Σάββατο, Απριλίου 27, 2019

Θανάσης Βενέτης: Ο ΧΩΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

Θανάσης Βενέτης:
ΧΩΡΟΣ στν ποίηση
το Δημήτρη Κανελλόπουλου

Στν πρώτη ποιητικ συλλογ το Δημήτρη Κανελλόπουλου «μίχλη Πέτρινη», (1986, κδόσεις ριδανός) πο σηματοδοτε τν εσοδό του στν πνευματική μας κονίστρα, ποιητς «κινεται» στν περίκλειστο χρο νς πολλν δωματίων νς σπιτιο. Τ δωμάτια εναι, πως γράφει ποιητς «λεηλατημένα» σκοτειν «δεια» κα γύρω π τν κεντρικ πόλο διαμονς του «πλώθηκαν γκρίζα σπίτια».
            Σ’ αὐτὸ τὸ ἀπελπιστικὰ μελαγχολικὸ πλάνο, ἡ ἐκρηκτικὴ ἀπομόνωση τοῦ ποιητῆ, σαρκώνει τὸν ἄδολο ποιητικὸ λόγο. Ὁ οἰκειοθελῶς ἔγκλειστος ποιητής, ἔχοντας ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀγχωτικὴ λειτουργία τοῦ χρόνου, ἀφοῦ ὁ χρόνος ἐκεῖ μέσα ἔχει πάθει «συγκοπή», ψάλλει τὸ δοξαστικό τῆς ἐλευθερίας του καὶ τὸ αἰώνιο χαῖρε στὴν παντοδυναμία ἑνὸς σπαρακτικοῦ – καὶ γι’ αὐτὸ βαθιὰ ἀληθινοῦ – Ἔρωτα.
            Ὁ ποιητής, «κυρίαρχός τοῦ μικροῦ δωματίου» ταξιδεύει ἀκίνητος μέσα στὶς ἀναμνήσεις του καὶ στὸ χορὸ τους τὸ παρελθὸν «σπάζει σὰν ποτήρι ἀπὸ φτηνὸ γυαλὶ στὰ δάχτυλά του ματώνοντας ὅτι ἔχει ἀγαπήσει». Ὁ «δυνατός» - προφανῶς παρθενικὸς – Ἔρωτας κυλάει ὁρμητικὸ ποτάμι «ὑποδόρια ἀπὸ στίχο σὲ στίχο καὶ στοιχειώνει ἀνεξίτηλα καὶ καταλυτικὰ ὅτι ἀναπνέει σ’ ἕναν ἦχο προδοσίας», τὰ πάντα! Γίνεται μαχαίρι καὶ οἰμωγή, ἀερικὸ καὶ ξόρκι ποὺ σκορπάει παντοῦ τὸ ἀνεπαίσθητο ἄρωμά του, θύρα ἀνοιχτὴ ποὺ περνᾶ «ὁ θάνατος ὅλος», καὶ στὰ μάτια του κρύβονται «φυλακισμένα τοπία».
            Μαράζι ἀβάσταχτο μαστίζει τὸν ἐρειπιώνα τῶν συναισθημάτων, «ἔξω βροχές» καὶ μέσα στὶς φλέβες κυλάει ὁ Ἔρωτας» - καί, «στὰ ἀνοιχτὰ παράθυρα» ὁ ποιητὴς βλέπει «τὸ καμένο δάσος».
             Τὸ ποίημα πιὰ δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπὸ ἀλκοὸλ ποὺ κυκλοφορεῖ στὶς φλέβες του, ἀντισώματα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κάμψουν τὸν ἀπέραντο πόνο, προϊὸν μιᾶς φοβερῆς προδοσίας. «Καὶ σ’ ἀγαπῶ πιὸ πολὺ / ὅταν μοῦ λὲς φεύγω / ἀφήνοντας πίσω σου βροχὲς κι ἕναν μικρὸ πόνο στὸ σκοτεινὸ δωμάτιο».
                       
Πέρα καὶ γύρω ἀπὸ τὴν παραπάνω κεντρικὴ ἀρτηρία τῆς συλλογῆς ὑπάρχουν σκοτεινοὶ παράδρομοι ποὺ φωτίζονται ἄπλετα ἀπὸ τοὺς ζέφυρους τῆς Ἐλπίδας· τὰ ποιήματα «ἀντιστέκονται», ταξιδεύουν «ἀρχαία πλοῖα τῆς Φοινίκης στὸ πέλαγο», ὁ πατέρας στέκει δίπλα κι ἔχει στὴ μέσα τσέπη φυλαχτὸ / πευκόφλουδα καὶ σκίνο». Ἡ καταβύθιση στὶς ἀναμνήσεις ποὺ πονᾶνε εἶναι ὁ ἐξιλαστήριος ἐμβαπτισμὸς στὶς ἀρχέγονες ρίζες, ὁ ἑωθινὸς ὄρθρος ἀείρροο τοῦ ἐφήμερου ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τοῦ αἰώνιου.
«Ὁ ποιητὴς πρέπει νὰ καρφώνει – ὅπως γράφει ὁ Μανόλης Ἀναγνωστάκης – τὶς λέξεις του σὰν πρόκες. Γιὰ νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος». Κι αὐτὸ κάνει ὁ Κανελλόπουλος: ἡ ποιητική του ἔκφραση ἔχει δωρικὴ αὐστηρότητα, ὑπάρχει πυκνὸ δέσιμο γλώσσας καὶ στίχου, στέκει μονάχος ἀλλὰ ἐλεύθερος, λυγίζει στὸν Μεγάλο Ἔρωτα – ἀλλὰ ὁ Ἕνας Ἔρωτας εἶναι ἡ θερμουργὸς πηγὴ κάθε δημιουργίας – παραφράζοντας τὸ στίχο τοῦ Γιώργου Σαραντάρη: «Μιλῶ γιατί ὑπάρχει οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει» ὁ Κανελλόπουλος «Μιλᾶ γιατί ὑπάρχει ἕνας Ἔρωτας ποὺ τὸν ἀκούει». Εἶναι ὁ Ἔρωτας ποὺ καταργεῖ τὸ χρόνο καὶ κάνει τὸν ποιητὴ γενναῖο καὶ δυνατό· ἀκοῦστε:
«Παλις καθρέφτης
κα σ κρατάει
Στ βαρ τραπέζι
Τ μαρο ρόδο κα τ
Κρύσταλλο
Σκουπίζεις τ δάκρυ
Κα τ κρύβεις
Πίσω π τ μάτια σου
Ν μν τ δε καθρέφτης
Κα καταλάβει».
           
            Ἔτσι κρατιέται ὁ ποιητὴς πάνω ἀπὸ τὰ lachrymal rerunt, πάνω ἀπὸ τὴ φθορά, πάνω ἀπὸ τὸ θάνατο. Αὐτὸ τὸ ποίημα μὲ τὸν παλιὸ καθρέφτη καὶ τὰ ἄλλα τῶν σκοτεινῶν δωματίων, φέρνουν τὴν «ὁμίχλη πέτρινη» ἀντιστικτικὰ μὲ τὴ συλλογὴ  τοῦ ἐκλεκτοῦ ποιητῆ τῆς Θεσσαλονίκης Γιώργου Βαφόπουλου μὲ τὸν τίτλο «τὸ δάπεδο» (1951)
            Στὴ συλλογὴ αὐτή, ὁ Βαφόπουλος, δημιουργεῖ μὲ ἕναν τοῖχο (ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ κι αὐτὸς δωμάτιο ποὺ μέσα ἔχει κλειστεῖ) καὶ μ’ ἕνα γυάλινο παράθυρο ποὺ μπορεῖ νὰ βλέπει ἀπέναντι, δημιουργεῖ, ἐπαναλαμβάνω ἕναν ὑποστασιακὸ καθρέφτη, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο βλέπει τὴ γειτονιὰ του – χωρὶς ἐκεῖνος νὰ τὸν βλέπει.
            Ἡ σύγκριση τῶν δυὸ συλλογῶν μὲ τοὺς ἔγκλειστους ποιητὲς στὰ σκοτεινά τους δωμάτια καὶ τοὺς καθρέφτες τους, μᾶς δίνει τὶς οὐσιαστικὲς διαφορές, παρὰ τὴν κοινότητα τοῦ εὐρήματός τους.
            Στὸν Βαφόπουλο τὸ σκοτεινὸ καὶ περίκλειστο δωμάτιο δημιουργεῖ μία δυνατότητα χάρις στὸ γυάλινο παραπέτασμα νὰ βλέπει καὶ νὰ ἐλέγχει τὸν γείτονα – ἀντιπαραβάλλεται τὸ ἐγώ του μὲ ἕνα ἄλλο ἄτομο – ἐξαφανίζοντας τὴν ἀτομικότητά του.
            Στὸν Κανελλόπουλο τὸ σκοτεινό του δωμάτιο ἔχει ἀνοιχτὸ στὸν ὁρίζοντα παράθυρο· μπορεῖ νὰ βλέπει στὸ δάσος, ἔστω καὶ καμένο.
            Ὁ Βαφόπουλος «διαπιστώνει περίτρομος τῆς ὕπαρξής του τὸ δίχασμα»
            Ὁ Κανελλόπουλος δὲν ἔχει ὑποστασιακὰ διλήμματα. Ἡ ποίησή του, τὸν κάνει ὑπερήφανο –δὲν θέλει ἀκόμα οὔτε ὁ καθρέφτης νὰ δεῖ τὸ δάκρυ του– καὶ τὸ κρύβει.
            Μένει ὄρθιος στὸ χρόνο κι ἂς ξέρει πὼς τὸ σπίτι θὰ γεμίσει ἀόρατο καπνό. Ἡ ποίηση ἔχει κάνει τὸ θαῦμα της. Τὸ ζωοποιὸ φῶς της, ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, γίνεται αἷμα ποὺ κυκλοφορεῖ στὶς φλέβες του κι ὁ Δημήτρης Κανελλόπουλος κραυγάζει:
    «Ζωή μου, πνιχτ σκοτάδι»



Δεν υπάρχουν σχόλια: