Πέμπτη, Οκτωβρίου 10, 2013

ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΣ: Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


Ἠλίας Παπαμόσχος
Ἡ ὁμίχλη τὰ φυλάει*


                                                                         Στὸν Παναγιώτη Φωτιάδη


ΕΝΑ ΑΓΡΙΜΙ στὸ τέρμα τῆς γέφυρας διέσχισε τὸν δρόμο. «Ἀλεπού!» εἶπε ὁ Π. «Σκοῦρο τρίχωμα εἶχε», ἔκανα ἐγώ. Ἔτρεξε τόσο γρήγορα ποὺ κανείς μας δὲν ἦταν σίγουρος. Ὁ Μ. δὲν εἶπε τίποτα, αὐτὸς μόνο κοιτοῦσε. Σταματήσαμε πάνω στὴ γέφυρα μὲ τὴ μηχανὴ ἀναμμένη. Κοιτάξαμε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ περιμένοντας νὰ πεταχτεῖ τὸ ζουλάπι. «Νά, τώρα θὰ βγεῖ!» εἶπε ἀνυπόμονα ὁ Π. Τὸ χῶμα ἐκεῖ κάτω ἦταν σκεπασμένο μὲ φύλλα βελανιδιᾶς, ἡ γῆ ἔμοιαζε σὰν ξεφλουδισμένη, ὁμίχλη κυλοῦσε πάνω της σὰν φάντασμα τοῦ ἀέρα. Ἀρχίσαμε νὰ κατεβαίνουμε. Ὁ Π. ὅλο ἐπιβράδυνε, ἡ ὁμίχλη γινόταν πυκνότερη· ἦταν ἀπὸ τὶς σπάνιες φορὲς ποὺ ὁδηγοῦσε ἀργὰ ὁ Π.
Ἕνα σκυλὶ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὴν ὁμίχλη, ἀνηφόριζε, ἦταν ἕνα μὲ μακριὰ αὐτιὰ σὰν τοῦ λαγοῦ, πέρασε ἀπὸ δίπλα μας σὰ νὰ μὴν ὑπήρχαμε. «Πάω στοίχημα πὼς μετριοῦνται τὰ κόκαλα στὰ πλευρά του», ἔκανε ὁ Π. «Μὴ νομίζεις ὅτι ὅλοι εἶναι σὰν τὸν πατέρα σου», συνέχισε κοιτώντας με κάθε λίγο ἀπὸ τὸ καθρεφτάκι, «ποὺ τ’ ἀγαποῦσε σὰν παιδιά του. Τοῦ Κ. ὁ πατέρας, ἄς ποῦμε, εἶχε τέσσερα· ὅταν γέρασαν τὰ τρία, τὸν ἀγγάρεψε νὰ τὰ ξαποστείλει. Τὰ φόρτωσε αὐτὸς στὸ ἁμάξι καὶ τὰ ἔφερε ἀπὸ τὸ χωριὸ στὴν πόλη, ἀνέβηκε στὸ βουνὸ καὶ τὰ παράτησε. Πέρασε καμιὰ βδομάδα καὶ τὰ βρῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τους καὶ τὰ τρία· σαράντα χιλιόμετρα ἔκαναν, λὲς κι εἶχαν στὸ κεφάλι τους ραντάρ. Τὴ δεύτερη φορὰ τὰ πῆγε ἐκτὸς νομοῦ καὶ περηφανευόταν μετὰ πὼς τοὺς τὴν ἔφερε. Γέρασε καὶ τὸ τέταρτο – αὐτὸ τὸ ἀνέλαβε ὁ πατέρας του. Τὸ πῆγε λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Πῆρε μαζί του καὶ τὸ ὅπλο. Εἶχε κυνηγήσει πολλὲς φορὲς ἐκεῖ, καὶ μὲ τὰ τέσσερα. Ὧρες μετά, πέρασε τὸ ζωντανὸ ἀπὸ τὸν κεντρικὸ δρόμο, ἦταν πανηγύρι κι ὅλο τὸ χωριὸ εἶχε βγεῖ ἔξω, πέρασε μὲ τὴ μούρη κάτω, ὅλη μιὰ πληγή. Τοὺς ἔσφιξε σὰν τριχιὰ ὁ φόβος τὰ σπλάχνα, μόνο κάτι ἄντρες, ἴδιο φύραμα μὲ τὸν μακελάρη, δὲν ἀπέστρεψαν τὸ βλέμμα τους καὶ σχολίαζαν χαιρέκακα τὸ κουράγιο τοῦ σκυλιοῦ, τὴν πίστη του περιγελοῦσαν. Λὲς κι εἶχε ποῦ ἀλλοῦ νὰ πάει» εἶπε, καταλήγοντας, ὁ Π.
Σὰν πρόσφυγες λάθρα κινούμενοι πηγαίναμε, ποὺ κι ἡ ὁμίχλη ἀκόμη τοὺς πρόδωσε, τὴν ξήλωνε ὁ ἥλιος, ὅλο τὴν ξήλωνε – κάτω στὴν πόλη καθόλου δὲν θά ᾽χε· ἔλαμπε αὐτὴ πίσω ἀπὸ τὴν ἀχλὺ σὰν κακὸ μάτι.


*Ἡ συλλογὴ ἀφηγημάτων τοῦ ΗΛΙΑ Λ. ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ «Ἡ ἀλεποὺ τῆς σκάλας καὶ ἄλλες ἱστορίες» θὰ κυκλοφορήσει ΠΡΟΣΕΧΩΣ ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις Κίχλη.



Δεν υπάρχουν σχόλια: