Σάββατο, Ιουνίου 13, 2020

Νίκου Βατόπουλου Ένας κόσμος στη σκιά της λήθης


Νίκου Βατόπουλου
Ένας κόσμος στη σκιά της λήθης

 Ένας ανασκαφέας είναι και ο Δημήτρης Κανελλόπουλος. Ένας αρχαιολόγος που ανασκάπτει σε χώμα πετρωμένο σε μία αχανή περιοχή μνήμης τυλιγμένης και αυτή στη γάζα ενός λανθάνοντος χρόνου.
            Διαβάζοντας την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες» στάθηκα με προσοχή, ορισμένες φορές με αμηχανία αλλά πάντα με μία αίσθηση βουβού δέους μπροστά στον κόσμο που λίγο-λίγο ξεδιπλωνόταν μπροστά μου.
Ένας κόσμος άγνωστος μα οικείος, με εκείνη τη γνώση που φέρνει η γεύση της μνήμης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Δημήτρης Κανελλόπουλος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ανασκαλεύει και να ανασύρει από βαθιά πηγάδια, διηγήσεις και ιστορίες ακριβώς στο μεταίχμιο της λήθης, αλλά αυτός ο χαρακτηρισμός θα ήταν ίσως άδικος και χωρίς αμφιβολία ελλιπής.
            Και σε κάθε περίπτωση η θεώρηση αυτή - που θα κατέτασσε τη λογοτεχνία του Δημήτρη Κανελλόπουλου στην κατηγορία μιας λογοτεχνίας που έλκεται, ορίζεται και δικαιώνεται από το ανασκάλεμα ενός σώματος προφορικής παράδοσης – θα ήταν αυτομάτως περιορισμένη και περιοριστική.
            Αν επιχειρήσει κανείς να δει το μεγάλο κάδρο και να βρει θέση για τα διηγήματα του Δημήτρη Κανελλόπουλου στον ευρύτερο χάρτη της ελληνικής πεζογραφίας, θα εντοπίσει ενδεχομένως φλέβες που μας οδηγούν σε προγενέστερους ιχνηλάτες των κοιτασμάτων μνήμης. Ήδη από τον Μεσοπόλεμο και τον Κοσμά Πολίτη, αν όχι προγενέστερα με τον Δημοσθένη Βουτυρά ή τον Εμμανουήλ Λυκούδη, θα βρει πεζογράφους που βρίσκονται και οι ίδιοι πλέον σε ένα μεταίχμιο λήθης στη σημερινή κοινωνία.
Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος, έχω την αίσθηση, πως δεν είναι μόνος. Προέρχεται από έναν λογοτεχνικό κανόνα που έδωσε καρπούς σε αυτήν την γλώσσα και πορεύεται σε μια γη οργωμένη και γόνιμη. Ο ίδιος είναι σπορέας. Η σπορά του είναι από τη μια οι σκιές των ανθρώπων που πέρασαν και από την άλλη η λαλιά τους. Είναι το λάλον ύδωρ, το νερό που μιλάει, το νερό που ξεδιψάει τη γη της Ηλείας.
            Αυτό το νερό, το φέρνει ο Δημήτρης Κανελλόπουλος με κάθε τρόπο και με κάθε μέσον. Με τις χούφτες, με κύπελλα, με βυτιοφόρα, με καΐκια. Φέρνει λίπασμα από τη χώρα της μνήμης και ανασκαλεύει τη γη των προγόνων. Το νερό ζωντανεύει τις οικογενειακές διηγήσεις, σαν την μαυρόασπρη φωτογραφία που έρχεται στη ζωή, σαν σε τοκετό, στον σκοτεινό θάλαμο. Εκεί, στις σκοτεινές θυρίδες του νου, ο Δημήτρης Κανελλόπουλος ρίχνει φως, με δάδες, πυρσούς, φανούς και προβολείς, και μέσα στα σπήλαια της μνήμης, βλέπει τις σκιές.
            Άλλοτε γιγαντωμένες και άλλοτε φευγαλέες και ισχνές. Στέκεται άλλοτε ως αρχαιολόγος και άλλοτε ως τυμβωρύχος, μπροστά σε τάφους συλημένους που συχνά αποδεικνύονται κενοτάφια. Συχνότερα, όμως, ανοίγει τις κασέλες με τα προικώα, φέρνει στο ημίφως ανάκατα, σπασμούς και τραγούδια, μισόλογα και μακάβριες ιστορίες, ανείπωτες διηγήσεις για ημίτρελους αυτόχειρες, για ερωτευμένες κόρες και θρασύδειλους γόητες.
            Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος μεθοδικά με ακρίβεια χειρουργού, ανατόμου και ιατροδικαστή προχωράει στο παράτολμο εγχείρημα. Ανασυστήνει στίχο προς στίχο, φωτογραφία τη φωτογραφία, ίχνος προς ίχνος, σκιά προς σκιά, έρωτα προς έρωτα όπως και φαντασίωση προς φαντασίωση, τη μεγάλη διήγηση της υπαίθρου. Της γης της Ηλείας. Της γης των προγόνων.
            Και η δική του χαρτογράφηση ορίζεται από τις σκληρές γωνίες ενός κόσμου στο ελάχιστα εξιδανικευμένου. Ο κόσμος στον «Θάνατο του αστρίτη» είναι ένας κόσμος ανελέητος. Ένας κόσμος με ροζιασμένα χέρια, και ανάσες που αναδύουν φτηνό κρασί. Είναι ένας κόσμος από σβωλιασμένο χώμα και άστρωτα κρεβάτια. Και προ πάντων, είναι ένας κόσμος σπαρμένο θάνατο.
             Είναι τόσο σάρκινος ο κόσμος του Δημήτρη Κανελλόπουλου, είναι τόσο αιμάτινες οι σχέσεις, που ο θάνατος έρχεται σαν ευλογία, έρχεται σαν τέλος αναπόδραστο, έρχεται με την αποκρουστική όψη ενός δρεπανοφόρου τέρατος. Όλα αυτά μπορεί να είναι θάνατος, που όμως στην περίπτωση του «Αστρίτη» ρίχνει στη γη σπόρο σε μια αέναη αναγέννηση της φύτρας του καλού και του κακού.
          Όλα αυτά, ο Δημήτρης Κανελλόπουλος τα γονιμοποιεί με τη γλώσσα. Η γλώσσα του αναβλύζει σαν από αρχαία πηγή, έχει το μέταλλο της γνησιότητας και την αψάδα της προφορικότητας. Καθώς γεννάει κόσμους μέσα σε κόσμους, μίσχους μέσα σε κάλυκες, καρπούς μέσα από λειμώνες, ο Δημήτρης Κανελλόπουλος επικυρώνει μια σχέση ζωής με την ελληνική γλώσσα. Αν μείνει στην ιστορία της ελληνικής πεζογραφίας αυτό το βιβλίο, θα μείνει για τη γλώσσα. Θα μείνει γιατί υπηρετεί την ελληνική λογοτεχνία.
            Οι ιστορίες στον «Αστρίτη» αποκτούν ύλη λόγω γλώσσας. Δένουν στο λαιμό λόγω γλώσσας. Ανακατεύουν το στομάχι λόγω γλώσσας. Βουρκώνουν τα μάτια λόγω γλώσσας. Είναι μία επανακατοίκηση της πηγαίας, πολυκύμαντης και αρχέγονης γλώσσας της υπαίθρου. Είναι ένα αντίδωρο από τη χώρα των προγόνων στη χώρα των μελλούμενων.
Ξαναδιαβάζοντας διηγήματα από τον «Αστρίτη» για να φέρω και πάλι στο νου τη γεύση από τον κάμπο της Ηλείας και τις ιστορίες των αλλόκοτων ηρώων, ένιωσα πως αυτός ο κόσμος της Τριαδούλας, του Νικάκη, της Νταβέλαινας, της Σαραντινιώς, της Ροϊδούλας, του Τάση και του Ντίνου του Γαζέτα, είναι γνήσιος και αληθινός όπως γνήσια και αληθινά ήταν τα χρόνια που έζησαν στη γη της Ηλείας. Χαιρετώ αυτούς τους ήρωες που τους έζησα με σάρκα και αίμα και τους βλέπω και πάλι κρεμασμένους σε ξεθωριασμένα οικογενειακά πορτρέτα.
Καθημερινή, 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια: