀποθήκη στὴν ὁδὸν Μπενάκη,
πάνω σε κάτι ράφια, ἢ καὶ πεταμένο κατάχαμα, νὰ σαπίζει τὸ χαρτί, νὰ γεμίζει
λεκέδες, τρύπες ἀπ’ τὰ μαμούνια… Ἀλλὰ κι ἐκεῖνος ὁ θρῆνος ποὺ ἀκούγεται, ἂν
προσέξεις καλά, ἀπ’ τὰ βιβλία τ’ ἀδιάβαστα… Καὶ ὅμως περιμένουν μὲ τόση ὑπομονή!
Σὰν τὶς γριὲς μὲς στὸ σπίτι τους, ποὺ δὲ βγαίνουν πιὰ τὸ κατώφλι, καὶ καρτεροῦν
πὼς κάποιος θὰ ’ρθει νὰ κουβεντιάσουν γιὰ κεῖνα τὰ χρόνια τα παλιά. Ἂς ἦταν καὶ
γιὰ κοροϊδία, καὶ χωρὶς σέβας, χωρὶς περιέργεια, ἀλλὰ ἂς πήγαινε τελοσπάντων
κάποιος νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους!
Ἂς μὴν ὑπάρχει πιὰ αὐτὴ
ἡ ἀνικανότητα, ἂς ἔρθουν οἱ λέξεις τῆς γλώσσας σου, τὰ ὀνόματα, τὰ χρόνια. ἂς ἔμενε
τουλάχιστον μονάχα ἡ οὐσία: νὰ ξεχνᾶς, ἀλλὰ γιὰ νὰ θυμᾶσαι καλύτερα. Ὅλα σὰν ἕνα
παραμύθι πιὸ ἀληθινὸ κι ἀπ’ τὴ ζωή, μὲς στὴ θολούρα τῆς μνήμης.
Ὅλους ἐκείνους τοὺς
τύπους ποὺ κατασκεύασες ἐσὺ μὲ τόση ξενοιασιά, βρίσκονται τώρα σκόρπιοι μέσα στὰ
βιβλία σου, περιφέρονται στοὺς δρόμους, οἱ μασέλες τους κάθησαν, τὰ δόντια τοὺς
πετιοῦνται πρὸς τὰ ἔξω, μὲ τὸ ἕνα τους πόδι κουτσό, μὲ τὴν ψυχὴ σφιγμένη, καὶ ἴσως
νὰ πουλοῦν μὲς στοὺς δρόμους λαχεῖα. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς.
[…]
Ἀλλὰ τί νὰ βρεῖς
τώρα; Τί νὰ θυμηθεῖς; Ὅλα θὰ μείνουν ἄγραφα. Ἀτελείωτα. Μόνο ποὺ κάθεσαι ἐσὺ
τώρα καὶ συλλογίζεσαι ὅσους ἀνθρώπους φεύγανε κάθε τόσο ἀπὸ δίπλα σου, ὅσοι ξέφτισαν,
ἢ χάθηκαν… Ποῦ; Πότε; Πῶς; Ρωτᾶς τὸν ἑαυτό σου, τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό σου
προπάντων, ὄχι τοὺς ἄλλους — ἔστω καὶ ἂν οἱ ἄλλοι τοὺς γνώριζαν.
Ἕνας ἕνας φεύγει καὶ
κανεὶς πιὰ δὲ θὰ μείνει, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ θυμηθεῖ ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα, τὰ σώματα,
τὰ σπίτια, τὶς πρασιές, τὸν μάγκανο, τὸν Κίτσο, ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ἀλογάκι… Ποῦ
νὰ τὰ πεῖς τώρα ὅλα αὐτὰ πάνω στὴν ξένη γῆ, ποιὸς νὰ σ’ ἀκούσει, ποιὸν ἐνδιαφέρουν!
Τότε σκέφθηκες τουλάχιστον νὰ τὰ συλλογιστεῖς. Ἤθελες νὰ τὰ ἔλεγες, μὰ δὲν ἐπρόφθαινες.
Ἔτσι εἶναι ποὺ μπαίνει ἡ τρέλα μέσα στὸ κεφάλι: Ὅταν πιὰ δὲν προφθαίνεις οὔτε νὰ
τὰ σκεφθεῖς. Ἀνάκατα ὅλα, ἀναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, ἐξορίες σὲ τόπους
ποὺ μήτε στὴ γεωγραφία δὲν ἔβρισκες, δὲ σοῦ κινοῦσαν τὸ ἐνδιαφέρον. Μονότονα ὅλα,
μονότονα. Ἒ, βέβαια, μονότονα. Ποιὸς ἔχει τόσες φορεσιὲς γιὰ νὰ μπορεῖ τόσο
συχνὰ ν’ ἀλλάζει!
Καὶ τώρα σὲ νομίζουν
γιὰ πεθαμένη. Νά, ἐδωνὰ καθόταν — λέει κάποιος τότε καὶ δείχνει μὲ μιὰ κίνηση
θολὴ καὶ ἀκαθόριστη. Σ’ ἔχουν γιὰ πεθαμένη, λοιπόν. Μονότονα ὂλ’ αὐτά,
μονότονα.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ
φεύγουν, ἀφήνουν τὰ βιβλία τους, τὰ σπίτια τους, τὰ παπούτσια, τὰ φορέματα, καὶ
οἱ συγγενεῖς τα δίνουν ὅλα αὐτὰ τὶς Ἀπόκριες, γιὰ νὰ τὰ βάλουν οἱ μασκαράδες. Τὰ
πουλοῦν ἔπειτα οἱ παλιατζῆδες. Τὰ στοιβάζουν μέσα σὲ μεγάλες σιδερένιες
κασέλες, φράκα παλαιικά, καμιζόλες μὲ δαντέλες ἀπὸ τὴ Βενετία, ὥσπου στὸ τέλος
νὰ τὰ πετάξουν στοὺς τενεκέδες τῶν σκουπιδιῶν. Μαζὶ μὲ τὰ βιβλία σου, ποὺ τὰ εἶχες
γράψει ἐσύ, καὶ τώρα ἔχουν πάθει μιὰ φοβερὴ ἀσθένεια: ἐσάπισαν.
Μὰ τὸ περίεργο εἶναι
πὼς ὅλα αὐτὰ ἐσὺ τὰ πιστεύεις, ἐνῶ εἶναι μὰ τὴν ἀλήθεια ἀπίστευτα. Ὅλα ἀνακατεμένα,
ἀναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, ἐξορίες, τύποι ξένοι κι ἑλληνικοί, ποὺ πήρανε
τοὺς δρόμους μιᾶς ἀρκετὰ μακρόχρονης ἢ καὶ παντοτινῆς ἐξορίας. «Τὸ ἐλάχιστο» —εἶχε
πεῖ κάποιος ποιητής— «παραδεχθήκαμε τὸ ἐλάχιστο».
Πόσος πόνος μέσα σὲ
μιὰ μόνο λέξη.
Τὰ πάντα, λοιπόν, ἔχουν
ἀλλάξει ὄψη. Εἶσαι, εἴπαμε, καθιστή, μὲ τὰ μάτια μισόκλειστα καὶ παρακολουθεῖς
στὸ κενό, ἀντίκρυ σου, μιὰ διπλὴ διεργασία: ἡ ζωὴ ποὺ φτιάχνει βιβλία, τὰ
βιβλία ποὺ φτιάχνουν τὴ ζωή.
Αὐτὴ τὴν ὥρα λοιπόν,
βλέπεις ἀντίκρυ σου τὴν ταινία. Μιὰ ταινία ἐξωτερικὰ ἀνύπαρκτη, ἀφοῦ μόνο μέσα
σου μπορεῖ καὶ ξετυλίγεται: περνᾶ ἀπ’ τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν σου. Ἄτομα
ζωντανεύουν, βγαίνουν ἔξω ἀπ’ τὰ βιβλία σου, καὶ μὲ τὶς ἄκρες των ποδιῶν
περπατοῦν.
[…]
1972
[πηγή: Ἡ
μεσοπολεμικὴ πεζογραφία. Ἀπὸ τὸν πρῶτο ὡς τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
(1914-1939), τ. Β΄, Ἐκδόσεις Σοκόλη, Ἀθήνα 1996, σ. 329-332]
ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973) Ἡ Μέλπω Ἀξιώτη γεννήθηκε στὴν
Ἀθήνα, κόρη τοῦ μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη καὶ τεχνοκριτικοῦ Γεωργίου Ἀξιώτη (ποὺ
χρημάτισε καὶ Πρόεδρος τῆς Κοινότητας Μυκόνου γιὰ ἕξι μῆνες τὸ 1915) καὶ τῆς
ἀριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οἱ γονεῖς της χώρισαν τὸ 1908 καὶ ἡ Μέλπω
μεγάλωσε στὴ Μύκονο μὲ τὸν πατέρα της, ὁ ὁποῖος τὸν ἑπόμενο χρόνο παντρεύτηκε
τὴν Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη τοῦ πολιτικοῦ Ἰωάννη Γρυπάρη, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε
δυὸ παιδιά, τὸν Πανάγο καὶ τὴ Φρόσω. Τὸ 1910 ἡ μητέρα της παντρεύτηκε τὸν
Δημήτριο Ποσειδώνα. Στὴ Μύκονο ἡ Μέλπω μεγάλωσε χωρὶς μητέρα στὸ αὐστηρὸ
περιβάλλον τῆς οἰκογένειας Ἀξιώτη καὶ τέλειωσε τὸ Σχολαρχεῖο. Ἀπὸ τὸ 1918 ὡς τὸ
1922 μπῆκε ἐσωτερικὴ στὴ Σχολὴ
Οὐρσουλίνων τῆς Τήνου. Τὸ 1922 κατέβηκε στὴν Ἀθήνα καὶ ἔζησε μαζὶ μὲ τὴ
μητέρα της καὶ τὴν ἑτεροθαλῆ ἀδερφὴ της Χαρούλα. Δύο χρόνια ἀργότερα πέθανε ὁ
πατέρας της, κατὰ τὴ διάρκεια ἐπίσκεψής του στὴν Ἀθήνα. Τὸ 1925 παντρεύτηκε τὸ
θεολόγο καὶ δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη μὲ τὸν ὁποῖο ἔφυγε γιὰ τὴ Μύκονο. Ὁ
γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετὰ τὸ διαζύγιο ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα ὅπου
προσπάθησε νὰ ζήσει ξανὰ μὲ τὴ μητέρα της. Οἱ δυσκολίες στὴ σχέση τους ὡστόσο
τὴν ὁδήγησαν σὲ συνεχεῖς μετακομίσεις. Τὸ 1934 ἄνοιξε οἶκο ραπτικῆς ἀπὸ κοινοῦ
μὲ τὴ Βέτα Τσιτιμάτη. Ἡ ἐπιχείρηση λειτούργησε γιὰ ἕνα χρόνο, ἐνῶ παράλληλα καὶ
ὡς τὸ 1936 ἡ Ἀξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στὴ Σιβιτανίδειο Σχολή. Τὸ
1936 προσχώρησε στὸ Κ.Κ.Ε., ἐγκαινιάζοντας τὴν διὰ βίου πολιτικὴ της προσχώρηση
στὴν Ἀριστερά. Τὸ 1933 πρωτοεμφανίστηκε στὴ λογοτεχνία μὲ τὴ δημοσίευση τοῦ
διηγήματος Ἀπ’ τὰ χτὲς ὡς τὰ σήμερα
στὸ περιοδικὸ Μυκονιάτικα Χρονικά του
Γιαννούλη Μπόνη. Ἀκολούθησαν κι ἄλλες δημοσιεύσεις στὸ ἴδιο περιοδικὸ καὶ τὸ
1938 κυκλοφόρησε τὸ πρῶτο της μυθιστόρημα, ποὺ εἶχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες καὶ τιμήθηκε ἕνα χρόνο ἀργότερα μὲ τὸ πρῶτο βραβεῖο
τοῦ Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων καὶ
Τεχνῶν. Κατὰ τὴν προπολεμικὴ περίοδο ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἀθηναϊκοὺς
λογοτεχνικοὺς κύκλους καὶ γνωρίστηκε μὲ τὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο, τὸν Γιῶργο Θεοτοκᾶ,
τὸν Νίκο Καββαδία, τὸν Κλέωνα Παράσχο, τὸν Γιῶργο Σεφέρη, ἐνῶ κατὰ τὴ διάρκεια
τῆς γερμανικῆς κατοχῆς ἐντάχτηκε στὴν Ἐθνικὴ Ἀλληλεγγύη τοῦ ΕΑΜ καὶ
συνεργάστηκε στὸν παράνομο Τύπο, μαζὶ μὲ τὶς Διδῶ Σωτηρίου, Ἕλλη Ἀλεξίου, Ἕλλη
Παππᾶ, Τιτίκα Δαμασκηνοῦ καὶ ἄλλες ἑλληνίδες τῆς ἀντίστασης. Μετὰ τὴν
ἀπελευθέρωση συνέχισε τὴ συγγραφικὴ καὶ πολιτικὴ τῆς δραστηριότητα, ἐνῶ
παράλληλα συνεργάστηκε μὲ τὸ περιοδικὸ Χαραυγὴ
(1946). Οἱ ἐπικείμενες συνέπειες τῆς ἀριστερῆς της δράσης τὴν ἀνάγκασαν νὰ
καταφύγει τὸ 1947 στὴ Γαλλία, ἀπὸ ὅπου συνέχισε νὰ ἀγωνίζεται μέσῳ ἄρθρων σὲ
περιοδικὰ καὶ συμμετοχῶν της σὲ συνέδρια, λόγους καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις τοῦ ἐκεῖ
ἀριστεροῦ κινήματος. Στὴ Γαλλία γνωρίστηκε μὲ κορυφαῖες μορφὲς τῆς ἀριστερῆς
διανόησης (Louis Aragon, Elsa Triollet, Paul Elyard, Andre
καὶ Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Ἀπὸ τὸ Παρίσι ξεκίνησε καὶ ἡ πορεία πρὸς
τὴν πανευρωπαϊκή της καταξίωση ὡς λογοτέχνιδας μὲ τὴ μετάφραση τοῦ
μυθιστορήματός της Εἰκοστὸς αἰώνας,
ἀρχικὰ στὰ γαλλικὰ (1949) καὶ στὴ συνέχεια στὰ γερμανικά, ἰταλικά, ρωσικὰ καὶ
πολωνικά. Τὸ 1950 διάβημα τῆς ἑλληνικῆς κυβέρνησης πρὸς τὴ γαλλικὴ προκάλεσε
ἀναχώρηση τῆς Ἀξιώτη γιὰ τὴν Ἀνατολικὴ Γερμανία, στὰ πλαίσια ὁμαδικῆς ἀπέλασης
90 ἀτόμων. Ἀπὸ τὴ Δρέσδη ὅπου ἔζησε ὡς τὸ τέλος τοῦ ἔτους συνέχισε τὴ δράση
της, ἐνῶ συνεχίστηκαν οἱ δημοσιεύσεις καὶ ἐκδόσεις ἔργων της στὶς εὐρωπαϊκὲς
χῶρες. Τὸ Νοέμβρη τοῦ 1951 ἐγκαταστάθηκε στὸ Ἀνατολικὸ Βερολίνο, ὅπου
ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀρθρογραφία καὶ τὴ λογοτεχνικὴ μετάφραση καὶ πῆρε μέρος στὸ
Παγκόσμιο Φεστιβὰλ Νεολαίας, στὰ πλαίσια τοῦ ὁποίου γνωρίστηκε μὲ τὸν Ναζὶμ
Χικμέτ. Τὸ 1952 μετακόμισε στὴ Βαρσοβία καὶ ἐργάστηκε σὲ ἑλληνικὴ ἐκπομπὴ τοῦ
ἐκεῖ ραδιοφωνικοῦ σταθμοῦ μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Λευτέρη Μαυροειδῆ. Στὴ Βαρσοβία
ἔζησε ὡς τὸ 1955 μὲ μιὰ ἐνδιάμεση ἐπίσκεψη στὴ Μόσχα λόγω ἐπιδείνωσης τῆς
χρόνια κλονισμένης ἀπὸ βρογχίτιδα ὑγείας της. Τὸ 1956 ἐπέστρεψε στὸ Ἀνατολικὸ
Βερολίνο, ὅπου ἔζησε ὡς τὴν ἄνοιξη τοῦ 1957. Τὴν ἴδια χρονιὰ πέθανε ἡ μητέρα
της. Μετὰ ἀπὸ ὀλιγόμηνη ἐπιστροφὴ στὴ Βαρσοβία ἐπέστρεψε στὸ Βερολίνο στὰ τέλη
τοῦ 1957 καὶ ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1958 ὡς τὸ 1964 ἐργάστηκε ὡς Ἐπισκέπτρια
Λέκτωρ στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ἑλληνικὰ καὶ Ἱστορία τῆς
Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας. Τὰ καλοκαίρια ἐπισκεπτόταν τὴν Ἰταλία καὶ παράλληλα
συνέχισε νὰ γράφει. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1964 ἐπισκέφτηκε τὴν Ἑλλάδα μετὰ ἀπὸ
ἐπίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων καὶ τὸ καλοκαίρι τοῦ ἑπόμενου χρόνου
ἐπαναπατρίστηκε μὲ ἀπόφασή του τότε ὑπουργοῦ ἐξωτερικῶν Ἠλία Τσιριμώκου. Μετὰ τὴν ἐγκατάστασή της στὴν Ἀθήνα συνέχισε τὰ
ταξίδια της στὴν Ἰταλία καὶ τὴ Γαλλία. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς χούντας ἀντιμετώπισε
οἰκονομικὰ προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως ἀπὸ φίλους ὅπως ἡ Νανὰ Καλλιανέση, ὁ
Ἀντρέας Φραγκιᾶς καὶ ὁ Γιάννης Ρίτσος. Τὸ 1971 μετὰ ἀπὸ νέα ἐπιδείνωση τῆς
ὑγείας της καὶ ἐμφάνιση προϊούσας ἀμνησίας καὶ σωματικῆς καχεξίας ἔζησε στὴν
κλινικὴ Λυμπέρη, τὸν ἑπόμενο χρόνο μετακόμισε στὴν πανσιὸν Maison de repos,
ὅπου καὶ πέθανε. Τὸ ἔργο τῆς Μέλπως Ἀξιώτη τοποθετεῖται στὸ χῶρο τῆς ἑλληνικῆς
λογοτεχνίας τοῦ μεσοπολέμου. Σημαντικὸ ρόλο στὴ διαμόρφωση τῆς συγγραφικῆς της
φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οἱ ἐμπειρίες της ἀπὸ τὴ ζωὴ στὴ Μύκονο, καθὼς ἐπίσης
τὸ μοίρασμα τῶν νεανικῶν της χρόνων ἀνάμεσα στὸ νησὶ καὶ τὴν Ἀθήνα. Ὡς ἀποτέλεσμα
τῶν παραπάνω βασικὸ ἄξονα τοῦ ἔργου τῆς ἀποτέλεσε ἡ μνήμη καὶ ἡ ἀπόπειρα
ἀνάπλασης τοῦ παρελθόντος. Παράλληλα ἡ γραφὴ της ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὶς
νεωτεριστικὲς τάσεις τῆς γενιᾶς τοῦ Τριάντα (ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν τεχνικὴ του
ἐσωτερικοῦ μονολόγου), τὸ ρεῦμα τοῦ σουρεαλισμοῦ, τὴν ἐμφάνιση τοῦ φεμινιστικοῦ
κινήματος στὴν Ἑλλάδα, τὴν ἔνταξή της στὸ κομμουνιστικὸ κόμμα. 1. Τὰ στοιχεῖα
ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ λήμματα Ἄπαντα Μέλπως
Ἀξιώτη, Γ΄, Ἀθήνα, Κέδρος, 1980, χ.σ., «Ἀξιώτη Μέλπω», Παγκόσμιο Βιογραφικὸ
Λεξικό1. Ἀθήνα, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, 1983, Ἐλεγμίτου Ἑλένη, «Χρονολόγιο Μέλπως
Ἀξιώτη (1905-1980)», Διαβάζω τχ. 311, 12/5/1993, σ.34-46 καὶ Καρβέλης Τάκης,
«Μέλπω Ἀξιώτη», Ἡ μεσοπολεμικὴ πεζογραφία˙ ἀπὸ τὸν πρῶτο ὡς τὸ δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Β΄, σ.262-301. Ἀθήνα, Σοκόλης, 1992.
Ἐνδεικτικὴ
Βιβλιογραφία
Ἀργυρίου Ἀλεξ.,
«Μέλπω Ἀξιώτη», Ἡ ἑλληνικὴ ποίηση˙ Νεωτερικοὶ ποιητὲς τοῦ Μεσοπολέμου,
σ.215-217(τῆς εἰσαγωγῆς) καὶ 362-363. Ἀθήνα, Σοκόλης, 1979
Ἀργυρίου Ἀλεξ., «Μέλπως Ἀξιώτη: Ἡ Κάδμω», Ἡ Συνέχεια 2, 4/1972 (τώρα καὶ στὸν τόμο
Διαδοχικὲς ἀναγνώσεις ἑλλήνων ὑπερρεαλιστῶν, σ.189-194. Ἀθήνα, Γνώση,
1983).
Βουρνᾶς Τάσος,
«Μνήμη Μέλπως Ἀξιώτη», Ἡ λέξη, τχ. 55,
6/1986, σ.596-597.
Δούκα Μάρω, «Σήμερα
περιμένω ἕνα σουβριάλι. Ἀσημένιο», Ἡ λέξη,
τχ. 55, 6/1986, σ.594-595.
Θρύλος Ἄλκης, Κριτικὴ
γιὰ τὶς Δύσκολες Νύχτες, Νεοελληνικὴ
Λογοτεχνία, 3-4-/1939.
Καρβέλης Τάκης,
«Μέλπω Ἀξιώτη», Ἡ μεσοπολεμικὴ πεζογραφία˙ ἀπὸ τὸν πρῶτο ὡς τὸ δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), Β΄, σ.262-301. Ἀθήνα, Σοκόλης, 1992.
Κοτζιᾶς Ἀλέξανδρος, Ἀφηγηματικὰ-Κριτικὰ
Κείμενα Β΄, σ.33-35 καὶ 35-39. Ἀθήνα, Κέδρος,
1984.
Μαλάνος Τίμος, «Τὰ
βιβλία τῆς κ. Ἀξιώτη», Ἡ δύναμη τῶν αἰσθητικῶν συγκινήσεων˙ Καὶ ἄλλα κριτικά,
σ.55-60. Ἀθήνα, Προσπερος,
1984.
Μικὲ Μαίρη, «Ἐπικίνδυνες
ἀκροβασίες: Γιὰ τὸν Εἰκοστὸ αἰώνα τῆς Μέλπως Ἀξιώτη», Ἐπιστημονικὸ συμπόσιο - Ἱστορικὴ
πραγματικότητα καὶ νεοελληνικὴ πεζογραφία (1945-1995), σ.217-237. Ἀθήνα, Ἑταιρεία
Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ καὶ Γενικῆς Παιδείας, 1995.
Μικὲ Μαίρη, Μέλπω Ἀξιώτη˙
Κριτικὲς παρατηρήσεις. Ἀθήνα, Κέδρος, 1996.
Ξενοπουλος
Γρηγόριος, Κριτικὴ γιὰ τὸ Θέλετε νὰ
χορέψομε Μαρία;, Ἀθηναϊκὰ Νέα, 1940.
Παναγιωτόπουλος
Ι.Μ., Κριτικὴ γιὰ τὸ Θέλετε νὰ χορέψομε
Μαρία;, Νέον Κράτος, 7/1939.
Παπανικολάου Μῆτσος,
«Μέλπως Ἀξιώτη: Σύμπτωση», Νέα Ἐστία τχ. 27, ἔτ. ΙΔ΄, 1η/3/1940, ἄρ.317,
σ.325.
Παρασχος Κλέων,
Κριτικὴ γιὰ τὶς Δύσκολες Νύχτες, Ἡ
Βραδυνή, 31/12/1938.
Ραυτόπουλος
Δημήτρης, Κριτικὴ γιὰ Τὸ Σπίτι μου, Κρίσιμη λογοτεχνία, σ.137-150. Ἀθήνα,
Καστανιώτης, 1986.
Σεφέρης Γιῶργος,
«[Γιὰ τὴ Μέλπω Ἀξιώτη]», Δοκιμὲς
Τρίτος Τόμος.
Παραλειπόμενα (1932-1971). Ἀθήνα, Ἴκαρος,
1992 (β΄ ἔκδοση).
Σπηλιάδη Βεατρίκη,
«Μέλπως Ἀξιώτη: Δύσκολες νύχτες», Ἐπιθεώρηση Τέχνης ΚΑ΄, ἔτ. ΙΑ΄, 2-3/1965, ἄρ.122-123,
σ.237-240.
Τσάκωνας Δημήτρης, Ἡ
γενιὰ τοῦ 30˙ Τὰ πρὶν καὶ τὰ μετά, σ. 474-477. Ἀθήνα, Κάκτος, 1989.
Χατζίνης Γιάννης,
Κριτικὴ γιὰ τὶς Δύσκολες Νύχτες, Πνευματικὴ
Ζωή τχ. 45, ἔτ. Γ΄, 10/4/1939, σ.110.
χ.σ., «Ἀξιώτη
Μέλπω», Παγκόσμιο Βιογραφικὸ Λεξικό1. Ἀθήνα, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, 1983.
Aragon Luis
(μετάφραση Ἀντώνη Φωστιέρη), «Γιὰ τὸν Εἰκοστὸ αἰώνα τῆς Μέλπως Ἀξιώτη», Ἡ λέξη τχ. 55, 6/1986, σ.593.
Vitti Mario, Ἡ γενιὰ
τοῦ Τριάντα · Ἰδεολογία καὶ μορφή. Ἀθήνα, Ἑρμῆς,
1977.
Ἀφιερώματα
περιοδικών
Διαβάζω 311,
12/5/1993.
Ἐργογραφία
(πρῶτες αὐτοτελεῖς ἐκδόσεις)
Ι.Ποίηση
Σύμπτωση. Ἀθήνα,
Πυρσός, 1939.
Κοντραμπάντο.
Ἀθήνα, Δίφρος, 1959.
Θαλασσινά. Ἀθήνα,
Δίφρος, 1962.
Σύμπτωση-Κοντραμπάντο-Θαλασσινά. Ἀθήνα, Κέδρος, 1966. ΙΙ.Μυθιστορήματα
Δύσκολες νύχτες. Ἀθήνα, Γ.Ρόδης, 1938.
Θέλετε νὰ χορέψομε Μαρία; Ἀθήνα, Πυρσός, 1940.
Εἰκοστὸς αἰώνας. Ἀθήνα, Ἴκαρος, 1946. ΙΙΙ.Διηγήματα
Σύντροφοι, καλημέρα! Βουκουρέστι, ἐκδ. Νέα Ἑλλάδα, 1953.
Τὸ Σπίτι μου. Ἀθήνα,
Θεμέλιο, 1965. ΙV. Αὐτοβιογραφικὰ κείμενα
Ἡ Κάδμω. Ἀθήνα,
Κέδρος, 1972. V. Χρονικὰ
Ἀπάντηση σὲ 5 ἐρωτήματα. Ἀθήνα, Μαρῆς-Κοροτζῆς, 1945.
Οἱ Ἑλληνίδες φρουροὶ τῆς Ἑλλάδας. Ἀθήνα, Ὁ Ρήγας, 1945.
Πρωτομαγιὲς 1886-1945. Ἀθήνα, Μαρῆς-Κοροτζῆς, 1945. Ἱ. Δοκίμια
Μιὰ καταγραφὴ στὴν περιοχὴ τῆς Λογοτεχνίας˙ δοκίμια. Ἀθήνα, Κέδρος, 1983. VΙΙ.
Μεταφράσεις στὰ ἑλληνικὰ
Μαξὶμ Γκόρκυ, Ἡ μάνα. Βουκουρέστι, ἐκδ. Νέα Ἑλλάδα,
1951.
Βασίλι Ἀζέγιεφ, Μακρυὰ ἀπὸ τὴ Μόσχα. Βουκουρέστι, ἐκδ.
Νέα Ἑλλάδα, 1952.
Ἄντερσεν, Παραμύθια. 1956.
Ἄντον Τσέχωφ, Ἡ κυρία μὲ τὸ σκυλάκι καὶ ἄλλα διηγήματα.
Ἀθήνα, Κέδρος, 1963.
Ζὰκ Ρουμαίν, Οἱ ἀφέντες
τοῦ νεροῦ. Ἀθήνα, Κέδρος, 1966.
Ραϊμὸν Ραντιγκέ, Ὁ διάβολος μέσα τους. Ἀθήνα, Κέδρος,
1968.
Λύντια Ἀλίλοβα, Ὁ Τσέχωφ στὴ ζωή μου˙ Ἀναμνήσεις. Ἀθήνα,
Κέδρος, 1968.
Ἄντον Τσέχωφ, Ἀλληλογραφία. Ἀθήνα, Κέδρος, 1968.
Εὐγένιος Ἰονέσκο, Ἡ φωτογραφία τοῦ συνταγματάρχη. Ἀθήνα,
Κέδρος, 1969.
Ἄντον Τσέχωφ, Θάλαμος 6, Τζιτζίκι καὶ ἄλλα διηγήματα. Ἀθήνα,
Κέδρος, 1969.
Ἄντον Τσέχωφ, Τὸ
στοίχημα κι ἄλλα διηγήματα. Ἀθήνα, Κέδρος, 1969.
Σιμὸν Μπερτῶ, Ἐντὶθ
Πιάφ. Ἀθήνα, Ράππας, 1970. VΙΙΙ. Μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ
K.Yannopoulos - F. Asteris, Grece, ma rose de raison, de Paul Eluard · Poemes de K.Yannopoulos
et de F. Asteris traduits par Melpo Axioti et adaptes par P.Eluard. Paris, Reclame, 1949.
Chansons de Grece
et de toujours. Traduit du folclore grac par Melpo Axioti et Henri Bassis. Paris,
Seghers, Collection Poesie 50, 1950.
Antigone lebt (ἐκλογὴ ἑλλήνων
διηγηματογράφων στὰ γερμανικά, σὲ συνεργασία μὲ τὸ Δημήτρη Χατζή). Berlin, Volk
und Welt, 1960.
Φραγκιᾶς Ἀντρέας, Ἄνθρωποι
καὶ σπίτια (σὲ συνεργασία μὲ τὴν Ulla Hengst). Berlin, Volk und Welt, 1961.
ΠΗΓΗ: MykonosTour
Page ID: 108
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου