Ντουμίτρου Τσεπενιάγκ (Dumitru Ţepeneag)
Τὸ Νεκρὸ Ψάρι
(Peşte Mort)
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ρουμανικά: Δημήτρης Κανελλόπουλος
HΜΟΥΝ ΚΙ ΕΓΩ ΕΚΕΙ, στὴν πρόσοψη τοῦ ἑστιατορίου,
μαζὶ μὲ τὸ τσοῦρμο τῶν περίεργων ποὺ συνωστίζονταν νὰ ἰδοῦν τὰ ψάρια
πάνω στὸ πεζοδρόμιο. Ἀλληλοσπρωχνόμενος, ἀκροπατοῦσα μὰ δὲν ἀποφάσιζα
ν’ ἀποχωρήσω. Στὸ πλάι ὁ σωρὸς μεγάλωνε, τὸν ἐνίσχυε μία χοντρὴ
κυράτσα, μὲ μιὰ φωνὴ ἀκονισμένη, ἀγαναχτισμένη.
— Τί περίεργοι ἄνθρωποι! Τί περίεργοι
ἄνθρωποι!
Ἦταν νωρίς, τὸ ἑστιατόριο ἦταν
κλειστό. Στὴν στοὰ ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ μαγερειό – τρεῖς κολῶνες πάγου
τοποθετημένες ἡ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη καὶ λίγα λουλούδια σκορπισμένα.
Στὸ πλάι, τὸ ψάρι.
— Ἕνα νεκρὸ ψάρι, αὐτὸ εἶν’ ὅλο,
ἔλεγε ἡ γυναίκα ποὺ πλησιάζοντας πλάϊ μου μ’ ἔπιασε προστατευτικὰ
ἀπ’ τὸ χέρι. Ἡ παλάμη της ἦταν ζεστή, ἱδρωμένη. Ἡ ἀκονισμένη φωνή
της, μοῦ τρυποῦσε τὸ τύμπανο.
Τὸ γυάλινο μάτι τοῦ ψαριοῦ κοιτοῦσε
μὲ ἀποφασιστικότητα πέρα ἀπὸ ἐμᾶς. Τὰ λέπια του ἔμοιαζαν μὲ πράσινα
νύχια ποὺ ἔφερναν πρὸς τὸ γαλάζιο στὶς ἄκριές τους. Κείτονταν τὸ μισὸ
στὴ στοά, ὅπου ὑπῆρχε ὁ πάγος, καὶ τὸ ἄλλο μισὸ πάνω στὴν ὑγρὴ ἄσφαλτο
τοῦ πεζοδρομίου, μὲ τὸ κεφάλι γερμένο στὸ ρεῖθρο.
— Ἕνα ψάρι στὸ πεζοδρόμιο;
— Εἶναι φερμένο γιὰ τὸ ἑστιατόριο…
— Τόσο μεγάλο ;
Ἕνας ἄντρας ψηλὸς σὰν σκουμπρί, μ’
ἕναν γαλάζιο χαρτοφύλακα στὴν μασχάλη, ἔκανε χῶρο νὰ βγοῦν. Κοίταζε
ἔκπληκτος πρὸς ἐμένα καὶ μ’ ἀπειλοῦσε μὲ τὸ δάχτυλο. Εἶχαν ἀπέλθει
ὅλοι οἱ ἄλλοι.
— Ἕνα ψάρι…
Ἀνασήκωσα τοὺς ὤμους. Ἡ γυναίκα
στὸ πλάι μου παρέμενε ἀνερμήνευτη. Σὰν νὰ ἦταν ἀναρτημένη ἐκεῖ ὅπως
στὶς ἐκθέσεις· κουνοῦσε τὸ κεφάλι ἐπιτιμητικά. Κι αὐτὸ τὴν διασκέδαζε.
— Νὰ τὸ κρεμάσεις στὸ τσιγκέλι ἔτσι
ὅπως εἶναι, ὅπως κρεμοῦν τὸ μοσχαράκι… ἀκόμη κι ὅλοι οἱ καλεσμένοι
ἑνὸς γάμου μποροῦν νὰ χορτάσουν μ’ αὐτὸ!
— Εἶναι χοντρομπαλάς, χοντρομπαλάς,
ἔλεγε ἕνας κι ἄρχισε νὰ μὲ χαϊδεύει στὸ κεφάλι. Καλὴ κι ἡ καβουρόσουπα!
Καλαμπούριζαν, χαχάνιζαν, μερικοὶ
γουργούριζαν ὀρεξάτοι. Ἦταν πρωινὸ ἐν πλήρῃ λειτουργίᾳ, ὁ ἥλιος ἔμελλε
ν’ ἀναρριχηθεῖ. Δὲν μποροῦσα ν’ ἀποφασίσω τὴν ἀναχώρησή μου. Τὸ
ψάρι πεθαμένο, φάνταζε μεγαλύτερο, πιὸ μακρύ. Σὰν ἄνθρωπος! Μὲ κοιλιὰ
γαλαζωπὴ ποὺ βαθμιαῖα μελάνιαζε. Τὰ λέπια του δὲν ἔλαμπαν πιά, ἀλλὰ
ἄχνιζαν. Τὸ μάτι του πάραυτα παρέμενε γυαλιστερό. Οἱ ἄνθρωποι ἔφευγαν.
Ἡ κυράτσα μὲ φωνὴ σάλπιγγος μ’ ἔβαλε πόστα:
— Τί κοιτᾶς μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα ;
Δὲν ἔχεις δουλειά; Τέτοιαν ὥρα ἐσὺ δὲν θα ’πρεπε νὰ εἶσαι στὸ σχολεῖο;
Ἕνα ψάρι πεθαμένο εἶναι, τί διάολο τὸ κοιτᾶς συνέχεια μὲ μάτια
γουρλωμένα;
Ὅλος ὁ κόσμος τῆς ἔδινε δίκιο.
Κουνιοῦνταν οἱ τρίχες τῶν μαλλιῶν της μὲ κατεύθυνση πρὸς τὰ κάτω, κατερχόμενες
κι αὐτὲς καταφατικά. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀγκαλιά της. Τὴν πάτησα. Στὴ γωνία
ὅμως, σταμάτησα, εἶχα ξεχάσει νὰ ἰδῶ ἂν ἡ γυναίκα ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ
καὶ γύρισα. Ἐλάχιστοι εἶχαν ἀπομείνει. Ἕνας γέρος καμπούρης, μ’ ἕναν
τσίγκο στὸ χέρι, κι ἀκόμη δυὸ-τρεῖς. Οἱ ἄνθρωποι ἔφευγαν βιαστικοὶ
γιὰ τὴν δουλειά τους, ἀραιὰ καὶ πού, ὅμως, ὅλο καὶ σταματοῦσε κάποιος.
Τὸ παρατηροῦσαν μὲ ἀπόλαυση ἀπὸ ἀπόσταση, στὰ πεταχτά. Στηρίχτηκα
στὴν βιτρίνα τοῦ ἑστιατορίου καὶ ξεχάστηκα κοιτώντας μὲς στὸ μάτι
του, τὸ ὁποῖο δὲν μοῦ ἔλεγε τίποτα πιά. Ὅλα τὰ μάτια τῶν ψαριῶν εἶναι
ἴδια. Δὲν τολμοῦσα νὰ τ’ ἀγγίξω. Καὶ δὲν ξέρω ἂν ἦταν αὐτό, δὲν ἤθελα
νά ’ναι αὐτό, τὸ ψάρι ποὺ ἐρχόταν στὸ παράθυρο σὰν ἤμουν μόνος. Τότε
τὰ λέπια του ἄστραφταν σὰν χάντρες ἀμέθυστου. Κολλοῦσε στὸ τζάμι τὸ ἐξαίσιο
ρύγχος του, μὲ τὰ χοντρά του μάγουλα καὶ στεκόταν ἐκεῖ μαζί μου, μέχρι
νὰ σηκωθεῖ τὸ φεγγάρι πάνω ἀπ’ τὸ σπίτι καὶ πέρα, πάνω ἀπ’ τὸ δρόμο.
Ὅταν ἤμουν θλιμμένος, χόρευε μπροστὰ στὸ τζάμι τοῦ παραθύρου μου,
στὸ γαλάζιο φῶς τοῦ φαναριοῦ. Κάτι σὰν τὸν χορὸ τοῦ Καραγκιόζη δηλαδή,
καθὼς ἦταν δυσκίνητο καὶ συχνὰ ἔχανε τὸν ρυθμὸ στὴν προσπάθειά του
νὰ φτάσει ὣς ἐκεῖ πάνω μὲ τὴ κοιλιά του, χτυπώντας τὴν οὐρά του στὸν στύλο,
πότε-πότε ἔπεφτε μὲ τὸ ρύγχος πρὸς τὸ πεζοδρόμιο, ἀλλὰ μὲ τὸν καιρό ἀνακατευθυνόταν,
καὶ μοῦ γινόταν ἀγαπητό, καὶ γελοῦσα μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ μέχρι τ’ αὐτιὰ
μὲ τὰ καμώματά του. Δὲν ξέρω ἂν αὐτὸ τὸ ψάρι, ἦταν τὸ νεκρὸ ψάρι. Λίγο
καιρὸ μετά, μετακόμισα μὲ τοὺς γονεῖς μου σὲ ἄλλη συνοικία, σὲ μιὰ
μεγάλη πολυκατοικία ὅπου εἴχαμε καὶ μπαλκόνι. Καὶ μ’ ἄρεσε νὰ
βγαίνω στὸ μπαλκόνι, νὰ βλέπω τὰ φῶτα τῆς πόλης, τὰ μικρὰ αὐτά χρυσὰ
ψαράκια.
Κατόπιν ἔφτασα στὸ σχολεῖο καὶ
μπῆκα μέσα.
Ντουμίτρου Τσεπενιάγκ (Dumitru Ţepeneag) (Βουκουρέστι, 14 Φεβρουαρίου 1937). Γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Βουκουρεστίου χωρὶς νὰ τὴν τελειώσει. Στὴν συνέχεια σπούδασε Παιδαγωγικὰ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν Λογοτεχνία. Ὑπῆρξε σημαῖνον στέλεχος καὶ θεωρητικὸς τοῦ ρουμανικοῦ λογοτεχνικοῦ κινήματος τοῦ «Αἰσθητικοῦ Ὀνειρισμοῦ» (1966) καὶ συνιδρυτής του μαζὶ μὲ τοὺς Leonid Dimov, Vintilă Ivănceanu, Virgil Mazilescu, Daniel Turcea, Iulian Neaşcu, Emil Brumaru, Sorin Titel, Florin Gabrea si Virgil Tănase. Τὸ 1971 μετὰ τὴν ἔκδοση τῶν θέσεων τῆς Ὁμάδας ὑπὸ τὸν τίτλο «Tezele din iulie» («Οἱ θέσεις τοῦ Ἰουλίου») ἀναγκάστηκε νὰ ἐκπατριστεῖ στὴν Γαλλία ἡ ὁποία γίνεται δεύτερη πατρίδα του. Τὸ 1975 τοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ ρουμανικὴ ἰθαγένεια ἀπὸ τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς Τσαουσέσκου. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ κομμουνισμοῦ μοιράζεται τὸν χρόνο του ἀνάμεσα στὸ Παρίσι καὶ στὸ Βουκουρέστι. Ἔχει μεταφράσει ἀπὸ τὰ γαλλικὰ στὰ ρουμανικὰ Alain Robbe-Grillet, Pinget, δοκιμιογράφους ὅπως ὁ Albert Béguin καὶ φιλοσόφους ὅπως ὁ Jacpues Derrida, ὁ Alexandre Kojève κ.ἄ., ἐνῶ ἀπὸ τὴν ρουμανικὴ στὴν γαλλικὴ τοὺς Leonid Dimov, Daniel Turcea, Ion Mureşan, Marta Petreu, Emil Brumaru καὶ Mircea Ivănescu. Στὴν Γαλλία ἔχει ἐκδώσει τὸ μυθιστόρημα Pigeon vole, μὲ τὸ ψευδώνυμο Ed Pastenague.
Mετάφραση ἀπὸ τὰ ρουμανικά:
Δημήτρης Κανελλόπουλος (Νεμούτα Ἠλείας, 1954). Ἐκπατρίστηκε τὸ 1958, ἀκολουθώντας τὴν οἰκογένειά του στὴν Ἀθήνα, ὡς ἐσωτερικὸς μετανάστης. Σπούδασε Ἱστορία-Φιλοσοφία στὸ Πανεπιστήμιο Babes–Bolyai τοῦ Cluj Napoca τῆς Ρουμανίας καὶ Ἱστορία-Ἀρχαιολογία στὸ Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος διάφορων ἐκδοτικῶν οἴκων καὶ ὡς Φιλόλογος στὴν ἰδιωτικὴ ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς συλλογὲς ποιημάτων Ὁμίχλη πέτρινη (Ἠριδανός, 1986) Σκυθικὲς Ἐρημίες (Κολωνός, 1996), Σιγὴ Ἀσυρμάτου (Κολωνός, 2005) καὶ Κλίνη Σπόρου, Καλὴ (Ὀροπέδιο, 2010). Ἐπιμελήθηκε τὸ ἀφιέρωμα στὴ Ρουμανικὴ Λογοτεχνία τοῦ περιοδικοῦ Πολιορκία, τεῦχος 16, Ἀπρίλιος 1982. Τὸ 1984, ὀργάνωσε καὶ παρουσίασε στὸ ρουμανικὸ ἀναγνωστικὸ κοινό τὴν ἀνθολογία νεοελληνικῆς ποίησης μὲ τὸ τίτλο 42 Poeti Grecii Contemporani (42 Σύγχρονοι Ἕλληνες Ποιητές). Τὸ 1996 ἐπιμελήθηκε τὸ θέμα τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον τεῦχος 24, τὸ ἀφιερωμένο στὸ ρουμάνο ποιητὴ Anatol Baconsky. Ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ διάφορα περιοδικά. Ἀπὸ τὸ 2006 ἐκδίδει τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ : ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου