Θοδωρῆς
Ρακόπουλος
Ignazio Buttitta: ἡ ἱστορία ἑνὸς λαοῦ σὲ σικελικὴ διάλεκτο
– κι οἱ διάλεκτοι τῶν λαῶν τοῦ κόσμου
Ὁ Ἰνιάτσιο
Μπουττίττα εἶναι σπουδαῖος, ὁ ἀκραιφνέστερος στὴν ἐμμονή του στὴ γραφὴ σὲ διάλεκτο,
Σικελὸς ποιητής. Ἡ μεγάνησος,
τὸ ὁμηρικὸ νησὶ τοῦ Ἥλιου, δὲν εἶναι καμιὰ περιφέρεια στὴν λογοτεχνικὴ παράδοση, εἰδικά τοὺς
τελευταίους δυὸ αἰῶνες- Pirandello καὶ Lampedusa,
Virga καὶ Quasimodo,
Sciascia καὶ Camilleri… δυὸ Νόμπελ ἀλλὰ καὶ μία γερὴ παράδοση λαϊκῆς ποίησης,
συχνὰ σὲ διάλεκτο καὶ πάντα δεμένης μὲ τὶς ἀνάγκες, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἀγωνίες τοῦ σικελικοῦ λαοῦ.
Ἕνας λαὸς
Ρίξτον στὴν ἁλυσίδα
Γδύστον
Κλείστου τὸ στόμα
Λεύτερος εἲν’ ἀκόμα
Πάρτουνε τὴ δουλειὰ
Τὸ πασσαπόρτο
Τραπέζι νὰ μὴν ἔχει γιὰ φαγὶ
Κρεβάτι γιὰ τὸν ὕπνο
Ἀκόμα πλούσιος εἶναι
Ἕνας λαὸς
Φτωχὸς καὶ δοῦλος γίνεται
Ὅταν τοῦ κλέβουνε τὴ γλώσσα
Πού τούδωκεν ὁ κύρης του
Χαμένος γιὰ πάντα
Φτωχὸς καὶ σκλάβος γένεται
Ὅταν οἱ λέξεις του δὲν
Γεννᾶνε λέξεις
Καὶ τρῶν ἡ μιὰ τὴν άλλη
[ἀπὸ τὸ Lingua e Dialettu, συλλογὴ Lu Pani Si Chiama Pani, 1954]
Ὁ Μπουττίττα εἶναι τέτοιος ποιητής –λαϊκὸς ἀπὸ θέση κι ἀπὸ ἐπιλογή.
Γεννημένος καὶ μεγαλωμένος στὴν Bagheria (Μπαγκερία, καὶ σικελιστὶ Baaria), μιὰ πόλη μὲ ἀγροτικὴ οἰκονομικὴ βάση, κέντρο τῶν κοινωνικῶν διεκδικήσεων γιὰ μαζικὸ ἀναδασμὸ καὶ ἀναδιοργάνωση
τῆς γαιοκτησίας σὲ δημοκρατικὴ προοπτικὴ σὲ προηγούμενες δεκαετίες, ἔδρασε ὡς μέλος τοῦ τοπικοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος ἀλλὰ κι ὡς «ποιητὴς τῆς πλατείας», ὅπως θὰ ἔλεγε κι ὁ ἴδιος στὰ πρῶτα μεταπολεμικὰ χρόνια, καὶ μέχρι τὸν θάνατό του. Στὸ μεταξὺ γιὰ πολιτικοὺς ὅσο καὶ οἰκονομικοὺς λόγους, γνώρισε καὶ τὸν τυπικὰ σικελικὸ δρόμο τῆς μετανάστευσης ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν πλούσια Λομβαρδία γιὰ μία δεκαετία.
Γεννήθηκε στὸ γύρισμα τοῦ πιὸ συναρπαστικοῦ αἰώνα (1899) καὶ ἄρα εἶναι μία δεκαπενταριὰ χρόνια μεγαλύτερός τοῦ ἄλλου λαμπροῦ «κόκκινου» ἀπὸ τὴν Μπαγκερία,
τοῦ Renato
Guttuso. Ἀπὸ ἐκεῖ ἄλλωστε κι ὁ Tornatore,
ὁ σκηνοθέτης ποὺ χάρισε στὴν πόλη καὶ τὸ ὁμώνυμο πρόσφατο κινηματογραφικὸ πορτραῖτο ἐποχῆς. Ἔγραψε στὴν συγκεκριμένη μορφολογία τῆς σικελικῆς ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν περιοχή του –ὁ ὑποφαινόμενος, ζεῖ σὲ χωριὸ τῆς ἄλλης ἄκρης τοῦ ἴδιου νομοῦ, ὅπου ὅμως ἡ διάλεκτος ἔχει ὁρατὲς διαφορές:
π.χ. ἄρθρο u ἀντὶ γιὰ lu, κτλ. Κι ἔγραψε γιὰ
Chiddi ca nta lu munnu sunnu nenti…
Eccu, o signuri, la povira genti.
Κείνους ποὺ ζοῦνε τὸ τίποτε τοῦ κόσμου αὐτοῦ...
Κύριε, ὁ φτωχόκοσμός σου– Ἰδού.
Ἡ “κόκκινη” Μπαγκερία μὲ τὴν πλούσια ἐσπεριδοπαραγωγὴ ὑπῆρξε κέντρο ἐξαγωγῶν καὶ ἄρα οἰκονομικῆς ἐξάρτησης γιὰ αἰῶνες– δεμένη στὸ ἅρμα τῆς φεουδαλικῆς οἰκονομικῆς ὀργάνωσης ποὺ στὴν Σικελία ἔλαβε καὶ τὸ ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς «προστασίας» τῶν συμφερόντων τῆς ἀριστοκρατικῆς γαιοκτητικῆς τάξης ἀπὸ μία ὀργάνωση ἀνδρῶν–τοποτηρητῶν ποὺ μετὰ τὴν Ἰταλικὴ Ἕνωση (1861) θὰ γίνει γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα «Μαφία».
Στραμμένος ἐνάντια στὴν μεταπολεμικὴ κυρίαρχη τάξη καὶ τὴν συντηρητικὴ πολιτικὴ της ἔκφραση, τὴν Χριστιανοδημοκρατία
(Democrazia Cristiana, DC) ὅσο κι ἐνάντια στὸν παρασιτισμὸ καὶ τὴ βία τῆς Μαφίας, ὁ Μπουττίττα ἔχει καθαρὸ ποιητικὸ πλάνο– τὴν σύνδεση τῆς ἀτομικῆς ποιητικῆς φωνῆς μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς συλλογικότητας πού, γι’ αὐτόν, στέκονται ἀπέναντι στὸ ἀδιόρατο κοινωνικὸ πλέγμα κυριαρχίας Φέουδο-Μαφία-Χριστιανοδημοκρατία.
Μάφια καὶ παπάδες... μαζὶ
Ἑνώσανε τὰ χέρια
Κι ἐμεῖς μὲς στὴ μιζέρια
Φτωχοί μου χωριανοὶ
Μαφία καὶ παπάδες, νὰ τους
Κι αἰωνία μας ἡ μνήμη
Γυμνώνουν τὰ σπαθιά τους
Περνοῦν σκοινὶ ποὺ πνίγει
Ὁ ἕνας τὸν σταυρὸ κουνᾶ
Ὁ ἄλλος σημάδι βάζει
Ὁ ἕνας «κόλαση!» φωνάζει
Ὁ ἄλλος τουφέκι κρατᾶ
Σιτσίλια, πόσος πόνος, κλάμα
Μιᾶς καρδιᾶς σπασμένης
Μὲ τὸ σφυρὶ τους καρφωμένη
Χωμένη μὲς στὰ πένθη μάνα.
Πρόβατα τραβᾶμε, ἀράδες;
Ἄει καὶ σπᾶμε τὴν ἁλυσίδα
Νησί μου λεύτερο σὲ εἶδα
Χωρὶς μαφία καὶ παπάδες
[ἀπὸ τὸ Mafia e Parrini, συλλογὴ Lu trenu di lu suli, 1961]
Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἐμμονή του στὴν ποίηση σὲ διάλεκτο –παρακολουθεῖ τὴν παράδοση τροβαδούρων, ὅσο καὶ ὅσων θεωροῦν τὴν ποιητικὴ δημιουργία δημόσια πράξη. Ἡ ποίηση τοῦ Μπουττίττα,
(ὅπως καὶ κάθε καλὴ ποίηση, θὰ ἔλεγε ὁ Λόρκα ἢ ὁ Μαγιακόφσκυ) «γράφεται γιὰ νὰ διαβαστεῖ φωναχτά». Δὲν εἶναι ποιητικὴ γραφή– ἀλλὰ μᾶλλον ἀποτύπωση τῆς δημόσιας,
προφορικῆς κατάθεσης σὲ γραμμένη
μορφή. Γιὰ τοῦτο καὶ διατηρεῖ ρυθμὸ πού, στὴν μεταφραστικὴ προσπάθεια, δημιουργεῖ ἰδιαίτερα προβλήματα. Ἐπιλογὴ τοῦ μεταφραστῆ στὴν παροῦσα ἀπόπειρα δὲν εἶναι ἡ μεταγραφὴ τῆς σικελικῆς σὲ «ἀντίστοιχη» διάλεκτο τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας –κάτι τέτοιο θὰ ἦταν αὐθαίρετο δεδομένης ἀκριβῶς τῆς πίστης μας
στὴν μοναδικότητα τῆς χρήσης τῶν σικελικῶν στὸν Buttitta ὡς ντοπιολαλιᾶς κι ὄχι ὡς φορέα γραπτῆς ἔκφρασης. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἐπίτομη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸ ἔργο του τιτλοφορεῖται «La mia
vita la vorrei scriverla cantando», «τὴν ζωή μου θα ’θελα νὰ τὴν γράψω τραγουδώντας».
Τὰ σικελικά, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἰταλικά, εἶναι μία γλώσσα «βαριά», μὲ στρυφνοὺς καὶ μοναδικοὺς φθόγγους (ὅπως τὸ dd) ποὺ ἀποδίδουν ἕνα πρωτοφανὲς ἠχόχρωμα. Γεγονὸς εἶναι ὅτι δὲν «προφέρονται ὅπως
διαβάζονται» ὅπως μᾶς λὲν οἱ φιλόλογοι, ὅταν
μαθαίνουμε μία ξένη γλώσσα κυρίως διότι σχεδὸν πάντα οἱ Σικελοὶ καταφεύγουν στὴν «ἐθνική», Ἰταλικὴ γλώσσα, ὅταν πρόκειται γιὰ γραπτὸ κείμενο.
Ἡ ποίηση τοῦ Μπουττίττα ὅμως δὲν εἶναι «γραπτή», ὅπως εἴπαμε –κι ἡ ἐπιλογὴ του εἶναι βαθιὰ πολιτικὴ γιὰ ἕναν ἀκόμα λόγο: ἡ σικελική, ὡς γλώσσα «τῶν κατώτερων τάξεων», τῆς «καθημερινότητας», εἶναι καὶ γλώσσα «χωρὶς γραφή», καθότι καὶ γλώσσα «ἀναλφάβητων»,
«λαϊκῶν στρωμάτων». Τὸ ἐγχείρημα λοιπὸν τοῦ ποιητῆ μᾶς καλεῖ νὰ ἀναθεωρήσουμε
ὅσα ξέρουμε γιὰ τὴν ἁπλά πανθομολογούμενη ἱερότητα, τὸν κρυφὸ μοντερνικὸ καθαγιασμό,
τὴν ἀνομολόγητη συμφωνία γιὰ τὴν κυριαρχία τῆς ἐθνικῆς γλώσσας ἀπέναντι στὶς τοπικές. Τὴν ἐσωτερικὴ βουβαμάρα τῆς ἔννοιας τοῦ ἔθνους συχνὰ κάλυψε μία –καὶ μόνη– «ἐπίσημη» γλώσσα: ἐγχείρημα ποὺ ἀπασχόλησε ἱστορικὰ ἐκεῖνες τὶς τάξεις ποὺ ἐπιζήτησαν τὴν «ἐθνικὴ ὁλοκλήρωση».
Ὁ ἀστικὸς πολιτισμὸς τοῦ μοντερνισμοῦ καθιέρωσε τὴν Ἐθνικὴ μονογλωσσία φιμώνοντας ἔτσι τὴν τοπικὴ διαφορετικότητα, ἀποβουβαίνοντας τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν τοπικῶν πολιτισμῶν. Γι’ αὐτὸ ὁ Buttitta γράφει στὰ σικελικά, διότι τὸ κοινὸ ποὺ ἀπευθύνεται σὲ αὐτὴ τὴν γλώσσα ἀκούει– κι ἀκόμη διότι ἡ «ἐπίσημη, ἐθνική» γλώσσα εἶναι καὶ ἡ γλώσσα τῶν ἐπίσημων καὶ τῶν ἐθνικοφρόνων–
οἴτοι, τῶν κυρίαρχων τάξεων. Καὶ κάποτε ἡ φωνὴ του λαμβάνει παιανικὴ ὁρμή, δεῖγμα τῆς κυριολεξίας τῆς ἔννοιας «φωνή» ἐδῶ- πολλά του ποιήματα τὰ διάβαζε σὲ
συγκεντρώσεις καὶ διαδηλώσεις:
Πάρε τὴν ματωμένη πουκαμίσα
Σκίσε την κάνε ἕνα κομμάτι ἀπὸ σημαία
Μπέκα μέσα στὰ σπίτια τῶν ἀπόρων
Κατέβ’ ἀναμέσο στὰ παιδιὰ τῆς φυλακῆς
Χώσου στὶς γειτονιές, στὰ μονοπάτια
Φώναξε τοὺς παλιοὺς καὶ τοὺς καινούριους
Κοίταξε μὲς σὲ ρουμάνια, σὲ σπηλιὲς
Κείνους ποὺ χάθηκαν, ποὺ ἐγκαταλείφτηκαν, ποὺ νικηθῆκαν
Κι ἔπειτα κραύγασε μὲ τὴ φωνὴ τοῦ λιονταριοῦ:
Ἐεε, πεινασμένοι- ἦρθε σας ἡ μέρα!
[Ἀπὸ τὸ Parru cu tia, συλλογὴ Lu Pani Si Chiama Pani 1954]
Ἡ δύναμη τῆς διαλέκτου ὡς καθημερινῆς γλώσσας σημαίνει κι ἀμεσότητα, Γὶ αὐτὸ κι ὁ μέγας ποιητὴς (ὅσο καὶ σκηνοθέτης καὶ χίλια δυὸ ἄλλα) Pasolini ἐπέλεξε νὰ γράψει τόσο στὰ ἰταλικά, ὅσο καὶ στὴν μητρική του διάλεκτο, τοῦ Φρίουλι, ὅπως καὶ στὴν διάλεκτο τῆς πόλης ποὺ ἔζησε καὶ περιέγραψε ὅσο καμία ἄλλη, τῆς Ρώμης. Κι ὁ Pasolini ἐπέμενε στὰ ἄρθρα του (Scritti Corsari) ὅτι «στὴν Ἰταλία ὁμιλεῖται τόσο ἡ ἰταλική, ὅσο καὶ ἡ φριουλική, ἡ χώρα μου εἶναι ἤπειρος, δὲν εἶναι ἔθνος». Γι’αὐτὸ στὰ πανηγύρια τῆς Μακεδονίας σήμερα, ἀνάμεσα στοὺς χάλκινους ἤχους δὲν ἀκούγεται
φωνή, σὲ μακεδόνικη διάλεκτο ἀπὸ τὸ μικρόφωνο,
διὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων– ἀλλὰ ὁ κόσμος ἀπὸ κάτω ξελαρυγγιάζεται μὲ τὰ δικά του «Γιόβανο, Γιόβανκε...».
Τὰ μακεδόνικα πουλιὰ λαλοῦν μακεδονίτικα λέει ὁ Μέσκος.
Ἡ πολιτισμικὴ γενοκτονία ποὺ τὸ ἑλληνικὸ κράτος μέσῳ μιᾶς στεγνῆς γραφειοκρατίας, μιᾶς ἄγριας ἀστυνόμευσης καὶ μιᾶς μονολιθικῆς ἐγκύκλιας Ἐκπαίδευσης ἐπέβαλλε γιὰ παράδειγμα
στοὺς σλαβόφωνους πληθυσμοὺς τῆς ἑλληνικῆς Μακεδονίας δὲν πρέπει νὰ λησμονηθεῖ ποτέ. Τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτε σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ παρουσιαστεῖ τὸ Abecedar χωρὶς νὰ πεταχτεῖ καμιὰ Χρυσὴ Αὐγὴ ἢ κάνας Βελόπουλος ἀπειλητικὰ καὶ νὰ διακόψει, πρέπει νὰ μᾶς θέσει πρὸ τῶν εὐθυνῶν μας...τί εἴδους
κοινωνία (ὅπως καὶ ποίηση) θέλουμε– πολυφωνικὴ ἢ μονότονη.
Ὁ Μπουττίττα κάπου λέει: «ἡ διάλεκτος εἶναι Γλώσσα
χωρὶς στρατό». Κι ὅσο γιὰ τὴν ἱερότητα τῆς
ὅποιας ἐθνικῆς Γλώσσας, ἀπαντῶ στὰ μακεδόνικα:
γκουλέμο ραμπότα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου