Τετάρτη, Απριλίου 24, 2019

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Το καρτέρι της αλεπούς

Photo: The fox in the night, by Sophie White
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Το καρτέρι της αλεπούς

Ήταν αφέγγαρη νύχτα. Καθόμασταν εγώ κι ο πάππος έξω από το μαγαζί του Παπαγιάννη. Σ’ ένα δρύινο στενό παγκάκι. Δεν βλέπαμε παραπέρα από τη μύτη μας. Είχε πει από νωρίς, ο πάππος μου, να στήσουμε εδώ καρτέρι στην αλεπού. Θα ακούγαμε τα κοτερά να σπαράζουν και θα τρέχαμε. Είχε βάλει μια παγίδα με σύρμα, τί δε μας αφήναν να έχουμε όπλο. «Θα την πιάσουμε ζωντανή», μου είπε. Μιλούσαμε ψιθυριστά, να μη μας ακούσει μέσα στη σιγαλιά της νύχτας η αλεπού και φύγει.
Πρώτη φορά τέτοια ώρα βρισκόμασταν έξω από το σπίτι. Ο Μπάμπης είχε κλείσει το καφενείο. Από τον Αράπη δεν ακουγόταν μιλιά. Είχε πλαγιάσει η φαμελιά του Μίμη. Μονάχα κάτι φρουμίσματα από το άλογο του Παπάγου, ακούγονταν που και που, μέσα  από το παλιό του σπίτι.
Ο πάππος μου άναψε τσιγάρο. Είδα τα μάτια του για μια στιγμή, καθώς άστραψε η φλόγα του τσακμακιού.
     Δεν έχουμε ένα ντουφέκι μού ψιθύρισε… Δεν μας αφήνουν οι κερατάδες.
     Ναι παππούλη, ψιθύρισα εγώ, χωρίς να πω τίποτα άλλο, τηρώντας τις οδηγίες του: να έχω τα μάτια μου και τ’ αυτιά μου ορθάνοιχτα, έτσι να την ακούσουμε στα σίγουρα, όταν θα ρθει.
Όλες οι αισθήσεις μου, βρίσκονταν σε μια περίεργη ένταση. Ήθελα να φανώ χρήσιμος. Να ακούσω, ει δυνατόν πρώτος, τα βήματα της αλεπούς. Παράλληλα με βασάνιζε το ερώτημα, γιατί, εμείς να μην έχουμε όπλο όπως ο Διαρρήκτης; Αν είχαμε όπλο, θα είχαμε δύναμη. Θα μας φοβούνταν άνθρωποι και ζώα. Και ο κόσμος, θα ήταν πιο δίκαιος, αφού η οικογένειά μας, ήταν η πιο δίκαιη! Ήταν το ίδιο το δίκαιο, κατά την άποψή μου.
            Βρισκόμασταν ακίνητοι, με τεταμένη την προσοχή μας περίπου μια ώρα και η αλεπού πουθενά. Ακούστηκε ένας στεναγμός της Βασίλαινας πάνω από το σπίτι, και ύστερα ένας σύντομος μονόλογος: «…εχ μανούλα μου τί σου χω κάνει, και δεν με παίρνεις κι εμένανε εφτού κάτου…». Ύστερα πάλι σιωπή. Λίγο αργότερα, ακούστηκε ένας παραπονιάρικος ήχος από κοτερό πίσω από του Μπεϊντάση, όπου είχαμε το μύλο. Ο πάππος μου αυτιάστηκε. Ανασηκώθηκε λιγάκι. Κατόπιν χαλάρωσε.
     Σαν κάτι να άκουσα πουλάκι μου, είπε.
     Κι εγώ παππούλη, σα ν’ αναστέναξε ο κόκοράς μας.
Μετά πάλι σιωπή. Είχα καρφώσει τη ματιά μου, κατά τον τοίχο του μύλου. Κοίταζα κατά κει διαρκώς. Είχαν πονέσει τα μάτια μου, καθώς προσπαθούσα να τα κρατώ ανοιχτά συνεχώς. Κάποια στιγμή, εκεί που έκανε γωνιά ο φράχτης του Παπάγου, μου φάνηκε πώς έβλεπα δυο μικρές σπίθες. Δυο πολύ μικρές, γλυκές, κίτρινες σπίθες. Το βλέμμα μου καρφώθηκε σ’ αυτές. Όπως ξαφνικά τις είδα, άλλο τόσο ξαφνικά αυτές μετατοπίστηκαν προς τα πίσω και τις έχασα. Δεν μίλησα στον πάππο μου. Υπέθεσα ότι ήταν κωλοφωτιές.  Σιωπή παντού. Μονάχα η ανάσα μας ακουγόταν. Είχα γλαρώσει από την ακινησία. Κόντευα να κοιμηθώ. Ένα σκυλί πέρασε τρέχοντας από μπροστά μας.  Τότε ο πάππος μου τινάχτηκε όρθιος, λέγοντας «νάτην π’ ανάθεμά την, νάτην». Πετάχτηκα όρθιος κι εγώ. Και κοιτώντας κατά εκεί που έκανε ο πάππος μου, είδα τις δυο κίτρινες, γλυκές σπιθίτσες να με κοιτούν, στο μέρος που ήταν η ρονιά, ανάμεσα στου Παπάγου και στου Πάικου Μάρα το καφενείο. Στη δίοδο που ο Τσίκας, έμπαινε για το σπίτι του.
Ώσπου να φτάσει ο πάππος μου εκεί, οι δυο κίτρινες σπίθες είχαν εξαφανιστεί. Την άλλη μέρα, διαπιστώσαμε ότι είχαμε μείνει χωρίς κόκορα. Τον είχε καθαρίσει η πονηρή αλεπού, την ώρα που ακούστηκε ο αναστεναγμός.


Δεν υπάρχουν σχόλια: