Τετάρτη, Οκτωβρίου 16, 2013

Θοδωρῆς Ρακόπουλος Ignazio Buttitta: ἡ ἱστορία ἑνὸς λαοῦ σὲ σικελικὴ διάλεκτο – κι οἱ διάλεκτοι τῶν λαῶν τοῦ κόσμου....

Θοδωρῆς Ρακόπουλος
Ignazio Buttitta: στορία νς λαο σ σικελικ διάλεκτο 
– κι ο διάλεκτοι τν λαν το κόσμου

νιάτσιο Μπουττίττα εναι σπουδαος, κραιφνέστερος στν μμονή του στ γραφ σ διάλεκτο, Σικελς ποιητής. μεγάνησος, τ μηρικ νησ το λιου, δν εναι καμι περιφέρεια στν λογοτεχνικ παράδοση, εδικά τοὺς τελευταίους δυ αἰῶνες- Pirandello κα Lampedusa, Virga κα Quasimodo, Sciascia κα Camilleri… δυ Νόμπελ λλ κα μία γερ παράδοση λαϊκς ποίησης, συχν σ διάλεκτο κα πάντα δεμένης μ τς νάγκες, τος γνες κα τς γωνίες το σικελικο λαο.

νας λας
Ρίξτον στν λυσίδα
Γδύστον
Κλείστου τ στόμα
Λεύτερος εν’ κόμα

Πάρτουνε τ δουλει
Τ πασσαπόρτο
Τραπέζι ν μν χει γι φαγ
Κρεβάτι γι τν πνο
κόμα πλούσιος εναι

νας λας
Φτωχς κα δολος γίνεται
ταν το κλέβουνε τ γλώσσα
Πού τούδωκεν κύρης του
Χαμένος γι πάντα

Φτωχς κα σκλάβος γένεται
ταν ο λέξεις του δν
Γενννε λέξεις
Κα τρν μιὰ τὴν άλλη
[π τ Lingua e Dialettu, συλλογ Lu Pani Si Chiama Pani, 1954]

Μπουττίττα εναι τέτοιος ποιητής –λαϊκς π θέση κι π πιλογή. Γεννημένος κα μεγαλωμένος στν Bagheria (Μπαγκερία, κα σικελιστ Baaria), μι πόλη μ γροτικ οκονομικ βάση, κέντρο τν κοινωνικν διεκδικήσεων γι μαζικ ναδασμ κα ναδιοργάνωση τς γαιοκτησίας σ δημοκρατικ προοπτικ σ προηγούμενες δεκαετίες, δρασε ς μέλος το τοπικο Κομμουνιστικο Κόμματος λλ κι ς «ποιητς τς πλατείας», πως θ λεγε κι διος στ πρτα μεταπολεμικ χρόνια, κα μέχρι τν θάνατό του. Στ μεταξ γι πολιτικος σο κα οκονομικος λόγους, γνώρισε κα τν τυπικ σικελικ δρόμο τς μετανάστευσης πο τν δήγησε στν πλούσια Λομβαρδία γι μία δεκαετία.

Γεννήθηκε στ γύρισμα το πι συναρπαστικο αώνα (1899) καὶρα εναι μία δεκαπενταρι χρόνια μεγαλύτερός τοῦ λλου λαμπρο «κόκκινου» π τν Μπαγκερία, το Renato Guttuso. π κε λλωστε κι Tornatore, σκηνοθέτης πο χάρισε στν πόλη κα τ μώνυμο πρόσφατο κινηματογραφικ πορτρατο ποχς. γραψε στν συγκεκριμένη μορφολογία τς σικελικς πο πικρατε στν περιοχή του – ποφαινόμενος, ζε σ χωρι τς λλης κρης το διου νομο, που μως διάλεκτος χει ρατς διαφορές: π.χ. ρθρο u ντ γι lu, κτλ. Κι γραψε γι

Chiddi ca nta lu munnu sunnu nenti
Eccu, o signuri, la povira genti.

Κείνους πο ζονε τ τίποτε το κόσμου ατο...
Κύριε, φτωχόκοσμός σου– δού.

“κόκκινη” Μπαγκερία μ τν πλούσια σπεριδοπαραγωγ πρξε κέντρο ξαγωγν καὶ ρα οκονομικς ξάρτησης γι αἰῶνες– δεμένη στ ρμα τς φεουδαλικς οκονομικς ργάνωσης πο στν Σικελία λαβε κα τ διαίτερο γνώρισμα τς «προστασίας» τν συμφερόντων τς ριστοκρατικς γαιοκτητικς τάξης π μία ργάνωση νδρν–τοποτηρητν πο μετ τν ταλικ νωση (1861) θ γίνει γνωστ μ τ νομα «Μαφία».


Στραμμένος νάντια στν μεταπολεμικ κυρίαρχη τάξη κα τν συντηρητικ πολιτικ της κφραση, τν Χριστιανοδημοκρατία (Democrazia Cristiana, DC) σο κι νάντια στν παρασιτισμ κα τ βία τς Μαφίας, Μπουττίττα χει καθαρ ποιητικ πλάνο– τν σύνδεση τς τομικς ποιητικς φωνς μ τς νάγκες τς συλλογικότητας πού, γι’ ατόν, στέκονται πέναντι στ διόρατο κοινωνικ πλέγμα κυριαρχίας Φέουδο-Μαφία-Χριστιανοδημοκρατία.

Μάφια κα παπάδες... μαζ
νώσανε τ χέρια
Κι μες μς στ μιζέρια
Φτωχοί μου χωριανο

Μαφία κα παπάδες, ν τους
Κι αωνία μας μνήμη
Γυμνώνουν τ σπαθιά τους
Περνον σκοιν πο πνίγει

νας τν σταυρ κουν
λλος σημάδι βάζει
νας «κόλαση!» φωνάζει
λλος τουφέκι κρατ

Σιτσίλια, πόσος πόνος, κλάμα
Μις καρδις σπασμένης
Μ τ σφυρ τους καρφωμένη 
Χωμένη μς στ πένθη μάνα.

Πρόβατα τραβμε, ράδες;
ει κα σπμε τν λυσίδα
Νησί μου λεύτερο σ εδα
Χωρς μαφία κα παπάδες
                                [π τ Mafia e Parrini, συλλογ Lu trenu di lu suli, 1961] 

τσι ξηγεται μμονή του στν ποίηση σ διάλεκτο –παρακολουθε τν παράδοση τροβαδούρων, σο καὶ σων θεωρον τν ποιητικ δημιουργία δημόσια πράξη. ποίηση το Μπουττίττα, (πως κα κάθε καλ ποίηση, θ λεγε Λόρκα Μαγιακόφσκυ) «γράφεται γι ν διαβαστε φωναχτά». Δν εναι ποιητικ γραφή– λλ μλλον ποτύπωση τς δημόσιας, προφορικς κατάθεσης σ γραμμένη μορφή. Γι τοτο κα διατηρε ρυθμ πού, στν μεταφραστικ προσπάθεια, δημιουργε διαίτερα προβλήματα. πιλογ το μεταφραστ στν παροσα πόπειρα δν εναι μεταγραφ τς σικελικς σ «ντίστοιχη» διάλεκτο τς λληνικς πικράτειας –κάτι τέτοιο θ ταν αθαίρετο δεδομένης κριβς τς πίστης μας στν μοναδικότητα τς χρήσης τν σικελικν στν Buttitta ς ντοπιολαλις κι χι ς φορέα γραπτς κφρασης. Δν εναι τυχαο τι πίτομη πιλογ π τ ργο του τιτλοφορεται «La mia vita la vorrei scriverla cantando», «τν ζωή μου θα ’θελα ν τν γράψω τραγουδώντας».

Τ σικελικά, σ ντίθεση μ τ ταλικά, εναι μία γλώσσα «βαριά», μ στρυφνος κα μοναδικος φθόγγους (πως τ dd) πο ποδίδουν να πρωτοφανς χόχρωμα. Γεγονς εναι τι δν «προφέρονται πως διαβάζονται» πως μᾶς λν ο φιλόλογοι, ταν μαθαίνουμε μία ξένη γλώσσα κυρίως διότι σχεδν πάντα ο Σικελο καταφεύγουν στν «θνική», ταλικ γλώσσα, ταν πρόκειται γι γραπτ κείμενο.

ποίηση το Μπουττίττα μως δν εναι «γραπτή», πως επαμε –κι πιλογ του εναι βαθι πολιτικ γι ναν κόμα λόγο: σικελική, ς γλώσσα «τν κατώτερων τάξεων», τς «καθημερινότητας», εναι κα γλώσσα «χωρς γραφή», καθότι κα γλώσσα «ναλφάβητων», «λαϊκν στρωμάτων». Τ γχείρημα λοιπν το ποιητ μᾶς καλε ν ναθεωρήσουμε σα ξέρουμε γι τν ἁπλά πανθομολογούμενη ερότητα, τν κρυφ μοντερνικ καθαγιασμό, τν νομολόγητη συμφωνία γι τν κυριαρχία τς θνικς γλώσσας πέναντι στς τοπικές. Τν σωτερικ βουβαμάρα τς ννοιας το θνους συχν κάλυψε μία –κα μόνη–  «πίσημη» γλώσσα: γχείρημα πο πασχόλησε στορικ κενες τς τάξεις πο πιζήτησαν τν «θνικ λοκλήρωση».

  στικς πολιτισμς το μοντερνισμο καθιέρωσε τν θνικ μονογλωσσία φιμώνοντας τσι τν τοπικ διαφορετικότητα, ποβουβαίνοντας τν διαιτερότητα τν τοπικν πολιτισμν. Γι’ ατ Buttitta γράφει στ σικελικά, διότι τ κοιν πο πευθύνεται σ ατ τν γλώσσα κούει– κι κόμη διότι «πίσημη, θνική» γλώσσα εναι κα γλώσσα τν πίσημων κα τν θνικοφρόνων– οτοι, τν κυρίαρχων τάξεων. Κα κάποτε φων του λαμβάνει παιανικ ρμή, δεγμα τς κυριολεξίας τς ννοιας «φωνή» δ- πολλά του ποιήματα τ διάβαζε σ συγκεντρώσεις κα διαδηλώσεις:

Πάρε τν ματωμένη πουκαμίσα
Σκίσε την κάνε να κομμάτι π σημαία
Μπέκα μέσα στ σπίτια τν πόρων
Κατέβ’ ναμέσο στ παιδι τς φυλακς
Χώσου στς γειτονιές, στ μονοπάτια
Φώναξε τος παλιος κα τος καινούριους
Κοίταξε μς σ ρουμάνια, σ σπηλις
Κείνους πο χάθηκαν, πο γκαταλείφτηκαν, πο νικηθκαν
Κι πειτα κραύγασε μ τ φων το λιονταριο:
εε, πεινασμένοι- ρθε σας μέρα!
[π τ Parru cu tia, συλλογ Lu Pani Si Chiama Pani 1954]

  δύναμη τς διαλέκτου ς καθημερινς γλώσσας σημαίνει κι μεσότητα, Γ ατ κι μέγας ποιητς (σο κα σκηνοθέτης κα χίλια δυ λλα) Pasolini πέλεξε ν γράψει τόσο στ ταλικά, σο κα στν μητρική του διάλεκτο, το Φρίουλι, πως κα στν διάλεκτο τς πόλης πο ζησε κα περιέγραψε σο καμία λλη, τς Ρώμης. Κι Pasolini πέμενε στ ρθρα του (Scritti Corsari) τι «στν ταλία μιλεται τόσο ταλική, σο κα φριουλική, χώρα μου εναι πειρος, δν εναι θνος». Γι’ατ στ πανηγύρια τς Μακεδονίας σήμερα, νάμεσα στος χάλκινους χους δν κούγεται φωνή, σ μακεδόνικη διάλεκτο π τ μικρόφωνο, δι τν φόβο τν ουδαίων– λλ κόσμος π κάτω ξελαρυγγιάζεται μ τ δικά του «Γιόβανο, Γιόβανκε...». Τ μακεδόνικα πουλι λαλον μακεδονίτικα λέει Μέσκος.

πολιτισμικ γενοκτονία πο τ λληνικ κράτος μέσῳ μις στεγνς γραφειοκρατίας, μις γριας στυνόμευσης κα μις μονολιθικς γκύκλιας κπαίδευσης πέβαλλε γι παράδειγμα στος σλαβόφωνους πληθυσμος τς λληνικς Μακεδονίας δν πρέπει ν λησμονηθε ποτέ. Τ γεγονς τι οτε σήμερα δν μπορε ν παρουσιαστε τ Abecedar χωρς ν πεταχτε καμι Χρυσ Αγ κάνας Βελόπουλος πειλητικ κα ν διακόψει, πρέπει ν μς θέσει πρ τν εθυνν μας...τί εδους κοινωνία (πως κα ποίηση) θέλουμε– πολυφωνικ μονότονη.

Μπουττίττα κάπου λέει: « διάλεκτος εναι Γλώσσα χωρς στρατό». Κι σο γι τν ερότητα τς
 ποιας θνικς Γλώσσας, παντ στ μακεδόνικα: γκουλέμο ραμπότα.
 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: