ΚΛΙΝΗ ΣΠΟΡΟΥ ΚΑΛΗ
τῆς Ἀνθούλας
Δανιήλ, ΔΙΑΣΤΙΧΟ, Ἡλεκτρονικὸ Περιοδικὸ γιὰ τὸ Βιβλίο
καὶ τὸν Πολιτισμό
Ο
Δημήτρης Κανελλόπουλος έχει ήδη στο ενεργητικό του τέσσερις, με την παρούσα,
ποιητικές συλλογές, μια ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης στη ρουμανική και
εκδίδει το περιοδικό «Οροπέδιο». Με άλλα λόγια, έχει μπει για καλά μέσα στο ναρκοπέδιο (όπως διατυπώνει ο Ελύτης στο Ad Libitum 5), είτε αυτό είναι το γενναίο βάφτισμα στην ποίηση είτε πρόκειται για
το βάφτισμα στης ζωής τα παράλογα και ανεξήγητα απρόοπτα. Ωραία σημαίνει ο
τίτλος του –Κλίνη
Σπόρου, Καλή– και
ωραία μας στρώνει το έδαφος για την ποιήτρια Έμιλι Ντίκινσον, που κι εκείνη στρώνει μια άλλη παντοτινή κλίνη [1]. Η προσέγγιση ενός τόσο ευαίσθητου
θέματος, όπως αυτό, ενός νεκρού συγγενή, που σαν πατέρας κάθε μέρα είναι παρών
και συνομιλεί μαζί του, ή αλλιώς που ο ποιητής κάθε νύχτα τον ανασταίνει, είναι
θέμα βαθιά ανθρώπινο και του πρέπει η προσήκουσα διαπραγμάτευση, να μην πέσει
στο μελό, να κρατηθεί στο μέτρο. Και αυτήν ακριβώς επιτυγχάνει ο Κανελλόπουλος.
Με φωνή απλή, με συναίσθημα
πηγαίο, με την καρδιά, περισσότερο, όχι με το μυαλό, συνδιαλέγεται μετη γενιά ολόκληρη στο προσκήνιο,
κυρίως όμως με τον νεκρό θείο του, που«λάμπει το κεφάλι του/ σαν το κεφάλι τ’ Άη Γιάννη», που έρχεται να τον
συμφιλιώσειμε
τους «άλλους», να πει τον δίκαιο λόγο του, να συμβουλέψει σαν πατέρας: «να
βάλεις παράθυρα στο πατρικό», «να φτιάξεις τη σκάλα», «Άκου παιδάκι μου,/ να γράψεις και για τους άλλους, ήταν κι αυτοί
καλοί», «Όχι παιδάκι μου με το μαχαίρι».
Ο ποιητής μεταβάλλεται σε αερικό και χάνει τη βαρύτητά του, για να
πετάξει ψηλά, την ξαναβρίσκει, για να μελετήσει τη γη, να ακολουθήσει τον νεκρό
αέρα και νοητή παρουσία και ανάσα, ήχο, μνήμη, συνείδηση. Με τη μνήμη νωπή, την
εικόνα ζωηρή, τη φωνή ευδιάκριτη, ο ποιητής ποιεί τη δική του Νέκυια και
πηγαινοέρχεται στον Κάτω Κόσμο. Η συνομιλία απλώνεται σε κύκλους μέσα στο σπίτι,
έξω από το σπίτι, στο ρέμα, στο αμπέλι. Και η οικογενειακή ατμόσφαιρα, το
χωριό, οι παλιές πολιτικές διενέξεις, τα ένθεν και ένθεν αδικήματα
επανέρχονται. Η μνήμη τον έχει σημαδέψει σαν εγκαυστική, δεν ξεχνά ότι είναι
από καλή γενιά, διαβάζει τα γραμμένα ονόματα στο πάνω παράθυρο. Τελικά:
Ήταν καλό το χωράφι/ στρωμένο σαν κρεβάτι/ ίσιο
Ο σπόρος καλός, δοκιμασμένος… Έδωσε ο
Θεός/ και πιάσαμε σ’ αυτόν τον τόπο
Έρχονταν χειμώνες
και μετά καλοκαίρια
φύτρωναν ασταμάτητα τα ονόματα
των παιδιών.
Ειδικά συνομιλεί με το φάντασμα που έρχεται να φέρει ειρήνη, να
απονείμει δικαιοσύνη, να προσφέρει αγάπη, να συμβουλεύσει, να διορθώσει, να
ανοίξει τους δρόμους του ουρανού. Κι ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός μιας
οικείας, γεμάτης αγάπη και δικαιοσύνη παρουσίας, που η ζωή και οι πολιτικέςπεριπέτειες
ανέτρεψαν. Απλά, καθημερινά, οικεία, ανθρωπινά, σεμνά, λυπημένα, νοσταλγικά, δι’ελέου και όχι φόβου, ο ποιητής περαίνει των
παθημάτων του την κάθαρσιν. Και η γραφή κατακυρώνει την αιωνία μνήμη εκείνων
που οι ζωντανοί δεν μπορούν να ξεχάσουν, με μια ποίηση «μνημόσυνο και «πένθος
χαρμόσυνο»,
όπως μας προκαταλαμβάνει το μότο του Σικελιανού.
ΣΙΓΗ ΑΣΥΡΜΑΤΟΥ
Αυτή η συλλογή,
δημοσιευμένη το 2005, σε πολλά προοικονομεί την προηγούμενη, δείχνοντας τη
σταθερότητα της ποιητικής ρότας. Η Σιγή
ασυρμάτου υποδηλώνει
μια απελπιστική σιγή, θανάσιμη, πομπού που δεν εκπέμπει πια. Ένας κόσμος
βουλιαγμένος στο παρελθόν, που όμως αφήνει ανάσες να φτάσουν στην
επιφάνεια. Και απ’ τις ραγισματιές μιας μνήμης πληγής αναδύεται για να φωνάξει
πως δεν μπορεί να αντισταθεί στον χρόνο. Ένας κόσμος «που διαλύεται/ και δεν με
περιμένει», με τα παλιά του καφενεία που μοιάζουν με «ηττημένους φαντάρους», με
τις μπουλντόζες και τα «βαριά μηχανήματα» που χωρίς σεβασμό θα γκρεμίσουν «τους
καπνούς, τα χνώτα, τις μνήμες». Είναι και«η
πικρή συνέχεια ενός ονόματος/ που η αίγλη του ξεφτίζει», η εντύπωση ότι «θα
πνιγεί στην ανωνυμία του πλήθους / η φωνή» του. Κι ακόμα τα βάσανα και ο μόχθος
των απλών ανθρώπων της επαρχίας. Η ξενιτιά, η πατρογονική κληρονομιά, η
μοιρασιά αλλά και η ευγνωμοσύνη και η αναγνώριση της ευεργεσίας σε πρόσωπα που
με το όνομά τους ο ποιητής αναφέρει και ανάβει ένα κεράκι«για
τις ψυχούλες τους/ που
φτερουγίζουν μες στη μνήμη». Και πάντα ο πατέρας σε περίοπτη θέση στην ψυχή και
στον στίχο, στο ιδεατό του κάδρο, στο ατομικό του εικονοστάσι αγιοποιημένος,
που ταξιδεύει «σαν άνεμος στα όνειρά του»
και στο «τρελό του αίμα».
Ο ποιητής δεν μπορεί να συμβιβαστείμε
ό,τι τεκταίνεται γύρω του:
Με τίποτα δεν μπορώ να αντιστρέψω
αυτή την κατάρρευση των εποχών
που γίνεται απόγνωση στα μάτια
και μεταβάλλεται σε αγωνία θανάτου.
Κι αλλού:
Κι είναι βαρύ της νοσταλγίας το χέρι
δεν το αντέχει η καρδιά μου.
Η φωνή σου προφητεία που επιμένει
να με γυρίζει ξανά στον ίδιο δρόμο.
Κι έτσι, πάντα στον ίδιο δρόμο, σαν ήρωας καβαφικός ή και σεφερικός
ακόμα,κουβαλάει μέσα του την
πατρίδα, την παιδική του νιότη, αισθήσεις και φωνές χαραγμένες πάνω στις
πέτρες, σαν επιτάφια σημειώματα, «με τα ονόματα και τις ημερομηνίες/ που
γλίστρησαν για πάντα μες στη λησμονιά». Ο Κανελλόπουλος,
επιπλέον, αντλώντας από την
ανοιχτή πληγή του της τέχνης του το φως, κρατώντας πέτρες και φωνές γερά να μη
βουλιάξουν, αντιστεκόμενος στη λησμονιά της «Αλησμόνας» και στη ματαιότητα του
κόσμου, αφήνει στίγμα ποιητικό και χάραγμα στην πέτρα προσωπικό. Γιατί η φωνή
του έχει γνήσιο ήχο, η παράδοση έχει καλά κατακαθίσει στον ποιητικό πυθμένα
του, ο πόνος και η θλίψη του έχουν γερά ερείσματα, ο λόγος του βρίσκει εύκολα
αποδέκτη και ο αποδέκτης κολακεύεται να νιώθει πλησίστιος και να προσπαθεί μαζί
του να διαβεί το δικό του «Θολό ποτάμι».
[1]
Ample
make the bed./ Make this bed with awe;/ In it wait till judgement break/
Excellent and fair
Be
its mattress straight,/ be its pillow round;/ Let no sunrise’ yellow noise/
Interrupt this ground.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου