Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 16, 2016

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Ὁ Κόκκινος Ἀρωματοποιός, ΟΡΟΠΕΔΙΟ, ΤΕΥΧΟΣ 17ο, ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 2016


Δημήτρης Κανελλόπουλος


Ὁ Κόκκινος Ἀρωματοποιός
ΟΡΟΠΕΔΙΟ, ΤΕΥΧΟΣ 17ο, ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 2016

Ἔπινα τὸ ἐσπρεσάκι μου στὸ Iulius Mall, διαβάζοντας τὶς ἐφημερίδες. Ἦταν Ὀκτώβρης ἀλλὰ τὸ κλίμα εἶχε ἀλλάξει. Δὲν ἦταν βαρὺς χειμώνας ὅπως παλιά. Εἶχε μιὰ λαμπερὴ λιακάδα. Ἡ ψύχρα ὅμως ἦταν ἀπαγορευτικὴ γιὰ νὰ καθίσω στὴ βεράντα. Καθόμουν μέσα στὸ καφὲ Πίκολο, πλάι στὴν τζαμαρία καὶ ἀπολάμβανα τὴν ὄμορφη λίμνη μὲ τὰ κτίρια ποὺ εἶχαν φυτρώσει γύρω της. Μιὰ νοσταλγία μὲ εἶχε κατακυριεύσει. Θυμόμουν στὶς ὄχθες τῆς ἀπεριποίητης λίμνης τὸ μοναδικὸ κτίριο, ἕνα παλιὸ ἐργοστάσιο πάγου. Καὶ τὰ ταπεινὰ σπιτάκια ποὺ ὑπῆρχαν στὴ δεξιὰ πλευρά της. Ἐκεῖ, ἀγοράζαμε ντομάτες κι ἄλλα ζαρζαβατικά, ποὺ καλλιεργοῦσαν οἱ κάτοικοι, ὅταν αὐτὰ ἐξαφανίστηκαν ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τῆς πόλης. Μέσα σὲ τριάντα χρόνια, ὅλα εἶχαν ἀλλάξει. Γύρω ἀπὸ τὴ λίμνη εἶχαν χτιστεῖ ὡραῖα, παραδοσιακὰ μεσοαστικὰ σπίτια. Καλαίσθητα σπίτια στὸ παραδοσιακὸ στὶλ τῆς Τρανσυλβανίας. Στὸ βάθος ὑπῆρχαν κάποιες κομψὲς πολυκατοικίες. 

Εἶχα ἀγοράσει κάποια βιβλία τοῦ ποιητῆ Marin Sorescu ἀπὸ τὸ παλαιοπωλεῖο Socrates, στὸν πρῶτο ὄροφο τοῦ Mall. Ἄφησα τὶς ἐφημερίδες κι ἄρχισα νὰ ξεφυλλίζω τὶς καλαίσθητες ἐκδόσεις τῆς δεκαετίας τοῦ ’70, καὶ ὑποψιαζόμουν πὼς ὁ Marin Sorescu δὲν ἄφηνε τὴν ἐπιμέλεια τῶν βιβλίων του σὲ ἄλλους. Σκεφτόμουν πὼς αὐτὲς οἱ ἄρτιες ἐκδόσεις, ἀπὸ πλευρᾶς ἀρχιτεκτονικῆς τῶν βιβλίων του, δὲν ἦσαν προφανῶς ἁπλὰ καὶ μόνο ἐκδόσεις φροντισμένες ἀπὸ ἕναν εὐφάνταστο λέκτορα, ὁ ὁποῖος ἀναγραφόταν στὴν ἐξαιρετικὴ ταυτότητα τῶν βιβλίων. Κι αὐτό, γιατὶ τὰ βιβλία ποὺ εἶχα ἀγοράσει, ἦσαν τρία καὶ τὸ κάθε ἕνα εἶχε ἐκδοθεῖ ἀπὸ διαφορετικὸ ἐκδοτικὸ οἶκο! Ἀλλὰ καὶ τὰ τρία ἔμοιαζαν καταπληκτικὰ μεταξύ τους ἀπὸ πλευρᾶς αἰσθητικῆς.
Ὕστερα, πῆρα στὰ χέρια μου τὴν ἐφημερίδα Adevarul. [Ἡ Ἀλήθεια]. Αἴφνης ἡ ματιά μου ἔπεσε σὲ ἕνα ἄρθρο ποὺ ξεκινοῦσε μὲ μιὰ ἄγνωστη λέξη. Grofii unguri primesc inapoi mosiile. [Οἱ Οὖγγροι γαιοκτήμονες ξαναπαίρνουν τὶς περιουσίες τους]. Διαβάζοντάς το, κατάλαβα ὅτι μιλοῦσε γιὰ τοὺς Οὔγγρους εὐγενεῖς ποὺ εἶχαν χάσει τὶς περιουσίες τους τὸ 1945. Διάβασα μονορούφι τὸ κείμενο τῆς ἐφημερίδας. Ἔγραφε γιὰ ἐκείνους τοὺς εὐγενεῖς ποὺ τὸ 1945 θεωρήθηκε ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου συνεργάστηκαν μὲ τὰ γερμανικὰ καὶ οὐγγρικὰ στρατεύματα κατοχῆς τῆς Τρανσυλβανίας. Ἀλλὰ στὴ συνέχεια μιλοῦσε καὶ γιὰ τὶς μεγάλες ρουμανικὲς οἰκογένειες μὲ φαναριώτικη καταγωγή. Ὀνόματα γνωστὰ καὶ οἰκεῖα ἀπὸ τὴ δική μας ἱστορία περνοῦσαν μπροστά μου: Καντακουζηνός, Γκίκας, Σοῦτσος, Στούρτζας, Μαυρογένης… Ὅλοι αὐτοὶ κέρδιζαν τὶς ἀγωγὲς ποὺ εἶχαν κάνει ἐναντίον τοῦ ρουμανικοῦ κράτους κι ἔπαιρναν πίσω παλάτια, οἰκήματα γενικῶς, τεράστιες ἐκτάσεις γῆς, δάση, ἀγρούς… Ἕνας ἐξ αὐτῶν πῆρε πίσω ἕνα ὁλόκληρο χωριό, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὸ σχολεῖο του…
Τὸ θέμα μὲ εἶχε καθηλώσει. Παρήγγειλα καὶ δεύτερο ἐσπρέσο. Θυμήθηκα μιὰ ἱστορία ποὺ εἶχα ἀκούσει πρὶν τριάντα χρόνια, ἀπὸ τὸν Μπάρμπα Φέρι, τὸν καλοκάγαθο γέροντα φωτογράφο, ποὺ κατοικοῦσε στὴν οδό Χασντέου, στὴν παλιὰ μονοκατοικία μπροστὰ ἀπὸ τὴ φοιτητικὴ ἑστία 16… Ἦταν ἡ ἱστορία τοῦ Μίκλος Ὤλμασι, τοῦ ἰδιοκτήτη μιᾶς ἀρωματοποιίας στὸ Κλούζ…
            —Ὁ Μίκλος Ὤλμασι ἀγαπητέ, ἔλεγε ὁ Μπάρμπα Φέρι, εἶχε μιὰ μικρὴ ἀρωματοποιία στὸ Γκεοργκένι, λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ παλιὸ παγοποιεῖο, ἐνῶ στὴν Πλατεία Ἴστβαν Ζέτσενι διατηροῦσε ἕνα ἀρωματοπωλεῖο στὸ ὁποῖο ἐξέθετε καὶ πωλοῦσε τὰ προϊόντα του. Πάνω ἀπὸ τὸ ἀρωματοπωλεῖο ἦταν τὸ σπίτι του. Κατοικοῦσε ἐκεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Τὴ σύζυγο καὶ τὶς δύο ὄμορφες κόρες του. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ παλιὲς στὸ Κλούζ. Παρ’ ὅτι δὲν εἶχε ὅμως μεγάλους τίτλους εὐγενείας, ἦταν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς πόλης σεβαστός, γιατί ἔκανε μὲ συνέπεια αὐτὸ ποὺ εἶχαν ξεκινήσει οἱ πρόγονοί του ἀπὸ αἰῶνες…
Μὲ τὸν νόμο 119 τῆς 11ης Ἰουνίου 1948 γιὰ τὶς ἐθνικοποιήσεις, αὐτὸς ὁ ἥσυχος ἄνθρωπος ποὺ φρόντιζε νὰ τροφοδοτεῖ μὲ ἀρώματα ὅλες τὶς γυναῖκες τῆς πόλης, ἔπρεπε νὰ παραδώσει στὸ κράτος τὴν οἰκογενειακή του ἐπιχείρηση. Αὐτὸ δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου! Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί δουλειὰ θὰ ἔκανε καὶ πῶς θὰ ζοῦσε ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς τὴν οἰκογένειά του… Δὲν ἦταν νέος. Βάδιζε στὸ 65o ἔτος τῆς ἡλικίας του.
Τὸν ἐκνευρισμό του τὸν ἐπέτεινε ἡ ἔλλειψη ψυχραιμίας τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία, καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου, ὅταν στὴν ἀγορὰ εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐξαφανίζονται τὰ τρόφιμα, τοῦ δημιουργοῦσε προβλήματα, λὲς κι ἔφταιγε αὐτὸς γιὰ ὅλα: γιὰ τὸν πόλεμο, γιὰ τοὺς βομβαρδισμοὺς ποὺ εἶχαν γίνει πολὺ κοντὰ στὸ σπίτι τους, γιὰ τὶς διακοπὲς τοῦ ἠλεκτρικοῦ καὶ τοῦ φυσικοῦ ἀερίου, γιὰ τὴν ἔλλειψη τροφίμων, γιὰ ὅλα…
Ὁ Μίκλος Ὤλμασι ἀναζητοῦσε διαρκῶς πληροφορίες ἀπὸ τοὺς ἐπίσημους φορεῖς, ἀλλὰ παντοῦ ἐπικρατοῦσε ἕνα χάος. Κανεὶς δὲν ἤξερε νὰ τοῦ ἀπαντήσει τί πρέπει νὰ κάνει. Τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα ὅλων τῶν ἐταιριῶν περνοῦσαν στὸ κράτος! Καθὼς καὶ τὰ χρήματα ποὺ αὐτὲς εἶχαν στὶς Τράπεζες. Ἔτσι περίμενε ἄπρακτος, ἀκολουθώντας τὴν μοίρα του. Ὁ Μίκλος Ὤλμασι ποτὲ δὲν εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πολιτική. Πάντοτε κοίταζε τὴ δουλειά του. Καὶ τὸ χόμπι του: τὴν φωτογραφία! Ἦταν κάτοχος μιᾶς φωτογραφικῆς μηχανῆς, Leica O-Serie! Ἐμεῖς οἱ ἐπαγγελματίες τὸν ζηλεύαμε… Μαζί του, ἐγὼ, ποὺ ἤμουν ἕνας ταπεινὸς νεαρὸς φωτογράφος, παιδί μου, εἶχα φωτογραφίσει γυμνές, τὶς 25 πιὸ ὄμορφες γυναῖκες τοῦ Κλούζ, τὸ 1939. Ἕνα χρόνο πρὶν τὸν πόλεμο. Μὲ αὐτὴν τὴν ἐξαιρετικὴ μηχανή…
Ἡ μικρὴ βιοτεχνία του ὑπολειτουργοῦσε λόγῳ ἐλλείψεως πρώτων ὑλῶν, ὅταν τὸν Αὔγουστο τοῦ 1948 ἐμφανίστηκε στὴν εἴσοδό της ἡ Κρατικὴ Ἐπιτροπὴ ποὺ θὰ ἀναλάμβανε τὴ διαχείρισή της. Χωρὶς περιστροφὲς τοῦ ἔδωσαν νὰ ὑπογράψει κάτι χαρτιά, τοῦ ζήτησαν τὰ κλειδιὰ ὅλων τῶν χώρων τῆς παραγωγῆς καὶ τῶν γραφείων καὶ τοῦ δήλωσαν ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ τὸν χρησιμοποιήσει ἡ πατρίδα ἂν δεχτεῖ νὰ συνεργαστεῖ…
Ὁ Μίκλος Ὤλμασι κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι του, ὑπονοώντας πὼς κατάλαβε. Παρέδωσε τὰ κλειδιὰ καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν ὁδηγό του νὰ τὸν μεταφέρει στὸ σπίτι του. Ὅταν ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του στὴν  Πλατεία Ἴστβαν Ζέτσενι, τοῦ εἶπε:
            —Τὸ ἀπόγευμα κατὰ τὶς πέντε, ἔλα πάλι πίσω γιὰ νὰ πᾶμε στὸ ἐργοστάσιο νὰ πάρω τὰ πράγματά μου…
            —Μάλιστα Κύριε, εἶπε ὁ ὁδηγός…
Στὴν γυναίκα του καὶ στὶς κόρες του δὲν ἀνέφερε τὸ παραμικρό. Κλείστηκε στὸ δωμάτιό του λέγοντας νὰ μὴν τὸν ἐνοχλήσει κανείς… Κάθισε στὸ γραφεῖο του καὶ ἔγραψε δύο ἐπιστολές. Μία πρὸς τὴ σύζυγό του καὶ μία πρὸς τὶς θυγατέρες του. Ὕστερα ἄνοιξε ἕνα βαρύ, ξυλόγλυπτο ἐντοιχισμένο ντουλάπι, πῆρε ἕναν χοντρὸ φάκελο καὶ κάθισε ἐπὶ ὧρες μπροστά του, μελετώντας καὶ γράφοντας. Ἐναπόθεσε τὶς ἐπιστολὲς πάνω στὸ πρὲς παπιὲ καὶ κατόπιν ξάπλωσε στὸ κρεβάτι του κοιτάζοντας τὸ ταβάνι. Ἔμεινε ἔτσι ἀκίνητος ὡς τὴν ὥρα ποὺ ἀντελήφθη ὅτι σὲ λίγο θὰ ἐρχόταν ὁ ὁδηγός του γιὰ νὰ τὸν πάρει. Σηκώθηκε καὶ ἑτοιμάστηκε βιαστικά….
            Ὁ Μπάρμπα Φέρι ποὺ καθόταν πλάι στὸ παράθυρο, ὅση ὥρα μιλοῦσε, δακρυσμένος, ἔστρεψε τὸ κεφάλι του στὸν λασπωμένο δρόμο…
            —Ἔχ, τί χρόνια κι αὐτά… Κανεὶς δὲν ἤξερε τί θὰ ξημερώσει… Ἤπιε δυὸ γουλιὲς καφὲ κι ὕστερα ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τῆς συζύγου του ἀπὸ τὴν κουζίνα:
Τί κάνεις ἐκεῖ μὲ τὸν Ἕλληνα; Ὅλο γιὰ τὶς πόρνες ποὺ γύριζες στὰ νιάτα σου τοῦ λές...
            —Ὄ ζόνιατ πίτσαγιο, εἶπε σχεδόν, μέσα ἀπ’ τὰ χείλη του ὁ Feribacsi… καὶ γυρίζοντας πρὸς τὸ μέρος μου συνέχισε:
…στὶς πέντε ἡ ὥρα ὁ ὁδηγός του ἦταν κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ὁ Μίκλος Ὤλμασι κατέβηκε ἀπὸ τὴ σκάλα στὴν ὥρα του. Ἔκανε τὸν γύρο τοῦ αὐτοκινήτου, ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ κάθισε στὸ μπροστινὸ κάθισμα…
            —Πᾶμε παιδί μου, εἶπε, δὲν θὰ σὲ καθυστερήσω… Ἐγὼ θὰ μείνω στὸ ἐργοστάσιο, ἐσὺ μπορεῖς νὰ ἀποχωρήσεις γιὰ σήμερα…
            ―Μάλιστα Κύριε, ἀπάντησε ὁ ὁδηγός…
Ὅταν ἔφτασαν στὸ ἐργοστάσιο, μὲ ἔκπληξη εἶδαν μιὰ τεράστια ταμπέλα μὲ κόκκινα γράμματα στὴν πρόσοψη. Ἐπικάλυπτε τὴν ἐπωνυμία ποὺ εἶχε μέχρι τὸ μεσημέρι τὸ μικρὸ ἐργοστάσιο. Ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν ἡ ἐπιγραφὴ Μίκλος Ὤλμασι, Ἐργοστάσιο Ἀρωματοποιίας καὶ Χημικῶν Οὐσιῶν, τώρα ἔγραφε: Ἐργοστάσιο Ἀρωμάτων: Ὁ Κόκκινος Ἀρωματοποιός.
Ὁ Μίκλος Ὤλμασι, βάδισε πρὸς τὴν εἴσοδο. Δὲν ἤθελε νὰ κοιτάξει ξανὰ πρὸς τὴν πρόσοψη. Τὸν ἐνοχλοῦσε πολὺ ποὺ δὲν ὑπῆρχε τὸ ὄνομα τῆς οἰκογένειάς του ἐκεῖ. Ξεκλείδωσε τὴν πόρτα, μπῆκε μέσα στὸν χῶρο παραγωγῆς καὶ ξανακλείδωσε πίσω του. Ξεχάστηκα νὰ σοῦ πῶ πὼς ἦταν σπουδαῖος χημικός. Εἶχε σπουδάσει στὴν Βιέννη. Ἀριστοῦχος! Ὁ ἴδιος ὁ I. Ferenc Jozsef [Φραγκίσκος Ἰωσὴφ ὁ Α΄], τοῦ ἔδωσε τὸ δίπλωμα μὲ τὰ χέρια του κι ἕνα χρυσὸ δαχτυλίδι μὲ τὸ μονόγραμμά του… Μπῆκε λοιπὸν μέσα καὶ πῆγε κατ’ εὐθείαν ἐκεῖ ποὺ βρίσκονταν τὰ ντεπόζιτα μὲ τὶς πρῶτες ὕλες. Πῆρε δύο μπιτόνια γεμάτα βενζίνη καὶ ἄρχισε νὰ τὴν χύνει στὸ χῶρο. Κυρίως ἐκεῖ στὸν χῶρο τῶν δεξαμενῶν μὲ τὸ ὑγρὸ ἀπόσταγμα τῆς ρητίνης. Κατόπιν ἔβαλε φωτιά. Μιὰ τεράστια μπλὲ φλόγα ὑψώθηκε στὸν οὐρανό, τὴν ὥρα ποὺ σουρούπωνε, κι ἕνας δαιμονικὸς θόρυβος διαπέρασε τὴν πόλη ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ πρὸς τὴ Δύση… Μετά, ἦλθε μιὰ μυρωδιὰ ἀμμωνίας καὶ ἐπικάθησε γιὰ μέρες σ’ ὁλόκληρη τὴν πόλη… Ἡ μικρὴ βιοτεχνία Ὁ Κόκκινος Ἀρωματοποιός, ἔγινε στάχτες κι ὁ Μίκλος Ὤλμασι, ἕνας ἥσυχος ἄνθρωπος ποὺ τὸ ὄνομά του ἦταν γνωστὸ ἐπὶ αἰῶνες στὴν Τρανσιλβάνια, δὲν βρέθηκε ποτέ, ὅταν οἱ πυροσβέστες κατάφεραν νὰ σβήσουν τὴ φωτιά…
Ὁ Μπάρμπα Φέρι συγκινημένος, κάρφωσε τὸ βλέμμα του στὸ δρόμο καὶ σώπασε. Ἔξω εἶχε πέσει σκοτάδι κι ἐγὼ κατάλαβα πὼς ἔπρεπε νὰ φύγω…

Σήκωσα τὸ κεφάλι μου καὶ κοίταξα τὰ γαλήνια νερὰ τῆς λίμνης. Γλάροι, ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ πολὺ μακριὰ πετοῦσαν στὸν καταγάλανο οὐρανὸ, πάνω ἀπὸ τὶς ὄμορφες στέγες τῶν σπιτιῶν καὶ σκέφτηκα πῶς ἀλλάζουν τὰ πράγματα ξαφνικὰ στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Πῶς ἡ μοίρα τῶν ἀνθρώπων ἀλλάζει χωρὶς τὴ θέλησή τους. Μάζεψα τὰ βιβλία καὶ τὶς ἐφημερίδες ποὺ εἶχα ἁπλώσει γύρω καὶ κατέβηκα στὸ ἰσόγειο, στὸ ρεστορὰν Τὸ Χάνι τῶν Δακῶν. Ἐκεῖ μὲ περίμενε ὁ φίλος μου Οvidiu, νὰ μοῦ κάνει τὸ τραπέζι….

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ὁδὸς Hasdeu, ἡ κεντρικὴ ὁδὸς ποὺ κατὰ πλάτος της ἐκτείνονταν τὰ συμπλέγματα τῶν φοιτητικῶν ἑστιῶν τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Κλούζ.
Γκεοργκένι: συνοικία τοῦ Κλούζ, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε τὴ δεκαετία τοῦ ’60 καὶ κατὰ τὰ ἔτη τῶν φοιτητικῶν μου σπουδῶν (1978-1983), προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις.
Πλατεία Ἴστβαν Ζέτσενι: σήμερα λέγεται Πλατεία Mihai Viteazul (Πλατεία Μιχαήλ τοῦ Γενναίου)
Κλούζ, ἡ πόλη Κλούζ Ναπόκα. Οἱ Οὖγγροι τὴν λένε Kolozsvar (Κόλοζβαρ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: